Μία από τις βασικές,
χαρακτηριστικές ιδιότητες του αυθύπαρκτου και ζώντος Θεού, του Θεού της Βίβλου
και του Χριστιανισμού, είναι η παντοδυναμία Του. Στη Βίβλο μαρτυρείται σε πολλά
χωρία ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, δηλαδή δύναται να πραγματοποιήσει τα πάντα,
κι αυτά ακόμα που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Έτσι διαβάζουμε π.χ. στο
βιβλίο των Ψαλμών: «Ο Θεός ημών πάντα όσα ηθέλησεν εποίησεν εν τω ουρανώ και εν
τη γη» (Ψαλμ.113:11, 134:6), ότι είναι Θεός που δεν ατονεί ούτε αποκάμνει κατά
την έκφραση της δημιουργικής του δύναμης (Ησ.40:26) διότι «είπε και
εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ.148:5). Σύμφωνα και με το
Γέν.1:1, «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην», με την αίδιο
δύναμή του (Ρωμ.1:20).
Επίσης, διαβάζουμε ότι «ουκ
αδυνατήσει παρά του Θεού παν ρήμα» (Λουκ. 1:37), και ότι το «αδύνατον παρά τοις
ανθρώποις δυνατόν παρά τω Θεώ» (Μαρκ.10:27 Λουκ.18:27). Το ίδιο διαβάζουμε
και στο Γεν.18:14. Στο Δευτ.10:17 αναφέρεται ότι ο Γιαχβέ ο Θεός σας
είναι Θεός Θεών και ο Κύριος των Κυρίων, ο μεγάλος, ο κραταιός, ο φοβερός, ενώ
στον Ησαΐα τονίζεται ότι «δεν εσμικρύνθη η χείρ του Κυρίου ώστε να μη μπορεί να
λυτρώσει» (50:2). Γι’ αυτό και στην εβραϊκή Βίβλο ο Θεός καλείται Ελ Σαντάι (=
Θεός παντοδύναμος ή παντοκράτωρ). Έτσι και στο Γεν.17:1, 28:3, 35:11, και
μερικές φορές στον πληθυντικό αριθμό, για να δηλωθεί η εξοχότητά του (Γεν.49:25, Ψαλμ.68:14), έκφραση που διατηρείται και στην Καινή Διαθήκη (Αποκ.1:8,
15:3, 19:6, Β΄ Κορ.6:18) και σημαίνει ο τα πάντα κρατών, εφόσον είναι Θεός που
καλεί «τα μη όντα ως όντα» (Ρωμ.4:17). Ο Θεός είναι, ο «δυνάμενος υπέρ πάντα
ποιήσαι» σύμφωνα με τον απ. Παύλο (Εφεσ.3:20).
Εξ’ άλλου, το μεγαλείο και η
απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου, η φοβερή, εκπλήσσουσα οργάνωση και
λειτουργία του τόσο στον μικρόκοσμο όσο και στον μεγάκοσμο, που οι επιστήμονες
παρατηρούν με τα όργανά τους και ιδιαίτερα με το μικροσκόπιο και το τηλεσκόπιο,
αποκαλύπτουν σαφώς ένα Θεό όχι απλά ασύλληπτα δυνατό, αλλά στην κυριολεξία
παντοδύναμο. Μπορεί οι σκεπτικιστές και οι αγνωστικιστές, κατά καιρούς να
θέτουν ερωτήματα–σοφίσματα, του τύπου: «Μπορεί ο Θεός να κατασκευάσει μία πέτρα
τόσο μεγάλη που να μη μπορεί να την σηκώσει;», για να παγιδέψουν τη σκέψη του
απλού, και να δείξουν έτσι ότι ο Θεός τάχα, δεν είναι παντοδύναμος, αλλά ο Θεός
για να είναι και να θεωρείται Θεός είναι εξ’ ορισμού παντοδύναμος. Έτσι, ως
παντοδύναμο–παντοκράτορα, δέχονται τον Θεό οι χριστιανοί ανά τους αιώνες, και
οι θεολόγοι ή θεολογούντες φιλόσοφοι γενικά είναι σύμφωνοι επ’ αυτού.
Τίθεται όμως το ερώτημα: Μέχρι
ποιου σημείου εκτείνεται η παντοδυναμία του Θεού; Πώς θα την εννοήσουμε; Είναι
απόλυτη ή σχετική; Παρά την ομολογούμενη παντοδυναμία Του, υπάρχουν άραγε όρια,
και κάποια πράγματα τα οποία ο Θεός καίτοι παντοδύναμος δεν δύναται να πράξει;
Πριν απαντήσουμε στο παραπάνω
ερώτημα, θα πρέπει να πούμε ότι κατ’ αρχάς, σύμφωνα και με τα παραπάνω εδάφια,
φαίνεται καθαρά ότι «παν ο βούλεται ο Θεός δύναται». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν
σαφώς πράγματα που ο Θεός δεν θέλει, δεν βούλεται. Και δεν βούλεται παν ό,τι
αντιβαίνει στη φύση Του, και στο χαρακτήρα του και στο σύνολο των θείων
ιδιοτήτων Του, απλούστατα διότι, είναι αδύνατον αυτό να το θέλει ο Θεός. Γι’
αυτό υπάρχει από αρχαίων χρόνων και η επιγραμματική φράση–θέσφατο: «Πάντα όσα
θέλει ο Θεός δύναται, αλλ’ ουχ όσα δύναται θέλει».
Σύμφωνα λοιπόν, με την ίδια τη
Βίβλο, αλλά και με τις αρχές της Λογικής, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που ο Θεός
δεν μπορεί να κάνει, γιατί όπως είπαμε αντίκεινται σ’ Αυτόν και συγκρούονται με
την αγία φύση και το χαρακτήρα Του. Παρακάτω εξετάζουμε έξι πράγματα που ο
Παντοδύναμος δεν δύναται να πραγματοποιήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο
κατάλογος αυτός είναι αποκλειστικός ή περιοριστικός.
1) Ο Θεός δεν μπορεί να ψευσθεί.
Μας το λέει καθαρά ο απ. Παύλος στην Εβρ.6:18: «…ίνα διά δύο
πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ισχυράν παράκλησιν
έχωμεν…» Και σε μετάφραση: «Για δύο λοιπόν αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία
είναι αδύνατο να διαψευσθεί ο Θεός, εμείς που καταφεύγουμε σ’ αυτόν οφείλουμε
να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε». Επίσης, στην προς Τίτον επιστολή,
στο εδ. 2, ο απ. Παύλος χαρακτηρίζει τον Θεό αψευδή, όσον αφορά την υπόσχεση
της αιωνίου ζωής, που υπόσχεται να χορηγήσει στους πιστούς.
Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι ο
Θεός δεν μπορεί, δεν δύναται να ψευσθεί, γιατί τούτο αντίκειται στην αγία φύση
και προσωπικότητά Του. Άλλο βέβαια είναι το εμφανιζόμενο ζήτημα της μεταμέλειας
του Θεού (π.χ. Γεν.6:6 κ.ά.), που σημαίνει όχι αυθαίρετη μεταβολή της στάσης
του ή των αποφάσεών του, αλλά επανατοποθέτηση του, ανάλογα με την συμπεριφορά
των ανθρώπων (πρβ. Ιερεμ.18:6–8), κάτι που ασφαλώς δεν έχει να κάνει με το
ψεύδος και την αθέτηση της υποσχέσεως.
2) Ο Θεός επίσης δεν μπορεί να
αρνηθεί τον εαυτό του. Σύμφωνα με την Β΄ Τιμ.2:13. επιστολή: «ει απιστούμεν
εκείνος πιστός μένει. αρνήσασθε εαυτόν ου δύναται». Δηλαδή, ακόμα και αν εμείς
δείχνουμε απιστία σ’ ότι ο Θεός υπόσχεται, εκείνος μένει αξιόπιστος για την
αμοιβή των δικαίων και τιμωρία ασεβών. Αυτό σημαίνει ότι σε καμιά περίπτωση ο
Θεός δεν μπορεί να υποσχεθεί κάτι και να μην πραγματοποιήσει ό,τι υπόσχεται, να
αθετήσει, δηλαδή, το λόγο του. Όπως διαβάζουμε στον προφήτη Ησαΐα 65:11, «ο
λόγος που εξέρχεται από το στόμα μου, δεν θα επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θα ευοδωθεί
και θα εκτελέσει το θέλημά μου».
Σ’ όλη την ιστορία της πολιτείας
του Θεού με τον αρχαίο Ισραήλ και με τον πνευματικό Ισραήλ, την εκκλησία,
διαπιστώνουμε αυτή την αλήθεια, ότι ο Θεός, είναι αληθινός, είναι ζων, διότι
υπόσχεται και εκπληρώνει μέσα στο ρεύμα του χρόνου και στην ιστορία. Είναι
αδιανόητο για τον Θεό να υποσχεθεί κάτι και να μην το εκπληρώσει. Διότι, έτσι,
αρνείται τον εαυτό του. Και τούτο αντίκειται στην αγία φύση Του και στο
χαρακτήρα Του. Ποτέ δεν ενεργεί ο Θεός, απ’ ό,τι αποκαλύπτεται, ενάντια σ’ αυτό
που είναι, και ενάντια στις άλλες θείες Του ιδιότητες: πανσοφία, παντογνωσία,
(λογικές ιδιότητες), αγαθοσύνη, αγάπη, δικαιοσύνη, πιστότης, έλεος (ηθικές
ιδιότητες).
3) Εφόσον όπως είπαμε, όσα θέλει
ο Θεός δύναται, στο θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου, δεν δύναται να τον σώσει αν
δεν θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος να σωθεί. Έτσι, κι εδώ περιορίζεται η παντοδυναμία
Του, εφόσον δεν μπορεί να σώσει κάποιον που δεν θέλει να πιστέψει, να ενεργήσει
ανάλογα, και να σωθεί. Δηλαδή, δεν ενεργεί εις βάρος της ελευθερίας του
ανθρώπου όσον αφορά την απόφαση της τελικής σωτηρίας του. Μπορεί να θέλει όλοι
οι άνθρωποι να σωθούν (Β΄ Πετρ.3:8), αλλά πρέπει να το θέλουν κι αυτοί να
σωθούν. Αν δεν το θέλουν, δεν μπορεί, γιατί δεν θέλει να τους μετατρέψει σε
ρομπότ, αφαιρώντας την ελευθερία τους. Εδώ μπορεί κανείς να αντιπαρατηρήσει
ότι, σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ο Θεός να παρεμβαίνει, να επεμβαίνει, να
παρεμποδίζει, ή να τιμωρεί ανθρώπους, (ιδίως στην Π.Δ.), αλλά αυτό, δεν έχει να
κάνει με την ελευθερία επιλογής τους και με την προσωπική τελική σωτηρία τους.
Μπορεί να χρησιμοποιεί τον βασιλέα της Περσίας Κύρο, για ν’ απελευθερώσει τους
αιχμάλωτους Ισραηλίτες από τη Βαβυλώνα, εν αγνοία του, και ύστερα αυτός να
φαίνεται ότι τον αναγνωρίζει κατά κάποιον τρόπο (Β΄ Χρον.36:22, Εσδ.1:2, 3),
αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι του αφαιρεί την βούληση, και τον υποχρεώνει θέλει
δεν θέλει να τον υπηρετεί. Διότι, δεν μαρτυρείται πουθενά ότι ο Κύρος έγινε
τελικά, λάτρης του αληθινού Θεού. Ο Θεός μπορεί να διασκεδάσει, ή να μετατρέψει
την βουλή του πονηρού Αχιτόφελ, ή να μετατρέψει τον αλαζόνα, υπερφίαλο,
Ναβουχοδονόσορ σε ζώο για 7 καιρούς, πατάσσοντάς τον με λυκανθρωπία, αλλά αυτό
είναι προσωρινό, και δεν αφαιρείται η δυνατότητα αναγνώρισης του αληθινού Θεού.
Παρόμοια, ο Θεός παρόλο που προεγνώριζε ότι ένας μαθητής θα πρόδιδε τον Ιησού,
δεν προκαθόρισε τον Ιούδα, ούτε την πορεία του, ούτε την μη ειλικρινή του
μετάνοια. Ο Ιούδας ήταν αυτεξούσιος (για περισσότερα βλ. Θεία πρόγνωση και
ανθρώπινη ελευθερία).
Το θέμα της παντοδυναμίας του
Θεού και της ελευθερίας του ανθρώπου είναι ένα πολύ λεπτό θέμα, που ανέκαθεν
απασχόλησε θεολόγους και φιλοσόφους, μεταξύ των οποίων και τον σύγχρονο Εβραίο
φιλόσοφο Hans Jonas ο οποίος στο βιβλίο του Παντοδύναμος Θεός και Άουσβιτς,
προκειμένου να εξηγήσει γιατί ο Θεός επέτρεψε την εξόντωση 6.000.000 Εβραίων
από τον Χίτλερ, φθάνει στο παράτολμο συμπέρασμα ότι, ο Θεός δεν μπορούσε να
σταματήσει τον όλεθρο, με την έννοια ότι, «στέρησε από τον εαυτό του κάθε
δυνατότητα ανάμειξης, γιατί δεν ήθελε να αναμειχθεί» και αυτό, διότι «η
παραίτηση του Θεού από τη δύναμή του, έγκειται αποκλειστικά στην αποδοχή της
ανθρώπινης ελευθερίας». Δέχεται δηλαδή, ο Jonas, ό,τι περίπου και η φιλόσοφος
Simone Weil, που έφθασε να υποστηρίζει
ότι ο Θεός με το να δημιουργήσει άλλα έλλογα ελεύθερα όντα (πνευματικά ή
υλικά), ταυτόχρονα, περιόρισε και τη δική του παντοδυναμία, υπό την έννοια που
εξετέθη παραπάνω.
Όσον αφορά τις ηθικές ιδιότητες
και τη φύση του Θεού που φαίνεται να θέτουν κάποια όρια στην παντοδυναμία του,
θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όπως παρατηρείται ορθώς, δεν πρόκειται για απόδειξη
έλλειψης δύναμης, δηλαδή ασθένειας, του Θεού, αλλά απόδειξη ισχύος, αφού δεν
επιτρέπει στον εαυτό του να αρνηθεί τον εαυτό του, να αρνηθεί τη φύση και τις
αρχές του.
Τώρα, αν θα θέλαμε να
επεκτείνουμε τις παραπάνω παρατηρήσεις που έχουν βιβλική βάση, σ’ άλλα σημεία
και θέματα, θα διαπιστώσουμε ότι με βάση τις αρχές της τυπικής λογικής και του
τι είναι πράγματι εφικτό, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που ο Θεός καίτοι
παντοδύναμος, δεν δύναται να πραγματοποιήσει.
4) Αν συνεχίσουμε την έρευνά μας
θα δούμε ότι σύμφωνα με την φύση και τον χαρακτήρα του Θεού, ο Θεός, όπως ορθά
παρατήρησε ο Αυγουστίνος, της Ιππώνος (4ος αι. μ.Χ.), όχι μόνο δεν μπορεί να
εξαπατήσει και να εξαπατηθεί, αλλά δεν μπορεί να αυτοκαταστραφεί (αυτοκτονήσει)
ή να πεθάνει(!) (Αυγουστίνου, De Civitatae Dei, V, 10). Διότι, αν ήταν δυνατόν
να πεθάνει θα έπαυε αυτομάτως να είναι Θεός και δη, Παντοδύναμος. Ο άνθρωπος
έχει την ελευθερία και την δυνατότητα, να αυτοκαταστραφεί, και να αυτοκτονήσει
εάν θέλει, καθ’ ότι είναι κτιστός, φθαρτός, πεπερασμένος και δεν έχει το δώρο
της αθανασίας. Αντίθετα, ο Θεός, ων αθάνατος, δεν μπορεί να αυτοκαταστραφεί ή
να πεθάνει. Παρόμοια, κατ’ αναγωγή, ο Θεός επειδή είναι αυθύπαρκτος,
αείπαρκτος, αιώνιος και αυτοαίτιος, δεν θα μπορούσε να φέρει τον εαυτό του σε
ύπαρξη, να τον αυτοδημιουργήσει, να τον παραγάγει (Θωμάς Ακινάτης).
5) Το εφικτό σύμφωνα με τον
ορισμό που δίνεται από τα λεξικά, είναι το πραγματικώς πραγματοποιήσιμο. Αυτό
που είναι δυνατόν πραγματοποιηθεί. Αυτό που δεν είναι από τη φύση του ή εκ των
πραγμάτων πραγματοποιήσιμο, είναι ανέφικτο. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν μπορεί
να κάνει οτιδήποτε που είναι εκ φύσεως, η εξ ορισμού, αδύνατον να γίνει, να
πραγματοποιηθεί, ή που είναι (αυτο)-αντιφατικό. Επί παραδείγματι, δεν νοείται
και δεν υπάρχει ένας τετράγωνος κύκλος. Και φυσικά, ο Θεός, δεν μπορεί να
κατασκευάσει έναν τετράγωνο κύκλο, αφού τέτοιος λογικά δεν υφίσταται. Η, για ν’
αλλάξουμε το παράδειγμα, ο Θεός δεν μπορεί να κατασκευάσει δύο βουνά χωρίς
ανάμεσά τους να υπάρχει μια κοιλάδα. Διότι, αν εξαφανιστεί η κοιλάδα, τότε δεν
θα’ χουμε δύο βουνά αλλά ένα συνεχόμενο βουνό.
Με άλλα λόγια, ο Θεός, δεν μπορεί
να καταργήσει, ή να εκμηδενίσει ό,τι είναι αυτο-αντιφατικό, από τη φύση του.
Στις αρχές της Λογικής υπάρχει η αρχή της μη αντιφατικότητας. Το Α δεν είναι
όχι Α. Η ύπαρξη δεν μπορεί να είναι μη ύπαρξη. Γιατί αλλιώς, τότε έχουμε
έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες, αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες. Άρα, ο Θεός
ως κατ’ εξοχήν Λογικό Ον, παν-σοφός, όχι μόνο δεν αντιφάσκει με την ύπαρξή Του,
αλλά λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες ή τις πρώτες αρχές, που αποτελούν τα
θεμέλια της γνώσης και της σοφίας και της Λογικής (Αριστοτέλης, Θωμάς
Ακινάτης), αφού ο ίδιος έθεσε στη λογική διάνοια του ανθρώπου, τη δυνατότητα να
καταλήξει στις θεμελιώδεις λογικές πρώτες αρχές. Οτιδήποτε που είναι λογικώς
αδύνατον και περικλείει αντίφαση, δεν εμπίπτει στη σφαίρα της παντοδυναμίας του
Θεού (G. W. Leibniz).
6) Κατανοώντας ότι, ο Θεός
δύναται να πραγματοποιήσει το εκ των πραγμάτων και εκ της φύσεως
πραγματοποιήσιμο και εφικτό, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε επίσης ότι δεν μπορεί να
αλλάξει και το παρελθόν. Το συντελεσμένο στο παρελθόν, έχει συντελεστεί, έχει
γίνει, έχει παρέλθει, και δεν μπορεί να μη γίνει. Π.χ. ο Θεός κατέστρεψε τον
παλαιόν κόσμο, τον προ του κατακλυσμού, δια ύδατος (Γεν. κεφ.6–7, Ματθ.24:38,
Β΄ Πέτρου 3:6). Ενώ, «ο τότε κόσμος απωλέσθη κατακλυσθείς υπό του ύδατος», και
είναι δυνατόν να συγχωρεθεί για τις αμαρτίες του εκ των υστέρων, εσχατολογικά,
κατά την ανάσταση των νεκρών, το γεγονός του κατακλυσμού όμως, αυτού καθ’
εαυτού, δεν μπορεί να αλλάξει. Ανήκει στο παρελθόν. Εγένετο. Ο Θεός μπορεί ν’
αλλάξει το παρόν, να παρέμβει στο μέλλον, ν’ αλλάξει το μέλλον, αλλά προφανώς,
δεν μπορεί ν’ αλλάξει γεγονότα του παρελθόντος, ως πράξεις, ως γεγονότα, αφού
αυτά συνετελέσθησαν και ο χρόνος παρήλθε. Η αδυναμία αυτή του Θεού ν’ αλλάξει
το παρελθόν και να κάνει ένα γεγονός που πράγματι συνέβη να μην έχει συμβεί,
δεν αίρει, όπως σημειώνει ο Θωμάς ο Ακινάτης, την παντοδυναμία του Θεού,
καθόσον τούτο συμβαίνει, όχι διότι οι δυνάμεις του Θεού έχουν κάποιο όριο, αλλά
γιατί το αίτημα της μεταβολής του παρελθόντος είναι από την ίδια τη φύση του
αντιφατικό, ασυνάρτητο και ανόητο (Summa Theologiae, Ιa. 25).
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι, η έννοια
της παντοδυναμίας του Θεού δεν είναι απόλυτη όπως νομίζουν πολλοί, ή θα την
ήθελαν κάποιοι για δικούς τους ιδιοτελείς λόγους, αλλά είναι σχετική.
Περιορίζεται από την φύση του ίδιου του Θεού, τον χαρακτήρα του και τη
συ-λειτουργία των θείων ιδιοτήτων Του που δημιουργούν την τελειότητα Του. Και
από αυτό, που είναι λογικό και μη αντιφατικό από την φύση ή την ύπαρξή του.
Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να
φαίνεται οχληρό ή μη ικανοποιητικό σε μερικούς, αλλά είναι ορθό και αναπόφευκτο
με βάση τις βιβλικές αναφορές και τις αρχές της τυπικής λογικής. Μπορεί να μας
βοηθήσει επίσης να καταλάβουμε ότι και άλλες θείες ιδιότητες, ενδεχομένως να
εκδηλώνονται με σχετικό τρόπο, και μόνο αν είναι σύμφωνες με το θείο θέλημά
Του.
Και τελειώνοντας, για να μην
αφήσουμε αναπάντητο το ερώτημα-σόφισμα που αναφέραμε στην αρχή, δηλαδή, εάν ο
Θεός μπορεί να κατασκευάσει μια πέτρα, τόσο μεγάλη, που να μην μπορεί να τη
σηκώσει, ή να την μετακινήσει, λέμε ότι η απάντηση είναι αρνητική, διότι είναι
αντιφατική εξ ορισμού, όπως κατέδειξε ο φιλόσοφος Wale Savage, ο οποίος εύστοχα
ανέλυσε το πρόβλημα (βλ. Wade Savage, The Paradox of Stone, Philosophical
Review (1967, 74–9). Ό,τι ένα παντοδύναμο-υπερυλικό ον, δηλαδή ο Θεός, μπορεί
να κατασκευάσει, μπορεί και να κινηθεί, να μετακινηθεί, αφού είναι κτιστό και
έχει όρια υλικά. Ένα πεπερασμένο δημιούργημα, δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρό
στην αντίστασή του, απ’ ό,τι ο άπειρος Θεός στη δύναμή Του, που τίποτα δεν
μπορεί να του αντισταθεί. Αν ο Θεός φέρει κάτι σε ύπαρξη, μπορεί και να το
καταστρέψει. Μπορεί και να το ξαναδημιουργήσει κάπου αλλού, αν θέλει. Ασφαλώς,
δεν υπάρχει αντίφαση στο να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, έστω κι
αν υπάρχουν κάποια όρια στην παντοδυναμία Του, και ότι, μπορεί να κάνει,
οτιδήποτε είναι λογικώς εφικτό ή δυνατόν να γίνει.
Συγγραφέας: Δημήτρης
Τσινικόπουλος