Ο λόγος του Θεού ζητάει από τους
Χριστιανούς: «Εξομολογείσθε εις αλλήλους τα πταίσματά σας
και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, διά να ιατρευθήτε» (Ιακ.ε:16).
Οι χριστιανοί που ακολουθούν
εκκλησίες που θεωρούν την εξομολόγηση σαν μυστήριο, έχουν την ευκαιρία να
συζητήσουν την αμαρτία τους με κάποιον, που υποτίθεται ότι είναι περισσότερο
πνευματικός από αυτούς, και να λάβουν κάποια βοήθεια ή προτροπή. [Αν αυτό
συμβαίνει ή όχι στην πραγματικότητα, δεν είναι της παρούσης].
Οι χριστιανοί που ανήκουν σε
εκκλησίες που δεν έχουν τον θεσμό της εξομολόγησης, υποτίθεται ότι
εξομολογούνται την αμαρτία τους απευθείας στο Θεό. [Αν αυτό συμβαίνει ή όχι
στην πραγματικότητα, δεν είναι της παρούσης].
Το βέβαιο είναι πως και στην πρώτη
περίπτωση και στη δεύτερη, εκείνο που στην ουσία συμβαίνει, είναι η προσπάθεια
των περισσότερων ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΟΥΝ την αμαρτία τους, αποδίδοντας σε κάποιον
άλλο την αιτία και την ευθύνη γι’ αυτήν.
Ένας Ρωμαιοκαθολικός πρεσβύτερος
έγραψε από την πείρα του τα εξής:
Επανειλημμένα στην Εξομολόγηση αναγκάζομαι να
πω στον ή στην εξομολογούμενη ότι δε χρειάζεται να μου πει την ιστορία της, όλη
την ιστορία της υπόθεσης, αλλά μόνο την αμαρτία για την οποία ζητάει από το Θεό
συγχώρεση.
Συνήθως η απάντηση είναι: «Μα πώς θα καταλάβετε,
πατέρα». Απαντώ ότι δε χρειάζεται να ξέρω τα γεγονότα που συνέβησαν, για να
καταλάβω την αμαρτία. Ξανά μου απαντάει ότι αν δε μου πει όλη την ιστορία, δε
θα καταλάβω ότι έχει δίκιο.
Έτσι έρχεται στην επιφάνεια η πραγματική
πρόθεση: θέλει να καταλάβω ότι δε φταίει που αμάρτησε, αλλά φταίει η άλλη ή ο
άλλος που στάθηκε αιτία να γίνει ό,τι έγινε, να πει ό,τι είπε, να κάνει ό,τι
έκανε: δηλαδή να αμαρτήσει.
Βέβαια πολλές φορές έτσι συμβαίνει: εμείς
θέλουμε να έχουμε καλές σχέσεις και καλή συμπεριφορά με όλους αλλά μας προκαλεί
ο άλλος, εμείς δεν έχουμε τη δύναμη να κρατηθούμε και αμαρτάνουμε. Συχνά λοιπόν
η αμαρτία ξεκινάει από τον άλλο. Το θέμα είναι ότι εμείς δεν έχουμε το θάρρος
να παραδεχτούμε την ενοχή μας, και κάνουμε ό,τι έκανε και ο Αδάμ: «Θεέ μου, δε
φταίω εγώ. Η Εύα μου έδωσε και έφαγα». Ενώ, αν ο Αδάμ ήταν ειλικρινής, θα
μπορούσε να αναλάβει τις ευθύνες του και να πει: «Μάλιστα Θεέ μου, αμάρτησα»,
και να αφήσει κατά μέρος τις δικαιολογίες. Η αλήθεια είναι ότι, αδιάφορο από
πού ήρθε η αφορμή, το λάθος είναι δικό μας.
Στη συνέχεια αναφέρει το παράδειγμα
κάποιου που ενώ κάθεται ήσυχος, έρχεται άλλος και τον προσβάλλει. Αυτός δεν
αντέχει την προσβολή, οργίζεται και διαμαρτύρεται άπρεπα. Έπειτα δικαιολογείται
λέγοντας: «Αν εκείνος δε με είχε ενοχλήσει, εγώ δε θα είχα αμαρτήσει».
Η δικαιολογία αυτή όμως δεν έχει
λογική βάση, επειδή το γεγονός ότι αντέδρασε με το πάθος της οργής, δεν
οφείλεται στα λόγια που είπε ο άλλος αλλά στο ίδιο το πάθος που έκρυβε μέσα
του. Ο άλλος απλώς έδωσε αφορμή για να ξεσκεπαστεί το κρυμμένο ελάττωμα. Γι’
αυτό και ο οργισμένος οφείλει να μετανοήσει και να εξομολογηθεί.
Όπως το στάχυ που φαίνεται ωραίο
και καθαρό αλλά όταν το αλέσουμε εμφανίζονται τα άχρηστα φλούδια, έτσι και ο
άνθρωπος αυτός έχει μέσα του το πάθος της οργής αλλά δεν το βλέπει, ώσπου ένας
ενοχλητικός λόγος αναταράξει το βούρκο που υπάρχει στο βάθος της καρδιάς του
και το φέρει στην επιφάνεια.
Γι’ αυτό, όποιος θέλει να λάβει
την ευσπλαχνία του Θεού πρέπει να μετανοεί αληθινά, να εξαγνιστεί και να
φροντίσει να γίνει καλύτερος. Θα δει τότε πως αντί να απαντήσει στον άλλο με
προσβολή, θα του πει ευχαριστώ, επειδή του έδωσε ευκαιρία να κάνει πνευματική
πρόοδο και, χωρίς αμφιβολία, σε μια δεύτερη φορά δε θα νιώσει την ίδια ευαισθησία.
Όσο περισσότερο η ψυχή προοδεύει στην αρετή, τόσο πιο δυνατή γίνεται και
υπομένει οτιδήποτε μπορεί να της συμβεί.
Και καταλήγει:
Αν λοιπόν θέλεις να διηγηθείς επί 10-15 λεπτά
μια ιστορία, για να πεις στο τέλος με μια σύντομη φρασούλα ότι οργίστηκες και
του τα 'ψαλες και τώρα είσαστε μαλωμένοι, τότε πρέπει να σου πω ότι αυτό δεν
είναι πραγματική εξομολόγηση, διότι δεν αναγνωρίζεις την αμαρτία σου, δε
μετανοείς και έτσι δε διορθώνεσαι. Την επόμενη φορά που θα σε θίξει κάποιος θα
κάνεις πάλι τα ίδια, διότι δε βλέπεις το δικό σου πάθος, τη δική σου αμαρτία,
αλλά την αμαρτία του άλλου. Έτσι ξεγελάς τον εαυτό σου ότι συμφιλιώθηκες με τον
Θεό, αλλά η εξομολόγησή σου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Επί δέκα λεπτά
εξομολογιόσουν την αμαρτία του άλλου και αφιέρωσες μόνο μισό λεπτό για τη δική
σου αμαρτία. Βλέπεις λοιπόν ότι ουσιαστικά έμεινες αμετανόητος, γι' αυτό δε
θα προοδεύσεις πνευματικά και την επόμενη φορά θα ξανακάνεις τα ίδια ίσως και
χειρότερα.
Συμπεραίνουμε ότι εκείνο που έχει
βαθύτερη σημασία στο προκείμενο, δεν είναι πλέον το "μυστήριο της εξομολόγησης”
αλλά το ΜΥΣΤΗΡΙΟ
ΤΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ. Δεν γνωρίζουμε και δεν μας ενδιαφέρει σε
ποια εκκλησιαστική παράδοση ανήκουν οι αναγνώστες μας. Ωστόσο τολμούμε να
ρωτήσουμε: Πότε εξομολογηθήκατε για
τελευταία φορά;
Δεν εννοούμε, βέβαια, πότε προσπαθήσατε να
δικαιολογήσετε τον εαυτό σας αλλά πότε ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΑΤΕ αληθινά στο Θεό;
Μακάρι τα παραπάνω να βοηθήσουν σε
μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη εξομολόγηση, διότι η Αγία Γραφή λέει: «Ο κρύπτων τας
αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή· ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει
ελεηθή» (Παρ.κη:13). Μακάρι εμείς ν’ ακούσουμε τη φωνή του
Θεού!