Ο Θωμάς ήταν ένας απ’ τους δώδεκα αποστόλους. Δεν ξέρουμε πολλά
πράγματα γι’ αυτόν, αλλά φαίνεται ότι ήταν μάλλον κλεισμένος στον εαυτό του,
λιγομίλητος και ντροπαλός. Ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους που όταν όλα πάνε
καλά και κάποιοι φροντίζουν για όλα, αυτοί μένουν στο περιθώριο. Όταν οι άλλοι
μιλούσαν, αυτός δεν είχε να πει τίποτα. Αλλά όταν κάτι συνέβαινε που άφηνε τους
άλλους άφωνους, τότε αυτός μιλούσε. Όταν έλεγε κάτι, οι άλλοι άκουγαν. Η
παράδοση του έδωσε το παρατσούκλι «ο άπιστος Θωμάς». Πουθενά στη Γραφή δεν
βρίσκουμε αυτό το χαρακτηρισμό, παρόλα αυτά από τότε έμεινε γνωστός μ’ αυτό τον
τίτλο. Έτσι, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ότι δεν έχει πίστη, του λέμε:
«είσαι άπιστος Θωμάς» κι αυτός καταλαβαίνει ακριβώς τι εννοούμε.
Μέσα στη Γραφή έχουμε τέσσερις περιπτώσεις που μίλησε ο Θωμάς
και κάθε φορά είχε κάτι να πει. Μια απ’ αυτές ήταν όταν είπαν στον Ιησού ότι ο
φίλος Του ο Λάζαρος ήταν βαριά άρρωστος. Μετά από τρεις μέρες αποφασίζει ο
Ιησούς να πάει στο χωριό του Λάζαρου, αλλά στο μεταξύ αυτός πέθανε. Οι μαθητές
δεν ήθελαν να πάει ο Ιησούς εκεί γιατί το σπίτι του Λάζαρου ήταν κοντά στην
Ιερουσαλήμ όπου οι Ιουδαίοι θέλησαν να Τον λιθοβολήσουν όταν τους είπε ότι
είναι ο Θεός και αισθανόταν ότι μπορεί αυτή η επίσκεψη να είναι επικίνδυνη.
Ακόμα ο Πέτρος κι ο Ιωάννης που συνήθως είχαν θάρρος, ήταν ολοφάνερα
τρομαγμένοι και δεν ήθελαν να πάει εκεί ο Ιησούς. Τότε, μίλησε ο Θωμάς: «Ας υπάγωμεν και ημείς διά να αποθάνωμεν
μετ’ αυτού» (Ιωάν.ια:16). Τι θάρρος! Είναι σαν να έλεγε: «είναι καλύτερα να
πεθάνουμε μαζί Του παρά να ζήσουμε χωρίς Αυτόν».
Μια άλλη περίπτωση που μίλησε ο Θωμάς, ήταν στο ανώγειο, στο
τελευταίο δείπνο. Εκεί ο Ιησούς ανακοίνωσε στους μαθητές Του τον επερχόμενο
θάνατο Του, αλλά τους είπε να μην ταράσσεται η καρδιά τους. Είπε: «Εν τη οικία του Πατρός μου είναι πολλά
οικήματα» και πρόσθεσε ότι πάει για να τους ετοιμάσει τόπο κι ότι ξέρουν
που πάει και τον δρόμο που οδηγεί εκεί.. Τότε μίλησε ξανά ο Θωμάς: «Κύριε δεν εξεύρομεν πού υπάγεις και πώς
δυνάμεθα να εξεύρωμεν την οδόν;» (Ιωάν.ιδ:5). Ο Θωμάς δεν ζητούσε
πληροφορίες, αλλά διακήρυττε μια θαυμαστή αφοσίωση. Πίσω απ’ την ερώτησή του
ήταν η σκέψη: «Δεν μας νοιάζει που πας, απλά θέλουμε να έρθουμε κι εμείς».
Η τρίτη φορά που μίλησε ο Θωμάς ήταν μετά το θάνατο και την
ανάσταση του Ιησού. Το απόγευμα της πρώτης μέρας μετά την ανάσταση, οι μαθητές
ήταν μαζεμένοι σ’ ένα δωμάτιο που είχαν κλειδώσει την πόρτα. Ξαφνικά
εμφανίζεται ο Ιησούς και λέει: «Ειρήνη υμίν» (Ιωάν.κ:19). Για κάποιο λόγο, ο
Θωμάς δεν ήταν εκεί.
Την επόμενη μέρα, όταν οι μαθητές συνάντησαν το Θωμά, του είπαν
πλημμυρισμένοι από χαρά: «Θωμά, πραγματικά έχασες χθες το βράδυ! Ήρθε ο Ιησούς,
ήταν ακριβώς εδώ, ανάμεσά μας, Τον είδαμε! Τώρα ξέρουμε ότι είναι ζωντανός!»
Ωστόσο, ο Θωμάς με θλιμμένο ύφος τους είπε πως δεν πιστεύει ότι ο Ιησούς
αναστήθηκε. Είπε: «εάν δεν ίδω εν ταις
χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των
ήλων και βάλω την χείραν μου εις την πλευράν αυτού, δεν θέλω πιστεύσει»
(Ιωάν.κ:25).
Τις επόμενες οχτώ μέρες ο Θωμάς βασανιζόταν απ’ αυτά τα
συναισθήματα. Οι μαθητές, μαζί με το Θωμά, είναι πάλι μαζεμένοι, όταν
εμφανίζεται ξανά ο Ιησούς ανάμεσά τους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε την ευγένεια
που έδειξε ο Κύριος στο Θωμά. Θα μπορούσε να τον είχε επιπλήξει για την απιστία
του ή να τον αγνοήσει τελείως, όμως ο Ιησούς προσπέρασε τους άλλους και πήγε
στο Θωμά. Του έδειξε τα τρυπημένα Του χέρια και του είπε: «Φέρε τον δάκτυλόν σου εδώ, και ιδέ τας χείρας μου και φέρε την χείρα
σου, και βάλε εις την πλευράν μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός»
(κ:27). Όταν ο Θωμάς είδε τα τρυπημένα χέρια και τη λογχισμένη πλευρά, αμέσως -
δεν ήταν προσχεδιασμένο, δεν το είχε καλοσκεφτεί, δεν είχε κατασταλάξει πριν
μια ώρα - όταν είδε την τραγωδία του Γολγοθά έκραξε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Αν κοιτάξουμε πίσω, τον καιρό που οι μαθητές ακολουθούσαν τον
Ιησού στη θάλασσα της Γαλιλαίας ή στους σκονισμένους δρόμους της Καπερναούμ και
της Ιερουσαλήμ, δεν θα βρούμε ούτε μία φορά το Θωμά να έχει ενθουσιαστεί τόσο
πολύ ώστε να πει κάτι ανάλογο. Είχε ακούσει τον Ιησού να κηρύττει, Τον είχε δει
να πολλαπλασιάζει τα ψωμιά και τα ψάρια για να ταΐσει πέντε χιλιάδες άνδρες κι
όμως ποτέ δεν είπε: «Ο Κύριός μου και ο
Θεός μου».
Δεν ενθουσιάστηκε από τα τόσα θαύματα που είχε δει, αλλά όταν
είδε τα σημάδια του πάσχοντα Σωτήρα του, τα πήρε για δικά του. Κάτι στην
ανθρώπινη φύση, μας κάνει τα ταρασσόμαστε περισσότερο από μία τραγωδία παρά
οτιδήποτε άλλο. Ο πιο απαθής, όταν βρεθεί μπροστά σ’ ένα αυτοκινητιστικό
δυστύχημα στην εθνική οδό ή σ’ ένα σπίτι που καίγεται και κάποιοι δεν έχουν
προλάβει να βγουν έξω, στρίβει τα δάχτυλά του από απελπισία, λύπη και αμηχανία.
Φαίνεται ότι τέτοια συμβάντα, δημιουργούν αντιδράσεις που τίποτε άλλο δεν
μπορεί να διεγείρει.
Ο Παύλος είπε: «Διότι
απεφάσισα να μη εξεύρω μεταξύ σας άλλο τι, ειμή Ιησούν Χριστόν, και τούτον
εσταυρωμένον». Οι εκκλησίες μεγαλώνουν, γίνονται πιο όμορφες και δεν
υπάρχει τίποτα κακό στην αύξηση και την καλυτέρευση των εκκλησιών. Ωστόσο, όταν
οι εκκλησίες βγάζουν έξω το σταυρό του Χριστού την ώρα της συνάθροισης, όταν
ψάλουν ύμνους χωρίς να αναφέρονται στο αίμα του Ιησού Χριστού, οι άνθρωποι
μένουν ανέγγιχτοι, οι καρδιές δεν αλλάζουν. Μια καλοφτιαγμένη ομιλία, μια
ανασκόπηση της Βίβλου, η απαρίθμηση των τρεχόντων γεγονότων, ποτέ δεν θα
κεντρίσουν την ανθρώπινη ψυχή. Το καλοφτιαγμένο κήρυγμα που δεν είναι όμως
χρισμένο από το Άγιο Πνεύμα ποτέ δεν θα φτάσει στα βάθη της ζωής του ανθρώπου.
Όμως, αν υψώσουμε το σταυρό του
Χριστού, ώστε οι άνθρωποι να δουν τις πληγές στα χέρια Του, την πληγωμένη
πλευρά Του, το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι Του, τότε θ’ ακούσουμε πάλι
ανθρώπους ν’ αναφωνούν: «Ο Κύριός μου και
ο Θεός μου».