Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Η πιο τρελή... λογική απόφαση


Ας παρακολουθήσουμε μια στιχομυθία ανάμεσα σε ένα ανδρόγυνο, στην εποχή του Χριστού. Ας ονομάσουμε τον άνδρα Αράμ και τη γυναίκα Ρουθ.

—Γιατί, Αράμ, μαζεύεις τις καρέκλες; Θα δώσεις αυτές και θα πάρεις άλλες;

—Όχι, Ρουθ. Τις πουλάω. Δε θα πάρω άλλες.

—Καταλαβαίνω. Δε φτάνουν για τη συντήρηση μας τα λεφτά που παίρνεις. Πουλάς τις καρέκλες για πιο αναγκαία πράγματα. Δεν πειράζει, Αράμ. Θα βολευτούμε. Εσύ να ’σαι καλά. Υγεία να υπάρχει και τα ξανακάνουμε.

—Ξέρεις, Ρουθ, και άλλα πράγματα έχω πουλήσει στον άνθρωπο που ήρθε μαζί μου.
 
—Ελπίζω να μην είναι πρώτης ανάγκης. Μα τι βλέπω; Αυτός παίρνει και το τραπέζι. Τι θα γίνει; Θα στρώνουμε στο πάτωμα για να τρώμε.

—Και πού είσαι ακόμη;

—Βάλθηκες να διαλύσεις το σπιτικό μας; Αυτός που έφερες, παίρνει και τα κρεβάτια των παιδιών. Πού θα τα κοιμίσουμε; Στο πέτρινο δάπεδο; Θα πλευριτώσουν.

—Μα ούτε το δάπεδο είναι πια δικό μας, γιατί πούλησα και το σπίτι.

—Αφέντη του σπιτιού μου και της καρδιάς μου, σάλεψε το λογικό σου;

—Όχι, Ρουθ, αλλά ούτε μπορώ να σου εξηγήσω τώρα.

—Τι να μου εξηγήσεις; Σε ποια λογική χωρούν αυτά που κάνεις;

Άφωνη η μητέρα παρακολουθεί το ξεγύμνωμα του σπιτιού. Όταν αυτό άδειασε, ο αγοραστής βγάζει έξω την οικογένεια και βάζει λουκέτο στο σπίτι, που τώρα πια είναι δικό του. Στη συνέχεια, φορτώνει τις οικοσκευές στη βοδάμαξα που έχει φέρει, πληρώνει τον Αράμ και φεύγει. Όταν ο αγοραστής απομακρύνεται, ο Αράμ λέει στη γυναίκα του:

—Ρουθ, κάθισε εδώ με τα παιδιά μέχρι να γυρίσω. Θα αργήσω όμως. Αλλά μην ανησυχήσετε.

Αυτά λέει και φεύγει. Η μητέρα παίρνει τα παιδάκια της και κάθεται κάτω από τη συκιά της αυλής. Μοιάζει με πουλί που η μπόρα χάλασε τη φωλιά του, και αυτό κάτω από ένα θάμνο προσπαθεί να προστατεύσει τα νεογνά του. Η νύχτα έχει προχωρήσει και η μητέρα με τα παιδιά της περιμένει. Κάτι ελπίζει. Τον άνδρα της τον ξέρει. Είναι λογικός άνθρωπος. Κάποια στιγμή στο βάθος βλέπει να κουνιέται ένα φως και να προχωράει. Χαρούμενη λέει στα παιδιά της:

—Παιδιά, ένα φανάρι! Ποιος να ’ναι; Μήπως ο μπαμπάς το κρατάει; Μα βέβαια! Όσο πλησιάζει το φως, βλέπω ότι είναι αυτός. Παραμάσχαλα έχει και κάτι. Ας έρθει να δούμε τι νέα μας φέρνει.

Φτάνει ο πατέρας, αφήνει καταγής το φανάρι και αυτό που κρατούσε, αγκαλιάζει την οικογένεια του και λέει:

—Τώρα είμαστε πλούσιοι, πλούσιοι!

—Για εξήγησε μας, Αράμ, τι εννοείς πλούσιοι; Από πού και ως πού; Μήπως από τα λεφτά που πήρες πουλώντας το σπίτι; Μα τώρα είμαστε και άστεγοι.

—Καλή μου Ρουθ, με τα λεφτά που έχω, παλάτι θα σου χτίσω.

—Να το δω και να μην το πιστέψω. Λέγε. Ανυπομονώ. Νομίζω ότι κάτι μας κρύβεις.

—Ναι, κρύβω κάτι, και είναι εδώ στην κασέλα. Θα σας εξηγήσω. Ας καθίσω όμως πρώτα γιατί κουράστηκα να την κουβαλάω. Λοιπόν, όπως ξέρεις, σήμερα όργωνα το χωράφι που νοικιάσαμε από τον Ιωνάθαν. Το όργωνα βαθιά για να καρπίσει. Κάποια στιγμή το υνί σκάλωσε και δεν προχωρούσε. Νόμισα ότι το εμπόδιο ήταν κοτρόνα. Άφησα το υνί και άρχισα να σκάβω. Τελικά έβγαλα αυτήν τη σιδερένια κασέλα. Τη σκέπασα αμέσως και άρχισα να σκέφτομαι. Κοίταξε όμως τι έχει μέσα!

Διάπλατα ανοίγουν τα μάτια της Ρουθ και των παιδιών. Καθώς το φως του φαναριού πέφτει στην ανοιχτή κασέλα, βλέπουν μέσα πολύτιμα πετράδια, χρυσά νομίσματα, αργύρια, τάλαντα και διάφορα κοσμήματα.

Πολιτικές ταραχές, οικονομική αβεβαιότητα, ληστείες ανάγκαζαν τους ανθρώπους να θάβουν το θησαυρό τους σε χωράφια για να τον διαφυλάξουν. Αν όμως πέθαιναν χωρίς να τον χρησιμοποιήσουν, ο θησαυρός περνούσε από κληρονόμο σε κληρονόμο και από αγοραστή σε αγοραστή, μέχρις ότου κάποιος τιτλούχος του αγρού τον ανακαλύψει. Αφού συνέρχεται η Ρουθ από το ξάφνιασμα, του λέει σε τόνο συμβουλευτικό:

—Ναι όμως, αυτά δεν ανήκουν σε σένα. Στην Πεντάτευχο διαβάζουμε πως αν βρούμε κάτι, πρέπει να το δώσουμε σε όποιον αυτό ανήκει.

Είχε δίκιο η Ρουθ. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει ένας συγκεκριμένος νόμος για τα ευρήματα. Διαβάζουμε στο Λευ.ς:1-4:

«Και ελάλησεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν λέγων, Εάν τις αμαρτήση, και πράξη παρανομίαν κατά του Κυρίου, και ψευσθή προς τον πλησίον αυτού διά παρακαταθήκην, ή διά πράγμα τι εμπιστευμένον εις τας χείρας αυτού, ή διά αρπαγήν, ή ηπάτησε τον πλησίον αυτού, ή εύρε πράγμα χαμένον και ψεύδεται περί αυτού, ή ομώση ψευδώς περί τινός εκ των πραγμάτων όσα πράττει ο άνθρωπος, ώστε να αμαρτήση εις αυτά, όταν αμαρτήση και είναι ένοχος, θέλει αποδώσει το άρπαγμα το οποίον ήρπασεν, ή το πράγμα το οποίον έλαβε δι’ απάτης, ή την παρακαταθήκην την εμπιστευθείσαν εις αυτόν, ή το χαμένον πράγμα το οποίον εύρε».

Από αυτήν την περικοπή θα κρατήσουμε τις φράσεις: «Εάν τις ... εύρε πράγμα χαμένον ... θέλει αποδώσει ... το χαμένον πράγμα το οποίον εύρε».

Και να, πώς ο Αράμ αντιμετωπίζει τα επιχειρήματα της Ρουθ:

–Σε ποιον, Ρουθ, θέλεις να δώσω την κασέλα; Ο πραγματικός κάτοχος του ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν πέθανε. Ο θησαυρός ανήκει σε όποιον έχει αγορασμένο το χωράφι. Σκέφθηκα λοιπόν να το αγοράσω από τον Ιωνάθαν για να γίνω νόμιμος κάτοχος του θησαυρού. Λεφτά όμως δεν είχα, και κανένας δε θα με δάνειζε, γνωρίζοντας πόσο φτωχός είμαι και δε θα μπορώ να τα επιστρέψω. Έπρεπε όμως με κάθε θυσία να αγοράσω το χωράφι. Έτσι, μου ήρθε η σκέψη να πουλήσω τα έπιπλα και το σπίτι. Πήγα στην πλατεία – ξέρεις, εκεί που γίνονται οι αγοραπωλησίες. Έψαξα και βρήκα αγοραστή. Και να έβλεπες, Ρουθ, πώς με κοίταζαν οι άνθρωποι! Άκουγα να ψιθυρίζουν: Ο Αράμ τρελάθηκε. Μα και συ δε νόμιζες ότι τρελάθηκα; Τώρα τι λες;

–Έκανες την πιο σωστή και σοφή πράξη.

Όλοι συμφωνούμε με την άποψη της Ρουθ.

Αυτή η σκηνή –προϊόν φαντασίας– βασίζεται στην ακόλουθη παραβολή του Χριστού:

«Πάλιν, ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με θησαυρόν κεκρυμμένον εν τω αγρώ, τον οποίον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει και πωλεί πάντα όσα έχει, και αγοράζει τον αγρόν εκείνον» (Ματθ.ιγ:44).

Στο κεφάλαιο αυτό υπάρχουν και άλλες παραβολές με θέμα τη βασιλεία του Θεού, η καθεμιά όμως με ιδιαίτερο μήνυμα. Το μήνυμα της παραβολής αυτής είναι πως ο άνθρωπος πρέπει να απαγκιστρωθεί από ό,τι έχει στον κόσμο αυτόν για να κερδίσει τη βασιλεία του Θεού. Ο άνθρωπος της παραβολής πούλησε ό,τι είχε. Αυτό δε σημαίνει πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να πουλήσει τα υπάρχοντα του. Δε σημαίνει ότι ο καθένας μας αν έχει ένα σπίτι, ένα χωράφι, ένα εργαστήρι, ένα εργοστάσιο, ακόμη και ένα πετρελαιοφόρο, πρέπει να το πουλήσει για να κερδίσει τη βασιλεία του Θεού. Αν όμως χρειάζεται, πρέπει να το κάνει.

Ας δούμε μερικούς που είχαν υπάρχοντα και οι οποίοι συνάντησαν προσωπικά το Χριστό.

Ένας ήταν ο τελώνης Ζακχαίος. Ήταν πλούσιος. Δε χρειάστηκε όμως ο Χριστός να του πει να πουλήσει τα υπάρχοντά του. Ο ίδιος απαγκιστρώθηκε από αυτά λέγοντας ότι θα αποκαθιστούσε τις αδικίες που έκανε, και ακόμη θα έδινε τη μισή περιουσία του στους φτωχούς.

Άλλος ήταν ο Νικόδημος. Από αυτόν ο Χριστός δε ζήτησε να απαλλαγεί από τα υπάρχοντά του. «Εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού», του είπε. Και τούτο, γιατί ο Νικόδημος είχε το αίσθημα της αυτοδικαίωσης που έπρεπε να ξεριζωθεί από μέσα του για να αρχίσει μια νέα ζωή. Αντίθετα, δεν ήταν καθόλου προσκολλημένος στα υπάρχοντα του. Βλέπουμε με πόση απλοχεριά μερίμνησε αργότερα για την ταφή του Χριστού. Διαβάζουμε:

«Ήλθε δε ο Νικόδημος, όστις είχεν έλθει προς τον Ιησού διά νυκτός κατ’ αρχάς, φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης έως εκατόν λίτρας» (Ιωάν.ιθ:39). Πολλά χρήματα διέθεσε ο Νικόδημος για να αγοράσει τόσο άρωμα που, σαν εισαγόμενο προϊόν από την Ανατολή, ήταν ακριβό. Αλλά δε λογάριασε τα χρήματα, γιατί δεν ήταν προσκολλημένος στα πλούτη.

Στην περίπτωση όμως του νεαρού πλουσίου (Ιωάν.ιθ:16-22), τα πράγματα αλλάζουν. Αυτός συνάντησε το Χριστό και Του είπε· «Διδάσκαλε τι καλόν να πράξω διά να έχω ζωήν αιώνιον;» Ακολούθησε ένας διάλογος ανάμεσα στο νεαρό πλούσιο και στο Χριστό. Τελικά, ο Χριστός του είπε: «Εάν θέλης να είσαι τέλειος, ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντα σου και δος εις τους πτωχούς, και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ. Και ελθέ, ακολούθει μοι».

Η αγάπη στα πλούτη ήταν το ευάλωτο σημείο του νέου, από όπου ο Σατανάς μπορούσε να κάνει έφοδο. Και αυτό το σημείο θέλησε να οχυρώσει ο Χριστός. Αλλά ο νέος δε δέχθηκε. Διαβάζουμε «Ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον ανεχώρησε λυπούμενος, διότι είχε κτήματα πολλά».

Ό,τι και αν χρειασθεί να αποχωρισθούμε γιατί μας στέκεται εμπόδιο στον υπέρτατο σκοπό να κερδίσουμε τη βασιλεία του Θεού, πρέπει να το αποχωρισθούμε, και ας φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων παράλογο, όπως παράλογο ήταν το ξεσπίτωμα του Αράμ. Οι άλλοι μπορεί να μη μας καταλαβαίνουν, ακόμη και οι δικοί μας. Εμείς όμως ξέρουμε τι κάνουμε, και ποιο είναι το τέλος της προσπάθειάς μας.