Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Ας μιλήσουμε για την καρδιά σου!

Επιμένω να πιστεύω και να το λέω. Πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με το Θεό που πιστεύουμε. Πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθούμε περισσότερο και βαθύτερα με όσα λέει στον άγιο λόγο Του. Πρέπει να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με όσα μας περιμένουν στην αιωνιότητα. Οι εκπλήξεις τότε θα είναι μοναδικές, γιατί δεν θα υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής ή αλλαγής των καταστάσεων. Θα είναι μοναδική και άγνωστη εμπειρία, διότι εδώ κάτω στη Γη μας δεν έχουμε ζήσει παρόμοιες εμπειρίες. Πάντα υπάρχει κάποια ελπίδα που κρυφοκαίει, πάντα υπάρχει μια εναλλακτική λύση, ένας πλαϊνός δρόμος που θα μας ανακουφίσει…

Μπροστά στο άγιο βήμα Του όμως τίποτα δεν θα είναι όμοιο με αυτά που ζήσαμε εδώ κάτω στη Γη. Δεν ισχύουν οι τρόποι μας, τα τεχνάσματά μας, οι εμπειρίες μας αυτής της ζωής.


Αυτή την πραγματικότητα φαίνεται ότι την έχουμε ξεχάσει. Ότι δηλαδή «πρέπει πάντες να εμφανισθώμεν έμπροσθεν του βήματος του Χριστού….», (Β΄Κορ.ε:10, Ρωμ.ιδ:10). Ξεχνάμε ότι θα δώσουμε εξηγήσεις στον Κύριο «δια πάντα λόγον αργόν», (Ματθ.ιβ:36). Και είναι η πιο σημαντική ώρα της ζωής, της ύπαρξης κάθε ανθρώπου που έζησε επάνω στη Γη. Από την έκβαση αυτής της συνάντησης με τον Κύριο κρίνεται ολόκληρη η αιωνιότητα. Θα έπρεπε να το σκεφτόμαστε κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα, και να υπολογίζουμε πολύ σοβαρά το τι κάνουμε, τι λέμε, τι επιλέγουμε.

Όταν σκεφτόμαστε την ώρα της συνάντησής μας με τον Κύριο, είναι πολύ φυσικό να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας, αλλά με στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί μέσα μας από αυτή τη ζωή, την πραγματικότητα που ζήσαμε και ζούμε καθημερινά.
Συλλογιζόμαστε ή υποθέτουμε ότι θα ανοίξει μία συζήτηση ανάμεσα στον Κύριο και σε μας, θα απαντήσουμε στις ερωτήσεις Του, θα μας δοθεί η ευκαιρία να απολογηθούμε για κάποια πράγματα και ίσως να ζητήσουμε και συγγνώμη ίσως για αβλεψίες, κενά, παραλείψεις στην επίγεια πορεία μας. Κάπως έτσι φανταζόμαστε ότι θα γίνουν τα πράγματα εκεί επάνω, γιατί έτσι λειτουργούν και στη ζωή μας εδώ κάτω.

Επομένως καλό θα είναι να ετοιμάζουμε κάποιες απολογίες…,  κάποιες εξηγήσεις… και να έχουμε έναν κατάλογο έτοιμο με τα καλά μας έργα, το πιο δυνατά σημεία της ζωής μας, για να τα χρησιμοποιήσουμε, αν διαπιστώσουμε ότι η πλάστιγγα γέρνει σε βάρος μας…. π.χ. ποιοι είμαστε, τι κάναμε, τι προσπαθήσαμε, ποια αποτελέσματα είχαμε και το βασικότερο ποιοι υπήρξαμε σε σχέση με τους άλλους…

Δεν ξέρω αν θα λειτουργήσουν έτσι τα πράγματα στον Ουρανό, μπροστά στο βήμα του Άγιου Θεού, του Κυρίου. Πολύ φοβάμαι πως όχι. Αυτό που θα σας μεταφέρω, μπορεί να ανήκει και αυτό  στη σφαίρα του φανταστικού, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα και αξίζει να το προσέξουμε ιδιαίτερα.

Ο αγαπητός μας ή η αγαπητή μας έφυγαν, με έναν από τους γνωστούς τρόπους από ανάμεσά μας, και εμφανίστηκαν στο βήμα του Κυρίου, κάτι που και ήξεραν και ήταν προετοιμασμένοι ανάλογα, όπως κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε όλοι…

Ο Κύριος, υπομονετικός και καλόκαρδος όπως Τον γνωρίζουμε, απέφυγε στην αρχή να διακόψει το μονόλογο με τον πλούσιο κατάλογο δράσεων και αποτελεσμάτων επί της Γης. Κάποια στιγμή όμως πήρε το λόγο και ζήτησε αυτό, που πραγματικά ήθελε να ακούσει: «Ας μιλήσουμε για την καρδιά σου», είπε ο Κύριος και ξαφνικά όλα άλλαξαν. «Δεν θέλω να Μου πεις τι έκανες, ούτε πόσα, ούτε πώς τα έκανες και τι αποτελέσματα είχες. Αυτά τα είδα, τα γνωρίζω, και απ’ ό, τι βλέπεις έμειναν στη Γη, δεν τα έφερες επάνω… Ας μιλήσουμε για την καρδιά σου.

Τι είχες στην καρδιά σου όταν έκανες αυτά που έκανες, ή ζούσες αυτά που ζούσες…; Και για να μη σε δυσκολέψω, θ’ αρχίσω να διηγούμαι Εγώ και εσύ θα με διορθώνεις, αν κρίνεις ότι κάπου κάτι κάνω λάθος.

Ξεκινάω με ένα απλό παράδειγμα. Θυμάσαι εκείνη την πιστή γυναίκα από την εκκλησία, που την πήγες στο νοσοκομείο, τη φρόντισες, την έτρεξες στους γιατρούς, τη γύρισες στο σπίτι της, της έκανε συχνές επισκέψεις και τηλεφωνήματα; Η αλήθεια είναι ότι όλοι όσοι έβλεπαν αυτά που έκανες θαύμαζαν και ένιωθαν έλεγχο μέσα τους βλέποντας το παράδειγμά σου. Και η ίδια η γυναίκα πολλές φορές γύρισε και με ευχαρίστησε για τη φροντίδα σου στην ανάγκη της. Τώρα που μιλάμε οι δυο μας, εγώ κοίταζα όλο αυτό το διάστημα την καρδιά σου και διάβαζα τις κρυφές σου σκέψεις και ξέρεις τι έβλεπα; Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά έβλεπα ότι σκεφτόσουν το μεγάλο της διαμέρισμα, και είχες σχεδόν πιστέψει ότι θα στο αφήσει κληρονομιά μαζί με τα χρήματά της… Εσύ έλεγες ότι θα τα χρησιμοποιήσεις για το δικό μου έργο, αλλά το γνωρίζεις πολύ καλά ότι με τέτοιο περιεχόμενο καρδιάς εγώ δεν συνεργάζομαι και δεν ευλογώ… Απόδειξη ότι οι συγγενείς που περίμεναν την κατάλληλη ώρα… μέχρι το χαλάκι της εξώπορτας μάζεψαν…

Πηγαίνουμε στα κηρύγματα που έκανες. Επαναλαμβάνω, να με διακόψεις ή και να με διορθώσεις όπου νομίζεις. Κοιτάζω την καρδιά σου και προβληματίζομαι. Δεν βρίσκω να είχες κάποιο ενδιαφέρον για την ψυχή των ανθρώπων που σε άκουγαν να τους μιλάς. Ούτε ανησυχία για την κατάστασή τους. Η μόνιμη φροντίδα σου ήταν τι θα σου πουν μετά το κήρυγμα, πώς θα σε χαιρετήσουν, πόσοι θα συμφωνήσουν με όσα είπες και αν θα σε ξανακαλέσουν να μιλήσεις… Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν με ρώτησες ποτέ αν συμφωνούσα με όσα έλεγες στο κήρυγμά σου. Σε κοιτούσα από πάνω και έσβηνες, έγραφες, άλλαζες τις λέξεις, το χτένιζες, το φρόντιζες, πρόσεχες τις εκφράσεις σου… και ούτε μία φορά δεν γύρισες να ρωτήσεις τη γνώμη μου. Διάβαζες βιβλία, στόλιζες τα κατάφορτα κηρύγματά σου με γνώσεις, με ενδιαφέροντα στοιχεία, επιστράτευες τεχνικές, συναισθήματα, αλλά όχι για μένα. Για εσένα.

Στην καρδιά σου είχες εσένα και όχι εμένα, τη δόξα σου και όχι τη δική μου δόξα. Αν θυμάσαι, μέσα στο γραπτό λόγο μου το έλεγα ξεκάθαρα, ότι «τους δοξάζοντάς Με θέλω δοξάσει», (Α΄Σαμ.β΄30). Δεν είδα κάπου στην καρδιά σου να έχεις πόθο για τη δόξα μου, για τα σχέδιά μου.

Θυμάσαι τότε που σου φανέρωσα την αμαρτία και το λάθος δρόμο που είχαν πάρει οι αδελφοί σου και σε κάλεσα να υψώσεις τη φωνή σου, να διαμαρτυρηθείς, να υπηρετήσεις την αλήθεια για χάρη μου; Τι έκανες εσύ; Τι ανέβηκε στην καρδιά σου; Ο φόβος της απομόνωσης, το κόστος της περιθωριοποίησης, η ανάγκη σου για αναγνώριση. Κοίταξα την καρδιά σου για να δω πού πήγε η ευαισθησία σου για την αμαρτία, η αγάπη σου για το θέλημά μου, η υπηρεσία της αλήθειας μου. Και δεν βρήκα τίποτα από όλα αυτά, για τα οποία ξεκινήσαμε μαζί.

Βρήκα μια καρδιά γεμάτη αγάπη για σένα, για το όνομά σου, τη φήμη σου, την εικόνα σου προς τους γύρω. Πρακτικά σε ενδιαφέρει πολύ περισσότερο τι θα πουν οι άλλοι για σένα, παρά τι λέω εγώ, ο Κύριος. Αντιλαμβάνεσαι πιστεύω τι δημιουργούν όλα αυτά στη δική μου καρδιά…

Αφήνουμε αυτήν την περιοχή και πάμε σε μια άλλη, τελείως διαφορετική. Θυμάσαι τα παιδιά που σου χάρισα. Δύο παιδάκια σαν τα κρινάκια της Άνοιξης. Δεν πιστεύω να έχεις παράπονο. Κα έξυπνα και όμορφα και ήσυχα παιδάκια, με μαλακές, δεκτικές καρδούλες. Περίμενα και είχα τα μάτια μου καρφωμένα στην καρδιά σου. Πότε θα μου τα φέρεις να υπηρετήσουν τη δόξα μου… Πότε θα ποθήσεις να τα δεις αναγεννημένα με μετάνοια, ταπείνωση και πίστη… Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Τα παιδιά πήραν το δρόμο τους, αγαπούν τον κόσμο, καλοσπούδασαν, βγάζουν πολλά και καλά λεφτά, έχουν ωραία σπίτια, αυτοκίνητα, αλλά την ψυχή τους μάλλον θα την χάσουν, αν συνεχίσουν σ’ αυτό το δρόμο.

Θυμάσαι να είχες τίποτα άλλο πρώτο στην καρδιά σου για τα παιδιά σου από τις σπουδές τους, τις δουλειές τους, τους μισθούς τους και κυρίως την προβολή και την καταξίωση τη δική σου; Εμένα με είχες για τις αμυγδαλές τους, τους πυρετούς, τις εξετάσεις στο σχολείο, το διορισμό τους στο δημόσιο… Λυπάμαι που το λέω, αλλά όταν ήρθα να πάρω τα παιδιά σου για δικά μου, στην υπηρεσία μου, στη δόξα μου, η καρδιά σου μου είπε όχι… κι εγώ έφυγα.

Θυμάμαι τον καιρό που ήσουν αρραβωνιασμένος με την κατόπιν γυναίκα σου. Ωραία ήταν, Εγώ σας έβλεπα και χαιρόμουν. Περίμενα όμως και κοίταζα την καρδιά σου να με βάλεις πρώτο στη ζωή σου και να βοηθήσεις και την αρραβωνιαστικιά σου να με δει έτσι. Μάταια περίμενα. Δουλειά, μισθοί, προαγωγές, υγεία, τα σόγια, το σπίτι, και μετά δεύτερο σπίτι…  Και το περίεργο είναι ότι κάθε τόσο έφταναν στ’ αυτιά μου λέξεις, φράσεις, όπως «Θεέ μας, Πατέρα μας Ουράνιε, Κύριέ μας», κι εγώ κοιτούσα παραξενεμένος και ρωτιόμουν σε ποιον απευθύνεστε, γιατί εγώ ποτέ δεν ένιωσα να με νιώθετε Πατέρα σας και Κύριό σας και Θεό σας.

Φρόντισες η γυναίκα σου να σου αρέσει εσένα, να σε εξυπηρετεί, να σε στηρίζει, να είναι αξιόλογη, να έχει καλή εικόνα στην κοινωνία, στους φίλους σας. Τώρα θα σου πω μια πολύ τραγική αλήθεια. Ποτέ δεν την αγαπούσες τη γυναίκα σου. Εσένα αγαπούσες μόνο.  Γιατί αν την αγαπούσες πραγματικά, θα είχατε μαζί προσευχούλα κάθε μέρα, θα μελετούσατε μαζί, θα της έλεγες την αλήθεια, έστω και αν πονούσε και αν είχε κόστος και για σένα και για εκείνην. «Καθώς και ο Χριστός  ηγάπησε την εκκλησίαν, και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής,…δια να παραστήση αυτήν εις εαυτόν …δια να ήναι αγία και άμωμος,… », (Εφες.ε:25-27 ). Πότε το έκανες αυτό; Τελικά ξέρεις τι ψάχνω; Θέλω να δω αν με έβαλες ποτέ στην καρδιά σου πρώτο και πάνω απ’ όλους και όλα, και δεν το βρίσκω. Εσύ μπορείς να με διευκολύνεις;…

Θυμάσαι όταν έπαιζες κιθάρα στους αδελφούς και έψαλλες και μετά που ηχογραφούσες κιόλας… ; Για μένα υποτίθεται ότι έψαλλες... Γιατί εγώ δεν ήμουν πουθενά μέσα στην καρδιά σου; Και μετά που έκανες εκείνη τη μικρή χορωδία που ύστερα  μεγάλωσε και πλήθυνε, ήταν κακό που έψαχνα να δω τι έχεις στην καρδιά σου; Δεν βρήκα ούτε μια φορά εμένα. Την ποιότητα βρήκα, το όνομά σου, τη φήμη σου, την επιτυχία, την αναγνώριση…, βρήκα ανταγωνισμό, βρήκα φιλοδοξίες, αλλά το όνομά μου δεν το βρήκα πουθενά στην καρδιά σου. Τώρα από αυτούς τους ωραίους ύμνους που έψαλλες, δεν έχει μείνει τίποτα για εδώ πάνω, για τη Βασιλεία μου, αφού δεν ήταν τίποτα από αυτά για μένα.

Πονάω που σου το λέω, αλλά θα καούν όλα, θα εξαφανιστούν. Αυτό ισχύει στον Ουρανό. Ό,τι δεν ήταν από εμένα και για μένα, δεν έχει θέση στη Βασιλεία μου. Βλέπεις εγώ δεν κοιτάζω τους ανθρώπους στα χέρια τι κάνουν, ούτε στα πόδια πόσο τρέχουν, ούτε στο στόμα τι λένε. Από την ώρα που θα γεννηθεί ο άνθρωπος, ένα με ενδιαφέρει, η καρδιά του. Τι θα αγαπήσει και τι θα μισήσει. Πού θα διαθέσει το Ναι της και πού το Όχι της. Τι θα βάλει πρώτο και τι δεύτερο, τρίτο. Αν θα έρθει κάποια στιγμή να φωνάξει η καρδιά του, όπως τότε του αγαπημένου μου πιστού μαθητή, του Θωμά: «ο Κύριός μου, και ο Θεός μου», (Ιωάν. κ:28 ). Μάταια περίμενα. Δεν ήρθε ποτέ αυτή η στιγμή. Βασιλιάς και κύριος της καρδιάς σου ήταν το εγώ και το εμένα. Γι’ αυτό τώρα τα βλέπεις και καίγονται όλα όσα έκανες και είπες, μπροστά στα μάτια  σου.

Θυμάσαι εκείνη τη φράση την τόσο αγαπημένη σας που την χρησιμοποιούσατε τόσο συχνά στους άλλους, αλλά και για τον ίδιο σας τον εαυτό, «δώσε την καρδιά σου στο Χριστό, να δώσεις την καρδιά σου στο Χριστό, έδωσα την καρδιά μου στο Χριστό…».

Δεν ξέρω αν καταλάβατε ποτέ τι μεγάλο πράγμα είναι να δώσεις την καρδιά σου σε κάποιον, να κλείσεις μέσα στην καρδιά σου κάποιον, να τον αγαπήσεις, να τον πιστεύεις. Εγώ πάντως δεν είδα ποτέ να μου δίνεις την καρδιά σου, παρόλο που το έλεγες συχνά-πυκνά και το σύστηνες ένθερμα στους άλλους. Και αν θέλεις μία πληροφορία, τη φράση αυτή «δώσε την καρδιά σου στο Χριστό» την ακούω αμέτρητες φορές να τη λέτε μεταξύ σας επάνω στη Γη, αλλά σε μένα, μέχρι στιγμής, έχουν δοθεί ελάχιστες καρδιές να είναι πραγματικά δικές μου, να μου ανήκουν, να είμαι εγώ ο Κύριός τους. Κατά τα άλλα και τώρα που μιλάμε εδώ πάνω στον Ουρανό, μπροστά στο θρόνο μου, αν γινόταν να ακούσεις τι λέγεται πάνω στη Γη, πολλοί καλούν τους ανθρώπους να δώσουν την καρδιά τους σε μένα και άλλοι τόσοι πιστεύουν ότι την έχουν δώσει ήδη σε μένα… Πού είναι αυτές οι καρδιές, γιατί δεν έφτασαν ποτέ σε μένα…;

Μου φαίνεται ότι διαβάζω τη σκέψη σου. Πιστεύεις ότι η ελπίδα δεν χάθηκε ακόμα… Έχεις στο μυαλό σου την περίπτωση της σωτηρίας «ως δια πυρός», (Α΄Κορ.γ:15 ), αλλά μάλλον δεν πρόσεξες καλά. Δεν είναι η δική σου περίπτωση αυτή. Εσύ και ήξερες και γνώριζες, είχες φως, είχες αποκάλυψη δική μου, είχες και χρόνο μπροστά σου να δεις καθαρά και να διορθώσεις την πορεία σου. Δεν έκανες τίποτα από αυτά.

Το εδάφιο που θα λειτουργήσει στην περίπτωσή σου είναι εκείνο που λέει: «Δεν θέλει εισέλθει εις την Βασιλείαν των Ουρανών πας ο λέγων προς Εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πραττων το θέλημα του Πατρός Μου του εν τοις Ουρανοίς», (Ματθ.ζ:21). Το εδάφιο που περιγράφει ακριβώς την περίπτωσή σου είναι το «Εάν τις δεν μείνη εν Εμοί, ρίπτεται έξω ως το κλήμα, και ξηραίνεται, και συνάγουσιν αυτά και ρίπτουσιν εις πυρ και καίονται», (Ιωάν.ιε:6).

Αν είχες ενδιαφερθεί ν’ ακούσεις τη φωνή του πνεύματός μου του Αγίου, θα το ήξερες ότι αυτό το δρόμο είχες πάρει. Δυστυχώς θα τα χάσεις όλα και αιώνια. Ήθελα να γίνω Κύριος στην καρδιά σου. Περίμενα όλη σου τη ζωή. Την καρδιά σου την κρατούσες σφιχτά κλειστή για σένα, για τις αγάπες σου, τις επιθυμίες σου, τα είδωλά σου. Από ό, τι βλέπεις, δεν έχεις θέση εδώ, μαζί μου. Ρίξε μια ματιά γύρω σου και θα καταλάβεις. Τους βλέπεις όλους αυτούς που χαίρονται στη Βασιλεία μου, λουσμένοι στη δόξα μου; Είναι όλοι όσοι με έκαναν Κύριό τους και Θεό τους, είναι όλοι όσοι με έβαλαν πρώτο και πάνω από όλους και όλα στην καρδιά τους, στη ζωή τους, είναι οι συσταυρωμένοι και συναναστημένοι, που πρόκριναν με την καρδιά τους να μη ζουν πλέον για τους εαυτούς τους, αλλά να ζουν για Εκείνον που πέθανε και αναστήθηκε γι’ αυτούς, (Β΄Κορ.ε:15τ). Είναι όλοι οι δικοί μου πιστοί, ο λαός μου , οι κληρονόμοι της δόξας μου. Βλέπεις να έχει κανένα κοινό σημείο η καρδιά σου με την καρδιά των δούλων μου…;»

Η σιγή απλώθηκε τραγική. «Ο δε εφιμώθη», (Ματθ.κβ:12)… και απομακρύνθηκε  σιωπηλός και αιώνια μόνος.