ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Δεν ξέρω ποιος πρώτος διατύπωσε
το παλιό ρητό πως «ο χρόνος είναι
χρήμα». Το σίγουρο είναι πως είχε επιτυχία 100%. Δεν είναι μονάχα η αξία του
χρόνου που θυμίζει εκείνη του χρήματος. Είναι και πολλά άλλα. Όπως η συμπεριφορά
των ανθρώπων απέναντι στο χρόνο. Υπάρχουν, για παράδειγμα, άνθρωποι που
σπαταλούν άσκοπα το χρόνο τους, κι όχι μονάχα δεν τους καίγεται καρφί γι’ αυτό,
μα το ευχαριστιούνται κιόλας, απαράλλαχτα όπως γίνεται με τους άλλους, που
νιώθουν ηδονή να σπαταλούν τα χρήματά τους.
Υπάρχουν τσιγκούνηδες του χρόνου
που δε σου χαρίζουν ούτε δεκάλεπτο απ’ αυτόν. Κι υπάρχουν και πλεονέκτες του
χρόνου που θέλουν όλο και περισσότερο και που δεν τους είναι ποτέ αρκετός.
Κι ακόμη υπάρχουν εκείνοι που
διαχειρίζονται σωστά το χρόνο τους, που «εξαγοράζονται τον καιρόν», όπως μας
λέει ο λόγος του Θεού, κι είμαστε υποχρεωμένοι σα χριστιανοί ν’ ανήκουμε σ’
αυτή την τελευταία κατηγορία. Φυσικά, η σωστή αξιοποίηση του χρόνου είναι κι
αυτή ένα ιδιαίτερο χάρισμα, ένα ταλέντο όπως όλα τ’ άλλα.
Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι μ’ ένα
ιδιαίτερο ταλέντο στη διαχείριση του χρόνου τους. Εμείς όμως αυτή την ώρα θ’
ασχοληθούμε με τους κοινούς θνητούς.
Φυσικά, όταν ο λόγος του Θεού μας
μιλά για σωστή χρησιμοποίηση του χρόνου μας
εννοεί κυρίως την αξιοποίηση του χρόνου για τη δόξα του Θεού και για την
προαγωγή του έργου Του.
Ωστόσο κάθε δουλειά όταν την
κάνουμε σωστά και «εκ ψυχής», όπως μας
λέει αλλού ο απόστολος Παύλος, έχει σαν αποτέλεσμα να δοξάζεται μέσα από μας
και με το έργο μας ο Θεός, έστω κι αν η
δουλειά αυτή δεν έχει άμεσα πνευματικό περιεχόμενο, δεν είναι δηλ. κήρυγμα ή
ατομικός ευαγγελισμός ή έργο αγάπης ή κάτι παρόμοιο.
Ο χριστιανός είναι μια
ολοκληρωμένη και πολύπλευρη προσωπικότητα, κι ολόκληρη αυτή η προσωπικότητα με
όλες τις εκδηλώσεις της δίνει ή πρέπει να δίνει την καλή μαρτυρία, μ’ άλλα
λόγια να συμβάλλει στη δόξα του Θεού.
Όπως και νάναι, για ν’
αξιοποιηθεί κάποιος χρόνος σωστά πρέπει πρώτα να εξοικονομηθεί. Από παλιά μου
κάνει εντύπωση με πόσο πιο ζωηρό ρυθμό από το δικό μας περπατούν οι διαβάτες
στους πολυσύχναστους δρόμους στις ξένες χώρες του δυτικού κόσμου, κι ακόμη πόσο
ελάχιστοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, είναι εκείνοι που περιδιαβάζουν άσκοπα. Άλλωστε ο
ρυθμός μας σε όλα είναι βραδύς και νωθρός, επηρεασμένος από τη γειτνίασή μας με
την ανατολή.
Κι αυτό παρατηρείται και στις ατέλειωτες συζητήσεις
μας κυριολεκτικά «για ψύλλου πήδημα», στη βραδύτητα με την οποία παίρνουμε
αποφάσεις, στην απεραντολογία μας πολλές φορές εκεί που δε χρειάζεται να πούμε
παρά μονάχα δυο-τρεις σωστές κουβέντες.
Έχουμε γενικώς αναγάγει το
«χαβαλέ» -λέξη τουρκικής προέλευσης που έχει διαφορετική σημασία στην αρχική
της ρίζα, και που πολιτογραφήθηκε στη γλώσσα μας σαν «άσκοπη σπατάλη χρόνου»-
έχουμε λοιπόν αναγάγει το «χαβαλέ» σε τρόπο ζωής σ’ όλους τους τομείς και σ’
όλα τα επίπεδα, κι αυτό γίνεται πολλές φορές χωρίς καμιά λογική συνέχεια και
συνέπεια.
Έχουμε π.χ. όλοι μας γνωρίσει
ανθρώπους -για ν’ αναφερθούμε και πάλι
στην αντιστοιχία ανάμεσα στο χρόνο και στο χρήμα- που μπορεί να ξοδέψουν άσκοπα εκατοντάδες
χιλιάδες και να κάνουν ατέλειωτα παζάρια για ένα ή δύο ευρώ. Όπως με τον ίδιο
τρόπο βλέπουμε καθημερινά οδηγούς αυτοκινήτων που βρίσκονται στα όρια νευρικής
κρίσης μη τυχόν και χάσουν μερικά δευτερόλεπτα απ’ το «κόκκινο φως», κι όταν
κατέβουν απ’ τ’ αυτοκίνητο σπαταλούν εδώ κι εκεί άσκοπα το χρόνο τους.
Το δικαίωμα της ψυχαγωγίας και
της ξεκούρασης είναι αναφαίρετο, κι είναι αρκετά αστείο το φαινόμενο που
παρουσιάζουν μερικοί χριστιανοί να ψάχνουν μέσα στην Αγία Γραφή να βρουν εδάφια
που να καθησυχάζουν τη συνείδησή τους για τις ώρες της διακοπής και της
χαλάρωσης. Υπάρχουν βλέπετε μερικά πράγματα που μας τα λέει η κοινή λογική, η
φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού και η πείρα αιώνων, που δε χρειάζονται
βιβλική στήριξη και που είναι πια αυτονόητα στην ανθρώπινη συνείδηση.
Κανείς μας λοιπόν δεν μπορεί ν’
αμφισβητήσει σε κανένα μας το δικαίωμα να ξεκουράζεται, να ψυχαγωγείται, να
αστειεύεται, να χαλαρώνει, φυσικά μέσα στα πλαίσια της ηθικής ζωής που
προδιαγράφει ο λόγος του Θεού. Όταν όμως η διακοπή κι η ψυχαγωγία αποτελούν τον
κανόνα με διαλείμματα απλώς εργασίας κι απασχόλησης, τότε κάτι δεν έχουμε
καταλάβει σωστά.
Ο λόγος του Θεού μας λέει πως για
κάθε ανώφελη κουβέντα θα μας ζητηθεί κάποτε ευθύνη. Κι ασφαλώς το ίδιο θα
συμβεί και για την άδικη σπατάλη του χρόνου μας.
Το θέμα του χρόνου και της
αξιοποίησής του στην εποχή που ζούμε είναι ασφαλώς ένα από τα πιο σύνθετα, από
τα πιο δύσκολα κι από τα πιο περίεργα. Παραπονιόμαστε συχνά οι περισσότεροι πως
δε διαθέτουμε καθόλου ελεύθερο χρόνο, πως «πνιγόμαστε» κυριολεκτικά, κι όμως ποτέ
δεν είχαμε στη διάθεσή μας τόσα μέσα που να μας βοηθούν στην εξοικονόμηση του
χρόνου μας, καθώς και τόσες ελεύθερες ώρες από τη δουλειά μας.
Σήμερα μ’ ένα τηλεφώνημα ή μ’ ένα
φαξ ή με το κομπιούτερ ή με κάποια φωτοαντίγραφα και με το αυτοκίνητο –αν βέβαια
κι εφόσον αντιμετωπίσουμε το εφιαλτικό πρόβλημα του παρκαρίσματος- γλιτώνουμε ώρες ολόκληρες που σπαταλούσαμε άλλοτε σε κουραστικές
πορείες και σε επίπονες δουλειές γραφείου. Ζούμε όμως σ’ ένα φαύλο κύκλο. Όσο
τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας περισσεύουν και τελειοποιούνται, τόσο πιο
σύνθετη γίνεται η ζωή μας.
Το μειονέκτημα και η παγίδα ή ο
πειρασμός, αν θέλετε, από όλα αυτά, είναι πως όταν ξέρεις πόσο μακριά μπορείς
ακόμη να προχωρήσεις και πόσο περισσότερα μπορείς ακόμη να κάνεις κτήμα σου, σε
πιάνει το άγχος και η «πλεονεξία». Τα πλεονεκτήματα είναι πολύ περισσότερα. Και
φυσικά και τα οφέλη και οι δυνατότητες για το έργο του Θεού ανεκτίμητα. Το
ζητούμενο, είναι να πετύχεις το μέσο δρόμο, το δρόμο της ισορροπίας,
αποφεύγοντας απ’ το ένα μέρος το άγχος και την «πλεονεξία», κι από το άλλο
μέρος την αποτελμάτωση και το «δημοσιοϋπαλληλισμό» αξιοποιώντας πλήρως τις
δυνατότητες που σου προσφέρονται.
Κι αυτό μπορείς να το κάνεις
μονάχα με πολύ αγώνα, με αυτοπειθαρχία και αυτοσυγκράτηση, και πάντα με τη
βοήθεια του Θεού, για να σου δίνει εκείνος τη δύναμη και τον ενθουσιασμό να
προχωρείς ασταμάτητα. Κι ασφαλώς το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους τομείς
του έργου του Θεού και για όλους εκείνους που εργάζονται υπεύθυνα, που δεν τους
είναι αρκετή μια, ας την πούμε, «υπηρεσιακή» διεκπεραίωση της αποστολής τους,
κι αν κάποιοι αρκούνται στα τετριμμένα, τα καθιερωμένα και τα ανιαρά
αποφεύγοντας τις κακοτοπιές, αυτούς δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε το μυαλό με
τίποτε.
Έχει γίνει λοιπόν η ζωή πολύ πιο
σύνθετη, κι απ’ το άλλο μέρος ο χρόνος που μπορούμε να διαθέτουμε έξω από τη
δουλειά μας περισσότερος, αλλά και οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται καθώς και τα μέσα που
διαθέτουμε πολύ περισσότερα. Ας σκεφτούμε λιγάκι τη ζωή μας πριν αρκετές δεκαετίες
όσοι έχουμε την ανάλογη ηλικία. Κι αυτό μας δημιουργεί ακόμη περισσότερο την
υποχρέωση για τη σωστή αξιοποίηση του χρόνου μας. Απ’ το άλλο μέρος όμως -δυστυχώς-
έχουν περισσέψει και οι πειρασμοί που μας παρασύρουν στη σπατάλη του
χρόνου μας και στην απραξία. Με πρώτο και κύριο την τηλεόραση.
Έχουμε που έχουμε σαν λαός την
τάση για την καλοπέραση και την απραξία, μας ήρθε κι η τηλεόραση για να
συμπληρώσει το κακό. Η χειρότερη υπηρεσία, νομίζω, που έχει προσφέρει η
ιδιωτική κυρίως τηλεόραση, είναι το ότι δημιούργησε μια ειδική ατμόσφαιρα, έναν
ολόκληρο κόσμο, με μια ζωή που κυλά με πρωινούς καφέδες κι απογευματινά
καφενεία και τηλεπαιχνίδια, και -το κυριότερο-
έχει παράλληλα διαβρώσει όποια αξία κι όποια υπεύθυνη και σοβαρή
δουλειά, κι έχει στήσει στη θέση της μια ψευτοκουλτούρα απ’ όπου απουσιάζουν
και τα τελευταία ίχνη και της ηθικής και της πνευματικότητας.
Κι ωστόσο ακόμη και στην ίδια την
τηλεόραση υπάρχει η δυνατότητα να αξιοποιήσουμε χρήσιμα το χρόνο μας
επιλέγοντας σωστά και σοφά το τι θα δούμε και το τι θ’ αποφύγουμε. Είναι καιρός
να το καταλάβουμε ότι σα χριστιανοί δεν επιτρέπεται πουθενά να χαρακτηριζόμαστε
από επιπολαιότητα και ανευθυνότητα. Και σίγουρα μπροστά στον τηλεοπτικό μας
δέκτη δίνουμε σοβαρές εξετάσεις πάνω σ’ αυτό.
Κάθε φορά που καταπιάνομαι μ’ ένα
θέμα βλέπω όλο και περισσότερο πόσο η σπουδαία εκείνη ρήση των αρχαίων ελλήνων,
το «μέτρον άριστον», βρίσκει τη δικαίωσή της σε κάθε τομέα της ζωής μας. Πόσο,
μ’ άλλα λόγια, είναι σημαντικό ν’ αποφεύγονται σε όλα οι ακρότητες και οι
υπερβολές και προπάντων η μονομέρεια. Υπερβολικός –τουλάχιστον με τα κριτήρια
του κόσμου- και απόλυτος οφείλει νάναι ο χριστιανός μονάχα στην ηθική ατομική
ζωή του, διακρίνοντας όμως και πάλι την ουσία από τον τύπο -κι αυτό είναι από τα πιο δύσκολα κεφάλαια.
Σ’ όλα τ’ άλλα οφείλει να κρατάει
το μέτρο. Που ανάμεσα σε άλλα σημαίνει πως δεν έχει το δικαίωμα να επιδίδεται
με μανία σε μια μονάχα πλευρά της πνευματικής δραστηριότητας και να παραμελεί
όλες τις άλλες.
Ας το πούμε πιο συγκεκριμένα:
ξέρουμε όλοι ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με το
χαρακτήρα τους: εκείνους που χαρακτηρίζουμε «εξωστρεφείς» που είναι ιδιαίτερα
κοινωνικοί, τους αρέσει και επιζητούν τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων,
ενδιαφέρονται για τον πλησίον τους από κάθε άποψη, κι αρκετοί απ’ αυτούς απεχθάνονται
τη μοναξιά και την ανέχονται μονάχα σε ώρες που δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Κι εκείνους που ανήκουν στους λεγόμενους «εσωστρεφείς», που δε νιώθουν και τόσο
έντονα την ανάγκη για επικοινωνία με τους άλλους εκτός ίσως από μερικούς πολύ
δικούς τους ανθρώπους, που αποφεύγουν την κοινωνική ζωή όσο τους είναι δυνατόν,
και που αρκετοί απ’ αυτούς τους αρέσει ν’ αποσύρονται σε μια ήσυχη γωνιά του
σπιτιού τους διαβάζοντας, γράφοντας, ακούγοντας μουσική ή με κάποια άλλη
παρόμοια ασχολία.
Σε ορισμένες μάλιστα «βαριές», ας
τις πούμε, περιπτώσεις, ο εσωστρεφής άνθρωπος είναι μάλλον σα χαρακτήρας
κλειστός και σχεδόν μελαγχολικός, σ’ αντίθεση με τον εξωστρεφή που είναι
ανοιχτός κι εύθυμος. Καμιά φορά κι ο εσωστρεφής στην καθημερινή επαφή του με
τους άλλους ανθρώπους παρουσιάζεται σαν εξωστρεφής με το κέφι και το χιούμορ
του και με την όρεξη που έχει για συζήτηση, κι αυτό μπερδεύει τους άλλους
ανθρώπους που δεν ξέρουν πού να τον κατατάξουν. Άλλωστε κανείς μας δεν είναι απόλυτα
εξωστρεφής ή απόλυτα εσωστρεφής. Υπάρχουν όπως πάντα διαβαθμίσεις και
ενδιάμεσες καταστάσεις.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Γιατί το
είδος του χαρακτήρα μας προσδιορίζει και τον τρόπο που μ’ αυτόν
αξιοποιούμε -ή σπαταλούμε- το χρόνο μας και έξω από το έργο του Θεού και
μέσα σ’ αυτό. Μιλάμε γι’ ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν και να δουλέψουν για τη
δόξα του Θεού και για την πρόοδο του έργου Του σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό,
όπως «εξ ορισμού», νομίζω, πρέπει νάναι ο κάθε χριστιανός.
Ας πάρουμε λοιπόν πρώτα αυτούς
από τους χριστιανούς που ονομάσαμε «εξωστρεφείς». Αυτοί τις περισσότερες φορές,
όταν θέλουν να δουλέψουν για τον Κύριο, επιδίδονται σε έργα αγάπης, σε
επισκέψεις και σε βοήθεια ασθενών, σε επικοινωνία με άλλους αδελφούς, σε
φιλοξενία, αρκετοί απ’ αυτούς και σε ατομικό ευαγγελισμό. Πράξεις
πολύτιμες και απαραίτητες για ένα παιδί
του Θεού, όσο και -δυστυχώς- αρκετά
σπάνιες στην εποχή μας που χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη επικοινωνίας.
Ποια είναι η παγίδα του εχθρού
γι’ αυτούς τους ανθρώπους; γιατί, ας μην ξεχνάμε, σε κάθε περίσταση, σε κάθε
ευλογημένη κατάσταση, κάπου σε κάποια γωνιά παραμονεύει ο διάβολος.
Υπάρχουν λοιπόν δύο παγίδες - κίνδυνοι για τους ανθρώπους αυτής της κατηγορίας: ο
πρώτος είναι οι πολλές «συνάφειες κι ομιλίες», να εκφυλιστούν τελικά σε μια
ευχάριστη συναναστροφή με αρκετή δόση κριτικής και απολαυστικού κουτσομπολιού.
Ο δεύτερος κίνδυνος που
παραμονεύει για τον εξωστρεφή χριστιανό είναι η πολλή εξωτερική δραστηριότητά
του να τον κάνει να παραμελήσει την εσωτερική ζωή του, την προσευχή, τον
πνευματικό στοχασμό, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων βιβλίων.
Ιδιαίτερα μάλιστα για την
προσευχή, η σημερινή έλλειψη ή δήθεν έλλειψη χρόνου αποτελεί ένα πρώτης τάξεως
«άλλοθι» για πολλούς από μας για να περιορίζουμε και να συρρικνώνουμε όλο και
περισσότερο το χρόνο που της διαθέτουμε.
Η δεύτερη κατηγορία, οι
εσωστρεφείς, διατρέχουν ακριβώς τον αντίθετο κίνδυνο. Από μια άποψη και σ’ ένα
ορισμένο ποσοστό ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς. Ξέρω λοιπόν από προσωπική πείρα πως η
υπερβολική ενασχόληση με το γράψιμο, σε κάνει να παραμελείς την επικοινωνία με
τους άλλους ανθρώπους και να στέκεσαι καμιά φορά κάπως ξένος στα προβλήματα και
στις ανάγκες τους, κι αυτό ως ένα ποσοστό είναι δικαιολογημένο γιατί η δουλειά
στο έργο του Θεού με τα βιβλία, μπορεί να σου απορροφήσει ολόκληρη τη
δραστηριότητα σου και τη σκέψη σου και πάλι αυτό να μην είναι καθόλου αρκετό.
Θάθελα προτού τελειώσω ν’
απευθυνθώ στους νέους για να τους πω ότι ιδιαίτερα γι’ αυτούς η σωστή
αξιοποίηση του χρόνου τους έχει ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Η σπουδή και η
μάθηση, οι ξένες γλώσσες, η ζωγραφική ή η μουσική, το διάβασμα, η επιλογή στις
ταινίες ή στις τηλεοπτικές εκπομπές που θα παρακολουθήσετε, η καλή ουσιαστική συζήτηση,
ακόμη και η σωματική άσκηση κι η απασχόληση με τον αθλητισμό -όλα εκείνα που μ’ αυτά θα εξοπλισθείτε, να
ξέρετε ότι μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε στην καθημερινή σας ζωή για τη δόξα
του Θεού καθώς και για την προαγωγή του έργου Του. Με ποιο τρόπο; Προσεύχεστε
Εκείνος να σας ανοίξει δρόμους, κι ασκείστε και λιγάκι τη φαντασία σας για να
διευρύνετε τους ορίζοντές σας. Είναι αυτό ακριβώς που εννοώ όταν μιλώ για την
αποφυγή του «δημοσιοϋπαλληλισμού», την έλλειψη
δηλ. φαντασίας και πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει κατεξοχήν τις δημόσιες
υπηρεσίες μας, κι ελπίζω να καταλαβαίνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι ότι δε
στρέφομαι εναντίον τους προσωπικά.
Κι όσο για την εξοικονόμηση
χρόνου, ο καθένας μας πολλά μπορεί να σκεφτεί και πολλά να επινοήσει. Και
θάθελα ακόμη να πω πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στην εξοικονόμηση χρόνου η τάξη, που
δυστυχώς απ’ την έλλειψή της πάσχουμε αρκετοί από μας.
Ομολογώ πως αρκετό χρόνο έχω
χάσει σε εποχές αταξίας πάνω στο γραφείο μου
-γιατί περνώ και μερικές περιόδους τάξης- ψάχνοντας για διάφορα χαρτιά και για διάφορα
χρήσιμα αντικείμενα. Και τέλος, απαραίτητο είναι να καθορίζω συγκεκριμένους
στόχους τους οποίους να τοποθετώ σε μια σωστή και συστηματική ιεράρχηση. Αν
π.χ. αρχίσω να μαθαίνω αγγλικά για ένα-δύο χρόνια, κι ύστερα τα παρατήσω για να
πιάσω τα γερμανικά για μερικούς μήνες, και κάπου στη μέση απ’ όλα αυτά
αποφασίσω να κάνω μερικά μαθήματα κιθάρας και την παρατήσω σε λίγο κι αυτήν κι
ύστερα ξαναπιάσω τ’ αγγλικά μου και ούτω καθεξής, το πιο πιθανό είναι ότι στο
τέλος δε θάχω μάθει τίποτε σωστά και θάχω σπαταλήσει το χρόνο μου άδικα.
Δεν υποστηρίζω πως όλοι μας θα
πρέπει ν’ αποκτήσουμε άγχος με το χρόνο, να γίνουμε νευρικοί και να ρίχνουμε
κάθε τόσο κλεφτές ματιές στο ρολόι μας. Κι ίσως είχε δίκιο από κάποια άποψη ο
Όσκαρ Ουάϊλντ όταν συμβούλευε «μην
αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις μεθαύριο», εννοώντας ίσως ότι όλες
οι δουλειές δε μπορούν να χωρέσουν μέσα σε μια μέρα.
Μας λέει όμως η Αγία Γραφή να
«εξαγοραζόμαστε τον καιρόν», κι αυτό σημαίνει ν’ αξιοποιούμε το χρόνο μας, να
κάνουμε σωστή ιεράρχηση στη δουλειά μας και στις υποχρεώσεις μας, ν’
αποφεύγουμε όσο είναι δυνατόν την προχειρότητα και τις δουλειές «της τελευταίας
στιγμής», κι ακόμη να προσπαθούμε να γεμίζουμε το χρόνο μας με ασχολίες που
έμμεσα ή άμεσα θα συμβάλλουν στην πνευματική ωφέλεια τη δική μας, των αδελφών
μας και των συνανθρώπων μας.
Αρχίσαμε με το ρητό που λέει πως
ο χρόνος είναι χρήμα. Η βλάβη όμως από τη σπατάλη του χρήματος δεν είναι τίποτε
μπροστά στη βλάβη από τη σπατάλη του χρόνου μας. Κι ίσως δε θάταν άσχημα ν’
ακολουθήσουμε το παράδειγμα του ρωμαίου αυτοκράτορα, που ρωτούσε κάθε βράδυ τον
εαυτό του: «χρησιμοποίησα καλά το χρόνο μου;» Κι ακόμη ας σκεφτούμε πως είναι
πολύ πιθανό στην παραβολή των ταλάντων
σαν «τάλαντο» ν’ αναφέρεται κι ο χρόνος που διαθέτουμε κι η σωστή χρησιμοποίησή
του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, διότι αι ημέραι είναι πονηραί». Μακάρι ο Θεός
να μας βοηθήσει να το εφαρμόζουμε στην πράξη με τον καλύτερο τρόπο.