Σχεδόν ο καθένας θέλει να ξέρει πώς έχουν επιλεγεί τα εξήντα
έξι βιβλία που αποτελούν την Αγία Γραφή. Γιατί αυτά τα εξήντα έξι; Γιατί όχι λιγότερα
ή περισσότερα; Γιατί αυτά τα βιβλία και όχι άλλα;
Στο διωγμό της πρώτης εκκλησίας, υπάρχει η ιστορία ενός
Χριστιανού που φέρθηκε ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτη της Σικελίας κατά τον
τελευταίο μεγάλο διωγμό της Εκκλησίας. Το έγκλημά του; Κατείχε ένα αντίγραφο
από τα Ευαγγέλια.
Ο κυβερνήτης ρώτησε, «Που τα βρήκες αυτά; Τα έφερες από το
σπίτι σου;»
Ο πιστός απάντησε, «Δεν έχω σπίτι, όπως γνωρίζει ο Κύριός
μου Ιησούς».
Ο κυβερνήτης ζήτησε από τον φυλακισμένο να διαβάσει ένα
μέρος των Ευαγγελίων. Ο αδελφός διάλεξε ένα κομμάτι από την επί του όρους
ομιλία του Ιησού: «Μακάριοι οι
δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών..»
(Ματθ.ε:10). Μετά διάβασε από τον Λουκά: «Εάν
τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού
καθ' ημέραν και ας με ακολουθή..» (θ:23).
Σ’ αυτό το σημείο, ο δικαστής διέταξε να τον πάρουν — μέχρι να
τον εκτελέσουν.
Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, νέες θρησκείες ήταν παράνομες.
Στις πρώτες δεκαετίες του, ο Χριστιανισμός θεωρήθηκε σαν μια αίρεση μέσα στον Ιουδαϊσμό.
Αφού διαπιστώθηκε ότι ο Χριστιανισμός ήταν μια ξεχωριστή θρησκεία, έγινε
παράνομο να είναι κάποιος Χριστιανός. Έτσι, για τους πρώτους τρεις αιώνες αυτού
που σήμερα ονομάζουμε περίοδο της πρώτης εκκλησίας, ήταν έγκλημα να είσαι
Χριστιανός. Σήμερα αναβιώνει αυτή η άποψη. Όταν λέμε «χριστιανός» εννοούμε με
όλη τη σημασία της λέξης, όχι αυτό που έχουν μορφώσει οι άνθρωποι! Διωγμοί ξεπήδησαν
σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Πιστοί βασανίστηκαν και πολλές φορές
μαρτύρησαν για την πίστη τους. Το 303, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διέταξε την
κατάσχεση κάθε χριστιανικής περιουσίας και το κάψιμο των Γραφών. Οι πιστοί και τα
βιβλία τους είχαν γίνει τόσο αναπόσπαστα, που ο τρόπος για την εξάλειψη του
Χριστιανισμού ήταν η εξάλειψη των Γραφών.
Πώς «μαζεύτηκε» η
Αγία Γραφή;
Ποιος αποφάσισε τι θα περιείχε η Αγία Γραφή; Η σύντομη
απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κανείς. Ή ίσως μια καλύτερη απάντηση είναι, ο
Θεός. Όταν οι μελετητές μιλούν για το πώς ένα βιβλίο αποκτούσε τα προσόντα για
να ονομάζεται Αγία Γραφή, απαριθμούν πέντε χαρακτηριστικά, τους νόμους της
κανονικότητας. Αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων, δεν
αναπτύχθηκαν από μια συγκεκριμένη ομάδα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στην
ιστορία.
Μετά την ανάσταση Του, ο Ιησούς ανέθεσε στους δικούς Του, να
πάνε και να μαθητεύσουν τον κόσμο, όπως και έκαναν. Αφιερώθηκαν στο να
μοιραστούν το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, μάζευαν τους ανθρώπους σε τοπικές
εκκλησίες και τους δίδασκαν να υπακούν όλα όσα ο Ιησούς είχε προστάξει.
Οι Εβραίοι πιστοί είχαν ήδη γραφές. Σε ολόκληρη την Παλαιστίνη,
οι εβραϊκές γραφές, είναι ακριβώς αυτό που σήμερα ονομάζουμε Παλαιά Διαθήκη. Ο
Ιησούς αναφέρθηκε σ’ αυτά τα βιβλία, όταν μιλούσε για το νόμο του Μωυσή, τους
προφήτες και τους ψαλμούς (Λουκ.κδ:44).
Έξω από την Παλαιστίνη, μερικοί Εβραίοι περιλάμβαναν δώδεκα
έως δεκαπέντε άλλα βιβλία σαν μέρος των Γραφών τους. Η μετάφραση των Εβδομήκοντα,
που έγινε στην Αίγυπτο, περιέχει βιβλία που τα ονομάζουμε απόκρυφα. Οι πρώτοι
χριστιανοί διαφωνούσαν κατά πόσον αυτά τα βιβλία θα πρέπει να θεωρούνται Γραφές
ή όχι. Αυτοί που βρισκόταν πλησιέστερα στην Παλαιστίνη έλεγαν ότι πρέπει να τα
αποκλείσουν. Εκείνοι που ήταν πιο κοντά στη Ρώμη, έλεγαν να τα περιλάβουν.
Κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης, τον 16ο αιώνα,
ο Μαρτίνος Λούθηρος κατέκρινε έντονα τα απόκρυφα. Αντιδρώντας, η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία, συγκάλεσε μια σύνοδο στην Τρέντη (τώρα Ιταλία), όπου διακήρυξαν τα απόκρυφα
σαν κανονικά. Απ’ αυτή την ημέρα, Καθολικοί και Προτεστάντες διαφωνούν σχετικά
με αυτό το ζήτημα. Οι Καθολικοί δέχονται τα απόκρυφα. Οι Προτεστάντες, θεωρούν
ότι τα απόκρυφα είναι χρήσιμα αλλά δεν θεόπνευστα.
Όπου και εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός, οι Χριστιανοί μαζευόταν
για λατρεία και διδασκαλία. Σύμφωνα με τα έθιμα της Εβραϊκής Συναγωγής, ένα
μέρος της Παλαιά Διαθήκη έπρεπε να διαβαστεί και να εξηγηθεί. Εν τω μεταξύ, οι
απόστολοι, μαζί με άλλους ευαγγελιστές και δασκάλους, ταξίδευαν από τόπο σε
τόπο για να ιδρύσουν εκκλησίες και να ενθαρρύνει τους πιστούς. Όταν κάποιος από
αυτούς τους αναγνωρισμένους ηγέτες βρισκόταν σε μια πόλη, τον προσκαλούσαν να μιλήσει
στη συνάθροισή τους.
Όταν προέκυψε η ανάγκη, οι απόστολοι έγραψαν επιστολές σε
διάφορες εκκλησίες. Όταν έφτανε η επιστολή, την διάβαζαν με μεγάλο ενθουσιασμό κατά
τη διάρκεια της συνάθροισης. Συχνά η επιστολή αντιγραφόταν και την μοιραζόταν
με γειτονικές εκκλησίες, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα την μοιραζόταν με
ακόμα άλλες εκκλησίες. Φυσικά, οι πιο εμπνευσμένες επιστολές αντιγραφόταν και μοιραζόταν
πιο συχνά.
Στην επιστολή του προς Κολοσσαείς, ο Παύλος έγραψε, «και αφού αναγνωσθή μεταξύ σας η επιστολή,
κάμετε να αναγνωσθή και εν τη εκκλησία των Λαοδικέων, και την εκ Λαοδικείας να
αναγνώσητε και σεις» (Κολ.δ:16). Έχουμε την επιστολή προς Κολοσσαείς. Η επιστολή
προς τους Λαοδικείς δεν διαφυλάχτηκε.
Γύρω στο 150 μ.Χ., ο Ιουστίνος
ο μάρτυρας περιέγραψε την λατρεία κάπως έτσι:
Την ημέρα που ονομάζεται ημέρα του ήλιου όλοι όσοι ζουν σε
πόλεις ή στην επαρχία, συγκεντρώνονται σε ένα μέρος και διαβάζουν τα γραπτά των
αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσο επιτρέπει ο χρόνος. Στη συνέχεια,
όταν ο αναγνώστης σταματήσει, ο υπεύθυνος της συνάθροισης προφορικά καθοδηγεί
και προτρέπει στη μίμηση αυτών των καλών πραγμάτων που ακούστηκαν. Στη συνέχεια,
όλοι σηκώνονται και να προσεύχονται.
Από νωρίς, «τα απομνημονεύματα των αποστόλων» θεωρούνταν
εξίσου σημαντικά για την διδασκαλία της εκκλησίας όπως και τα γραπτά των
προφητών.
Μαρκίων και Μοντανός. Δέκα περίπου χρόνια
νωρίτερα, ένας πλούσιος πλοιοκτήτης ονομαζόμενος Μαρκίων, σάλπαρε από την
πατρίδα του κοντά στη Μαύρη θάλασσα προς την πρωτεύουσα πόλη της Ρώμης. Ο
Μαρκίων πίστευε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν διαφορετικός από τον Θεό της
Καινής Διαθήκης. Ο πρώτος ήταν απόμακρος και αγαπούσε την κρίση και την δικαιοσύνη,
ενώ ο δεύτερος ήταν γεμάτος αγάπη και έδινε έμφαση στη χάρη.
Ο Μαρκίων απέρριψε την Παλαιά Διαθήκη, μαζί με οποιαδήποτε
γραπτά που θα μπορούσαν να ενισχύσουν άλλες απόωεις εκτός από τη δική του. Έφτιαξε
μια λίστα βιβλίων που αυτός θεωρούσε αποδεκτή: αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο του
Λουκά, δέκα από τις επιστολές του Παύλου, καθώς και μια επιστολή δήθεν από τον
Παύλο προς Αλεξανδρινούς. Αυτή η λίστα είναι γνωστή σαν ο κανόνας του Μαρκίωνα.
Η εκκλησία έπρεπε να τοποθετηθεί σ’ αυτό. Αν και τίποτα δεν
είχε γραφτεί επίσημα, αποφάσισε ή διακήρυξε, οι περισσότεροι Χριστιανοί είχαν
μια αίσθηση του τι ήταν Γραφή και τι δεν ήταν.
Μεταξύ 156 και 172 μ.Χ., ένας δεύτερος προβοκάτορας
εμφανίστηκε στη σκηνή. Το όνομά του ήταν Μοντανός. Ο Μοντανός συνοδευόταν από
δύο προφήτισες, την Πρίσκα και την Μαξιμίλλα. «Οι τρεις» μιλούσαν σε εκστατική κατάσταση,
βλέποντας οράματα και ενθάρρυναν τους οπαδούς τους σε νηστεία και προσευχή,
καλώντας την εκκλησία σε υψηλότερο επίπεδο δικαιοσύνης και ζήλου. Αν οι πράξεις
τους συμφωνούσαν με τα λόγια τους, θα είχαν κάτι να καυχώνται. Αλλά το μήνυμά
τους περιλάμβανε αυτό που ονόμαζαν «νέα προφητεία,» που έσπρωχνε τον Χριστό και
το αποστολικό μήνυμα στο παρασκήνιο. Τα λόγια του Χριστού και των αποστόλων
επισκιαζόταν από τις «αποκαλύψεις» του Αγίου Πνεύματος, με τον Μοντανό και τις
δύο κοπέλες, κύριους εκπροσώπους.
Ο Μοντανός έφερνε πραγματικά μια νέα προφητεία που είχε νέα εξουσία;
Προφητεία πιο αυθεντική από ό, τι του Ιησού και των αποστόλων; Το ερώτημα αυτό ανάγκασε
την εκκλησία να ανταποκριθεί για δεύτερη φορά.
Το 144 μ.Χ., η εκκλησία της Ρώμης αφόρισε τον Μαρκίωνα και
συνέχισε τη διαδικασία κοσκινίσματος, όσο αφορά στο τι ήταν Γραφικό και τι όχι.
Η διαμάχη του Μοντανού ώθησε την εκκλησία να αναρωτηθεί περαιτέρω για τις
Γραφές. Συγκεκριμένα, ήταν ο Θεός που αποκάλυπτε καινούρια πράγματα; Θα
μπορούσε η οποιαδήποτε αποκάλυψη να είναι αλήθεια, αν ήταν αντιφατική με τη
διδασκαλία του Ιησού και των αποστόλων; Θα μπορούσε η καινούρια αλήθεια να
αλλάξει ή να προσθέσει στις βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας που την έτρεφαν
για ένα αιώνα; Η απάντηση ήταν όχι. Από αυτό η εκκλησία κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι ο κανόνας της Αγίας Γραφής είχε κλείσει.
Ωθούμενη από αυτά τα διλήμματα, η εκκλησία ανέπτυξε τη λίστα
των κανονικών βιβλίων. Οι παρακάτω είναι κατευθυντήριες γραμμές για την αποδοχή
ενός βιβλίου της Καινής Διαθήκης:
1. ήταν το βιβλίο γραμμένο από ένα προφήτη του
Θεού;
2. ήταν ο συγγραφέας επιβεβαιωμένος από ενέργειες
του Θεού;
3. το μήνυμα έλεγε την αλήθεια σχετικά με τον
Θεό;
4. ερχόταν με τη δύναμη του Θεού;
5. ήταν αποδεκτό από τον λαό του Θεού;
Αυτά είναι τα σημάδια της κανονικότητας. «Κανόνας» σημαίνει
«χάρακας» ή «ράβδος μέτρησης». Αυτά τα πέντε ερωτήματα χρησιμοποιούντο για να
προσδιοριστεί ποια βιβλία «είναι κανονικά», μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν θεόπνευστα.
Είχαν «τα σημάδια της κανονικότητας».
Πήγαινε σ’ ένα πίνακα περιεχομένων της Βίβλου, και θα δεις
ότι κάθε βιβλίο είναι γραμμένο είτε από προφήτη είτε από απόστολο (Εφες.β:20),
ή από κάποιον με άμεση σχέση με αυτούς.
Τα θαύματα ήταν το μέσο με το οποίο ο Θεός επιβεβαίωνε την εξουσία
των εκπροσώπων Του. Στην Έξοδ.δ, δόθηκε στο Μωυσή θαυματουργική εξουσία να
επιβεβαιώσει την κλήση του. Στην Β’ Κορ.ιβ:12, ο Παύλος διδάσκει ότι τα σημεία
του αποστόλου είναι «θαύματα και τεράστια και δυνάμεις».
Η αλήθεια δεν μπορεί να αντιφάσκει με τον εαυτό της, έτσι, η
συμφωνία με τα άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής ήταν μόνο λογική. Δεδομένου ότι
ήταν ιστορικά ακριβή. Αν τα γεγονότα ενός βιβλίου ήταν ανακριβή, δεν θα
μπορούσε να ήταν από τον Θεό.
Η εσωτερική μαρτυρία του πνεύματος ήταν εξίσου σημαντική.
Ένα βασικό ερώτημα που έκαναν οι πρώτοι Χριστιανοί, ήταν, όταν το διαβάζουμε,
υπάρχει μια εσωτερική αίσθηση από τον Θεό ότι ό, τι είναι γραμμένο είναι σωστό
και αληθινό;
Η αρχική αποδοχή από τους ανθρώπους στους οποίους
απευθύνθηκε το έργο ήταν ζωτικής σημασίας. Ποια ήταν η αίσθηση του αρχικού ακροατήριου;
Δέχθηκαν το βιβλίο σαν έγκυρο λόγο από τον Θεό; Ο Δανιήλ, ο οποίος έζησε λίγα
χρόνια μαζί με τον Ιερεμία, ονομάζει το βιβλίο του Ιερεμία «Γραφή» στο Δαν.θ:2.
Ο Παύλος κάλεσε το Ευαγγέλιο του Λουκά, «Γραφή» στην Α’ Τιμ.ε:18. Ο Πέτρος
επιβεβαίωσε ότι οι επιστολές του Παύλου ήταν «Γραφή» στη Β’ Πέτρ.γ:16.
Ο κανόνας του Muratori. Ακόμη και πριν από τον Μαρκίωνα και
τον Μοντανό, η εκκλησία ήταν ενήμερη για αυτά τα σημαντικά κριτήρια. Το 96 μ.Χ.,
ο Κλήμεντας της Ρώμης έγραψε «οι απόστολοι έγιναν ευαγγελιστές για μας από τον
Κύριο Χριστό, ο Ιησούς Χριστός στάλθηκε από τον Θεό. Έτσι ο Χριστός είναι από
τον Θεό και οι απόστολοι από τον Χριστό.... Η εκκλησία είναι κτισμένη πάνω τους,
σαν θεμέλιο» (1 Κλήμης 42).
Μετά τον Μαρκίωνα και τον Μοντανό, αρχίζουν να εμφανίζονται κατάλογοι
των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ένας από τους πρώτους ήταν ο κανόνας του
Μουρατόρι (Muratorian Fragment).
Ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα ιερά έγγραφα του Βατικανού, από τον ιστορικό Ludovico Antonio Muratori το 1740 και
χρονολογείται περίπου το 190 μ.Χ.. Ο κανόνας είναι κατεστραμμένος. Το μέρος που
έχουμε αρχίζει με «το τρίτο βιβλίο του Ευαγγελίου σύμφωνα με τον Λουκά». Υποθέτουμε
ότι το πρώτο και το δεύτερο Ευαγγέλιο είναι το κατά Ματθαίο και Μάρκο. Ο
κανόνας περιλαμβάνει το κατά Ιωάννη, Πράξεις,
όλες τις επιστολές του Παύλου, Ιακώβου, Α’ & Β’ Ιωάννη, Ιούδα και την Αποκάλυψη
του Ιωάννη. Περιλαμβάνει επίσης την αποκάλυψη του Πέτρου, τη σοφία του
Σολομώντα και («να χρησιμοποιείται ιδιωτικά, αλλά όχι σε δημόσια λατρεία») ο
Ποιμένας του Ερμά.
Ο Ευσέβιος. Από τις αρχές του τρίτου αιώνα, μόνο μια χούφτα
των βιβλίων, αυτών που ονομάζουμε Καινή Διαθήκη, ήταν υπό αμφισβήτηση. Στις
δυτικές περιοχές της αυτοκρατορίας, η προς Εβραίους επιστολή αντιμετώπιζε
αντίσταση, και στην Ανατολή η Αποκάλυψη δεν ήταν δημοφιλής. Ο Ευσέβιος,
εκκλησιαστικός ιστορικός του τέταρτου αιώνα, αναφέρει ότι η Ιακώβου, Β’ Πέτρου,
Α’- Β’ Ιωάννη και Ιούδα ήταν τα μόνα βιβλία που «πολεμήθηκαν» (αν και αναγνωρίζονταν
από άλλους).
Ἀθανάσιος. Στα 367, ο Αθανάσιος, ο επίσκοπος της
Αλεξάνδρειας, έγραψε μια Πασχαλινή επιστολή, που περιείχε και τα είκοσι επτά
βιβλία της Καινής Διαθήκης που έχουμε σήμερα. Το 393 η σύνοδος της Ιππώνος επιβεβαίωσε
την Καινή Διαθήκη που έχουμε και το 397 το Συμβούλιο της Καρθαγένης δημοσίευσε
την ίδια λίστα.
Ποιος αποφάσισε τι θα αποτελεί τον κανόνα;
Οι Θεολόγοι είναι προσεκτικοί να αναφέρουν ότι ο κανόνας δεν
σχηματίστηκε από την εκκλησία, ο Θεός το έκανε, εμπνέοντας τη συγγραφή και τη διαφύλαξη κάθε
βιβλίου. Η εκκλησία αναγνώρισε τον κανόνα από την εμπειρία της και την αμοιβαία
συμφωνία.