Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΦΩΣ ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ



Β΄ Κορ.ς:14-18  Γεν.α:1-5, 14-19

«Και χώρισε ο Θεός το Φως από το σκοτάδι»
Η έννοια του αποχωρισμού, του διαχωρισμού, που τη βλέπουμε να κυριαρχεί στα παραπάνω εδάφια, αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά μιας ευρύτερης έννοιας, της έννοιας της αγιότητας. Ανάμεσα στα άλλα, άγιος σημαίνει γενικά ο ξεχωρισμένος, ο αφιερωμένος σε ένα σκοπό.
Για το Θεό, «άγιος» είναι ο ξεχωρισμένος από τον κόσμο και την αμαρτία, ο αφιερωμένος αποκλειστικά σ’ Αυτόν, αφού είναι Θεός «ζηλότυπος», δηλαδή που απαιτεί αποκλειστικότητα λατρείας –επομένως άγιος σημαίνει καθαρός.
Από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη όλη η Γραφή διέπεται απ’ αυτή την έννοια της αγιότητας, που για να βιωθεί έπρεπε να υπάρχει διαχωρισμός:
·        Διαχωρισμός του Άβραμ από τους συμπολίτες του
·        των τελετουργικά καθαρών από τα ακάθαρτα
·        των Ισραηλιτών από τους εθνικούς
·        των πιστών από τους απίστους
·        του φωτός από το σκοτάδι

Στη διαδρομή της χριστιανικής αλήθειας ανά τους αιώνες, και καθώς διάφορες θεολογικές απόψεις διατυπώνονταν και αναδιατυπώνονταν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, η αγιότητα του χριστιανού σαν αποχωρισμός από τον κόσμο πέρασε σε δευτερεύουσα θέση. Θεωρήθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ κάτι σαν είδος πολυτελείας. Οι χριστιανοί επηρεασμένοι από έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο και το φρόνημά του, πίστεψαν ότι μπορεί κανείς ν’ ακολουθεί θεωρητικά το Χριστό και αν τα καταφέρνει, καλό είναι να ζει και τη ζωή του Χριστού.  Αν όχι, τι να κάνουμε, άνθρωποι είμαστε, μέσα στον κόσμο ζούμε, δεν μπορούμε και να καλογερέψουμε...
Κάποιοι άλλοι λένε πως αρκεί και μόνο να αναγεννηθεί κανείς – και αυτό φτάνει. Ό,τι αμαρτία και να κάνει μετά, ο Θεός την καλύπτει, και η χάρη Του λες και κάνει «τα στραβά μάτια».
Τέλος κάποιοι θα πουν ότι δεν πειράζει, ας ζήσουμε εμείς όπως μπορούμε, κι ας αφήσουμε την τελειότητα για τους ποιμένες και τους άλλους εργάτες του ευαγγελίου. Εμείς ας σωθούμε, κι ας είναι «ως διά πυρός».
Για να μην αφήσουμε απ’ έξω παρανοήσεις όπως τις διάφορες μορφές μοναχισμού και την τυπολατρία που περιορίζει τη χριστιανική ζωή στην τήρηση ορισμένων θρησκευτικών καθηκόντων και τίποτε άλλο.

ΜΕΣΑ στην Αγία Γραφή η έννοια της αγιότητας
·        δεν είναι μια ενδεχόμενη κατάσταση αποχωρισμού από τον κόσμο, η οποία «μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι».
·   Δεν είναι μια εξαιρετική κατάσταση που «μπράβο αν υπάρχει –και δεν πειράζει αν δεν υπάρχει».
Κατά τη Βίβλο η αγιότητα είναι μια διαρκής πνευματική πορεία, σε διαχωρισμό από τον κόσμο, η οποία τίθεται σαν προϋπόθεση της εν Χριστώ ζωής, αν θέλουμε τελικά να «δούμε τον Κύριο» (Εβρ.ια:14). Είναι όπως το φως που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το σκοτάδι και διαχωρίζεται απ’ αυτό.
Τι εννοούμε όμως όταν λέμε «προϋπόθεση της εν Χριστώ ζωής»; Η αρχή αυτή αναλύεται κατά τη Βίβλο σε 3 διακεκριμένα σημεία:

1. Ο διαχωρισμός του Φωτός από το Σκοτάδι είναι προϋπόθεση Επιβίωσης (Γεν.ιθ:15-29).
    
Όταν οι άγγελοι μπήκαν στα Σόδομα κι έβγαλαν το Λωτ από την πόλη, ο Λωτ δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν λατρευτής του αληθινού Θεού αλλά είχε μπλέξει με την αμαρτωλή πόλη των Σοδόμων. Είναι γνωστό πως όταν χώρισε από τον θείο του τον Αβραάμ, πήγε κι εγκαταστάθηκε έξω από την πόλη, επειδή η γύρω περιοχή είχε πλούσια βοσκοτόπια για τα κοπάδια του. Μολονότι ήταν γνωστή όλη η περιοχή για την ασέβειά της και την ηθική της κατάπτωση, ο Λωτ πήγε και προσκολλήθηκε, αντί να μείνει μακριά απ’ αυτό το περιβάλλον.
Λίγο αργότερα τον βρίσκουμε να είναι εγκατεστημένος μέσα στην πόλη και τέλος, να έχει γίνει και άρχοντας και να έχει δικτυωθεί ακόμα και με συγγενικές σχέσεις. Αν τελικά δεν τον έβγαζαν με τη βία οι άγγελοι του Θεού, ήταν χαμένος. Στην Καινή Διαθήκη αυτές οι σχέσεις καταδικάζονται με φράσεις όπως: «Μην ομοζυγείτε με απίστους» κλπ. Ο Λωτ έκανε αυτό ακριβώς: σχετίστηκε με ανθρώπους που δεν είχαν τη δική του πίστη.
Πόσο αναμεμειγμένοι είμαστε με τον κόσμο; Ξέρω, υπάρχουν πάρα πολλές δικαιολογίες για να στηριχθεί μια τέτοια ανάμειξη. Οι βιοτικές μας ανάγκες, οι οικογενειακές μας σχέσεις, η υπόληψή μας μέσα σ’ αυτή την κοινωνία κλπ.
Ξεχάσαμε πως εμείς δεν είμαστε «εκ του κόσμου», μολονότι κατοικούμε μέσα στον κόσμο και πρέπει να λειτουργήσουμε όπως μια λάμπα μέσα στο σκοτάδι. Να απλώσουμε γύρω μας το φως του Θεού. Ο Λωτ ακολούθησε μια πορεία αντίθετη μ’ αυτή της αγιότητας. Έτσι μας πνίγει το σκοτάδι και, αν μείνουμε σ’ αυτή την κατάσταση είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε πνευματικά κατά το Ρωμ.η:13. Ο αποχωρισμός μας, λοιπόν, από το σκοτάδι είναι ανάγκη υπαρξιακή.

2. Ο διαχωρισμός του Φωτός από το Σκοτάδι είναι προϋπόθεση Υπηρεσίας.
    
Είναι αλήθεια, κι αυτό διακηρύσσεται απ’ άκρη σ’ άκρη στη Γραφή μέσα από διάφορους συμβολισμούς, ότι για να χρησιμοποιήσει ο Θεός έναν άνθρωπο πρέπει αυτός να είναι καθαρός, αποχωρισμένος από την αμαρτία. Κι εδώ πρέπει να διακρίνουμε τον αληθινό διαχωρισμό από τον υποκριτικό, τον φαρισαϊκό, που και γι’ αυτόν μιλάει η Βίβλος.
      α) Οι ιερείς έπρεπε με διάφορους τρόπους (διακεκριμένες, καθαρές στολές, τελετουργικές πλύσεις κλπ.) να παραμένουν καθαροί, άγιοι, αποχωρισμένοι από το μη καθαρό, προκειμένου να  γίνονται δεκτοί στην υπηρεσία του Θεού. Το ίδιο συνέβαινε με τους Κριτές, που ο Θεός αναδείκνυε σε μια ιστορική περίοδο για να διοικούν το λαό Του. Τέτοιος ήταν κι ο Σαμψών. Ήταν αφιερωμένος στον Κύριο πριν γεννηθεί – ήταν ναζηραίος. Απέτυχε όμως να παραμείνει ναζηραίος, να παραμείνει ξεχωρισμένος από το αμαρτωλό περιβάλλον του κι απέτυχε στο πνευματικό του έργο. Έπαιξε με την αγιότητά του (Κρ.ιγ:1-5, 15-21).
Σήμερα όλοι οι πιστοί είναι βασιλείς και ιερείς και ο Θεός θέλει όλους μας να μας χρησιμοποιήσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στο έργο του. Άλλους σαν εργάτες πλήρους απασχόλησης κι άλλους όχι. Όλοι όμως έχουμε ένα μικρό ή μεγάλο τάλαντο και καλούμαστε να το θέσουμε στην υπηρεσία της Εκκλησίας του Θεού για τη δόξα του Θεού – όχι τη δική μας. Πόσο μένουμε καθαροί από την «ευκόλως εμπεριπλέκουσα ημάς αμαρτίαν»; Τουλάχιστον, πόσο διατεθειμένοι κι αποφασισμένοι είμαστε να μείνουμε αφιερωμένοι στο Χριστό, καθώς προωθούμε την υπόθεση της βασιλείας του σ’ αυτό τον κόσμο; Πώς μπορούμε να νικήσουμε τους σύγχρονους πνευματικούς Φιλισταίους, όπως ο Σαμψών, αν γινόμαστε ένα μ’ αυτούς και περιφρονούμε την τιμητική θέση που έχουμε ως φως του Θεού μέσα στον κόσμο;
Η κατάληξη είναι να μας κατασπαράξει η αμαρτία. Πώς μπορούμε εξάλλου να περιμένουμε καρποφορία στο έργο μας, αύξηση της εκκλησίας μας ποιοτικά αλλά και ποσοτικά, σωτηρία νέων ψυχών, αναζωπύρωση του ευαγγελιστικού έργου χωρίς την καθαρότητα που εξασφαλίζεται με τον αποχωρισμό του φωτός από το σκοτάδι; Α, δεν μπορούμε να παίζουμε με τα πράγματα του Θεού. Ο Θεός δεν εμπαίζεται.
      β) Υπάρχει όμως και ο υποκριτικός διαχωρισμός του φωτός από το σκοτάδι. Αυτός που προσπαθούσαν οι Φαρισαίοι να κάνουν. Ξεχώριζαν τους εαυτούς τους από τους άλλους, τους αμαρτωλούς, με βάση εξωτερικούς θρησκευτικούς τύπους, ενώ μέσα, η καρδιά τους ήταν αμαρτωλή. Είναι κάτι που το έκαναν οι Ισραηλίτες από την εποχή του Ησαΐα, που ενώ ζούσαν μέσα στην ειδωλολατρία, περιφρονώντας τον νόμο του Θεού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους καθαρούς και φοβούνταν μη μολυνθούν από τα άλλα έθνη (Ης.ξε:2-5).
Έχουμε δει ανθρώπους που διακηρύττουν ότι έχουν την αλήθεια, ότι είναι αληθινοί χριστιανοί, ότι έχουν την ορθή πίστη του Ευαγγελίου, αλλά η ζωή τους στην πράξη είναι κάθε άλλο παρά διαχωρισμός του φωτός από το σκοτάδι. Αυτή η επίπλαστη, υποκριτική αγιότητα δεν πιάνει. Μην περιμένουμε να μας χρησιμοποιήσει ο Θεός στο έργο του αν μόνο έχουμε την εξωτερική μορφή ευσεβείας, αλλά έχουμε αρνηθεί τη δύναμή της.

3. Ο διαχωρισμός του Φωτός από το Σκοτάδι είναι προϋπόθεση Ευλογίας – «Έξελθε!» (Γεν.ιβ:1-3).

Στο βιβλίο της Γένεσης διαβάζουμε ότι ο Αβραάμ δέχτηκε πέντε φορές την επίσκεψη του Θεού και πήρε την υπόσχεσή του ότι θα τον ευλογούσε, θα του έδινε αναρίθμητους απογόνους, θα τον καθιστούσε ένα μεγάλο έθνος και μέσω αυτού θα ευλογούνταν όλες οι φυλές της γης.
Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια, που ρίχνει άπλετο φως στο θέμα μας: Και τις πέντε φορές που ο Θεός συνάντησε και ευλόγησε τον Αβραάμ, αυτό συνέβη όταν ο Αβραάμ είχε αποχωριστεί από κάτι.
      α) Την πρώτη φορά, όταν αποχωρίστηκε από τους συγγενείς του στην Ουρ των Χαλδαίων, που συμβολίζει το παρελθόν και το ειδωλολατρικό περιβάλλον (Γεν.ιβ:7).
      β) Τη δεύτερη φορά, όταν αποχωρίστηκε από το Λωτ, που συμβολίζει στη Βίβλο το κοσμικό φρόνημα (13,16).
      γ) Την τρίτη φορά, όταν αποχωρίστηκε από τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων, και ξόφλησε όλες τις υποχρεώσεις του απέναντί του (ιδ:21-24, ιε:5), που συμβολίζει τακτοποίηση κάθε εκκρεμότητας με το περιβάλλον μας σ’ αυτό τον κόσμο με τον οποίο συναλλασσόμαστε. Δεν μπορείς να είσαι άνθρωπος του Θεού και μάλιστα με επιτυχημένο έργο, και να σε κυνηγάει η Εφορία, οι δανειστές σου ή η αστυνομία για παραβάσεις του νόμου.
      δ) Την τέταρτη φορά, όταν έδιωξε την Άγαρ και το γιο της, που ήταν καρπός της ολιγοπιστίας του και όχι αποτέλεσμα πίστεως (ιζ:4-5). Ο Παύλος μας εξηγεί πως η Άγαρ και ο γιος της συμβολίζουν το σαρκικό φρόνημα, τη δική μας προσπάθεια και παρέμβαση στα σχέδια του Θεού, οτιδήποτε μας κρατάει δέσμιους της αμαρτίας και μας στερεί τις ευλογίες του Θεού. Πρέπει να το αποδιώξουμε από τη ζωή μας, αφού δεν είμαστε τέκνα της δούλης αλλά της ελεύθερης γυναίκας (Γαλ.δ:21-31).
      ε) Τέλος ο Θεός ευλόγησε τον Αβραάμ επιβεβαιώνοντας τη διαθήκη Του, όταν απέδειξε την πίστη του θυσιάζοντας τον Ισαάκ. Είχε αποχωριστεί ακόμα και το υπέρτατο αγαθό που είχε, κι ήταν αποτέλεσμα της υπόσχεσης του Θεού και της δικής του πίστεως. Ο Αβραάμ είχε αποχωριστεί από οτιδήποτε δεδομένο στη ζωή του, ακόμη κι αν αυτό ήταν δώρο του ίδιου του Θεού, αλλά που του ζήτησε να το θυσιάσει.
Μπορείς να παραιτηθείς από οτιδήποτε δώρο σου έχει δώσει ο Θεός (υγεία, οικογένεια, μόρφωση, οικονομική άνεση, τη δουλειά σου) και να εξαρτηθείς μόνο από τον ίδιο; Έχεις τουλάχιστον μια τέτοια πρόθεση;
Αν θέλουμε μια ζωή πλούσια με τις ευλογίες του Θεού, είναι ανάγκη να διαχωρίσουμε το φως από το σκοτάδι, οποιαδήποτε από τις παραπάνω έννοιες κι αν έχει αυτό το σκοτάδι στη δική μας προσωπική ζωή.
Και θα ρωτήσει κανένας: Πώς μπορεί να γίνει αυτός ο διαχωρισμός;
Η συνταγή του λόγου του Θεού είναι πολύ απλή. Τόσο απλή, όσο απλό είναι το πάτημα ενός διακόπτη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όταν θέλουμε ν’ ανάψουμε το φως. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι εκεί, η ηλεκτρική εγκατάσταση είναι εκεί, ο λαμπτήρας είναι εκεί και το μόνο που εμείς έχουμε να κάνουμε είναι να πατήσουμε το διακόπτη, για να διώξουμε το σκοτάδι και να καλωσορίσουμε στη ζωή μας το φως.
Ο Παύλος λέει πως αν θέλουμε σαν χριστιανοί να αποχωριστούμε από όλα όσα προαναφέραμε, και που συνοψίζονται στη φράση «επιθυμία της σαρκός» είναι ανάγκη όχι ν’ αρχίσουμε να αποκεφαλίζουμε τη Λερναία Ύδρα της σάρκας και του κοσμικού φρονήματος. Σίγουρα δεν θα καταφέρουμε τίποτε. Ο Θεός δεν μας καλεί στο νομικισμό των Φαρισαίων (αυτά υπήρχαν και προτού να έρθει ο Χριστός στον κόσμο) αλλά στη γνήσια ζωή του Πνεύματος. Απλά, να ζήσουμε κατά το Πνεύμα, που ήδη το έχουμε μέσα μας, όπως έχουμε στη διάθεσή μας την ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας τα μέλη του σώματός μας (τα χέρια μας, τα πόδια μας, το μυαλό μας, τη σκέψη μας, τα συναισθήματά μας), όπως έχουμε στη διάθεσή μας την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού μας. Και το μόνο που μένει τώρα είναι η εξάσκηση της πίστεως, όπως είναι το πάτημα του διακόπτη.
 «Περιπατείτε κατά το Πνεύμα και δεν θέλετε εκπληροί την επιθυμίαν της σαρκός. Διότι η σαρξ επιθυμεί εναντία του Πνεύματος, το δε Πνεύμα εναντία της σαρκός· ταύτα δε αντίκεινται προς άλληλα, ώστε εκείνα, τα οποία θέλετε, να μη πράττητε. Αλλ' εάν οδηγήσθε υπό του Πνεύματος, δεν είσθε υπό νόμον» (Γαλ.ε:16-18).