Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Φίλε Ιούδα



Ιούδα, πόσο σ’ ευχαριστώ, πόσο σου είμαι ευγνώμων; Σου χρωστώ μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη χάρη.

Φίλε μου Ιούδα. Δεν είδα τίποτα στη ζωή σου, και φυσικά, δεν πήρα τίποτα από σένα. Σαν τί μπορούσα να πάρω; Τί είχες που θα μπορούσα να το ζηλέψω ή να καθίσω και να το αντιγράψω;

Σ' ευγνωμονώ γιατί έγινες αφορμή να δω στον Κύριό μου, τη σωστή συμπεριφορά, τα σωστά αντανακλαστικά, την σωστή ανταπόδοση. Εάν εσύ δεν ήσουν, τότε δεν θα είχα γνωρίσει αυτή τη μεγάλη αλήθεια.


Ήξερε ο Κύριός μου πως θα τον πρόδινες. Ήξερε πως τον είχες πουλήσει. Ήξερε ποιος άνθρωπος ήσουν. Η καρδιά σου ήτανε γεμάτη χολή. Μα ο Κύριος. . . ο Κύριος;

Σε γνώριζε, πως ήσουν ένας κλέφτης και σούφρωνες από το κοινό ταμείο. Και σ' άφησε εκεί. Δεν σε ρεζίλεψε. Δεν σε έπιασε επ’ αυτοφώρω. Δεν σε άφησε να πέσεις στα μάτια των άλλων.

Και σου έπλυνε τα πόδια. Όπως και των άλλων χωρίς διάκριση. Όπως και του Πέτρου, του Ιωάννη, του Ανδρέα. Ποιανού; Εσένα Θεέ μου. Τί ψηλή κορφή; Πόσος ίλιγγος εκεί ψηλά;

Και όταν ήρθε ή ώρα σου, η ώρα της προδοσίας σου έκανε πλάτες. Έκανε πως δεν καταλάβαινε. Δεν σε αποκάλυψε. Δεν σε ξεσκέπασε. Δεν σε άφησε έκθετο. Εσύ δεν μπορούσες να φύγεις. Στην τσέπη είχες τα τριάντα αργύρια που κουδούνιζαν. Και στην καρδιά το μίσος. Τον θάνατο. Μα ναι, δεν σε εμπόδισε. Άφηνε τον εαυτό του στα χέρια του Πατέρα. Σε βοήθησε και σε παραστάθηκε. Ίσως η θύμηση όλων αυτών, σαν μια μεγάλη παλίρροια σ' έκανε να κρεμαστείς.

Έχω κι εγώ ανθρώπους σαν και σένα. Δεν λείψανε από καμιά εποχή. Κύριέ μου, δεν τους αγάπησα, όπως εσύ τον Ιούδα. Δεν τους φέρθηκα με τον ίδιο τρόπο. Όχι. Γι' αυτό ζητώ να με συγχωρήσεις. Και κάτι ακόμα. Θέλω την καρδιά Σου.

Είναι άνθρωποι που θέλησαν να με εξοντώσουν. Το είπανε. Φάνηκε καθαρά. Καμιά αμφιβολία γι' αυτό.

Είναι άνθρωποι που μοιράζανε λάσπη και βούρκο. Και είπε το στόμα τους. Και τί δεν είπε;

Είναι άνθρωποι που φρύαζαν για την φτωχή μου διακονία. Αγωνίσθηκαν, προσπάθησαν να την συκοφαντήσουν. Να την καταστρέψουν.

Μα, δυστυχώς, εγώ στενοχωρήθηκα. Τούς είδα με άλλο μάτι. Ίσως μίλησα άπρεπα γι' αυτούς χαρακτηρίζοντας τις πράξεις τους. Πάλεψα με τον εαυτό μου για να συγκρατηθώ.