Σκέψεις στην αλλαγή του χρόνου
Κύριε, αξίωσέ με και του χρόνου, εάν δεν έχεις έρθει με τη δόξα Σου, να σου πω πάλι `'Εβεν-Έζερ και να Σε περιμένω.
Ένα χρόνο μετά, με βαθιά ευγνωμοσύνη στον Κύριο, στέκομαι στην ίδια πάλι θέση, βλέποντας τη χρονιά που φεύγει, αναλογιζόμενος την καρποφορία που έπρεπε να φέρω και δεν έφερα, και την μακροθυμία Του να με περιμένει ακόμη. Σαν τη συκιά εγώ της παραβολής στ’ αμπέλι του Θεού, πιάνω τον τόπο Του και φαντάζομαι το διάλογο (Λουκ.ιγ:6-9):
Ένα χρόνο μετά, με βαθιά ευγνωμοσύνη στον Κύριο, στέκομαι στην ίδια πάλι θέση, βλέποντας τη χρονιά που φεύγει, αναλογιζόμενος την καρποφορία που έπρεπε να φέρω και δεν έφερα, και την μακροθυμία Του να με περιμένει ακόμη. Σαν τη συκιά εγώ της παραβολής στ’ αμπέλι του Θεού, πιάνω τον τόπο Του και φαντάζομαι το διάλογο (Λουκ.ιγ:6-9):
ΣΥΚΙΑ: Καλώς τον αμπελουργό. Χαίρομαι που σε βλέπω πάλι. Πόσο σε συμπονάω όμως. Κουράζεσαι μ’ εκείνα τα αμπέλια. Θέλουν κλάδεμα, ξελάκκωμα, θειάφισμα, κορφολόγημα, ράντισμα, άσε ο τρύγος; "Θέρος, τρύγος, πόλεμος", που λένε. Σε λυπάμαι! Ευτυχώς που είμαι κι εγώ που ξαποσταίνεις στη σκιά μου και δεν χρειάζεσαι να μου προσφέρεις τίποτε απ’ όλα αυτά.
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Τι είναι αυτά που λες ξεροκέφαλη! Φαίνεται ότι το ύψος σου και το παχύ σου φύλλωμα, σου πήραν τα μυαλά.
ΣΥΚΙΑ: Εμένα λες έτσι; Ξέρεις πια είμαι εγώ; Αυτό θα πει αχαριστία. Εγώ φταίω που σου προσφέρω τόσα και ορίστε η ανταπόδοση;
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Ξεχνάς, φαίνεται, ανόητη, ότι δυο χρόνια τώρα το αφεντικό έρχεται και ψάχνει για κανένα σύκο και δεν βρίσκει. Τι θα του πω σαν θα 'ρθει πάλι, τρίτη χρονιά εφέτος, και βρει τα ίδια; Θα φταίει εκείνος να μου πει να σε κόψω;
ΣΥΚΙΑ: Α, όχι την κακομοίρα! Δεν του φτάνει το πλούσιο φύλλωμά μου και η καμαρωτή κορμοστασιά μου; Που να 'βρω εγώ τώρα μετά από τόσο καιρό καρπούς;
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Τι να τα κάνει αυτά το αφεντικό; Καρπό θέλει. Καρπό! Όπως του δίνουν τα αμπέλια και τα άλλα δέντρα που μ’ έχει βάλει να περιποιέμαι. Καρπό που φέρνει χαρά και πλούτο.
ΣΥΚΙΑ: Λες να σου πει για κόψιμο; Αλίμονο, τι να κάνω η δύστυχη; Δε με λυπάσαι κι εσύ καλέ μου; Δε λυπάσαι την ομορφάδα μου και την κορμοστασιά μου; Κάνε κάτι. Πες του μια καλή κουβέντα. Του χρόνου υπόσχομαι να κάνω πολλά σύκα.
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Έχε χάρη που σ’ αγαπάει και με υπομονή σε περιμένει, αλλιώς η φωτιά θα είχε φάει τώρα το κορμί σου; Ωχ! Το αφεντικό, νάτο πάνω στην ώρα έρχεται. Ακούω τα βήματά του. Ας το σ’ εμένα, θα δω τι θα κάνω για σένα;
ΑΦΕΝΤΙΚΟ: Τι γίνεται καλέ μου αμπελουργέ; Πώς πάει φέτος η σοδειά; Αλήθεια, εκείνη η συκιά δεν έχει ούτε φέτος σύκα; Τι να την κάνουμε; Λυπάμαι πολύ αλλά δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Κόψε την απ’ τη ρίζα, μην πιάνει και τον τόπο; Στη θέση της θα φυτέψω κάτι άλλο, που θα κάνει καρπό!
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Καλέ μου αφέντη, μια χάρη θέλω να σε παρακαλέσω. Να κάνεις λίγο ακόμη υπομονή. Το ξέρω, έχεις όλο το δίκιο με το μέρος σου, είναι άχρηστη, άκαρπη, άγλυκη. Της αξίζει το τσεκούρι. Όμως για το χατίρι μου, άσε την μια χρονιά ακόμη. Εγώ θα την φροντίσω σαν αδελφή μου. Θα σκάψω γύρω της, θα καθαρίσω τα χορτάρια που την πνίγουν, θα της βάλω λίπασμα, θα την ποτίσω; θα κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτήν. Μπορεί του χρόνου να βρεις καρπό στα κλαριά της. ΕΙ ΔΕ ΜΗ ΘΑ ΤΗΝ ΚΟΨΕΙΣ!
ΣΥΚΙΑ: Ουφ, ανάσανα! Ευτυχώς που υπάρχει κι ο Αμπελουργός, ο Μεσίτης! Όμως τώρα, το 2012, πρέπει να δουλέψω, να καρποφορήσω, ει δε μη.....;
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Τι είναι αυτά που λες ξεροκέφαλη! Φαίνεται ότι το ύψος σου και το παχύ σου φύλλωμα, σου πήραν τα μυαλά.
ΣΥΚΙΑ: Εμένα λες έτσι; Ξέρεις πια είμαι εγώ; Αυτό θα πει αχαριστία. Εγώ φταίω που σου προσφέρω τόσα και ορίστε η ανταπόδοση;
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Ξεχνάς, φαίνεται, ανόητη, ότι δυο χρόνια τώρα το αφεντικό έρχεται και ψάχνει για κανένα σύκο και δεν βρίσκει. Τι θα του πω σαν θα 'ρθει πάλι, τρίτη χρονιά εφέτος, και βρει τα ίδια; Θα φταίει εκείνος να μου πει να σε κόψω;
ΣΥΚΙΑ: Α, όχι την κακομοίρα! Δεν του φτάνει το πλούσιο φύλλωμά μου και η καμαρωτή κορμοστασιά μου; Που να 'βρω εγώ τώρα μετά από τόσο καιρό καρπούς;
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Τι να τα κάνει αυτά το αφεντικό; Καρπό θέλει. Καρπό! Όπως του δίνουν τα αμπέλια και τα άλλα δέντρα που μ’ έχει βάλει να περιποιέμαι. Καρπό που φέρνει χαρά και πλούτο.
ΣΥΚΙΑ: Λες να σου πει για κόψιμο; Αλίμονο, τι να κάνω η δύστυχη; Δε με λυπάσαι κι εσύ καλέ μου; Δε λυπάσαι την ομορφάδα μου και την κορμοστασιά μου; Κάνε κάτι. Πες του μια καλή κουβέντα. Του χρόνου υπόσχομαι να κάνω πολλά σύκα.
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Έχε χάρη που σ’ αγαπάει και με υπομονή σε περιμένει, αλλιώς η φωτιά θα είχε φάει τώρα το κορμί σου; Ωχ! Το αφεντικό, νάτο πάνω στην ώρα έρχεται. Ακούω τα βήματά του. Ας το σ’ εμένα, θα δω τι θα κάνω για σένα;
ΑΦΕΝΤΙΚΟ: Τι γίνεται καλέ μου αμπελουργέ; Πώς πάει φέτος η σοδειά; Αλήθεια, εκείνη η συκιά δεν έχει ούτε φέτος σύκα; Τι να την κάνουμε; Λυπάμαι πολύ αλλά δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Κόψε την απ’ τη ρίζα, μην πιάνει και τον τόπο; Στη θέση της θα φυτέψω κάτι άλλο, που θα κάνει καρπό!
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ: Καλέ μου αφέντη, μια χάρη θέλω να σε παρακαλέσω. Να κάνεις λίγο ακόμη υπομονή. Το ξέρω, έχεις όλο το δίκιο με το μέρος σου, είναι άχρηστη, άκαρπη, άγλυκη. Της αξίζει το τσεκούρι. Όμως για το χατίρι μου, άσε την μια χρονιά ακόμη. Εγώ θα την φροντίσω σαν αδελφή μου. Θα σκάψω γύρω της, θα καθαρίσω τα χορτάρια που την πνίγουν, θα της βάλω λίπασμα, θα την ποτίσω; θα κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτήν. Μπορεί του χρόνου να βρεις καρπό στα κλαριά της. ΕΙ ΔΕ ΜΗ ΘΑ ΤΗΝ ΚΟΨΕΙΣ!
ΣΥΚΙΑ: Ουφ, ανάσανα! Ευτυχώς που υπάρχει κι ο Αμπελουργός, ο Μεσίτης! Όμως τώρα, το 2012, πρέπει να δουλέψω, να καρποφορήσω, ει δε μη.....;