Για να καταδειχτεί η ουσία των διοργανώσεων, -αλλά και ποια είναι στη πραγματικότητα η «χαμένη τους αίγλη», όπως πολλοί τιμητές τους υποστηρίζουν-, καλό είναι να κατατεθούν τα, προς αντιπαραβολή, γεγονότα και απόψεις με μια συγκεκριμένη χρονική σειρά.
Αυτοί, στους οποίους είχε ανατεθεί το έργο της αποχαύνωσης των ανθρώπων, ήθελαν να προσδώσουν μια ιδιαίτερη αίγλη στο νεοσύστατο -τότε- μηχανισμό τους. Χρησιμοποιώντας τη πίστη των ανθρώπων στις δοξασίες -τις οποίες ασφαλώς οι ίδιοι, για πολλαπλούς λόγους είχαν επιβάλλει- ανέτρεξαν στη μυθολογία, προκειμένου να περιβάλουν με αληθοφάνεια την «αγνότητα» των σκοπών τους. Χρέωσαν στον μυθικό Ηρακλή την πρώτη ολυμπιάδα, κάνοντας έτσι τους καταπιεσμένους -ή τουλάχιστον ένα κομμάτι από αυτούς- να δεχτούν με «ιερό» δέος την απαρχή μιας νέας σειράς αλυσιδωτών εγκλημάτων, εναντίον τους.
Η αρχή τους προσδιορίζεται στο 776 π.Χ. στην αρχαία Ολυμπία, οι εξουσιαστές της οποίας είχαν αποκομίσει τεράστια πολιτικά οφέλη που προέκυπταν από την τέλεση τους, μέσα από την διασφάλιση της φήμης τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό, τότε, χώρο. Και οι οικονομικές απολαβές δεν ήταν λίγες, αφού υπολογίζεται ότι ένα πλήθος σαράντα με πενήντα χιλιάδων ανθρώπων συνέρεαν στην περιοχή, κατασκηνώνοντας μάλιστα εκεί. Στη συγκομιδή του πλούτου προστίθοταν και τα ιδιαίτερα πλούσια αφιερώματα, που προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Μεσογείου και τα οποία καρπώνονταν οι διοργανωτές των αγώνων.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο που χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν, όσο και για να υπερβούν τη φθορά του χρόνου, οι αγώνες, ήταν -και είναι- το «πνεύμα» και τα «ιδεώδη» που τους περιέβαλαν.
Το περίφημο «ολυμπιακό ιδεώδες» το οποίο χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν μέχρι και τις μέρες μας ήταν και θα παραμείνει μια ακόμα κρατική απάτη, ανάμεσα στις τόσες που έχουν επινοήσει και επιβάλει, που απλά προσδίδει μια υποτυπώδη ιδεολογική υπόσταση, στη προσπάθεια τους για την επίτευξη των εκάστοτε επιδιώξεων τους, που αποτελούσαν ανέκαθεν τον ΑΥΤΟΣΚΟΠΟ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ. Κι αυτό γιατί οι ολυμπιάδες, σε κανένα σημείο της μακραίωνης διαδρομής τους, δεν ταυτίστηκαν με τις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες των ανθρώπων, (όπως αυτή της υγιούς και ανιδιοτελούς άθλησης, της οποίας ανέκαθεν αποτελούσαν τον μόνιμο αντίποδα), αλλά λειτούργησαν και εξακολουθούν να λειτουργούν με ξεκάθαρα ανταγωνιστικό τρόπο προς την κοινωνία.
Οι ολυμπιακοί της αρχαιότητας αποτελούσαν στην αρχή τελετές υμνολόγησης των νεκρών εξουσιαστών, καθώς και των αριστοκρατών της προκλασσικής κοινωνίας, αφού μέσα από αυτούς προβαλλόταν η «ανδρεία» και το «μεγαλείο» τους. Στη συνέχεια προσέλαβαν έντονα θρησκευτικά χαρακτηριστικά, λειτουργώντας ταυτόχρονα σαν ένα ακόμα μέσο που αναδείκνυε τους ανταγωνισμούς και τις εχθρότητες μεταξύ των πόλεων και ασφαλώς ήταν και ένα πεδίο έμμεσης επίδειξης της στρατιωτικής δύναμης των εκάστοτε εξουσιαστών.
Ασφαλώς οι αγώνες κάθε άλλο παρά «σύμβολο συναδέλφωσης» των λαών αποτέλεσαν, αφού ακόμα και στις πρώτες στιγμές της επιβολής τους, υπήρξαν αφορμή για άγριες, αιματηρές και επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις μεταξύ των Ηλείων και των Πισσατών, οι οποίοι επίσης, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικά τους πολιτικά και οικονομικά οφέλη, πάσχιζαν για την ανάληψη της διοργάνωσης τους. Οι αιματοχυσίες ξεκίνησαν αρκετά πριν από την πρώτη ολυμπιάδα και συνεχίστηκαν για αρκετά ακόμα χρόνια. Οι Πισσάτες μετά από ανελέητες ανθρωποσφαγές κατάφεραν να αναλάβουν αυτοί τις δύο πρώτες διοργανώσεις, ενώ οι Ηλείοι αρνούμενοι να τις δεχτούν τις αποκάλεσαν ανολυμπιάδες και δεν τις κατέγραψαν στον επίσημο κατάλογο των αγώνων. Αργότερα το 572 οι Ηλείοι κατάφεραν να εξολοθρεύσουν τους Πισσάτες και να τους εκδιώξουν από την Ηλεία. Για να επισφραγίσουν την επικράτηση τους έστησαν στον «ιερό» χώρο της 'Αλτης ένα άγαλμα ύψους εννέα μέτρων. Το 364 οι Αρκάδες, συμμάχησαν με τους Πισσάτες, θέλοντας και αυτοί να ωφεληθούν από τους αγώνες. Εκστράτευσαν εναντίον των Ηλείων και αφού τους κατατρόπωσαν διοργάνωσαν την 104η ολυμπιάδα. Κατά τη διάρκεια όμως της διοργάνωσης εισέβαλαν οι Ηλείοι με χιλιάδες στρατού στο χώρο της Ολυμπίας και ξέσπασαν ιδιαίτερα σφοδρές μάχες. Οι θεατές, που δεν άνηκαν σε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, έμειναν αμέτοχοι, παρακολουθώντας το θέαμα, χειροκροτώντας πότε τους μεν και πότε τους δε. Όταν, αργότερα, επικράτησαν και πάλι οι Ηλείοι, ονόμασαν αυτή την διοργάνωση «ανολυμπιάδα».
Οι διοργανώσεις στη πορεία λειτούργησαν και ως ένας ακόμα τρόπος εναλλαγής προσώπων στους θώκους της εξουσίας, έτσι ώστε να γίνονται πιο εύκολα αποδεκτοί από τους ανθρώπους. Ο Κίμων, που νίκησε με τέθριππο, κατέκτησε πολιτικά αξιώματα. Εξοστρακίστηκε, στα πλαίσια των εσωτερικών τους ανταγωνισμών, αλλά, το 536 π.Χ., ύστερα από νίκη στους ολυμπιακούς, επέστρεψε στην Αθήνα. Ο Κύλων, μετά τη νίκη του στην Ολυμπία, διεκδίκησε τη θέση του τύραννου. Ο Φρύνων, αφού έγινε ολυμπιονίκης, μετατράπηκε, στη πορεία, σε στρατηγό και πολιτικό ηγέτη. Ο Μιλτιάδης, που νίκησε στην αρματοδρομία της Αθήνας, διορίστηκε διοικητής της Χερσονήσου, ενώ ο Πεισίστρατος, μετά από αρκετές «διακρίσεις» στους αγώνες, επιβλήθηκε ως τύραννος στην Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης, αφού εμφανίστηκε στην Ολυμπία με εφτά άρματα και κέρδισε τρεις νίκες, έσπευσε και αυτός να διεκδικήσει στρατιωτική και πολιτική εξουσία, υπενθυμίζοντας ότι έλαβε μέρος στους αγώνες και κέρδισε την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη θέση, γεγονός που κατ' αυτόν του προσέδιδε κύρος και δύναμη.
Κάθε ολυμπιάδα, εκτός από τη σημασία που είχε για τους εκάστοτε εκφραστές των κρατικών συμφερόντων, έπρεπε να έχει μια ιδιαίτερη σημασία και για τους ανθρώπους, έτσι ώστε να ενδυναμώνεται ως μηχανισμός, με φυσικό αποτέλεσμα και την ενδυνάμωση των εξουσιαστικών δομών, μέσα από την προσήλωση των καταπιεσμένων σε αυτές. Κάποια στιγμή, μέσα από την ασταμάτητη προπαγάνδα της εξουσίας, κατάφερε να καθιερωθεί ως ένα ζωτικής σημασίας γεγονός, στο οποίο όλοι έπρεπε να στρέφουν τη προσοχή τους, σαν να αφορούσε την ίδια τους τη ζωή και φυσικά, όχι απλά να υποστηρίζουν, αλλά και να φανατίζονται υπέρ των συμμετεχόντων. Ασφαλώς, ο κάθε «αθλητής» δεν εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του, αλλά συμβόλιζε τη δύναμη και τα ιδεώδη ολόκληρων εξουσιαστικών σχηματισμών, διατηρώντας (και με αυτό τον τρόπο) διαρκώς άσβεστο το τοπικιστικό μίσος μεταξύ των πόλεων - κρατών. Γι' αυτό άλλωστε το λόγο, κάθε φορά που κάποιος ολυμπιονίκης επέστρεφε στη γενέτειρα του γκρεμιζόταν ένα μέρος των τειχών, ενώ ακολουθούσαν εντυπωσιακές- πολυήμερες φιέστες, διοργανωμένες από τους τοπικούς άρχοντες και το ιερατείο. Επρόκειτο για μια ενέργεια που συμβόλιζε τη στρατιωτική ισχύ της κάθε πόλης, που πήγαζε και μέσα από τη συγκέντρωση νικών στους αγώνες, καθώς και τη συνολικότερη υπεροχή και ανωτερότητα έναντι των υπολοίπων πόλεων. Εκτός αυτού, οι νικητές των αγώνων εξασφάλιζαν την εφ' όρου ζωής σίτιση από το πρυτανείο, ενώ απαλλάσσονταν από την φορολογία και την υποχρέωση της στρατιωτικής τους θητείας. Ταυτόχρονα αμειβόταν με το υπέρογκο, για την εποχή, ποσό των 500 δραχμών τη στιγμή που το εισόδημα των «ελεύθερων» πολιτών δεν ξεπερνούσε τις 230 δραχμές. Όσο για αυτούς που έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής από την Ολυμπία, χωρίς να στεφθούν νικητές σε κάποιο αγώνισμα, η αντιμετώπιση ήταν τελείως διαφορετική. Κατατασσόταν πλέον στο κοινωνικό περιθώριο, αφού έπρεπε να μην διασχίζουν τους μεγάλους δρόμους των πόλεων, ή να μην κάθονται στις κεντρικές πλατείες, για να μη δέχονται τις ειρωνείες των υπολοίπων.
Επειδή στις τότε κοινωνίες ήταν έντονο το στοιχείο του ταξικού διαχωρισμού των ανθρώπων, η συμμετοχή, τόσο στις πρώτες ολυμπιάδες, όσο και στις μεταγενέστερες, κάθε άλλο παρά δεδομένη ήταν για όλους, αφού -ουσιαστικά- δικαίωμα συμμετοχής σ' αυτές είχαν μόνο οι γόνοι εύπορων οικογενειών. 'Αλλωστε οι φτωχοί για να φτάσουν στην Ολυμπία, θα έπρεπε να περπατούν και να καταταλαιπωρούνται για ένα μήνα και στη συνέχεια να προπονηθούν, με επίπονους τρόπους, επί τέσσερις εβδομάδες πριν συμμετάσχουν στα αγωνίσματα. Κανένας, όμως, από αυτούς που ζούσε σε καθεστώς πλήρους φτώχειας, δεν μπορούσε, εγκαταλείποντας τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, να αφήσει τη δουλειά του και να χάσει τα λιγοστά - έστω- αγαθά που αυτή του προσέφερε. 'Αλλωστε όλοι αυτοί που φορούσαν ράκη αντί για ρούχα, που κοιμόνταν σε αχυρένια στρώματα και αντί για ψωμί έτρωγαν ρίζες από μολόχες, δεν θα μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα του ταξιδιού, να ανταποκριθούν στις υπέρογκες απαιτήσεις των προπονητών και πολύ περισσότερο -όπως ο άτυπος αλλά σχεδόν δεδομένος κανόνας το απαιτούσε- να δωροδοκήσουν τους αντιπάλους για να εξασφαλίσουν κάποια νίκη. Βέβαια οι φτωχοί μπορεί να μην είχαν ουσιαστικά δικαίωμα συμμετοχής, ωστόσο ήταν αυτοί που χρηματοδοτούσαν -θέλοντας και μη- τη τέλεση των αγώνων, μέσα από τη βαριά και ανηλεή φορολογία, που τους είχε επιβληθεί.
Όσον αφορά τους εξαθλιωμένους, που και τυπικά αποτελούσαν την τάξη των δούλων, σε καμία περίπτωση δεν γίνονταν δεκτοί στα αγωνίσματα, γιατί εκτός από «υποδεέστεροι κοινωνικά», οι άρχοντες και όλοι αυτοί, που στελέχωναν τους μηχανισμούς καταπίεσης και εκμετάλλευσης, ανησυχούσαν μήπως η τακτή εκγύμναση και η μυϊκή ενδυνάμωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα εξεγερτικά εγχειρήματα. Έτσι κι αλλιώς, οι αιματηρές εξεγέρσεις των δούλων στα αθηναϊκά μεταλλωρυχεία του Λαυρίου -καθώς και οι παρακαταθήκες που αυτές άφηναν για το μέλλον- δεν ήταν μακρινό γεγονός, κάτι που έκανε τους εξουσιαστές να αισθάνονται ιδιαίτερα αβέβαιοι για τη μελλοντική πορεία της επιβολής τους.
Ωστόσο, οι διάφοροι περιορισμοί δεν εξαντλούταν εκεί. Στην αρχή δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο οι «αθλητές» που προέρχονταν από τις λεγόμενες ελληνικές πόλεις, μέχρι τη στιγμή που οι («βάρβαροι» μέχρι τότε) μακεδόνες μέσα από απειλές, πιέσεις αλλά και δωροδοκίες, που μεταφράζονταν σε υπέρογκα χρηματικά ποσά, ενσωματώθηκαν και αυτοί στο μηχανισμό των αγώνων. Τέλος, όπως η ηθική της κυριαρχίας επέβαλε, δεν είχαν δικαίωμα να αγωνιστούν οι ασεβείς. Αυτοί δηλαδή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν στο παρελθόν εκδηλώσει την ασέβεια ή και την άρνηση τους να υποτάξουν τη συνείδηση στους ιερείς και στις δοξασίες της εποχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μιας και τα μοντέλα επιβολής ήταν εμφανώς διαφοροποιημένα, σε σχέση με τα σημερινά, η απλή παρουσία των γυναικών στις κερκίδες ήταν αυστηρά απαγορευμένη, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα αφού δεν τους επιτρεπόταν ούτε καν να προσεγγίσουν τον Αλφειό ποταμό. Είχε, μάλιστα, θεσπιστεί δια νόμου η ποινή του θανάτου, για όσες παραβίαζαν το άβατο των αγώνων και η ποινή εφαρμοζόταν με συνοπτικές διαδικασίες και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους, με γκρέμισμα από το γειτονικό Τυπαίο όρος.
Ασφαλώς και στα αγωνίσματα, τα οποία και αυτά ανάγονταν σε διάφορους μύθους, δεν υπήρχε (και δεν θα μπορούσε να υπάρχει) κανένα στοιχείο ανθρωπινότητας και υγιούς αθλητικού πνεύματος. Στην αρχαία Ολυμπία οι διαδικασίες, στις οποίες καλούνταν να συμμετάσχουν οι «αθλητές», δεν ήταν τίποτε άλλο από μια σειρά αλυσιδωτών εγκλημάτων, που σε πολλές περιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την μόνιμη αναπηρία ή και τον θάνατο, όσων έπαιρναν μέρος σε αυτές. Οι παραπάνω συνέπειες εμφανίζονταν κατά κόρον στα τρία βασικά και πλέον λαοφιλή «αθλήματα»: Στη πάλη, το παγκράτιο και τη· πυγμαχία, τα οποία μάλιστα είχε γίνει κατορθωτό να καθιερωθούν από τους διοργανωτές ως τα «ηρωικότερα και ευγενέστερα αθλήματα». Κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ φυσικό αν αναλογιστεί κανείς ότι τα αγωνίσματα θεωρούνταν ως αναπαράσταση των θηριωδιών που συνέβαιναν μεταξύ των στρατιωτών, στα πεδία των πολεμικών αναμετρήσεων.
Στη πάλη, (για την οποία είχε βρεθεί μια επιγραφή στη Θήρα, η οποία έγραφε ότι· «η νίκη σε αυτό το άθλημα κερδίζεται με το αίμα»), όχι μόνο επιτρεπόταν ο στραγγαλισμός του αντιπάλου, αλλά αναγνωριζόταν και ως «λαμπρό επίτευγμα».
Στην πυγμαχία συντριβόταν, χωρίς οίκτο από τους επαγγελματίες, στην ουσία, δολοφόνους που συμμετείχαν σε αυτή, κάθε σημείο του ανθρώπινου σώματος. Όταν ένας αγώνας αργούσε να λήξει τότε οι ελλανοδίκες επέβαλλαν την ανταλλαγή χτυπημάτων, να χτυπάει μια φορά δηλαδή ο κάθε αθλητής και μια ο άλλος, χωρίς κανένας από τους δύο να αμύνεται. Η βαναυσότητα των χτυπημάτων προκαλούσε τη θραύση του κρανίου και πολλές φορές τον θάνατο. Σ' ένα επίγραμμα του, ο Λουκίλιος, ο ρωμαίος σατιρικός ποιητής, αναφερόμενος σ' ένα πυγμάχο έγραφε: «Είχε μύτη, σαγόνι, φρύδια, βλέφαρα και στην πυγμαχία τα έχασε όλα». Ο Αριστοτέλης έγραψε για το ίδιο «άθλημα», ότι «μπορεί η απόκτηση στεφάνων και τιμών να προκαλεί στους αθλητές μεγάλη χαρά, αλλά το ξύλο που παίρνουν και δίνουν για να αποκτήσουν αυτές τις τιμές είναι πολύ σκληρό και οδυνηρό».
Στο παγκράτιο, -που ήταν και το ειδεχθέστερο και ταυτόχρονα το πιο λαοφιλές των αγωνισμάτων-, το «ολυμπιακό πνεύμα» επέτρεπε μέχρι και την εξόρυξη των ματιών. Ακόμα και αυτοί που κατάφερναν να αποφύγουν το θάνατο και τις αναπηρίες, δέχονταν φρικτές και ανεπανόρθωτες παραμορφώσεις στο πρόσωπο και το σώμα, αφού οι παλάμες των αντιπάλων ήταν οπλισμένες -κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους- με σκληρούς ιμάντες, ενισχυμένους με μεταλλικά επιθέματα και καρφιά. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο «επιτρεπόταν το πήδημα πάνω στον αντίπαλο, η εξάρθρωση των χεριών και των ποδιών του αντιπάλου και το χτύπημα με κεφαλιά. Ο αθλητής είχε το δικαίωμα να ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του, να κάθεται πάνω του, να του εφαρμόζει λαβή στο λαιμό και τελικά να τον πνίγει». Η περιγραφή από τον Παυσανία ενός αγώνα πάλης, κατά τη διάρκεια μιας ολυμπιάδας, είναι ενδεικτική της κτηνωδίας, που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγώνων. «Ο Δαμόξενος πρόσταξε τον Κρεύγα να σηκώσει τα χέρια του και όταν εκείνος τα σήκωσε τον χτύπησε στο πλευρό με τα δάκτυλα τεντωμένα Ίσια. Τα νύχια του ήταν τόσο κοφτερά και το χτύπημα τόσο δυνατό, ώστε το χέρι του χώθηκε μέσα στο κορμί του Κρεύγα, άρπαξε τα σπλάχνα του και τα ξερίζωσε, τραβώντας τα έξω». Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως. Οι κριτές όμως δεν έδωσαν τη νίκη στον Δαμόξενο όχι επειδή είχε σκοτώσει τον αντίπαλο του, αλλά επειδή θεώρησαν ότι δεν του έδωσε μόνο ένα χτύπημα, όπως προβλεπόταν από τους κανονισμούς, αλλά πέντε. Χαρακτηριστικό ήταν και το ψευδώνυμο που είχαν δώσει σε έναν από τους «αθλητές» της πάλης, τον Σικίωνα. Τον φώναζαν «ακροχερσίτη», γιατί έσπαγε τις άκρες των δακτύλων των αντιπάλων. Αυτοί που, με τον οποιοδήποτε τρόπο, προκαλούσαν το θάνατο των αντιπάλων τους, κατά τη διάρκεια των αγωνισμάτων, δεν τιμωρούνταν, βάσει νόμου, μιας και υπεύθυνος θεωρούταν ο ίδιος ο νεκρός, αφού δεν είχε την κατάλληλη φυσική κατάσταση, προκειμένου να υπομείνει τα χτυπήματα.
Ούτε οι αρματοδρομίες εμπεριείχαν λιγότερη βία από τα υπόλοιπα αγωνίσματα. Κατά τη διάρκεια τους, προκειμένου ο ένας αντίπαλος να προσπεράσει τον άλλο, είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει διάφορες βίαιες ενέργειες με αποτέλεσμα -όπως γράφει ο Σοφοκλής- να διαδραματίζονται κωμικοτραγικά γεγονότα: «Όλοι οι αρματοδρόμοι τσακίζονταν και έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο κι ολόκληρος ο στίβος γέμιζε από ιππικά ναυάγια». Οι αριστοκράτες και οι υπόλοιποι άρχοντες που συμμετείχαν στις αρματοδρομίες βραβεύονταν ως ολυμπιονίκες, παρ' ότι ηνίοχοι ήταν όχι οι ίδιοι αλλά οι δούλοι τους. Μόνο ο Λίχας από την Ακαρνανία παρέδωσε την ταινία του νικητή στον ηνίοχο του. Η αντίδραση της επιτροπής ήταν άμεση, αφού διέταξαν να μαστιγωθεί μπροστά σε όλο το κοινό των αγώνων για παραδειγματισμό.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια των προπονήσεων η βαρβαρότητα που εκδηλωνόταν δεν ήταν λιγότερη από αυτή που εξελισσόταν κατά την διάρκεια των αγωνισμάτων. Ο Λουκιανός στο έργο του Ανάχαρσις μας ξεναγεί στους χώρους όπου προετοιμάζονταν οι «αθλητές»: «Οι αθλητές παλεύουν μεταξύ τους, βάζουν τρικλοποδιές, εφαρμόζουν λαβές πνιγμού, λυγίζουν ο ένας το σώμα του άλλου και κυλιούνται στη λάσπη σαν γουρούνια. Στις προπονήσεις τους αλείφονται με λάδι, τραβούν και σπρώχνουν ο ένας τον άλλο και χτυπούν τα μέτωπα τους σαν κριάρια».Ένα από τα παραδείγματα που αναφέρει ο Λουκιανός είναι η πάλη μεταξύ δύο νεαρών: «Ο ένας σήκωσε τον άλλο από τα πόδια και τον έριξε καταγής και ύστερα έπεσε πάνω του και δεν τον άφηνε να σηκωθεί, αλλά τον έσπρωχνε μέσα στη λάσπη. Ο νέος αυτός τύλιξε τα πόδια του στην μέση του άλλου και πατώντας με τον πήχη του χεριού του τον λαιμό του, τον έπνιγε, ενώ ο άλλος τον χτυπούσε με την παλάμη του στον ώμο ικετεύοντας τον να μην τον πνίξει... 'Αλλοι νέοι χτυπούσαν και κλωτσούσαν ο ένας τον άλλο. Ένας μάλιστα ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, που έφτυσε τα δόντια του, επειδή το στόμα του ήταν γεμάτα άμμο και αίμα, εξ αιτίας μιας γροθιάς που έφαγε στο σαγόνι. Και το πιο περίεργο είναι ότι ο άρχων των αγώνων όχι μόνο δεν τους χωρίζει η δε σταματάει τη μάχη, αλλά επαινεί και παροτρύνει εκείνον που έδωσε τη γροθιά».
Επειδή όμως ένα από τα σημαντικότερα όπλα των εξουσιαστών ενάντια στη κοινωνία είναι η λήθη, πολύ σπάνια μέσα στα αρχαία κείμενα αναφέρονταν οι λεπτομέρειες και οι συνέπειες που προέκυπταν από τα «αθλήματα», αφού κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αποκρυπτογράφηση, για τις επόμενες γενεές, των αθρόων φρικαλεοτήτων που διαπράττονταν κατά τη διάρκεια των διοργανώσεων.
Οι κάθε λογής εξουσιαστές πάντοτε χρησιμοποιούσαν την πειθώ που μπορούσαν να ασκήσουν στους ανθρώπους οι κάθε λογής τεχνικοί της εξουσίας με τον μανδύα του «διανοούμενου» ή και του «καλλιτέχνη». Έτσι και οι πρόγονοι των σημερινών εξουσιαστών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τυράννου των Συρακουσών, Ιέρων, ο οποίος είχε αποκομίσει νίκες μέσα από χρηματισμούς στις αρματοδρομίες κατά την πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα. Για να αποκτήσει φήμη στον ελλαδικό χώρο είχε φροντίσει να εξαγοράσει ποιητές, φιλοσόφους και άλλους, για να τον εκθειάζουν και να τον ηρωοποιούν. Ανάμεσα σε αυτούς ο Πλάτωνας, ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης. Ο Πίνδαρος, ένας από τους γνωστότερους αυλοκόλακες της εποχής, είχε αποδεχτεί την εντολή του Ιέρωνα να συνθέσει «επίνικον» για την νίκη του στην Ολυμπία. Ο ποιητής από την Βοιωτία επαινούσε τον τύραννο, αποκαλώντας τον «βασιλέα». Του ευχόταν μάλιστα, μέσα από τα ποιήματα του, να «του δώσουν οι θεοί δύναμη να πετάξει ως τον ουρανό». Και το γλείψιμο το Πινδάρου στην εξουσία συνεχιζόταν: «Οι ποιητές πρέπει να δοξάζουν τον γιο του Κρόνου, στου Ιέρωνα το μνημείο. Βασιλικό σκήπτρο κρατεί στη Σικελία και κορφολογεί τις χάρες όλων των αρετών... τον αγάπησε πολύ ο πανίσχυρος Ποσειδών.»
Μέσα απ' όλη αυτή τη δυσωδία δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα ντοπαρίσματα όσων συμμετείχαν στα αγωνίσματα. Τα -ιδιαίτερα διαδεδομένα- αναβολικά της εποχής ήταν διάφορα διεγερτικά βότανα, σάρκες και αίμα, χασίς κ.α., με τη συχνή χρήση των οποίων οι «αθλητές» μετατρέπονταν σε ομοιώματα ανθρώπων. Ενδεικτική είναι η αφήγηση του Γαληνού, ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλυτέρων γιατρών της αρχαιότητας: «Οι ζωές τους μοιάζουν σαν των γουρουνιών, με τη διαφορά ότι τα γουρούνια δεν κοπιάζουν υπερβολικά, ούτε τρώνε με το ζόρι. Τα σώματα τους είναι σε καλή κατάσταση όταν αγωνίζονται, μόλις όμως αποσύρονται από τους αγώνες αρχίζει η φθορά. Μερικοί πεθαίνουν γρήγορα, άλλοι ζουν περισσότερο, αλλά δεν φτάνουν ούτε αυτοί στα γηρατειά». Μάλιστα ο Γαληνός δεν δίσταζε να συγκρίνει τις λέξεις αθλητής και άθλιος καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι συγγενικές. Ακόμα και ο Ευριπίδης αντέδρασε μπροστά στην απροκάλυπτη κυνικότητα και απληστία που διακατείχε τους «αθλητές», γράφοντας το 420 π.Χ.: «Στην Ελλάδα είναι χιλιάδες τα κακά, κανένα όμως δεν είναι χειρότερο από το γένος των αθλητών. Οι αθλητές ούτε μαθαίνουν να ζουν σωστά, αλλά ούτε και θα μπορούσαν. Με ποιον τρόπο ένας άνθρωπος που είναι δούλος του σαγονιού και εξαρτάται από την κοιλιά του θα μπορούσε αυτός να αποκτήσει πλούτο που να ωφελεί την πατρίδα του; Από την άλλη δεν μπορούν και να μείνουν φτωχοί γιατί δεν είναι ικανοί να αντεπεξέλθουν στις μεταβολές της τύχης, ακριβώς γιατί δεν έχουν καλές συνήθειες και δύσκολα υπομένουν τις αντιξοότητες».
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο των διοργανώσεων αποτέλεσαν και οι παράνομες μεταγραφές «αθλητών» μεταξύ των πόλεων. Αρκετές πόλεις προκειμένου να διασφαλίσουν όσο το δυνατό περισσότερες νίκες στα αγωνίσματα, δεν δίσταζαν να εξαγοράσουν «αθλητές» και να τους παρουσιάσουν ως «δικούς τους πολίτες». Αυτοί που πρωτοστάτησαν και τελικά καθιέρωσαν αυτού του είδους τις συναλλαγές ήταν οι ηγεμόνες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας. Ο Παυσανίας στο έργο του «Ελλάδος Περιήγηση» αναφέρει αρκετές χαρακτηριστικές περιπτώσεις «αθλητών» και πόλεων.
Ο Αστύλος από τον Κρότωνα της Νότιας Ιταλίας αναδείχτηκε ολυμπιονίκης στο στάδιο και στο δίαυλο στην 73η ολυμπιάδα του 488 π.Χ. Επανέλαβε τις νίκες του στα ίδια αγωνίσματα και στην επόμενη ολυμπιάδα, την 74η του 484 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αστύλος δωροδοκήθηκε από τον Ιέρωνα τον τύραννο των Συρακουσών και εμφανίστηκε ως Συρακούσιος στην 75η ολυμπιάδα του 480 π.Χ., όπου και στέφθηκε ολυμπιονίκης σε τρία αγωνίσματα, χαρίζοντας έτσι τη νίκη στις Συρακούσες. Οι Κροτωνιάτες για να τον τιμωρήσουν δήμευσαν και μετέτρεψαν το σπίτι του στον Κρότωνα σε φυλακή και γκρέμισαν τους ανδριάντες του.
Ο Σωτάδης από την Κρήτη αναγορεύτηκε το 384 στην 99η διοργάνωση νικητής στο δόλιχο. Στην επόμενη όμως ολυμπιάδα παίρνοντας χρήματα από τους Εφέσιους, αγωνίστηκε ως πολίτης της Εφέσου και κέρδισε και πάλι την πρώτη θέση στο δόλιχο. Για την στάση του αυτή τιμωρήθηκε από τους συμπατριώτες του με την ποινή της εξορίας.
Πέρα από τις μεταγραφές, σημαντικό ρόλο για την απόκτηση των νικών έπαιξαν οι χρηματισμοί και οι δωροδοκίες μεταξύ των αγωνιζομένων, οι οποίες κάποια στιγμή είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση, που έτειναν να αποτελούν όχι την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα των αγώνων. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις δωροδοκίας που αποκαλύφθηκαν δημόσια και πολύ περισσότερες που δεν έγιναν ποτέ γνωστές.
Η πρώτη δωροδοκία καταγράφηκε κατά την 98η ολυμπιάδα το 388 π.Χ.. Ο Θεσσαλός πυγμάχος Εύπωλος δωροδόκησε τρεις «συναθλητές» του. Τον Αρκάδα Αγήτορα, τον Κυζικηνό Πρύτανη και τον Φορμίωνα από την Αλικαρνασσό. Όταν οι Ηλείοι ανακάλυψαν τον χρηματισμό τιμώρησαν και τους τρεις με πρόστιμο.
Στην 112η ολυμπιάδα το 332 π.Χ., ο αθηναίος Κάλιππος, «αθλητής» του πεντάθλου, προκειμένου να αναδειχτεί νικητής πλήρωσε και αυτός τους αντιπάλους του. Τιμωρήθηκε με πρόστιμο, αλλά αν και αποδείχτηκε η περίπτωση του χρηματισμού, οι αθηναίοι αρνήθηκαν να καταβάλουν το πρόστιμο και σε μια κίνηση εντυπωσιασμού, σταμάτησαν να συμμετέχουν και στους αγώνες. Οι διοργανωτές προκειμένου να τους αποσπάσουν τα χρήματα αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών, το οποίο διαμήνυσε στους αθηναίους ότι αν δεν καταβάλουν το ποσό, δεν θα μπορούσαν να ξαναπάρουν χρησμό από το μαντείο.
Στην 192η ολυμπιάδα το 12 π.Χ., στο αγώνισμα της πάλης παίδων έπαιρναν μέρος ο Πολύκτωρ ο Ηλείος και ο Σώσανδρος από την Σμύρνη. Σ' αυτή την περίπτωση, η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μεταξύ των πατεράδων των δύο αγωνιζόμενων. Η δωροδοκία έγινε αντιληπτή από την επιτροπή των ελλανοδικών, με αποτέλεσμα και οι δύο γονείς να τιμωρηθούν με πρόστιμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει το ασύλληπτο μέγεθος της εξαχρείωοης στην οποία ήταν βουτηγμένοι πολλοί από τους «αθλητές», αποτελεί μια ακόμα αφήγηση του Παυσανία: «Στο αγώνισμα της πυγμαχίας ο Κλεομήδης σκότωσε τον αντίπαλο του, τον 'Ικκο από την Επίδαυρο. Οι ελλανοδίκες όμως τον θεώρησαν υπεύθυνο για φόνο και έτσι νικητής στέφτηκε ο νεκρός Ίκκος. Τότε ο Κλεομήδης θύμωσε πολύ και όταν πήγε στην Αστυπάλαια, γκρέμισε ένα στύλο που κρατούσε την οροφή ενός σχολείου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν εξήντα μαθητές. Η τιμωρία του ήταν θάνατος δια λιθοβολισμού. Οι γονείς των παιδιών των καταδίωξαν και αυτός βρήκε άσυλο μέσα σε ένα ναό. Τότε το μαντείο των Δελφών έδωσε χρησμό να μην πειράξει κανείς τον Κλεομήδη και αντίθετα να τον τιμούν με θυσίες».
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι «αθλητές» που ασπάζονταν τα κρατικά ιδεώδη, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια ανθρωπινότητας, στο βωμό του πλουτισμού και της «κοινωνικής» τους ανάδειξης. Οι προπονητές, που ανελάμβαναν την εκγύμναση τους και σε αρκετές περιπτώσεις το ρόλο του μεσολαβητή για την εξαγορά των αντιπάλων, δεν υστερούσαν καθόλου στην αθλιότητα και την ιδιοτέλεια. «Πηγαίνουν να γυμνάσουν τους ανθρώπους με τις τσέπες τους γεμάτες λεφτά, που τα δανείζουν στους αθλητές, με τόκους ψηλότερους από εκείνους που έχουν να πληρώσουν έμποροι που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου η δόξα των αθλητών, αλλά γίνονται σύμβουλοι της αγοράς ή της πώλησης των νικών. Φροντίζουν συνεχώς για το δικό τους κέρδος, είτε κάνοντας δάνεια σε εκείνους που αγοράζουν μια νίκη, είτε κόβοντας την εκγύμναση εκείνων που πουλούν». (Φιλόστρατος, Περί γυμναστικής.)
Φυσικά και οι επιτροπές των ελλανοδικών ήταν κάθε άλλο παρά άμεπτου ηθικής, αφού είχαν συλληφθεί αρκετές φορές να χρηματίζονται για να ευνοήσουν κάποιους «αθλητές» έναντι κάποιων άλλων. Ο Αγησίλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, επηρέασε τους ελλανοδίκες, ασκώντας την πολιτική του επιρροή, με σκοπό να κάνουν δεκτό το γιο του Αθηναίου Ευάλκους, στο αγώνισμα του σταδίου, παρ' όλο που αυτός ήταν πιο μεγάλος από τα υπόλοιπα παιδιά που έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Κατά την 96η ολυμπιάδα το 396 π.Χ οι Ηλείοι ελλανοδίκες, σύμφωνα με τον Παυσανία, έδωσαν τη νίκη στον αγώνα του σταδίου στον συμπατριώτη τους Ευπόλεμο, αδικώντας κατάφορα τον Αμβρακιώτη Λέοντα.
Τέλος, οι περίφημες ολυμπιακές «εκεχειρίες», που πραγματοποιούταν κατά τη διάρκεια των αγώνων, δεν αποτελούσαν παρά ένα ακόμα πυροτέχνημα, ενταγμένο και αυτό στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των εξουσιαστών. Κι αυτό γιατί οι εκεχειρίες αφορούσαν μόνο τις περιοχές όπου πραγματοποιούνταν οι αγώνες, για να μην κινδυνεύει η ομαλή διεξαγωγή τους και η ασφάλεια των θεατών, την ίδια στιγμή που οι πολυαίμακτες πολεμικές συρράξεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση στις υπόλοιπες πόλεις. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η ιδιότυπη εκεχειρία πολύ συχνά παραβιάζονταν, όταν οι εκάστοτε συνθήκες και οι ανάγκες των εξουσιαστών το απαιτούσαν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις λειτουργούσαν ως περίοδος ανασύνταξης των στρατευμάτων, με αποτέλεσμα οι μάχες που ακολουθούσαν να είναι ακόμα πιο φονικές και καταστροφικές. Παράλληλα, οι «έλληνες» δεν δίσταζαν να αφιερώνουν, στην Ολυμπία και στα υπόλοιπα ιερά, λάφυρα που προέρχονταν από πολεμικές αναμετρήσεις, όχι μόνο εναντίον των «βαρβάρων», αλλά και μεταξύ των «ελληνικών» πόλεων.
Από τον 5ο π.Χ αιώνα οι «αθλητές» μετατράπηκαν και τυπικά πλέον σε επαγγελματίες.
Οι συνεχόμενοι αγώνες διήρκεσαν 1200 χρόνια, μέχρι και το 393 μ.Χ., οπότε και διακόπηκαν από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, ως σύμβολο ειδωλολατρίας. Κι αυτό γιατί αποφασίστηκε ότι το μοντέλο του χριστιανόμορφου, πλέον ολοκληρωτισμού, με τις λειτουργικές για τους εξουσιαστές ιδιομορφίες που το χαρακτήριζαν, μπορούσε να διαιωνίσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη κρατική κτηνωδία στους ανθρώπους.