Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ 6 - Η ετοιμασία της Βίβλου


Α. Η Γέννηση της Βίβλου
Δεν υπάρχει καμία καταγραφή θεόπνευστων γραπτών πριν από την εποχή του Μωυσή. Αν είχαν υπάρξει τέτοια γραπτά είναι πιθανόν ότι κάποιοι απ’ τους συγγραφείς της Βίβλου θα τα ανέφεραν. Ξεκινώντας με το Μωυσή (γύρω στο 1500 π.Χ.) καταγράφτηκε και διατηρήθηκε μία συνεχιζόμενη αποκάλυψη του Θεού στο ανθρώπινο γένος.
 
Το γεγονός ότι ο Μωυσής ξεκινάει να γράφει με τη δημιουργία είναι μία ισχυρή απόδειξη ότι ο Θεός διέταξε το έργο του Μωυσή να είναι η πρώτη φάση της θείας αποκάλυψης η οποία θα γραφόταν. Πριν απ’ αυτό ο Θεός ευαρεστήτο να αποκαλύπτει τον εαυτό του προφορικά σε ανθρώπους, όπως στον Αδάμ τον Νώε και τον Αβραάμ.
Ο Ιησούς του Ναυή και άλλοι μετά από αυτόν ακολούθησαν το Μωυσή σαν θεόπνευστοι συγγραφείς της Βίβλου. Σχεδόν 40 άνδρες συνέχισαν το έργο που ξεκίνησε με το Μωυσή. Ο Θεός διάλεξε ανθρώπους κάθε είδους για να γράψουν την αλήθεια Του στη διάρκεια μιας περιόδου 1600 χρόνων. Έτσι η Βίβλος γεννήθηκε στο νου του Θεού και δόθηκε στον άνθρωπο «στίχος επί στίχο» μέχρι να δοθεί η πλήρης αποκάλυψη του Θεού.

Β. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα
Δεν έχει βρεθεί κανένα από τα πρωτότυπα Εβραϊκά χειρόγραφα τις Παλαιάς Διαθήκης, όπως επίσης δεν υπάρχει κανένα γνωστό Ελληνικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.
Η απουσία των πρωτοτύπων χειρογράφων δεν είναι λόγος να αμφισβητούμε την ακρίβεια της Βίβλου. Πολλές χιλιάδες αντίγραφα των Εβραϊκών και Ελληνικών χειρογράφων έχουν σωθεί. Η σύγκριση μεταξύ αυτών αποκαλύπτει μία εκπληκτική ακρίβεια στην καταγραφή του κειμένου, στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

Γ.  Τα χειρόγραφα που σώζονται
Τα στοιχεία που υπάρχουν στα χιλιάδες χειρόγραφα που σώζονται από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των σημερινών Γραφών.  Διακεκριμένοι λόγιοι που έχουν κάνει συγκριτικές μελέτες σ’ αυτά τα χειρόγραφα έχουν βρει ότι η καθαρότητα στο περιεχόμενο τους δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο κείμενο. 
Τα υπάρχοντα χειρόγραφα μπορούν γενικά να ταξινομηθούν σε τέσσερις ομάδες:
·      Εβραϊκά χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης:
Κανένα από αυτά δεν χρονολογείται νωρίτερα από τον 8ο αιώνα π.χ.  μέχρι τις πρόσφατες δεκαετίες.  Με την ανακάλυψη των χειρογράφων της Νεκρής Θάλασσας το 1947 σημαντικά τμήματα χειρογράφων ήρθαν στο φως, τα οποία χρονολογούνται 1000 χρόνια πριν από όλα τα υπάρχοντα γνωστά χειρόγραφα.  Έτσι λοιπόν έχουμε διαθέσιμα στοιχεία τα οποία χρονολογούνται πριν από την εποχή της Καινής Διαθήκης.

·      Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης:
Μερικά από αυτά χρονολογούνται στο 4ο αιώνα με κάποια σημαντικά τμήματα τους τα οποία φθάνουν μέχρι τον 3ο και το 2ο αιώνα. Αυτά τα αντίγραφα δεν είναι πολύ πιο μακρινά από τα αρχικά χειρόγραφα του 1ου αιώνα μ.Χ.

·      Ελληνικά χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης:
Αυτά είναι αντίγραφα της μετάφρασης των Ο’ , της Ελληνικής μετάφρασης της Εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης. Η μετάφραση αυτή ολοκληρώθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. τα αντίγραφα των χειρογράφων που σώζονται χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ. Τα χειρόγραφα της μετάφρασης των Ο’ είναι πολυάριθμα σ’ όλο τον κόσμο.

·      Οι πρώτες μεταφράσεις των Γραφών:
Τα αντίγραφα των χειρογράφων των πρώτων μεταφράσεων ή τμημάτων τους σώζονται μέχρι σήμερα.  Είναι γραμμένα στη Συριακή, τη Λατινική και μερικές ακόμα γλώσσες.  Η χρονολογία τους διαφέρει αρκετά.
Το μεγάλο πλήθος των χειρογράφων που υπάρχουν διευκολύνει τις συγκριτικές μελέτες και την ανάπλαση του αρχικού κειμένου.  Όλες αυτές οι μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την ακρίβεια της Βίβλου που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, αν κι έφτασε ως εμάς μέσα από πολλές αντιγραφές και μεταφράσεις.
Η μαρτυρία της ακρίβειας.
Το κείμενο της Καινής Διαθήκης παρουσιάζει πολύ λιγότερη παραφθορά του κειμένου από οποιοδήποτε άλλο αρχαίο έργο. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι τέτοια παραφθορά ή λάθη υπάρχουν μόνο στο μισό μέχρι 1%. Συγκριτικά η Ιλιάδα παρουσιάζει 5% παραφθορά από μελέτες που έγιναν στα υπάρχοντα χειρόγραφα. Το εθνικό έπος της Ινδίας παρουσιάζει 10% παραφθορά.  Ο Θεός σίγουρα διαφύλαξε την μετάδοση του κειμένου της Βίβλου, ώστε κάθε γενιά να συνεχίζει να έχει το καθαρό μήνυμα του Θεού στο ανθρώπινο γένος.

Δ.  Η προετοιμασία των χειρογράφων και των αντιγραφών τους.
           
1.  Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν
Πολλά από τα πρωτότυπα χειρόγραφα πιθανότατα πρέπει να γράφτηκαν πάνω σε παπύρους, οι οποίοι προέρχονται από το φυτό πάπυρος  που είναι ένα φθαρτό υλικό.  Γι’ αυτό το λόγο η διατήρηση αυτών των αρχικών χειρόγράφων ήταν μάλλον απίθανη. Οι πάπυροι συνέχισαν να είναι σε κοινή χρήση μέχρι τον 3ο αιώνα μ. Χ. περίπου. 

Η Περγαμηνή προέρχεται από το δέρμα των ζώων, κυρίως από πρόβατα και κατσίκια.  Η χρήση της χρονολογείται από το 2500 π.Χ.  Πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε σε κάποια πρωτότυπα χειρόγραφα.
Η Περγαμηνή που προέρχεται από δέρμα μοσχαριού συνήθως βαφόταν σε πορφυρό χρώμα.  Μερικά χειρόγραφα που σώζονται έχουν αυτή τη μορφή. 
Τα παλαιότερα χειρόγραφα ήταν τυλιγμένα σε κυλίνδρους,  με μήκος συνήθως γύρω στα 10 μ.  Μερικά από αυτά είχαν μήκος 44 μ.  Οι μεταφραστές των Ο’ αναφέρουν ότι χώρισαν μερικά από αυτά τα πρωτότυπα Εβραϊκά βιβλία για να αποφύγουν το μεγάλο μήκος κάποιων κυλίνδρων.
Ο κώδικας ή ο κατάλογος αυτών των βιβλίων χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να διευκολύνει τον αναγνώστη.  Κάποιες αναφορές μας δίνουν την πληροφορία ότι ο χριστιανικός κόσμος ήταν ο κύριος λόγος για τη δημιουργία αυτού του κώδικα των βιβλίων.
Διάφορα ήδη από καλάμια,  από πένες και μελάνια χρησιμοποιήθηκαν για τη Γραφή πάνω σ’ αυτά τα υλικά. 

2.  Το γραπτό κείμενο
Τα Εβραϊκά και τα Ελληνικά χειρόγραφα στην αρχική τους μορφή δεν είχαν κανένα χώρισμα ανάμεσα στις λέξεις. Η Παλαιά Διαθήκη είναι γραμμένη μόνο με τα σύμφωνα και τα φωνήεντα τα πρόσθετε ο αναγνώστης. Αυτή η συντετμημένη μορφή εξοικονομούσε χώρο αλλά μπορούσε να οδηγήσει σε παρανόηση του κειμένου.  Φυσικά,  η συνήθεια της ανάγνωσης δυνατά, ακόμα και όταν ήταν κανείς μόνος του, συλλαβή προς συλλαβή, βοηθούσε ώστε ο ήχος των φωνηέντων να γίνεται φανερός. Ακόμα και σήμερα, μερικοί που διαβάζουν τα Εβραϊκά λένε ότι τους είναι ευκολότερη η ανάγνωση χωρίς τα φωνήεντα. Τα γράμματα για τα φωνήεντα άρχισαν να εμφανίζονται τον 9ο αιώνα π. Χ.  Ένα σταθερό σύστημα για τα φωνήεντα επικράτησε τελικά γύρω στο 900 μ. Χ.   Το Εβραϊκό κείμενο διατάχθηκε σε στήλες και διαβαζόταν από δεξιά προς αριστερά. 
Η επιμέλεια με την οποία οι Εβραίοι γραφείς έκαναν την δουλειά τους εξηγεί γιατί τα χειρόγραφα παρέμειναν τόσο ανόθευτα.  Λεπτομερείς κανόνες καθοδηγούσαν την εργασία των αντιγραφέων. Το Ταλμούδ, μια συλλογή από ερμηνευτικά σχόλια των Εβραίων πάνω στις Γραφές, μας δίνει τις παρακάτω πληροφορίες:
           Ένα αυθεντικό αντίγραφο πρέπει να είναι το υπόδειγμα από το οποίο ο αντιγραφέας οφείλει να μην παρεκκλίνει ούτε στο ελάχιστο.  Καμία λέξη ή γράμμα, ούτε ακόμα και ένα γιοδ δεν πρέπει να γράφεται από μνήμης, χωρίς  ο αντιγραφέας να το έχει κοιτάξει στο κείμενο που έχει μπροστά του..... Το 5ο βιβλίο του Μωϋσή πρέπει να τελειώνει ακριβώς με μία γραμμή, αλλά το υπόλοιπο δεν είναι απαραίτητο να είναι έτσι.  Ακόμα ο αντιγραφέας πρέπει να γράφει ντυμένος με την πλήρη Εβραϊκή ενδυμασία, να έχει πλύνει όλο του το σώμα, να μην αρχίσει να γράφει το όνομα του Θεού αν δεν βουτήξει πρώτα την πέννα του στο μελάνη απ’ την αρχή και αν ακόμα ένας βασιλιάς τον ζητήσει ενώ γράφει αυτό το όνομα, δεν πρέπει να του δώσει καμιά σημασία.
           (Απόσπασμα από το βιβλίο του Frederic Kenyon «Η Βίβλος μας και τα αρχαία χειρόγραφα», σελ. 39)
Οι Εβραίοι γραφείς της περιόδου από το 500 - 1000 μ.Χ. (η Μαζωριτική περίοδος) χρησιμοποιούσαν κι άλλες μεθόδους για να εξασφαλίσουν την πλήρη ακρίβεια του κειμένου. Οι λέξεις και τα γράμματα ακόμα κάθε κυλίνδρου έπρεπε να μετρηθούν ώστε να προφυλαχθεί το κείμενο από παραλείψεις και προσθέσεις. 
Η εντυπωσιακή ακρίβεια των Εβραίων αντιγραφέων φαίνεται καθαρά όταν συγκρίνουμε ένα Εβραϊκό χειρόγραφο με κάποιο άλλο. Είναι σχεδόν ολόιδια. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν στα γράμματα των φωνηέντων και μερικές άλλες λεπτομέρειες στην προφορά. Η ανακάλυψη των χειρογράφων της Νεκράς Θαλάσσης το 1947 πρόσφερε μια εξαιρετική απόδειξη της πιστής διατήρησης των Εβραϊκών γραφών:
Το χειρόγραφο του Ησαΐα που βρέθηκε στην Νεκρά θάλασσα είναι χίλια χρόνια αρχαιότερο από το πιο παλιό Εβραϊκό χειρόγραφο που ήταν γνωστό μέχρι αυτή την ανακάλυψη.  Ωστόσο οι μόνες διαφοροποιήσεις είναι εξαιρετικά ασήμαντες και δεν διαφοροποιούν καθόλου οποιοδήποτε δογματικό σημείο. Στο μέσο του 20ου αιώνα υπάρχει η εντυπωσιακή απόδειξη του γεγονότος ότι η Παλαιά Διαθήκη όπως διατηρήθηκε μέχρι εμάς μέσα στους αιώνες περιέχει το Λόγο του Κυρίου ακριβώς όπως πρωτοδόθηκε στους εμπνευσμένους προφήτες παλιά.
(Purkiser, Εξερευνώντας την Παλαιά Διαθήκη, σελ. 63)

Κάποιες αναφορές μας λένε ότι Εβραίοι του Μεσαίωνα κατέστρεψαν από ευλάβεια κατεστραμμένα αντίγραφα των Γραφών. Αυτό εξηγεί την απουσία αρχαιότερων χειρογράφων. Μας δίνει  επίσης μεγαλύτερες αποδείξεις της προσοχής και της επιμέλειας που υπήρχε για την ακριβή αντιγραφή των Γραφών. Σίγουρα ο Θεός καθοδήγησε το έργο της αντιγραφής  των Γραφών μ’ ένα τόσο θαυμαστό τρόπο. 

Ε.  Ο σχηματισμός του κανόνα

1.  Η σημασία του κανόνα
Ο κανόνας προσδιορίζει τα βιβλία αυτά τα οποία θεωρούνται ότι αποτελούν το καθαρό και αξιόπιστο μήνυμα του Θεού στον άνθρωπο. Η λέξη κανόνας, όταν αναφέρεται στη Γραφή σημαίνει απλά “έναν επίσημα αποδεκτό κατάλογων βιβλίων”.  Η λέξη προέρχεται από τα Ελληνικά, όπου αρχικά σήμαινε “αυτό το οποίο μετράει”.  Η Ελληνική λέξη θεωρείται ότι προέρχεται από την Εβραϊκή Κανέχ, η οποία σημαίνει καλάμι ή ράβδος που μετράει. 
Με λίγα λόγια ο κανόνας των Γραφών είναι ο κατάλογος αυτών των βιβλίων που έχουν γίνει αποδεκτά ως έγκυρα επειδή πληρούν κάποια αδιαμφισβήτητα κριτήρια θεοπνευστίας.  Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η δημιουργία του κανόνα υπήρξε μία διαδικασία που καθοδηγήθηκε απευθείας από το Θεό.  Ο κανόνας δεν είναι  απλά ένας κατάλογος βιβλίων που ο άνθρωπος έφτιαξε, τον οποίο οι υπόλοιποι συμφώνησαν να αποδεχθούν. 
Οι Γραφές, στην πραγματικότητα, είναι προϊόν μιας διπλής διαδικασίας: πρώτα, ο Θεός καθοδήγησε την συγγραφή των βιβλίων μέσω της θεοπνευστίας, μετά καθοδήγησε τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν αυτά τα κείμενα σαν μέρος των Γραφών. Με άλλα λόγια η Βίβλος που έχουμε στα χέρια μας γράφτηκε αρχικά από ανθρώπους. Μετά κάθε βιβλίο αναγνωρίστηκε ότι κατέχει ιδιαίτερη εγκυρότητα από το Θεό και έγινε πλατιά αποδεκτό σαν μέρος του γραπτού Λόγου του Θεού.  Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα βιβλία της Βίβλου δεν έγιναν αποδεκτά σαν θεόπνευστα επειδή αποτέλεσαν μέρος του κανόνα. Πρώτα αναγνωρίστηκαν  σαν θεόπνευστα και μετά αποτέλεσαν αυτό που ονομάστηκε ο κανόνας των Γραφών. Πιστεύουμε ότι ο Θεός οδήγησε τους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή μ’ αυτά τα βιβλία τα οποία είναι η Γραφή, όπως ακριβώς ενέπνευσε ανθρώπους να τα γράψουν αρχικά. 

2.  Σχηματισμός του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης
Από την εποχή του Μωϋσή  μέχρι το Μαλαχία (είναι η περίοδος που έγραψαν οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης),  πολλά περισσότερα βιβλία γράφτηκαν απ’ αυτά που είναι μέρος των Γραφών. Κάθε ένα από τα κανονικά γραπτά της Εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης περιέχουν αναφορές σε άλλα κείμενα. Αυτή η παρατήρηση φανερώνει ότι ο Κύριος φυσικά δεν άφησε τον άνθρωπο χωρίς κάποιο μέσο με το οποίο να μπορεί να αναγνωρίσει τον θεόπνευστο και έγκυρο Λόγο Του. Η λέξη κανόνας  δεν χρησιμοποιήθηκε παρά  απ’ την χριστιανική εποχή, ωστόσο η αναγνώριση των θεόπνευστων βιβλίων χρονολογείται πιο πίσω στην ιστορία του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, ο κανόνας ήταν το μέρος της Γραφής το οποίο σταδιακά αυξανόταν ενώ παράλληλα ήταν πλήρες σε κάθε στάδιο. 
Ο Νόμος (πεντάτευχος) είχε αναγνωριστεί πλατιά σαν αξιόπιστο βιβλίο από την εποχή του Εζεκία (7ος αιώνας π.Χ.)  και πιθανά πολύ ενωρίτερα. 
Τα γραπτά των προφητών ήταν πλήρη την εποχή του Ζαχαρία και του Μαλαχία.  Αυτό το τμήμα του Εβραϊκού κανόνα ολοκληρώθηκε και αναγνωρίστηκε όταν έγινε φανερό ότι η φωνή των προφητών είχε πια πάψει ν’ ακούγεται.  Την εποχή του Χριστού αυτό το τμήμα είχε γίνει πλατιά αποδεχτό σαν έγκυρο. 
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε οι Γραφές αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά σαν τμήμα του λόγου του Θεού. Ξέρουμε με σιγουριά ότι συμπεριλήφθηκαν στην μετάφραση των Εβδομήκοντα τον 2ο αιώνα π.Χ. Ο Ιησούς τις θεωρούσε ένα μέρος των Εβραϊκών Γραφών.
Στην εποχή της Καινής Διαθήκης οι συγγραφείς της δεχόταν τις τρεις κύριες διαιρέσεις του Εβραϊκού κανόνα. Παραθέτουν περισσότερα από 400 αποσπάσματα από τον Νόμο,  715 από τους Προφήτες και σχεδόν 450 από τις Γραφές. Ο ίδιος ο Ιησούς αναγνώρισε και τα 3 αυτά τμήματα (Λουκ.κδ:44). Ο Ιώσηπος, ο Εβραίος ιστορικός που έγραψε τον πρώτο χριστιανικό αιώνα,  επιβεβαιώνει αυτή την πρώιμη αναγνώριση από τους Εβραίους του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η αναγνώριση του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης διατήρησε ως τις μέρες μας αυτό το Βιβλίο, το οποίο ο Θεός έδωσε για την ηθική και πνευματική μας καθοδήγηση. 
Η σημασία του κανόνα των Γραφών που καθιερώθηκε γίνεται αντιληπτή όταν εξετάσουμε κάποιους παράγοντες εκείνης της εποχής. Πολλά άλλα θρησκευτικά κείμενα ξεπήδησαν εκείνο τον καιρό και κάποιοι άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι πρέπει να αποτελέσουν μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Τα απόκρυφα βιβλία όπως είναι γνωστά σήμερα αποτελούν παραδείγματα αυτού του είδους της λογοτεχνίας. Η μελέτη αυτών των βιβλίων φανερώνει ότι δεν πληρούν τους όρους ώστε να θεωρηθούν αξιόπιστα τμήματα της Γραφής. Περιέχουν ανακρίβειες και διδασκαλίες που έρχονται σε αντίθεση με την θεόπνευστη Γραφή.  Γι’ αυτό είχε μεγάλη σημασία να έχουν οι χριστιανοί μια καθαρή εικόνα για το ποια βιβλία αποτελούν τον έγκυρο Λόγο του Θεού.
Μερικά βιβλία δίνουν την εντύπωση ότι η Εβραϊκή σύνοδος της Τζαμνία το 90 μ.Χ. αναγνώρισε τον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η σύνοδος ασχολήθηκε με το κανόνα και συζήτησαν για το αν έπρεπε συγκεκριμένα βιβλία να αναγνωριστούν σαν κανονικά.  Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι αυτά τα βιβλία ήταν ήδη πλατιά αποδεκτά σαν έγκυρα. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της συζήτησης στην πραγματικότητα ήταν η επιβεβαίωση των όσων η εκκλησία είχε αναγνωρίσει πολύ πριν: Τα βιβλία που δεν είχαν γίνει αποδεκτά ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν σαν έγκυρα, ενώ αυτά που παρέμειναν μέσα στον κανόνα ήταν όσα είχαν γίνει δεκτά από πριν.

3. Η δημιουργία του κανόνα της Καινής Διαθήκης 
Ο κανόνας της Καινής Διαθήκης διαμορφώθηκε καθώς τα κείμενα των συγγραφέων της αποκάλυπταν τον ερχομό του Χριστού και μετέδιδαν την αποκάλυψη Του στον άνθρωπο. Όπως και οι απόστολοι με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος έγραψαν για τον Ιησού Χριστό και εφάρμοσαν τις διδασκαλίες του τα γραπτά του σύντομα αναγνωρίστηκαν ως έγκυρα.  Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν μεταξύ των εκκλησιών.  Αυτή η επίσημη καταγραφή δεν εμφανίστηκε παρά  μετά το 60 μ.Χ. περίπου.  Πριν από αυτό οι αυτόπτες μάρτυρες μετέφεραν το μήνυμα μέσα στις εκκλησίες.  Είναι φανερό ότι ο Θεός σχεδίασε έτσι ώστε η προφορική μαρτυρία τους να διασωθεί σε γραπτά κείμενα. 
Το Ευαγγέλιο -  προς το τέλος του 1ου αιώνα, οι απόστολοι είχαν γράψει τα ευαγγέλια για να υπάρχει καταγραφή της διακονίας του Ιησού Χριστού. Λίγο μετά την συγγραφή του 4ου ευαγγελίου (το ευαγγέλιο του Ιωάννη γράφτηκε γύρω στο 90 μ.Χ.), τα τέσσερα ευαγγέλια φαίνεται πως αποτελούσαν όλα μαζί μία συλλογή.  Αυτή η συλλογή ονομαζόταν το Ευαγγέλιο.  Έτσι η πρώτη εκκλησία είχε αυτές τις τέσσερις διαγραφές της διακονίας του Χριστού.  
Την ίδια περίπου εποχή ή μερικά χρόνια ενωρίτερα δημιουργήθηκε μια κίνηση η οποία συγκέντρωσε της επιστολές του Παύλου προς διάφορες εκκλησίες και άτομα.  Αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε μεταξύ των εκκλησιών σαν ο Απόστολος. 
Το μέρος της ιστορίας του Λουκά που ασχολείται με την ιστορία μετά την ανάληψη του Χριστού δεν συμπεριλήφθηκε όταν τα τέσσερα ευαγγέλια συγκεντρώθηκαν όλα μαζί.  Με την πάροδο του χρόνου πήρε τον τίτλο οι Πράξεις των Αποστόλων.  Ακριβώς επειδή ήταν έργο του Λουκά, ο οποίος ήταν ο συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου και αυτό το βιβλίο θεωρήθηκε εξίσου έγκυρο. Αυτό το βιβλίο είχε πολύ μεγάλη σημασία γιατί ταυτίζει τον Παύλο και καθιερώνει την αποστολική του εξουσία για τις επιστολές που έγραψε. 
Οι επιστολές των άλλων αποστόλων και των ανθρώπων της αποστολικής εποχής καθώς και το βιβλίο της αποκάλυψης του Ιωάννη αναγνωρίστηκαν και αυτά σαν θεόπνευστα και κυκλοφόρησαν και αυτά μεταξύ των εκκλησιών.
Έτσι, λίγο μετά τον 1ο αιώνα μ.Χ., η Καινή Διαθήκη είχε πάρει την μορφή της και είχε γίνει γνωστή ανάμεσα στις εκκλησίες. Η ανάγκη για ένα πλατιά αποδεκτό κανόνα της Καινής Διαθήκης σύντομα έγινε φανερή. Ενώ δεν είχε επίσημα αναγνωριστεί ένας κανόνας της Καινής Διαθήκης, βλέπουμε πως ο Θεός οδήγησε την Εκκλησία να αναγνωρίσει τα θεόπνευστα βιβλία. Λίγο καιρό μετά, ένας αιρετικός ο Μαρκίων, δημιούργησε τον δικό του κανόνα και άρχισε να τον κυκλοφορεί.  Επίσης κάποιες εκκλησίες της Ανατολής άρχισαν να χρησιμοποιούν βιβλία αμφίβολης προέλευσης. 
Οι ηγέτες της εκκλησίας που ενδιαφερόταν για την εγκυρότητα των βιβλίων που η εκκλησία χρησιμοποιούσε άρχισαν να εξετάζουν τα γραπτά με βάση του αν είχαν μαρτυρία αποστολικής εγκυρότητας ή αποστολικής συγγραφείς. Διάφορες συζητήσεις έλαβαν χώρα και άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους κατάλογοι βιβλίων.  Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο Θεός ήταν αυτός που καθοδήγησε όλες αυτές τις διαδικασίες. 
Τα περιεχόμενα της Καινής Διαθήκης που έχουμε σήμερα είναι τα ίδια με ένα κατάλογο βιβλίων που στάλθηκε στις εκκλησίες το 367 μ.Χ. από τον Αθανάσιο της Αλεξάνδρειας. Επίσης το 393 μ.Χ. μία Εκκλησιαστική Σύνοδος- η Σύνοδος της Ιόππης.- κατέγραψε τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης όπως τα ξέρουμε σήμερα. Έτσι άτομα και ομάδες έφθασαν σε μία κοινή συμφωνία ως προς τα βιβλία της Γραφής που αποδέχτηκαν ως έγκυρα. Για μια ακόμα φορά βλέπουμε την παντοδυναμία του Θεού στο να οδηγήσει τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τον Λόγο Του. Μέχρι τον 4ο αιώνα μ. Χ. δεν υπήρξαν σοβαρές αμφισβητήσεις αυτού του κανόνα της Καινής Διαθήκης που περιλάμβανε αυτά τα 27 βιβλία. 

4.  Ανακεφαλαίωση
Η λέξη κανόνας αναφέρεται στον κατάλογο των βιβλίων που αποτελούν τη Γραφή μας.  Η δημιουργία του κανόνα  υπήρξε μία διαδικασία που έγεινε σταδιακά. Τα βιβλία αναγνωρίστηκαν σαν μέρος του κανόνα με βάση την θεοπνευστία τους. 
Τα στοιχεία που έχουμε φανερώνουν ότι  ο κανόνας της Καινής Διαθήκης είχε ήδη διαμορφωθεί την εποχή του Χριστού. Η ιστορία δείχνει ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης διαβάζονταν στις εκκλησίες λίγο καιρό μετά την συγγραφή τους. Οι Χριστιανοί είχαν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τους λόγους του Ιησού και των αποστόλων Του.  Μ’ αυτό τον τρόπο ο κανόνας της Καινής Διαθήκης διαμορφώθηκε γρήγορα.
Μέσα σ’ ένα ή δύο αιώνες από την αρχική τους προέλευση στον 1ο αιώνα, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είχαν συγκεντρωθεί κι είχαν αναγνωρισθεί σαν θεόπνευστα. 
Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι καμία εκκλησία ή σύνοδος δεν δημιούργησε τον κανόνα της Γραφής. Η Βίβλος δεν οφείλει την ύπαρξη ή την εξουσία της σε κανένα άτομο ή ομάδα.  Η εξουσία της Γραφής προέρχεται από το Θεό. Ο ίδιος ο Θεός οδήγησε τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τα βιβλία τα οποία Αυτός ενέπνευσε κάποιους να γράψουν. Έτσι ο κανόνας της Γραφής είναι αυτός ο κατάλογος των βιβλίων των οποίων ο Θεός οδήγησε τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν ότι είναι ο λόγος Του για το ανθρώπινο γένος.

ΣΤ.  Τα απόκρυφα Βιβλία (δεν ανήκουν στη Γραφή)

Η λέξη απόκρυφα σημαίνει “κρυμμένα”.  Χρησιμοποιείται σε σχέση με ένα βιβλίο του οποίου η προέλευση είναι αμφίβολη ή άγνωστη. Με την πάροδο του χρόνου έφθασε να σημαίνει “μη κανονικά”. Η συνηθισμένη χρήση της λέξης “τα απόκρυφα” είναι ο τίτλος γι’ αυτά τα παρακάτω βιβλία που περιλαμβάνονται στην Παλαιά Διαθήκη των Καθολικών και των Ορθοδόξων αλλά όχι στη Βίβλο. Ο σπουδαστής θα πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν ακόμα απόκρυφα βιβλία στην Καινή Διαθήκη τα οποία δεν είναι μέρος του κανόνα.
Τα απόκρυφα βιβλία γράφτηκαν την περίοδο από το 200 - 100 μ. Χ., αφού είχε ολοκληρωθεί ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης.  Παρ’ όλο που έχουν κάποια ιστορική και λογοτεχνική αξία τους λείπουν τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τα θεόπνευστα κείμενα. 
Τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι 14 και είναι τα παρακάτω:
·      Α΄ Έσδρας (150 π.Χ. περίπου)
·      Β΄ Έσδρας (100 μ.Χ. )
·      Τωβίτ (αρχές 2ου αιώνα π.Χ.)
·      Ιουδίθ (μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. περίπου)
·      Πρόσθεση στην Εσθήρ (100 π.Χ. περίπου)
·      Σοφία Σολομώντος (40 μ.Χ. περίπου)
·     Εκκλησιαστής ή Σοφία Σολομώντος (40 μ.Χ. περίπου)
·      Εκκλησιαστής ή Σοφία Σιράχ (180 π.Χ.. περίπου)
·      Βαρούχ (100 μ.Χ. περίπου / περιέχει την Επιστολή του Ιερεμία)
·      Σουσάννα (1ος αιώνας π.Χ. )  -  ένα 13ο κεφάλαιο που προστέθηκε στο Βιβλίο του Δανιήλ. 
·      Βηλ και Δράκων (1ος αιώνας π.Χ.)  -  ένα 14ο κεφάλαιο που προστέθηκε στο βιβλίο του Δανιήλ
·      Το Άσμα των τριών Εβραίων Παίδων (το οποίο είναι η συνέχεια του Δανιήλ γ:23 στην μετάφραση των Ο’
·      Η Προσευχή του Μανασσή (2ος αιώνας π.Χ. )
·      Α΄ Μακκαβαίων (1ος αιώνας π.Χ.)
·      Β΄ Μακκαβαίων (1ος αιώνας π.Χ.)
Εκτός από τρία, όλα αυτά τα βιβλία θεωρούνται κανονικά από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Τα τρία βιβλία που δεν θεωρούνται μέρος του κανόνα από τους Καθολικούς είναι τα Α΄ και Β΄ Έσδρας και η Προσευχή του Μανασσή.
Για να διευκολυνθούμε στην κατανόηση της φύσης των βιβλίων, το περιεχόμενο τους μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα μέρη:
·      Ιστορικά (Α΄ Έσδρας, Α’ και Β’ Μακκαβαίων)
·      Μυθολογικά (Τωβίτ, Ιουδίθ, Προσθήκες στην Εσθήρ κι οι Προσθήκες στο βιβλίο του Δανιήλ)
·      Προφητικά (Βαρούχ, Προσευχή του Μανασσή, Β’ Έσδρας)
·      Ηθικά (Εκκλησιαστής, Σοφία Σολομώντος)

Παρόλο που μερικά από τα απόκρυφα βιβλία περιέχουν χρήσιμο υλικό απορρίπτονται από τον κανόνα γιατί δεν φέρουν τις απαραίτητες ενδείξεις για την θεοπνευστία τους. Πολλοί έγκυροι λόγοι μπορούν να αναφερθούν που φανερώνουν γιατί δεν έγιναν αποδεκτά σαν μέρος της Γραφής. Τέσσερις λόγοι για τον αποκλεισμό τους από τον κανόνα είναι οι παρακάτω:
           
1.   Περιέχουν πολλές ιστορικές και γεωγραφικές ανακρίβειες και αναχρονισμούς (τοποθετούν πολλά γεγονότα έξω από το σωστό ιστορικό χρόνο τους.
2.   Διδάσκουν διδασκαλίες που είναι λανθασμένες και πρακτικές άλλες οι οποίες είναι διαφορετικές από το θεόπνευστο Λόγο.
3.   Καταφεύγουν σε λογοτεχνικά σχήματα λόγου και φανερώνουν μία έλλειψη φυσικότητας στα θέματα και στον τρόπο γραφής ο οποίος διαφέρει από τα θεόπνευστα βιβλία. 
4.   Τους λείπουν τα στοιχεία εκείνα που ξεχωρίζουν και δίνουν στη Γραφή το Θεϊκό χαρακτήρα που έχει,  όπως είναι η προφητική δύναμη και τα ποιητικά και θρησκευτικά αισθήματα.

Ο Lightfoot, στο βιβλίο του πως έφτασε ως σήμερα η Βίβλος, δίνει εφτά λόγους γιατί δεν θεωρεί τα απόκρυφα βιβλία σαν μέρος της Γραφής.  Τα σχόλια του μπορούν να ανακεφαλαιωθούν ως εξής :
· Δεν συμπεριλαμβάνονται στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη. 
· Ο Ιησούς και οι απόστολοι δεν δέχονταν τα γραπτά των απόκρυφων βιβλίων.
· Οι πρώτοι Εβραίοι και  χριστιανοί συγγραφείς δεν τα αναγνώριζαν σαν κανονικά.
· Στερούνται την εσωτερική μαρτυρία της θεοπνευστίας.  Για παράδειγμα, περιέχουν ιστορικά, χρονολογικά και γεωγραφικά λάθη.  Μερικά απ’ τα βιβλία  πέφτουν σε αντιφάσεις μεταξύ  τους ή με άλλα κανονικά βιβλία. 
· Είναι τυλιγμένα με συνεχόμενη ασάφεια. 
· Δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά ούτε πάνω σε κάποια συμβιβαστική βάση.  Η ακαταλληλότητα τους για δογματικά θέματα τους στερεί την αξιοπιστία για εκκλησιαστική χρήση. 
· Εφόσον αποδεικνύεται ότι δεν είναι θεόπνευστα καμία ανθρώπινη ενέργεια δεν μπορεί να τα κάνει κανονικά.  Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να δεχθούμε την πράξη της καθολικής εκκλησίας η οποία ανακήρυξε τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης σαν έγκυρα βιβλία του Λόγου του Θεού. (Αυτή η ανακήρυξη έγινε στην τέταρτη συνεδρίαση της συνόδου της Τρέντης, της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, στις 8 Απριλίου 1546).

Η προσεκτική μελέτη αποδεικνύει ότι τα απόκρυφα βιβλία δεν είναι κανονικά και πρέπει να απορριφθούν από τη Βίβλο μας.  Περισσότερες ιστορικές πληροφορίες μπορεί να βρεθούν οι οποίες δικαιολογούν και εξηγούν τον αποκλεισμό των απόκρυφων από τη Βίβλο. Οι Geisler & Nix (Γενική εισαγωγή στη Βίβλο, εκδόσεις Μούντη 1968) εκθέτουν μερικές τέτοιες μαρτυρίες :
·      Ο Φίλωνας ένας Αλεξανδρινός Εβραίος φιλόσοφος
·      Ο Ιώσηπος, Εβραίος ιστορικός
·      Ο Ιησούς και συγγραφείς της Καινής Διαθήκης
·      Οι Εβραίοι λόγιοι της Τζάμια
·      Η χριστιανική εκκλησία των τεσσάρων πρώτων αιώνων
·     Πολλοί από τους πρώτους εκκλησιαστικούς πατέρες
·     Ο Ιερώνυμος, ο μεγάλος λόγιος και μεταφραστής της Βουλγάτα
·    Πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί λόγιοι μέχρι την περίοδο της Μεταρρύθμισης.
·    Ο Λούθηρος και οι Μεταρρυθμιστές
·    Μέχρι το 1546 τα απόκρυφα βιβλία δεν είχαν γίνει αποδεκτά, μέχρις ότου τους έδωσε επίσημη ισχύ η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Οι αναφορές στα απόκρυφα συνήθως είναι για τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης,  αλλά ο σπουδαστής της Βίβλου πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλα απόκρυφα κείμενα. Πολλά απ’ αυτά είναι γνωστά σαν τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης. Αυτά γράφτηκαν από ανθρώπους που υπέγραφαν με το όνομα των αποστόλων και άλλων, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια. Χρονολογούνται από το 2ο αιώνα και μετά και περιλαμβάνουν διάφορα ήδη κειμένων: Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές και Αποκάλυψη. Τα απόκρυφα ευαγγέλια για παράδειγμα ασχολούνται συχνά με τα πρώτα χρόνια του Ιησού και δίνουν φανταστικές ιστορίες για την παιδική Του ηλικία. Οι απόκρυφες Πράξεις περιέχουν παρόμοιες υπερβολικές ιστορίες για την διακονία του Ιησού και των αποστόλων.
Αυτά τα απόκρυφα βιβλία ποτέ δεν εγκρίθηκαν σαν μέρος του κανόνα της Καινής Διαθήκης.  Δεν περιέχουν την εσωτερική μαρτυρία για την θεοπνευστία τους. Ωστόσο, απεικονίζουν την άνοδο των αιρέσεων στην μεταποστολική εποχή. Αυτά τα απόκρυφα κείμενα, μαζί με τα γραπτά των πρώτων εκκλησιαστικών πατέρων, έχουν ειρωνικά ονομαστή “τα χαμένα βιβλία της Βίβλου”.  Αυτός είναι ένας παραπλανητικός και ανακριβής τίτλος γιατί κανένα από αυτά τα κείμενα δεν ήταν ποτέ μέρος της Βίβλου.
Η μελέτη της ίδιας της Γραφής σε συνδυασμό με άλλες ιστορικές μαρτυρίες φανερώνει ότι ο Θεός καθοδήγησε συγκεκριμένα την καθιέρωση του λόγου Του. Ο κανόνας της Γραφής έχει διαμορφωθεί και τα απόκρυφα βιβλία δεν είναι μέρος του καθιερωμένου λόγου από τον Κύριο. Γι’ αυτό ο χριστιανός δεν πρέπει να απασχολείται με την μελέτη των απόκρυφων βιβλίων για πνευματική καθοδήγηση.  Δεν έχουν γραφτεί για την οικοδομή στην χριστιανική πίστη. Παρ’ όλο που μερικά από αυτά περιέχουν ιστορικές πληροφορίες, περιέχουν επίσης και ιδέες αντίθετες με την διδασκαλία της Γραφής. Ο σπουδαστής της Βίβλου δεν πρέπει να απασχολείται ιδιαίτερα με την μελέτη αυτών των βιβλίων και ιδικά όταν ακόμα δεν  έχει προλάβει να μελετήσει σε βάθος το λόγο του Θεού.