Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Οι ολυμπιάδες της αρχαιότητας

Για να καταδειχτεί η ουσία των διοργανώσεων, -αλλά και ποια είναι στη πραγματικότητα η «χαμένη τους αίγλη», όπως πολλοί τιμητές τους υποστηρίζουν-, καλό είναι να κατατεθούν τα, προς αντιπαραβολή, γεγονότα και απόψεις με μια συγκεκριμένη χρονική σειρά.
Αυτοί, στους οποίους είχε ανατεθεί το έργο της αποχαύ­νωσης των ανθρώπων, ήθελαν να προσδώσουν μια ιδιαίτε­ρη αίγλη στο νεοσύστατο -τότε- μηχανισμό τους. Χρη­σιμοποιώντας τη πίστη των ανθρώπων στις δοξασίες -τις οποίες ασφαλώς οι ίδιοι, για πολλαπλούς λόγους είχαν ε­πιβάλλει- ανέτρεξαν στη μυθολογία, προκειμένου να πε­ριβάλουν με αληθοφάνεια την «αγνότητα» των σκοπών τους. Χρέωσαν στον μυθικό Ηρακλή την πρώτη ολυμπιά­δα, κάνοντας έτσι τους καταπιεσμένους -ή τουλάχιστον ένα κομμάτι από αυτούς- να δεχτούν με «ιερό» δέος την απαρχή μιας νέας σειράς αλυσιδωτών εγκλημάτων, εναντί­ον τους.
Η αρχή τους προσδιορίζεται στο 776 π.Χ. στην αρχαία Ο­λυμπία, οι εξουσιαστές της οποίας είχαν αποκομίσει τερά­στια πολιτικά οφέλη που προέκυπταν από την τέλεση τους, μέσα από την διασφάλιση της φήμης τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό, τότε, χώρο. Και οι οικονομικές απολαβές δεν ήταν λίγες, αφού υπολογίζεται ότι ένα πλήθος σαράντα με πενήντα χιλιάδων ανθρώπων συνέρεαν στην περιοχή, κα­τασκηνώνοντας μάλιστα εκεί. Στη συγκομιδή του πλούτου προστίθοταν και τα ιδιαίτερα πλούσια αφιερώματα, που προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Μεσογείου και τα οποία καρπώνονταν οι διοργανωτές των αγώνων.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο που χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν, όσο και για να υπερβούν τη φθορά του χρόνου, οι αγώνες, ήταν -και είναι- το «πνεύμα» και τα «ιδεώδη» που τους περιέβαλαν. 
Το περίφημο «ολυμπιακό ιδεώδες» το οποίο χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν μέχρι και τις μέρες μας ήταν και θα παραμείνει μια ακόμα κρατική απάτη, ανάμεσα στις τόσες που έχουν επινοήσει και επιβάλει, που απλά προσδίδει μια υποτυπώδη ιδεολογική υπόσταση, στη προσπάθεια τους για την επίτευξη των εκάστοτε επιδιώξε­ων τους, που αποτελούσαν ανέκαθεν τον ΑΥΤΟΣΚΟΠΟ Υ­ΠΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ. Κι αυτό γιατί οι ολυμπιάδες, σε κανένα σημείο της μακραίωνης διαδρομής τους, δεν ταυ­τίστηκαν με τις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες των ανθρώπων, (όπως αυτή της υγιούς και ανιδιοτελούς άθλη­σης, της οποίας ανέκαθεν αποτελούσαν τον μόνιμο αντίπο­δα), αλλά λειτούργησαν και εξακολουθούν να λειτουργούν με ξεκάθαρα ανταγωνιστικό τρόπο προς την κοινωνία.
Οι ολυμπιακοί της αρχαιότητας αποτελούσαν στην αρχή τελετές υμνολόγησης των νεκρών εξουσιαστών, καθώς και των αριστοκρατών της προκλασσικής κοινωνίας, αφού μέ­σα από αυτούς προβαλλόταν η «ανδρεία» και το «μεγαλεί­ο» τους. Στη συνέχεια προσέλαβαν έντονα θρησκευτικά χαρακτηριστικά, λειτουργώντας ταυτόχρονα σαν ένα ακό­μα μέσο που αναδείκνυε τους ανταγωνισμούς και τις ε­χθρότητες μεταξύ των πόλεων και ασφαλώς ήταν και ένα πεδίο έμμεσης επίδειξης της στρατιωτικής δύναμης των ε­κάστοτε εξουσιαστών.
Ασφαλώς οι αγώνες κάθε άλλο παρά «σύμβολο συνα­δέλφωσης» των λαών αποτέλεσαν, αφού ακόμα και στις πρώτες στιγμές της επιβολής τους, υπήρξαν αφορμή για άγριες, αιματηρές και επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις μεταξύ των Ηλείων και των Πισσατών, οι οποίοι επίσης, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικά τους πολιτικά και οι­κονομικά οφέλη, πάσχιζαν για την ανάληψη της διοργάνω­σης τους. Οι αιματοχυσίες ξεκίνησαν αρκετά πριν από την πρώτη ολυμπιάδα και συνεχίστηκαν για αρκετά ακόμα χρόνια. Οι Πισσάτες μετά από ανελέητες ανθρωποσφαγές κατάφεραν να αναλάβουν αυτοί τις δύο πρώτες διοργανώ­σεις, ενώ οι Ηλείοι αρνούμενοι να τις δεχτούν τις αποκάλε­σαν ανολυμπιάδες και δεν τις κατέγραψαν στον επίσημο κατάλογο των αγώνων. Αργότερα το 572 οι Ηλείοι κατάφε­ραν να εξολοθρεύσουν τους Πισσάτες και να τους εκδιώ­ξουν από την Ηλεία. Για να επισφραγίσουν την επικράτηση τους έστησαν στον «ιερό» χώρο της 'Αλτης ένα άγαλμα ύ­ψους εννέα μέτρων. Το 364 οι Αρκάδες, συμμάχησαν με τους Πισσάτες, θέλοντας και αυτοί να ωφεληθούν από τους αγώνες. Εκστράτευσαν εναντίον των Ηλείων και αφού τους κατατρόπωσαν διοργάνωσαν την 104η ολυμπιά­δα. Κατά τη διάρκεια όμως της διοργάνωσης εισέβαλαν οι Ηλείοι με χιλιάδες στρατού στο χώρο της Ολυμπίας και ξέ­σπασαν ιδιαίτερα σφοδρές μάχες. Οι θεατές, που δεν άνη­καν σε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, έμειναν αμέ­τοχοι, παρακολουθώντας το θέαμα, χειροκροτώντας πότε τους μεν και πότε τους δε. Όταν, αργότερα, επικράτησαν και πάλι οι Ηλείοι, ονόμασαν αυτή την διοργάνωση «ανολυμπιάδα».
Οι διοργανώσεις στη πορεία λειτούργησαν και ως ένας ακόμα τρόπος εναλλαγής προσώπων στους θώκους της ε­ξουσίας, έτσι ώστε να γίνονται πιο εύκολα αποδεκτοί από τους ανθρώπους. Ο Κίμων, που νίκησε με τέθριππο, κατέ­κτησε πολιτικά αξιώματα. Εξοστρακίστηκε, στα πλαίσια των εσωτερικών τους ανταγωνισμών, αλλά, το 536 π.Χ., ύ­στερα από νίκη στους ολυμπιακούς, επέστρεψε στην Αθή­να. Ο Κύλων, μετά τη νίκη του στην Ολυμπία, διεκδίκησε τη θέση του τύραννου. Ο Φρύνων, αφού έγινε ολυμπιονίκης, μετατράπηκε, στη πορεία, σε στρατηγό και πολιτικό ηγέτη. Ο Μιλτιάδης, που νίκησε στην αρματοδρομία της Αθήνας, διορίστηκε διοικητής της Χερσονήσου, ενώ ο Πεισίστρα­τος, μετά από αρκετές «διακρίσεις» στους αγώνες, επιβλή­θηκε ως τύραννος στην Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης, αφού εμφα­νίστηκε στην Ολυμπία με εφτά άρματα και κέρδισε τρεις νίκες, έσπευσε και αυτός να διεκδικήσει στρατιωτική και πολιτική εξουσία, υπενθυμίζοντας ότι έλαβε μέρος στους αγώνες και κέρδισε την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη θέση, γεγονός που κατ' αυτόν του προσέδιδε κύρος και δύναμη.
Κάθε ολυμπιάδα, εκτός από τη σημασία που είχε για τους εκάστοτε εκφραστές των κρατικών συμφερόντων, έ­πρεπε να έχει μια ιδιαίτερη σημασία και για τους ανθρώ­πους, έτσι ώστε να ενδυναμώνεται ως μηχανισμός, με φυ­σικό αποτέλεσμα και την ενδυνάμωση των εξουσιαστικών δομών, μέσα από την προσήλωση των καταπιεσμένων σε αυτές. Κάποια στιγμή, μέσα από την ασταμάτητη προπα­γάνδα της εξουσίας, κατάφερε να καθιερωθεί ως ένα ζω­τικής σημασίας γεγονός, στο οποίο όλοι έπρεπε να στρέ­φουν τη προσοχή τους, σαν να αφορούσε την ίδια τους τη ζωή και φυσικά, όχι απλά να υποστηρίζουν, αλλά και να φανατίζονται υπέρ των συμμετεχόντων. Ασφαλώς, ο κάθε «αθλητής» δεν εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του, αλλά συμβόλιζε τη δύναμη και τα ιδεώδη ολόκληρων εξουσια­στικών σχηματισμών, διατηρώντας (και με αυτό τον τρόπο) διαρκώς άσβεστο το τοπικιστικό μίσος μεταξύ των πόλεων - κρατών. Γι' αυτό άλλωστε το λόγο, κάθε φορά που κά­ποιος ολυμπιονίκης επέστρεφε στη γενέτειρα του γκρεμι­ζόταν ένα μέρος των τειχών, ενώ ακολουθούσαν εντυπω­σιακές- πολυήμερες φιέστες, διοργανωμένες από τους το­πικούς άρχοντες και το ιερατείο. Επρόκειτο για μια ενέρ­γεια που συμβόλιζε τη στρατιωτική ισχύ της κάθε πόλης, που πήγαζε και μέσα από τη συγκέντρωση νικών στους α­γώνες, καθώς και τη συνολικότερη υπεροχή και ανωτερό­τητα έναντι των υπολοίπων πόλεων. Εκτός αυτού, οι νικη­τές των αγώνων εξασφάλιζαν την εφ' όρου ζωής σίτιση α­πό το πρυτανείο, ενώ απαλλάσσονταν από την φορολογία και την υποχρέωση της στρατιωτικής τους θητείας. Ταυτό­χρονα αμειβόταν με το υπέρογκο, για την εποχή, ποσό των 500 δραχμών τη στιγμή που το εισόδημα των «ελεύθερων» πολιτών δεν ξεπερνούσε τις 230 δραχμές. Όσο για αυτούς που έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής από την Ολυμπία, χωρίς να στεφθούν νικητές σε κάποιο αγώνισμα, η αντιμε­τώπιση ήταν τελείως διαφορετική. Κατατασσόταν πλέον στο κοινωνικό περιθώριο, αφού έπρεπε να μην διασχίζουν τους μεγάλους δρόμους των πόλεων, ή να μην κάθονται στις κεντρικές πλατείες, για να μη δέχονται τις ειρωνείες των υπολοίπων.
Επειδή στις τότε κοινωνίες ήταν έντονο το στοιχείο του ταξικού διαχωρισμού των ανθρώπων, η συμμετοχή, τόσο στις πρώτες ολυμπιάδες, όσο και στις μεταγενέστερες, κάθε άλλο παρά δεδομένη ήταν για όλους, αφού -ουσια­στικά- δικαίωμα συμμετοχής σ' αυτές είχαν μόνο οι γόνοι εύπορων οικογενειών. 'Αλλωστε οι φτωχοί για να φτάσουν στην Ολυμπία, θα έπρεπε να περπατούν και να καταταλαι­πωρούνται για ένα μήνα και στη συνέχεια να προπονη­θούν, με επίπονους τρόπους, επί τέσσερις εβδομάδες πριν συμμετάσχουν στα αγωνίσματα. Κανένας, όμως, από αυ­τούς που ζούσε σε καθεστώς πλήρους φτώχειας, δεν μπο­ρούσε, εγκαταλείποντας τον καθημερινό αγώνα για επιβί­ωση, να αφήσει τη δουλειά του και να χάσει τα λιγοστά - έστω- αγαθά που αυτή του προσέφερε. 'Αλλωστε όλοι αυτοί που φορούσαν ράκη αντί για ρούχα, που κοιμόνταν σε αχυρένια στρώματα και αντί για ψωμί έτρωγαν ρίζες α­πό μολόχες, δεν θα μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα του ταξιδιού, να ανταποκριθούν στις υπέρογκες απαιτήσεις των προπονητών και πολύ περισσότερο -όπως ο άτυπος αλλά σχεδόν δεδομένος κανόνας το απαιτούσε- να δωροδοκήσουν τους αντιπάλους για να εξασφαλίσουν κά­ποια νίκη. Βέβαια οι φτωχοί μπορεί να μην είχαν ουσιαστι­κά δικαίωμα συμμετοχής, ωστόσο ήταν αυτοί που χρημα­τοδοτούσαν -θέλοντας και μη- τη τέλεση των αγώνων, μέσα από τη βαριά και ανηλεή φορολογία, που τους είχε ε­πιβληθεί.
Όσον αφορά τους εξαθλιωμένους, που και τυπικά απο­τελούσαν την τάξη των δούλων, σε καμία περίπτωση δεν γίνονταν δεκτοί στα αγωνίσματα, γιατί εκτός από «υποδε­έστεροι κοινωνικά», οι άρχοντες και όλοι αυτοί, που στελέ­χωναν τους μηχανισμούς καταπίεσης και εκμετάλλευσης, ανησυχούσαν μήπως η τακτή εκγύμναση και η μυϊκή ενδυ­νάμωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα εξεγερτικά εγ­χειρήματα. Έτσι κι αλλιώς, οι αιματηρές εξεγέρσεις των δούλων στα αθηναϊκά μεταλλωρυχεία του Λαυρίου -κα­θώς και οι παρακαταθήκες που αυτές άφηναν για το μέλ­λον- δεν ήταν μακρινό γεγονός, κάτι που έκανε τους ε­ξουσιαστές να αισθάνονται ιδιαίτερα αβέβαιοι για τη μελ­λοντική πορεία της επιβολής τους.
Ωστόσο, οι διάφοροι περιορισμοί δεν εξαντλούταν εκεί. Στην αρχή δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο οι «αθλητές» που προέρχονταν από τις λεγόμενες ελληνικές πόλεις, μέ­χρι τη στιγμή που οι («βάρβαροι» μέχρι τότε) μακεδόνες μέσα από απειλές, πιέσεις αλλά και δωροδοκίες, που με­ταφράζονταν σε υπέρογκα χρηματικά ποσά, ενσωματώθη­καν και αυτοί στο μηχανισμό των αγώνων. Τέλος, όπως η ηθική της κυριαρχίας επέβαλε, δεν είχαν δικαίωμα να αγω­νιστούν οι ασεβείς. Αυτοί δηλαδή που με τον ένα ή τον άλ­λο τρόπο είχαν στο παρελθόν εκδηλώσει την ασέβεια ή και την άρνηση τους να υποτάξουν τη συνείδηση στους ιερείς και στις δοξασίες της εποχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μιας και τα μοντέλα επιβολής ή­ταν εμφανώς διαφοροποιημένα, σε σχέση με τα σημερινά, η απλή παρουσία των γυναικών στις κερκίδες ήταν αυστη­ρά απαγορευμένη, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστη­μα αφού δεν τους επιτρεπόταν ούτε καν να προσεγγίσουν τον Αλφειό ποταμό. Είχε, μάλιστα, θεσπιστεί δια νόμου η ποινή του θανάτου, για όσες παραβίαζαν το άβατο των α­γώνων και η ποινή εφαρμοζόταν με συνοπτικές διαδικασί­ες και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους, με γκρέμισμα από το γειτονικό Τυπαίο όρος.
Ασφαλώς και στα αγωνίσματα, τα οποία και αυτά ανάγο­νταν σε διάφορους μύθους, δεν υπήρχε (και δεν θα μπο­ρούσε να υπάρχει) κανένα στοιχείο ανθρωπινότητας και υ­γιούς αθλητικού πνεύματος. Στην αρχαία Ολυμπία οι διαδικασίες, στις οποίες καλούνταν να συμμετάσχουν οι «α­θλητές», δεν ήταν τίποτε άλλο από μια σειρά αλυσιδωτών εγκλημάτων, που σε πολλές περιπτώσεις είχαν ως αποτέ­λεσμα την μόνιμη αναπηρία ή και τον θάνατο, όσων έπαιρ­ναν μέρος σε αυτές. Οι παραπάνω συνέπειες εμφανίζο­νταν κατά κόρον στα τρία βασικά και πλέον λαοφιλή «α­θλήματα»: Στη πάλη, το παγκράτιο και τη· πυγμαχία, τα ο­ποία μάλιστα είχε γίνει κατορθωτό να καθιερωθούν από τους διοργανωτές ως τα «ηρωικότερα και ευγενέστερα α­θλήματα». Κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ φυσικό αν αναλογι­στεί κανείς ότι τα αγωνίσματα θεωρούνταν ως αναπαρά­σταση των θηριωδιών που συνέβαιναν μεταξύ των στρα­τιωτών, στα πεδία των πολεμικών αναμετρήσεων.
Στη πάλη, (για την οποία είχε βρεθεί μια επιγραφή στη Θήρα, η οποία έγραφε ότι· «η νίκη σε αυτό το άθλημα κερ­δίζεται με το αίμα»), όχι μόνο επιτρεπόταν ο στραγγαλι­σμός του αντιπάλου, αλλά αναγνωριζόταν και ως «λαμπρό επίτευγμα».
Στην πυγμαχία συντριβόταν, χωρίς οίκτο από τους επαγ­γελματίες, στην ουσία, δολοφόνους που συμμετείχαν σε αυτή, κάθε σημείο του ανθρώπινου σώματος. Όταν ένας α­γώνας αργούσε να λήξει τότε οι ελλανοδίκες επέβαλλαν την ανταλλαγή χτυπημάτων, να χτυπάει μια φορά δηλαδή ο κάθε αθλητής και μια ο άλλος, χωρίς κανένας από τους δύο να αμύνεται. Η βαναυσότητα των χτυπημάτων προκα­λούσε τη θραύση του κρανίου και πολλές φορές τον θάνα­το. Σ' ένα επίγραμμα του, ο Λουκίλιος, ο ρωμαίος σατιρι­κός ποιητής, αναφερόμενος σ' ένα πυγμάχο έγραφε: «Εί­χε μύτη, σαγόνι, φρύδια, βλέφαρα και στην πυγμαχία τα έ­χασε όλα». Ο Αριστοτέλης έγραψε για το ίδιο «άθλημα», ό­τι «μπορεί η απόκτηση στεφάνων και τιμών να προκαλεί στους αθλητές μεγάλη χαρά, αλλά το ξύλο που παίρνουν και δίνουν για να αποκτήσουν αυτές τις τιμές είναι πολύ σκληρό και οδυνηρό».
Στο παγκράτιο, -που ήταν και το ειδεχθέστερο και ταυ­τόχρονα το πιο λαοφιλές των αγωνισμάτων-, το «ολυ­μπιακό πνεύμα» επέτρεπε μέχρι και την εξόρυξη των μα­τιών. Ακόμα και αυτοί που κατάφερναν να αποφύγουν το θάνατο και τις αναπηρίες, δέχονταν φρικτές και ανεπανόρ­θωτες παραμορφώσεις στο πρόσωπο και το σώμα, αφού οι παλάμες των αντιπάλων ήταν οπλισμένες -κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους- με σκληρούς ιμάντες, ενι­σχυμένους με μεταλλικά επιθέματα και καρφιά. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο «επιτρεπόταν το πήδημα πάνω στον α­ντίπαλο, η εξάρθρωση των χεριών και των ποδιών του αντι­πάλου και το χτύπημα με κεφαλιά. Ο αθλητής είχε το δικαί­ωμα να ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του, να κάθεται πάνω του, να του εφαρμόζει λαβή στο λαιμό και τελικά να τον πνίγει». Η περιγραφή από τον Παυσανία ενός αγώνα πά­λης, κατά τη διάρκεια μιας ολυμπιάδας, είναι ενδεικτική της κτηνωδίας, που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγώνων. «Ο Δαμόξενος πρόσταξε τον Κρεύγα να ση­κώσει τα χέρια του και όταν εκείνος τα σήκωσε τον χτύπη­σε στο πλευρό με τα δάκτυλα τεντωμένα Ίσια. Τα νύχια του ήταν τόσο κοφτερά και το χτύπημα τόσο δυνατό, ώστε το χέρι του χώθηκε μέσα στο κορμί του Κρεύγα, άρπαξε τα σπλάχνα του και τα ξερίζωσε, τραβώντας τα έξω». Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως. Οι κριτές όμως δεν έδωσαν τη νί­κη στον Δαμόξενο όχι επειδή είχε σκοτώσει τον αντίπαλο του, αλλά επειδή θεώρησαν ότι δεν του έδωσε μόνο ένα χτύπημα, όπως προβλεπόταν από τους κανονισμούς, αλλά πέντε. Χαρακτηριστικό ήταν και το ψευδώνυμο που είχαν δώσει σε έναν από τους «αθλητές» της πάλης, τον Σικίωνα. Τον φώναζαν «ακροχερσίτη», γιατί έσπαγε τις άκρες των δακτύλων των αντιπάλων. Αυτοί που, με τον οποιοδήποτε τρόπο, προκαλούσαν το θάνατο των αντιπάλων τους, κατά τη διάρκεια των αγωνισμάτων, δεν τιμωρούνταν, βάσει νό­μου, μιας και υπεύθυνος θεωρούταν ο ίδιος ο νεκρός, α­φού δεν είχε την κατάλληλη φυσική κατάσταση, προκειμέ­νου να υπομείνει τα χτυπήματα.
Ούτε οι αρματοδρομίες εμπεριείχαν λιγότερη βία από τα υπόλοιπα αγωνίσματα. Κατά τη διάρκεια τους, προκειμέ­νου ο ένας αντίπαλος να προσπεράσει τον άλλο, είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει διάφορες βίαιες ενέργειες με αποτέλεσμα -όπως γράφει ο Σοφοκλής- να διαδρα­ματίζονται κωμικοτραγικά γεγονότα: «Όλοι οι αρματοδρόμοι τσακίζονταν και έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο κι ολό­κληρος ο στίβος γέμιζε από ιππικά ναυάγια». Οι αριστο­κράτες και οι υπόλοιποι άρχοντες που συμμετείχαν στις αρματοδρομίες βραβεύονταν ως ολυμπιονίκες, παρ' ότι η­νίοχοι ήταν όχι οι ίδιοι αλλά οι δούλοι τους. Μόνο ο Λίχας από την Ακαρνανία παρέδωσε την ταινία του νικητή στον η­νίοχο του. Η αντίδραση της επιτροπής ήταν άμεση, αφού διέταξαν να μαστιγωθεί μπροστά σε όλο το κοινό των αγώ­νων για παραδειγματισμό.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια των προπονήσεων η βαρβα­ρότητα που εκδηλωνόταν δεν ήταν λιγότερη από αυτή που εξελισσόταν κατά την διάρκεια των αγωνισμάτων. Ο Λου­κιανός στο έργο του Ανάχαρσις μας ξεναγεί στους χώ­ρους όπου προετοιμάζονταν οι «αθλητές»: «Οι αθλητές παλεύουν μεταξύ τους, βάζουν τρικλοποδιές, εφαρμόζουν λαβές πνιγμού, λυγίζουν ο ένας το σώμα του άλλου και κυ­λιούνται στη λάσπη σαν γουρούνια. Στις προπονήσεις τους αλείφονται με λάδι, τραβούν και σπρώχνουν ο ένας τον άλλο και χτυπούν τα μέτωπα τους σαν κριάρια».Ένα α­πό τα παραδείγματα που αναφέρει ο Λουκιανός είναι η πά­λη μεταξύ δύο νεαρών: «Ο ένας σήκωσε τον άλλο από τα πόδια και τον έριξε καταγής και ύστερα έπεσε πάνω του και δεν τον άφηνε να σηκωθεί, αλλά τον έσπρωχνε μέσα στη λάσπη. Ο νέος αυτός τύλιξε τα πόδια του στην μέση του άλλου και πατώντας με τον πήχη του χεριού του τον λαιμό του, τον έπνιγε, ενώ ο άλλος τον χτυπούσε με την παλάμη του στον ώμο ικετεύοντας τον να μην τον πνίξει... 'Αλλοι νέοι χτυπούσαν και κλωτσούσαν ο ένας τον άλλο. Έ­νας μάλιστα ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, που έφτυσε τα δόντια του, επειδή το στόμα του ήταν γεμάτα άμμο και αίμα, εξ αιτίας μιας γροθιάς που έφαγε στο σαγόνι. Και το πιο περίεργο είναι ότι ο άρχων των αγώνων όχι μόνο δεν τους χωρίζει η δε σταματάει τη μάχη, αλλά επαινεί και πα­ροτρύνει εκείνον που έδωσε τη γροθιά».
Επειδή όμως ένα από τα σημαντικότερα όπλα των εξου­σιαστών ενάντια στη κοινωνία είναι η λήθη, πολύ σπάνια μέσα στα αρχαία κείμενα αναφέρονταν οι λεπτομέρειες και οι συνέπειες που προέκυπταν από τα «αθλήματα», α­φού κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αποκρυπτογράφηση, για τις επόμενες γενεές, των αθρόων φρικαλεοτήτων που διαπράττονταν κατά τη διάρκεια των διοργανώσεων.
Οι κάθε λογής εξουσιαστές πάντοτε χρησιμοποιούσαν την πειθώ που μπορούσαν να ασκήσουν στους ανθρώπους οι κάθε λογής τεχνικοί της εξουσίας με τον μανδύα του «διανοούμενου» ή και του «καλλιτέχνη». Έτσι και οι πρόγο­νοι των σημερινών εξουσιαστών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τυράννου των Συρακουσών, Ιέρων, ο ο­ποίος είχε αποκομίσει νίκες μέσα από χρηματισμούς στις αρματοδρομίες κατά την πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα. Για να αποκτήσει φήμη στον ελλαδικό χώρο είχε φροντίσει να εξαγοράσει ποιητές, φιλοσόφους και άλλους, για να τον εκθειάζουν και να τον ηρωοποιούν. Ανάμεσα σε αυ­τούς ο Πλάτωνας, ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλί­δης. Ο Πίνδαρος, ένας από τους γνωστότερους αυλοκό­λακες της εποχής, είχε αποδεχτεί την εντολή του Ιέρωνα να συνθέσει «επίνικον» για την νίκη του στην Ολυμπία. Ο ποιητής από την Βοιωτία επαινούσε τον τύραννο, αποκαλώντας τον «βασιλέα». Του ευχόταν μάλιστα, μέσα από τα ποιήματα του, να «του δώσουν οι θεοί δύναμη να πετάξει ως τον ουρανό». Και το γλείψιμο το Πινδάρου στην εξου­σία συνεχιζόταν: «Οι ποιητές πρέπει να δοξάζουν τον γιο του Κρόνου, στου Ιέρωνα το μνημείο. Βασιλικό σκήπτρο κρατεί στη Σικελία και κορφολογεί τις χάρες όλων των α­ρετών... τον αγάπησε πολύ ο πανίσχυρος Ποσειδών.»
Μέσα απ' όλη αυτή τη δυσωδία δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα ντοπαρίσματα όσων συμμετείχαν στα αγω­νίσματα. Τα -ιδιαίτερα διαδεδομένα- αναβολικά της ε­ποχής ήταν διάφορα διεγερτικά βότανα, σάρκες και αίμα, χασίς κ.α., με τη συχνή χρήση των οποίων οι «αθλητές» με­τατρέπονταν σε ομοιώματα ανθρώπων. Ενδεικτική είναι η αφήγηση του Γαληνού, ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλυτέρων γιατρών της αρχαιότητας: «Οι ζωές τους μοιάζουν σαν των γουρουνιών, με τη διαφορά ότι τα γου­ρούνια δεν κοπιάζουν υπερβολικά, ούτε τρώνε με το ζόρι. Τα σώματα τους είναι σε καλή κατάσταση όταν αγωνίζο­νται, μόλις όμως αποσύρονται από τους αγώνες αρχίζει η φθορά. Μερικοί πεθαίνουν γρήγορα, άλλοι ζουν περισσό­τερο, αλλά δεν φτάνουν ούτε αυτοί στα γηρατειά». Μάλι­στα ο Γαληνός δεν δίσταζε να συγκρίνει τις λέξεις αθλητής και άθλιος καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι συγγε­νικές. Ακόμα και ο Ευριπίδης αντέδρασε μπροστά στην α­προκάλυπτη κυνικότητα και απληστία που διακατείχε τους «αθλητές», γράφοντας το 420 π.Χ.: «Στην Ελλάδα είναι χι­λιάδες τα κακά, κανένα όμως δεν είναι χειρότερο από το γένος των αθλητών. Οι αθλητές ούτε μαθαίνουν να ζουν σωστά, αλλά ούτε και θα μπορούσαν. Με ποιον τρόπο έ­νας άνθρωπος που είναι δούλος του σαγονιού και εξαρτά­ται από την κοιλιά του θα μπορούσε αυτός να αποκτήσει πλούτο που να ωφελεί την πατρίδα του; Από την άλλη δεν μπορούν και να μείνουν φτωχοί γιατί δεν είναι ικανοί να α­ντεπεξέλθουν στις μεταβολές της τύχης, ακριβώς γιατί δεν έχουν καλές συνήθειες και δύσκολα υπομένουν τις αντιξο­ότητες».
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο των διοργανώσεων αποτέλεσαν και οι παράνομες μεταγραφές «αθλητών» με­ταξύ των πόλεων. Αρκετές πόλεις προκειμένου να διασφα­λίσουν όσο το δυνατό περισσότερες νίκες στα αγωνίσμα­τα, δεν δίσταζαν να εξαγοράσουν «αθλητές» και να τους παρουσιάσουν ως «δικούς τους πολίτες». Αυτοί που πρω­τοστάτησαν και τελικά καθιέρωσαν αυτού του είδους τις συναλλαγές ήταν οι ηγεμόνες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας. Ο Παυσανίας στο έργο του «Ελλάδος Περιήγη­ση» αναφέρει αρκετές χαρακτηριστικές περιπτώσεις «α­θλητών» και πόλεων.
Ο Αστύλος από τον Κρότωνα της Νότιας Ιταλίας αναδεί­χτηκε ολυμπιονίκης στο στάδιο και στο δίαυλο στην 73η ο­λυμπιάδα του 488 π.Χ. Επανέλαβε τις νίκες του στα ίδια α­γωνίσματα και στην επόμενη ολυμπιάδα, την 74η του 484 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αστύλος δωροδοκήθηκε από τον Ιέρωνα τον τύραννο των Συρακουσών και εμφανί­στηκε ως Συρακούσιος στην 75η ολυμπιάδα του 480 π.Χ., όπου και στέφθηκε ολυμπιονίκης σε τρία αγωνίσματα, χα­ρίζοντας έτσι τη νίκη στις Συρακούσες. Οι Κροτωνιάτες για να τον τιμωρήσουν δήμευσαν και μετέτρεψαν το σπίτι του στον Κρότωνα σε φυλακή και γκρέμισαν τους ανδριάντες του.
Ο Σωτάδης από την Κρήτη αναγορεύτηκε το 384 στην 99η διοργάνωση νικητής στο δόλιχο. Στην επόμενη όμως ολυμπιάδα παίρνοντας χρήματα από τους Εφέσιους, αγω­νίστηκε ως πολίτης της Εφέσου και κέρδισε και πάλι την πρώτη θέση στο δόλιχο. Για την στάση του αυτή τιμωρήθη­κε από τους συμπατριώτες του με την ποινή της εξορίας.
Πέρα από τις μεταγραφές, σημαντικό ρόλο για την από­κτηση των νικών έπαιξαν οι χρηματισμοί και οι δωροδοκίες μεταξύ των αγωνιζομένων, οι οποίες κάποια στιγμή είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση, που έτειναν να αποτελούν όχι την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα των αγώνων. Υπάρχουν πά­μπολλες περιπτώσεις δωροδοκίας που αποκαλύφθηκαν δημόσια και πολύ περισσότερες που δεν έγιναν ποτέ γνω­στές.
Η πρώτη δωροδοκία καταγράφηκε κατά την 98η ολυ­μπιάδα το 388 π.Χ.. Ο Θεσσαλός πυγμάχος Εύπωλος δωροδόκησε τρεις «συναθλητές» του. Τον Αρκάδα Αγήτορα, τον Κυζικηνό Πρύτανη και τον Φορμίωνα από την Αλικαρ­νασσό. Όταν οι Ηλείοι ανακάλυψαν τον χρηματισμό τιμώ­ρησαν και τους τρεις με πρόστιμο.
Στην 112η ολυμπιάδα το 332 π.Χ., ο αθηναίος Κάλιππος, «αθλητής» του πεντάθλου, προκειμένου να αναδειχτεί νι­κητής πλήρωσε και αυτός τους αντιπάλους του. Τιμωρήθη­κε με πρόστιμο, αλλά αν και αποδείχτηκε η περίπτωση του χρηματισμού, οι αθηναίοι αρνήθηκαν να καταβάλουν το πρόστιμο και σε μια κίνηση εντυπωσιασμού, σταμάτησαν να συμμετέχουν και στους αγώνες. Οι διοργανωτές προ­κειμένου να τους αποσπάσουν τα χρήματα αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών, το οποίο διαμήνυσε στους αθη­ναίους ότι αν δεν καταβάλουν το ποσό, δεν θα μπορούσαν να ξαναπάρουν χρησμό από το μαντείο.
Στην 192η ολυμπιάδα το 12 π.Χ., στο αγώνισμα της πάλης παίδων έπαιρναν μέρος ο Πολύκτωρ ο Ηλείος και ο Σώσανδρος από την Σμύρνη. Σ' αυτή την περίπτωση, η συ­ναλλαγή πραγματοποιήθηκε μεταξύ των πατεράδων των δύο αγωνιζόμενων. Η δωροδοκία έγινε αντιληπτή από την επιτροπή των ελλανοδικών, με αποτέλεσμα και οι δύο γο­νείς να τιμωρηθούν με πρόστιμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει το ασύλ­ληπτο μέγεθος της εξαχρείωοης στην οποία ήταν βουτηγ­μένοι πολλοί από τους «αθλητές», αποτελεί μια ακόμα α­φήγηση του Παυσανία: «Στο αγώνισμα της πυγμαχίας ο Κλεομήδης σκότωσε τον αντίπαλο του, τον 'Ικκο από την Ε­πίδαυρο. Οι ελλανοδίκες όμως τον θεώρησαν υπεύθυνο για φόνο και έτσι νικητής στέφτηκε ο νεκρός Ίκκος. Τότε ο Κλεομήδης θύμωσε πολύ και όταν πήγε στην Αστυπά­λαια, γκρέμισε ένα στύλο που κρατούσε την οροφή ενός σχολείου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν εξήντα μαθητές. Η τιμωρία του ήταν θάνατος δια λιθοβολισμού. Οι γονείς των παιδιών των καταδίωξαν και αυτός βρήκε άσυλο μέσα σε ένα ναό. Τότε το μαντείο των Δελφών έδωσε χρησμό να μην πειράξει κανείς τον Κλεομήδη και αντίθετα να τον τι­μούν με θυσίες».
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι «αθλητές» που ασπάζονταν τα κρατικά ιδεώδη, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια ανθρωπινότητας, στο βωμό του πλουτισμού και της «κοινωνικής» τους ανάδειξης. Οι προπονητές, που ανελάμβαναν την εκγύμνα­ση τους και σε αρκετές περιπτώσεις το ρόλο του μεσολα­βητή για την εξαγορά των αντιπάλων, δεν υστερούσαν κα­θόλου στην αθλιότητα και την ιδιοτέλεια. «Πηγαίνουν να γυμνάσουν τους ανθρώπους με τις τσέπες τους γεμάτες λεφτά, που τα δανείζουν στους αθλητές, με τόκους ψηλό­τερους από εκείνους που έχουν να πληρώσουν έμποροι που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Δεν τους ενδιαφέρει καθό­λου η δόξα των αθλητών, αλλά γίνονται σύμβουλοι της α­γοράς ή της πώλησης των νικών. Φροντίζουν συνεχώς για το δικό τους κέρδος, είτε κάνοντας δάνεια σε εκείνους που αγοράζουν μια νίκη, είτε κόβοντας την εκγύμναση ε­κείνων που πουλούν». (Φιλόστρατος, Περί γυμναστικής.)
Φυσικά και οι επιτροπές των ελλανοδικών ήταν κάθε άλ­λο παρά άμεπτου ηθικής, αφού είχαν συλληφθεί αρκετές φορές να χρηματίζονται για να ευνοήσουν κάποιους «α­θλητές» έναντι κάποιων άλλων. Ο Αγησίλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, επηρέασε τους ελλανοδίκες, ασκώντας την πολι­τική του επιρροή, με σκοπό να κάνουν δεκτό το γιο του Α­θηναίου Ευάλκους, στο αγώνισμα του σταδίου, παρ' όλο που αυτός ήταν πιο μεγάλος από τα υπόλοιπα παιδιά που έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Κατά την 96η ολυμπιάδα το 396 π.Χ οι Ηλείοι ελλανοδίκες, σύμφωνα με τον Παυσα­νία, έδωσαν τη νίκη στον αγώνα του σταδίου στον συμπα­τριώτη τους Ευπόλεμο, αδικώντας κατάφορα τον Αμβρακιώτη Λέοντα.
Τέλος, οι περίφημες ολυμπιακές «εκεχειρίες», που πραγ­ματοποιούταν κατά τη διάρκεια των αγώνων, δεν αποτε­λούσαν παρά ένα ακόμα πυροτέχνημα, ενταγμένο και αυ­τό στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των εξουσιαστών. Κι αυτό γιατί οι εκεχειρίες αφορούσαν μόνο τις περιοχές όπου πραγματοποιούνταν οι αγώνες, για να μην κινδυνεύει η ο­μαλή διεξαγωγή τους και η ασφάλεια των θεατών, την ίδια στιγμή που οι πολυαίμακτες πολεμικές συρράξεις συνεχί­ζονταν με αμείωτη ένταση στις υπόλοιπες πόλεις. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η ιδιότυπη εκεχειρία πολύ συχνά παραβιά­ζονταν, όταν οι εκάστοτε συνθήκες και οι ανάγκες των ε­ξουσιαστών το απαιτούσαν, όπως αναφέρθηκε και παρα­πάνω, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις λειτουργούσαν ως περίοδος ανασύνταξης των στρατευμάτων, με αποτέλε­σμα οι μάχες που ακολουθούσαν να είναι ακόμα πιο φονι­κές και καταστροφικές. Παράλληλα, οι «έλληνες» δεν δί­σταζαν να αφιερώνουν, στην Ολυμπία και στα υπόλοιπα ιε­ρά, λάφυρα που προέρχονταν από πολεμικές αναμετρή­σεις, όχι μόνο εναντίον των «βαρβάρων», αλλά και μεταξύ των «ελληνικών» πόλεων.
Από τον 5ο π.Χ αιώνα οι «αθλητές» μετατράπηκαν και τυπικά πλέον σε επαγγελματίες.  

Οι συνεχόμενοι αγώνες διήρκεσαν 1200 χρόνια, μέχρι και το 393 μ.Χ., οπότε και διακόπηκαν από τον αυτοκράτο­ρα Θεοδόσιο, ως σύμβολο ειδωλολατρίας. Κι αυτό γιατί α­ποφασίστηκε ότι το μοντέλο του χριστιανόμορφου, πλέον ολο­κληρωτισμού, με τις λειτουργικές για τους εξουσιαστές ι­διομορφίες που το χαρακτήριζαν, μπορούσε να διαιωνίσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη κρατική κτηνωδία στους ανθρώπους.