Η Β΄ Εθνική Συνέλευση συγκαλείται το 1923 απο τους κοτζαμπάσηδες, τους μεγάλους πλοιοκτήτες και τους κληρικούς στο 'Αστρος Κυνουρίας.
Τα διαφορετικά συμφέροντα ανάμεσά στις oμάδες εξουσίας οδηγούν σε αναμέτρηση.Ανάμεσα στα άλλα ο ραδιούργος Φαναριώτης πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος εκδιώκεται απο την προεδρία του Εκτελεστικού σώματος και καταφεύγει στην Δυτική Στερεά.
Τα διαφορετικά συμφέροντα ανάμεσά στις oμάδες εξουσίας οδηγούν σε αναμέτρηση.Ανάμεσα στα άλλα ο ραδιούργος Φαναριώτης πρωθυπουργός Μαυροκορδάτος εκδιώκεται απο την προεδρία του Εκτελεστικού σώματος και καταφεύγει στην Δυτική Στερεά.
Εκεί εμπόδιο στα σχέδια του στάθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Ο Φωτιάδης γράφει για τον Μαυροκορδάτο: "Ο πιο διαβολεμένος απο όλους τους Φαναριώτες, που ήρθανε στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος.."
Ο Μαυροκορδάτος προσεταιρίστηκε τον Γιαννάκη Ράγκο αντίπαλο του Καραϊσκάκη στο αρματολίκι των Αγράφων, ο οποίος συνέπραττε φανερά με τους Τούρκους. Το Ρωμαικο καθεστώς δεν τον κατηγόρησε ποτέ όμως για την προδοσία του αυτή, λόγω της καλής σχέσης του με τον Μαυροκορδάτο και του κατεστημένου του.
Την ίδια εποχή ο Καραϊσκάκης μετέβη στην Κεφαλονιά λόγω της φυματίωσης, που τον ταλαιπωρούσε. Υπό την καθοδήγηση του Μαυροκορδάτου ο Ράγκος επιτέθηκε στις δυνάμεις του, που βρίσκονταν τώρα υπό την ηγεσία του Αντώνη Ζαραλή, τον οποίο είχε αφήσει στο πόδι του.
Ο Καραϊσκάκης γύρισε στα 'Αγραφα κακήν κακώς και προσπάθησε να πείσει τον Μαυροκορδάτο να αλλάξει την εναντίον του τακτική. Όμως ο Μαυροκορδάτος είχε σκοπό την εξόντωση του Καραϊσκάκη, αφού αποτελούσε εμπόδιο στις βλέψεις του.
Τελικά κατασκευάστηκαν με πλαστά έγγραφα εναντίον του Καραισκάκη κατηγορίες για δήθεν προδοσία του στους Τούρκους. Το ρωμαικό παρακράτος, είχε την πρακτική όσους αντίθετους δεν μπορούσε να τους δολοφονήσει ή να τους καταδώσει στους Τούρκους να τους δίκαζει για προδότες.
Ετσι έστησαν παρωδία δίκης σε ορθόδοξη εκκλησία-δικαστήριο με πρόεδρο της εισαγγελικής επιτροπής τον επίσκοπο Πορφύριο από την 'Αρτα. Η δίκη παρωδία έγινε την 1η Απριλίου στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό που χρησίμευσε σαν δικαστήριο. Ο επίσκοπος Πορφύριος ανήγγειλε τις κατηγορίες, οι οποίες ήταν δεκατρείς τον αριθμό . Η κάθε μία απο αυτές οδηγούσε τον Καραϊσκάκη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κατηγορίες όπως «κρυφή ανταπόκριση με τους εχθρούς», «εσχάτη προδοσία», «έπιασε άρματα εναντίον της πατρίδος», «χρηματίστηκε απο τους Τούρκους», «απείθεια σε διαταγές ανωτέρων του» κ.ά. Όμως εκείνος αντιμετώπισε θαρραλέα ειρωνικά και με εύστοχη αστειολογία τις ψευδείς αυτές κατηγορίες των εχθρών του.
Τελικά η απόφαση ήταν καταδικαστική κηρύσσοντας τον Καραϊσκάκη επίβουλο κατά της πατρίδας και ένοχο προδοσίας. Παρά ταύτα η ποινή της εξορίας του, που του επιβλήθηκε ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις βαρύτατες κατηγορίες που τον εβάρυναν επειδή (υστερα απο την επαίσχυντη δολοφονία του Ανδρούτσου απο τους καθεστωτικούς) ο Καραϊσκάκης είχε πάρει τα μέτρα του, φροντίζοντας να έχει μέσα και γύρω απο την εκκλησία-δικαστήριο εξακόσιους αρματωμένους άνδρες αφοσιωμένους προς αυτόν, έτοιμους να τον προστατεύσουν ανά πάσα στιγμή με τη ζωή τους. Ο Μαυροκορδάτος και οι κατήγοροί του φοβήθηκαν το μακελειό που θα επακολουθούσε αν τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Έτσι η λύση της εξορίας ήταν η πιο συμφέρουσα.
Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απο την ορθόδοξη καθεστωτική εκκλησία.
Τον Μάιο του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απο τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως».
Κατά τα επόμενα έτη 1826 και 1827 ο Καραϊσκάκης με την ευφυή στρατηγική του,θα αναδειχθεί σε πρωτεύοντα υπερασπιστή της πατρίδας του, σφραγίζοντας το στόμα όλων των επικριτών του καθεστωτικών για δήθεν προδοσία και συνεργασία με τους Τούρκους όσπου ήλθε η ύπουλη δολοφονία του από "φίλια" πυρά.
Ενα ακόμα ιστορικό επεισόδιο της οργανωμένης αντίδρασης της ανατολικής εκκλησίας, των Φαναριωτών, των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικών, που ήθελαν τον λαό ραγιά και υποταγμένο στην Ορθοδοξία και στους Τούρκους.
Παραδείγματα ο Πάνος Καρατζάς και ο Αντώνης Οικονόμου, οι λαϊκοί εθνεγέρτες των Πατρών και της Ύδρας αντίστοιχα, που δολοφονήθηκαν απο τους κοτζαμπάσηδες, ο Ιωάννης ή Ζορμπάς Κολοκοτρώνης, που τον πρόδωσαν οι καλόγεροι της μονής των Αιμυαλών παραδίδοντάς τον στους Τούρκους, ο Κατσαντώνης που τον πρόδωσε στους Τούρκους ο καλόγερος Καρδερίνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που τον δολοφόνησαν με φρικτό τρόπο οι Ρωμιοί δήμιοί του, ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός της Επανάστασης στη Μακεδονία, που τον πρόδωσαν στους Τούρκους οι Αγιορίτες της Μονής Εσφιγμένου και πολλοί άλλοι.
Το Εικοσιένα που διδάσκεται στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα είναι φτιαχτό, μια αντεστραμένη πραγματικότητα ,που γεννήθηκε και γιγαντώθηκε μέσα στους κόλπους των ελληνοχριστιανών ιστορικών της Ρωμιοσύνης Παπαρρηγόπουλου, Ζαμπέλιου, Τρικούπη κ.ά.
Αποδόθηκε δε στα στημένα ιστορικά βιβλία μας σερβιρισμένο συνοδεία των όμορφων ζωγραφικών έργων των παπάδων ζωγράφων της Ρωμιοσύνης, όπως του Βρυζάκη και του Γύζη, το ανύπαρκτο κρυφό Σχολειό, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός που ποτέ δεν ευλόγησε στην αγία Λαύρα την σημαία και τους επαναστάτες, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ως αγριάνθρωπος κ.ά.
Στα νεώτερα χρόνια πιστοποιήθηκε από τα αγάλματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού και του Αδαμαντίου Κοραή, που στέκονται δίπλα-δίπλα στην οδό Ακαδημίας, αλλά και απο τα παρα-ιστορικά βιβλία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.