Δ. Θέματα
συνείδησης (ιδ:1-ιε:13)
Το τελευταίο μέρος των πρακτικών διδασκαλιών της
επιστολής, πραγματεύεται θέματα συνείδησης. Μερικά πράγματα είναι σαφώς σωστά,
ενώ άλλα είναι σαφώς λάθος, αλλά υπάρχουν ορισμένα ζητήματα στα οποία διαφέρουν
οι συνειδήσεις. Αυτή η ενότητα δίνει κατευθυντήριες γραμμές για το χειρισμό τέτοιων
θεμάτων χωρίς να παραβιάζει την ατομική συνείδηση και ακόμα χωρίς να καταστρέφει
την ενότητα της εκκλησίας.
Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι
κατευθυντήριες γραμμές αφορούν μόνο μη ηθικά ή ηθικά αδιάφορα θέματα. Καμία
παραβίαση βιβλικών εντολών ή βασικών βιβλικών αρχών δεν επιτρέπεται. Επομένως,
σε μια τέτοια περίπτωση, δύο Χριστιανοί μπορεί να καταλήγουν σε αντίθετες
αποφάσεις για την προσωπική τους ζωή και να εξακολουθούν να έχουν κοινωνία
μεταξύ τους σαν πιστοί.
1. Δεν πρέπει
να κρίνουμε τους άλλους (ιδ:1-12)
Όσο αφορά σε θέματα γνώμης, η επιστολή διατυπώνει
σαφώς την αρχή της χριστιανικής ελευθερίας. Στην περιοχή των προσωπικών — σε
αντίθεση με τις Βιβλικές — πεποιθήσεων, έχουμε την ελευθερία να ενεργήσουμε
όπως θέλουμε. Επομένως, δεν πρέπει να κρίνουμε ο ένας τον άλλο.
Ρωμ.ιδ:1 Τον δε
ασθενούντα κατά την πίστιν προσδέχεσθε, ουχί εις φιλονεικίας διαλογισμών.
Πρέπει να αποδεχόμαστε εκείνους των οποίων η
πίστη είναι αδύναμη, δίχως να διαπληκτιζόμαστε μαζί τους ή να τους κρίνουμε για
πράγματα που είναι συζητήσιμα. Πρέπει να αποφεύγουμε διαμάχες πάνω σε
προσωπικές απόψεις. Η λέξη «πίστη», εδώ σημαίνει χριστιανική γνώση, πεποίθηση ή
γνώμη, δεν εννοεί την σώζουσα πίστη. Όπως και στο εδ.2, ο αδύναμος αδελφός δεν
είναι ελαττωματικός στο χαρακτήρα ή στην πνευματικότητα, αλλά του λείπει
ωριμότητα και κατανόηση. Έχει ένα χαμηλότερο πρότυπο κρίσης.
Ρωμ.ιδ:2 Άλλος μεν
πιστεύει ότι δύναται να τρώγη πάντα, ο δε ασθενών τρώγει λάχανα.
Σαν παράδειγμα ερώτησης κρίσεως, το εδ.2
παραθέτει τη διαμάχη όσο αφορά στην κατανάλωση κρέατος. Ορισμένοι Χριστιανοί αρνιόταν
να φάνε κρέας λόγω ευσυνείδητων ενδοιασμών. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε
κάποιο από τους παρακάτω λόγους: (1) θρησκευτική πίστη στη χορτοφαγία, (2)
φόβος να φάει κρέας που θα μπορούσε να έχει προσφερθεί στα είδωλα (Α’ Κορ.η:1-13,
ι:19-33), ή (3) φόβος να φάει κρέας που θεωρείται ακάθαρτο ή παρασκευασμένο με
ακάθαρτο τρόπο σύμφωνα με τον Εβραϊκό νόμο (Δανιήλ α:8,12).
Ο αδύναμος αδελφός περιγράφεται σαν κάποιος που απέχει
κρέατος. Ο αδύναμος αδελφός δεν έχει πλήρη γνώση της χριστιανικής ελευθερίας
του, έχει έναν χαμηλότερο πρότυπο κρίσης για τις ενέργειές του. Η επιστολή ωστόσο
δεν υποτιμά τον ασθενή αδελφό, αφού αυτό ακριβώς διδάσκει να μην κάνουμε. Στην
πραγματικότητα, λέει στον απέχοντα από το κρέας αδελφό, να μείνει πιστός στις
πεποιθήσεις του, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αμαρτίας (εδ.23).
Είναι σημαντικό να μπουν κάποια όρια στη διδασκαλία
περί χριστιανικής ελευθερίας στο απόσπασμα αυτό. Ο τύπος της διαμάχης που συζητιέται
δεν είναι θέμα ηθικής, δεν είναι θέμα υπακοής σε μια Βιβλική εντολή, ή εφαρμογής
σημαντικής Βιβλικής αρχής. Μάλλον, το απόσπασμα ασχολείται μ' ένα τελετουργικό ζήτημα—
ένα ζήτημα χωρίς ηθική σημασία. Το άλλο σημαντικό παράδειγμα — η τήρηση
ξεχωριστών ημερών (εδ.5) — είναι παρόμοιας φύσης. Στην πραγματικότητα, και στις
δύο περιπτώσεις η Καινή Διαθήκη ρητά επιτρέπει την υπό συζήτηση θέση (Μάρκ.ζ:19.
Πράξ.ιε:19-29, Κολ.β:16-17). Η διδασκαλία του ιδ:1-ιε:13 λοιπόν, εφαρμόζεται
μόνο όταν η Αγία Γραφή επιτρέπει αυτή τη συμπεριφορά ή περισσότερο, όταν η Αγία
Γραφή είναι σιωπηλή σχετικά με το θέμα. Εάν ο λόγος του Θεού αναφέρεται σε ένα
θέμα, είτε ρητά είτε σαν αρχή, τότε οι Χριστιανοί δεν έχουν «Ελευθερία» να μην
υπακούουν.
Ρωμ.ιδ:3 Ο τρώγων
ας μη καταφρονή τον μη τρώγοντα, και ο μη τρώγων ας μη κρίνη τον τρώγοντα·
διότι ο Θεός προσεδέχθη αυτόν.
Η νουθεσία σε εκείνον που πιστεύει ότι μπορεί να
τρώει τα πάντα είναι: ότι δεν πρέπει να καταφρονεί ή να υποτιμά τον μη τρώγοντα.
Ακόμα κι αν ο μετέχων έχει πιο σωστή άποψη, πρέπει να είναι διακριτικός στις
απόψεις αυτού που πιστεύει ότι πρέπει να τρώει μόνο λάχανα. Η νουθεσία στον μη
τρώγοντα είναι: ότι δεν πρέπει να κρίνει και να καταδικάζει τον τρώγοντα.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτή τη διδασκαλία. Κατ ' αρχάς, ο Θεός έχει
αποδεχθεί και δύο μέρη, έτσι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα λιγότερο μεταξύ τους.
Ρωμ.ιδ:4 Συ τις
είσαι όστις κρίνεις ξένον δούλον; εις τον ίδιον αυτού κύριον ίσταται ή πίπτει·
θέλει όμως σταθή, διότι ο Θεός είναι δυνατός να στήση αυτόν.
Δεύτερο, και οι δύο είναι υπηρέτες που ανήκουν
στο Θεό και όχι ο ένας στον άλλο. Ο Θεός είναι ο Κύριος και των δύο. Δεδομένου
ότι κανένας Χριστιανός δεν είναι κύριος του άλλου, κανένας χριστιανός δεν έχει
το δικαίωμα να κρίνει τον άλλο. Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να ευαρεστήσει το
Θεό, όχι άνθρωπο. Τρίτο, ο Θεός θα δώσει δύναμη τόσο στον ένα όσο και στον άλλο
ώστε να μπορέσουν να επιμείνουν και να προσφέρουν ικανοποιητική υπηρεσία σ' Αυτόν.
(εδ.10 για πρόσθετους λόγους).
Το κριτικό κείμενο λέει «ο Κύριος» (αντί «ο Θεός»)
είναι δυνατός να στήση αυτόν. Αυτό δεν
αλλάζει το θέμα.