Οι
τρεις προϋποθέσεις της εξομολόγησης
Οι
τρεις λέξεις του άρθρου αυτού, - έλεγχος, νουθεσία, μετάνοια - αποτελούν τις
προϋποθέσεις της εξομολόγησης. Για να γίνει αποδεκτή από το Θεό αλλά και από
τους ανθρώπους μια πνευματική εξομολόγηση, χρειάζεται πρώτ' απ' όλα ειλικρινή
μετάνοια. Αλλά και η μετάνοια προϋποθέτει τον έλεγχο περί αμαρτίας και την πνευματική
νουθεσία.
Η
πνευματική μετάνοια δεν είναι απλά μεταμέλεια για κάποια κακή μας πράξη που
έφερε άσχημα αποτελέσματα στη ζωή μας ή στη ζωή των άλλων. Η πνευματική μετάνοια
είναι μια βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και συγχρόνως μια αλλαγή της
ζωής μας ώστε να μην επαναλάβουμε την ίδια αμαρτία. Αυτό άλλωστε εννοεί και η
λέξη "μετάνοια". Αλλαγή του νου μας, (μετα-νοώ).
Για
να φτάσουμε όμως στη μετάνοια χρειάζεται να προηγηθεί "ο έλεγχος του Αγίου
Πνεύματος περί αμαρτίας". Αυτός που καθορίζει τι είναι καλό ή κακό στη ζωή
μας είναι ο Θεός, το Άγιο Πνεύμα. Αφού λοιπόν γίνει ο έλεγχος περί αμαρτίας,
ακολουθεί το δεύτερο έργο που οδηγεί στη μετάνοια και την εξομολόγηση. Αυτό
είναι η πνευματική νουθεσία. Συνεπώς όταν μιλάμε για εξομολόγηση, μιλάμε στην
πραγματικότητα για τη διακονία του ελέγχου και της νουθεσίας. Ο λόγος του Θεού
μιλά γι' αυτή τη διακονία σαν ένα ιερό καθήκον του κάθε πιστού για τον συνάνθρωπό
του.
Στην
Γαλ.ς:1-2 ο λόγος του Θεού προτρέπει τους πιστούς να φροντίζουν κατά έναν
ιδιαίτερο τρόπο για τον άνθρωπο που "περιπίπτει απερισκέπτως εις κανέν
αμάρτημα" και συνεχίζοντας λέει: "σεις οι πνευματικοί
διορθώνετε τον τοιούτον με πνεύμα πραότητος, προσέχων εις εαυτόν μη και συ πειρασθείς".
Η
λέξη "πνευματικοί" στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφέρεται στους
ιερείς ή στους ποιμένες, αλλά σε κάθε πιστό αδελφό. Αυτό επιβεβαιώνεται στο
επόμενο εδάφιο "αλλήλων τα βάρη βαστάζετε".
Την
ίδια προτροπή έχουμε και στην Α΄ Θεσ.ε:14. "Σας παρακαλώ δε, αδελφοί,
νουθετείτε τους ατάκτους". Στην επιστολή προς Ρωμαίους (ιε:1)
διαβάζουμε "οφείλωμεν δε ημείς οι δυνατοί να βαστάζωμεν τα ασθενήματα
των αδυνάτων.
Στις
περικοπές αυτές, καθώς και σε πολλές άλλες, ο λόγος του Θεού τονίζει αυτή τη
διακονία του ελέγχου και της νουθεσίας, σκοπός της οποίας είναι να οδηγήσει σε
μετάνοια, εξομολόγηση, συγχώρηση και αποκατάσταση των σχέσεων του αμαρτωλού με
το Θεό και τους συνανθρώπους του.
Ας
δούμε, λοιπόν, ποια είναι αυτή η διακονία του ελέγχου και της νουθεσίας. Ο λόγος
του Θεού μας λέει ότι ένα από τα έργα του Αγίου Πνεύματος είναι ο "έλεγχος
περί αμαρτίας". Για να γίνει όμως αυτός ο έλεγχος, το Άγιο Πνεύμα
χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή και για να διακονηθεί ο λόγος του Θεού στη ζωή του
ανθρώπου, το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποιεί τους πιστούς σαν εργάτες του Ευαγγελίου.
Όταν
κάποιος διαπράξει μια σημαντική αμαρτία, περιμένουμε να μετανοήσει και να
εξομολογηθεί την αμαρτία του για να συγχωρηθεί. Απαιτείται δηλαδή από τον αμαρτωλό
να πάρει την πρωτοβουλία της διαδικασίας της εξομολόγησης. Υπάρχει όμως ένα
σοβαρό πρόβλημα, αν η διαδικασία αφεθεί στον αδελφό που αμάρτησε.
Ο
άνθρωπος δεν αναγνωρίζει εύκολα την αμαρτία του και προσπαθεί να δικαιολογήσει
οποιαδήποτε παράβαση του ή επιρρίπτει την ευθύνη της αμαρτίας του σε άλλους.
Γι' αυτό χρειάζεται ο άνθρωπος τον έλεγχο του Αγίου Πνεύματος περί αμαρτίας,
ώστε να αναγνωρίσει ταπεινά την ενοχή του και την ευθύνη του ως προς την αμαρτία.
Μια
άλλη ανάγκη του "ελέγχου περί αμαρτίας" είναι για τα "κρύφια
αμαρτήματα" όπως τα ονομάζει ο λόγος του Θεού. Τα κρύφια αμαρτήματα είναι
αυτά που δεν έχουν εξωτερικές συνέπειες, συνέπειες που δεν μπορούν να δουν οι άλλοι.
Αυτές οι αμαρτίες είναι μερικές φορές κρυφές ακόμα και από αυτόν που τις
διαπράττει. Τέτοιες αμαρτίες διαπράττουμε όλοι.
Οι
κακές μας διαθέσεις, ο φθόνος, το μίσος, οι κακές επιθυμίες για τις οποίες μας
μιλάει και ο Ιησούς Χριστός είναι κρύφια αμαρτήματα. "Ηκούσατε ότι
ερρέθη εις τους αρχαίους, Μη μοιχεύσης. Εγώ όμως σας λέγω ότι πας ο βλέπων
γυναίκα δια να επιθυμήση αυτήν ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού"
(Ματθ.ε:27-28).
Μια
άλλη, περισσότερο συνηθισμένη και ύπουλη μορφή αμαρτίας, που διαπράττουμε όλοι,
είναι οι παραλείψεις μας, η αδιαφορία μας για τις ανάγκες των συνανθρώπων μας,
είτε αυτές είναι υλικές, είτε πνευματικές. Πίσω από αυτές τις αμαρτίες
κρύβονται άλλες αμαρτίες όπως είναι η φιλαυτία, ο εγωισμός, ο υλισμός και η αλαζονεία
του βίου, που είναι μια μορφή κοσμικότητας. Τέτοιες αμαρτίες είναι σοβαρότερες
από τη διάπραξη κάποιας κακής πράξης. Και το χειρότερο, τέτοιες αμαρτίες δεν
τις αναγνωρίζουμε σαν αμαρτίες και παραμένουν ανεξομολόγητες και ασυγχώρητες.
Πότε
εξομολογηθήκαμε την αμαρτία μας γιατί δεν προσφέραμε τροφή σε κάποιον πεινασμένο;
Πότε εξομολογηθήκαμε την αδιαφορία μας για κάποιον άστεγο που έπρεπε να
κοιμηθεί στο παγκάκι ενός πάρκου γιατί δεν του προσφέραμε ένα κρεβάτι στο σπίτι
μας να κοιμηθεί; Πότε εξομολογηθήκαμε για την αμαρτία μας να μην ανταποκριθούμε
στην πνευματική αναζήτηση κάποιου αμαρτωλού που ζούσε κάτω από την ενοχή της
αμαρτίας του χωρίς να του προσφέρουμε το ευαγγέλιο της αγάπης, της συγχώρησης
και της σωτηρίας του Θεού εν Χριστώ Ιησού;
Σ'
όλες αυτές τις μορφές αμαρτίας, κάθε πιστός χρειάζεται τον "έλεγχο περί
αμαρτίας". Αυτός ο έλεγχος ακονίζει την πνευματική μας συνείδηση και εν
συνεχεία η πνευματική νουθεσία μας βοηθάει να υιοθετήσουμε το νου του Θεού, τα
αισθήματα του Θεού, την ευσπλαχνία του Θεού, για να μπορέσουμε να
ανταποκριθούμε στις ανάγκες των συνανθρώπων μας. Αυτό σημαίνει νουθεσία. Να
έχουμε νου Θεού, να βάλουμε, να υιοθετήσουμε το νου του Θεού στη ζωή μας.
Με
αυτό σαν κανόνα της πνευματικής ζωής ο άνθρωπος του Θεού αυξάνει την ευαισθησία
του για την αμαρτία και ανακαλύπτει αμαρτίες στη ζωή του τις οποίες χωρίς τη
διακονία της νουθεσίας του λόγου του Θεού αγνοούσε και αδιαφορούσε. Παρατηρούμε
εδώ ένα πνευματικό παράδοξο. Όσο αυξάνει ο πιστός στον αγιασμό, τόσο
περισσότερο αυξάνουν οι αμαρτίες στη ζωή του. Εμείς συνήθως περιμένουμε το αντίθετο.
Οι αμαρτίες του αγιασμένου και αυξημένου στην πίστη, αντί να ελαττώνονται,
αυξάνονται. Πώς συμβαίνει αυτό; Καθώς ο πιστός αυξάνει στην πνευματική του ζωή,
αυξάνει και η ευαισθησία του στο θέλημα του Θεού. Ενώ στο παρελθόν, ορισμένες
παραλείψεις σχετικά με το θέλημα του Θεού τις παρέβλεπε, τώρα έχει την
ευαισθησία να διακρίνει αμαρτίες στη ζωή του που πρώτα δεν τις αναγνώριζε.
Η
διακονία του ελέγχου περί αμαρτίας και της πνευματικής διακονίας, είναι πολύ
σημαντική. Εν τούτοις η διακονία αυτή είναι μια παραμελημένη διακονία στη ζωή
της Εκκλησίας. Υπάρχουν λόγοι γι' αυτό, που έχουν να κάνουν τόσο με την πλευρά
του αμαρτάνοντος αδελφού, όσο και με την πλευρά των πνευματικά δυνατών αδελφών,
στους οποίους ο Θεός έχει αναθέσει αυτή τη διακονία.
Ένας
σημαντικός λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν θέλει να συζητήσει τη ζωή του, τα
σφάλματά του, τις αμαρτίες και τις αδυναμίες του με οποιονδήποτε αδελφό ή φίλο,
είναι γιατί φοβάται μήπως γίνει αντικείμενο κουτσομπολιού, και ακούσει αυτά που
είπε στον πνευματικό αδελφό του να τα χρησιμοποιούν άλλοι εναντίον του. Ένας
άλλος λόγος είναι ότι όταν ομολογούν σε κάποιον τις αμαρτίες τους και ζητούν
την συμβουλή και την βοήθεια των άλλων, αισθάνονται μειωμένοι. Και τέλος
υπάρχει και ένα εγωιστικό συναίσθημα. Δεν θέλει να θεωρηθεί ανίκανος να λύσει
μόνος του τα προβλήματά του και σκέπτεται: "Γιατί να πάω σε κάποιον άλλο;
Δεν μπορώ εγώ να λύσω μόνος τα προβλήματά μου;"
Ακούμε
πολλές φορές από μέλη των εκκλησιών μας που περνούν μέσα από δύσκολες και
οδυνηρές πνευματικές καταστάσεις και οικογενειακές τραγωδίες, ότι δεν ζητούν
βοήθεια και πνευματική συμβουλή από τον Ποιμένα τους, γιατί είναι πολύ απασχολημένος.
Αυτό έχει κάποια βάση, γιατί πολλές φορές οι ποιμένες παρουσιάζουμε στο ποίμνιό
μας το έργο μας σαν κάτι που μας απορροφά και μας κουράζει. Αυτό όμως δεν
πρέπει να αποτελεί εμπόδιο σε αδελφούς, μέλη των εκκλησιών μας να μας ενοχλήσουν.
Από
την άλλη πλευρά, πολλοί αδελφοί που βλέπουν τον αδελφό τους να έχει κάποιο
πρόβλημα, τον οποίο πρέπει να πλησιάσουν και να νουθετήσουν σύμφωνα με το λόγο
του Θεού, δικαιολογούν την αδιαφορία τους με κάποια ευσεβή δικαιολογία του
είδους "Ποιος είμαι εγώ να του μιλήσω; Μήπως είμαι εγώ καλύτερος; Άλλωστε
ο λόγος του Θεού λέει 'Μη κρίνετε'. Με αυτό τον τρόπο παραμελούμε την διακονία
αυτή του ελέγχου της αμαρτίας και της πνευματικής νουθεσίας.
Ένας
ακόμη λόγος για την αδιαφορία μας αυτή είναι κάποια δική μας αμαρτία που είναι
γνωστή σε άλλους. Αν και κάτι τέτοιο το θεωρούμε πολλές φορές εμπόδιο για μια
τέτοια διακονία, είναι ωστόσο μια καλή και μεγάλη ευκαιρία να υπηρετήσουμε σ'
αυτή τη διακονία. Ο καλύτερος πνευματικός σύμβουλος είναι εκείνος που γνώρισε
τη συγχώρηση του Θεού. Μπορεί, λοιπόν, να αρχίσει τη διακονία του με τη δική
του εμπειρία της αμαρτίας, της μετάνοιας, της εξομολόγησης και της συγχώρησης και
στη συνέχεια να συνεχίσει σαν ένας συγχωρημένος αμαρτωλός τη διακονία του με
έναν άλλο αμαρτωλό που χρειάζεται συγχώρηση.