Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Συγχώρεση και Άφεση.


Κάποιοι διδάσκουν ότι συγχώρεση και άφεση είναι δύο διαφορετικά γεγονότα, που το πρώτο συμβαίνει όταν κάποιος μετανοεί και το δεύτερο στο βάπτισμα στο νερό. Σύμφωνα μ’ αυτή τη διδασκαλία, στη μετάνοια ο Θεός δέχεται την απολογία του ανθρώπου αποκαθιστώντας τον σε προσωπική σχέση, και στο βάπτισμα αφαιρεί τον κατάλογο και το μισθό των αμαρτιών του παρελθόντος. Ωστόσο, οι δύο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνται μέσα στη Γραφή εναλλακτικά.


Στην Παλαιά Διαθήκη, η συγχώρεση ήταν συνδεδεμένη με τη θυσία εξιλέωσης. Ο Ισραηλίτης δεν χρειαζόταν μόνο να ομολογήσει την αμαρτία του και να ζητήσει συγχώρεση από το Θεό, αλλά έπρεπε να προσφέρει και αιματηρή θυσία προκειμένου να συγχωρεθεί κι αυτό φαίνεται πολύ καθαρά από τα παρακάτω εδάφια: Λευιτ.δ:13-35, ε:7-18, ς:1-7, ιθ:22,  Αριθ.ιε:22-28 και Δευτ.κα:1-8. Στην αφιέρωση του ναού, ο Σολομώντας προσευχήθηκε στο Θεό να ακούει τις προσευχές που θα γινόταν εκεί και να συγχωρεί το λαό (Α’ Βας.η:30-50, Β’ Χρον.ς:21-39). Μ’ αυτά τα λόγια δεν καταργούσε με τις προσευχές τις θυσίες, αλλά εννοούσε ότι η προσευχή θα έπρεπε να είναι συνδεδεμένη με τη θυσία στο Ναό.

Σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε ο Θεός να υπόσχεται συγχώρεση στο λαό Του όταν μετανοεί (Β’ Χρον.ζ:14, Ιερεμ.λς:3), αλλά και ο λαός συχνά ζητούσε συγχώρεση (Ψαλμ.κε:18, Δαν.θ:19, Αμώς ζ:2), όμως κανένα εδάφιο δεν αρνείται την ανάγκη της αιματηρής θυσίας που προσφέρεται ειλικρινά, χωρίς υποκρισία. Μπορούμε να πούμε ότι η κραυγή της μετάνοιας ήταν συνυφασμένη με τη θυσία στο Ναό, όποτε αυτό ήταν δυνατόν. Στην Εβρ.θ:22 διαβάζουμε: «χωρίς χύσεως αίματος δέν γίνεται άφεσις». Αν και οι θυσίες των ζώων δεν συγχωρούσαν αμαρτίες, όμως στόχευαν στο Χριστό, οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης επιδείκνυαν πίστη με την υπακοή τους στο σχέδιο του Θεού σχετικά με τις αιματηρές θυσίες.

Πολλά εδάφια της Καινής Διαθήκης μιλούν για την άφεση που μπορεί να πάρει κάποιος απ’ το Θεό (Ματθ.ιβ:31,32, Μάρκ.δ:12, Λουκ.κγ:34, Ρωμ.δ:7) [κριτικό κείμενο], ενώ άλλα μιλούν για την άφεση από άνθρωπο σε άνθρωπο (Ματθ.ιη:21, Β’ Κορ.β:10, ιβ:13) [κριτικό κείμενο]. Πολλά μιλάνε για άφεση που οι πιστοί μπορούν να πάρουν για αμαρτίες που έκαναν μετά που πίστεψαν (Ματθ.ς:12-15, Πράξ.η:22, Ιάκ.ε:15, Α’ Ιωάν.α:9, β:1) [κριτικό κείμενο], που σημαίνει ότι είναι βαπτισμένοι στο νερό.

Στην Καινή Διαθήκη, σε δύο άτομα αφέθηκαν οι αμαρτίες χωρίς να βαπτιστούν στο νερό – ο παραλυτικός και η γυναίκα που έπλυνε τα πόδια του Ιησού (Ματθ.θ:2-6, Λουκ.ζ:47-49) [κριτικό κείμενο]. Και τα δύο γεγονότα συνέβησαν κατά τη μεταβατική περίοδο από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, πριν την ίδρυση της εκκλησία της Καινής Διαθήκης και πριν το χριστιανικό βάπτισμα στο νερό. Ο Ιησούς περίμενε απ’ αυτούς που συγχώρεσε να συνεχίσουν ν’ ακολουθούν το Νόμο περιμένοντας για περισσότερη αποκάλυψη, αλλά σε καμιά περίπτωση  ο Θεός δεν συγχώρεσε χωρίς υπακοή στο σχέδιό Του γι’ αυτή τη μέρα. Ακόμα και ο μετανοημένος ληστής στο σταυρό σώθηκε κάτω από την Παλαιά Διαθήκη, με το Χριστό να είναι ο Αρχιερέας του και η θυσία του.

Στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης συγχωρούμαστε με τη μετάνοια και το βάπτισμα στο νερό στο όνομα του Ιησού. Η μετάνοια και το βάπτισμα μπορούν να γίνουν και να έχουν αποτέλεσμα με το αίμα του Ιησού Χριστού.

Αυτή η αλήθεια εξηγεί ένα πολύ δύσκολο εδάφιο της Γραφής. Ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Αν τινων συγχωρήσητε τάς αμαρτίας, είναι συγκεχωρημέναι εις αυτούς, άν τινων κρατήτε, είναι κεκρατημέναι» (Ιωάν.κ:23). Αν η συγχώρεση δίνεται μόνο με την ομολογία της αμαρτίας, πως μπορούσαν οι απόστολοι να συγχωρούν αμαρτίες; Δεν μπορούσαν να πάρουν τη θέση του Θεού, ούτε να γίνουν μεσίτες στη θέση του Χριστού. Όμως, όσους βάπτιζαν, αυτοί έπαιρναν άφεση αμαρτιών. Οι απόστολοι δεν μπορούσαν αυθαίρετα ν’ αρνηθούν να βαπτίσουν πιστούς (Πράξ.ι:47). Όλοι όσοι βαπτίστηκαν από τους αποστόλους συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες τους, αντίθετα μ’ αυτούς που αρνήθηκαν το βάπτισμα και δεν συγχωρέθηκαν.

Η πίστη είναι απαραίτητη για το βάπτισμα.

Αληθινή πίστη στο Θεό και το λόγο Του θα οδηγήσει στο βάπτισμα στο νερό. Χωρίς πίστη στο Θεό, το βάπτισμα δεν έχει κανένα νόημα. Χωρίς πίστη δεν μπορούμε να ευαρεστήσουμε το Θεό και το βάπτισμα δεν αποτελεί εξαίρεση (Εβρ.ια:6). Το βάπτισμα στο όνομα του Ιησού είναι άκαρπο εκτός αν ο υποψήφιος πιστεύει πραγματικά στον Ιησού και στη δύναμη που αντιπροσωπεύει το όνομά Του (Πράξ.ι:43). Ο Φίλιππος είπε στον Αιθίοπα ότι πρέπει να πιστεύει στον Ιησού πριν μπορέσει να βαπτιστεί (Πράξ.η:37).


Η μετάνοια και το βάπτισμα είναι απαραίτητα στοιχεία για τη συγχώρεση.

Σύμφωνα με το Πράξ.β:38 και άλλα εδάφια της Γραφής χρειάζεται μετάνοια και βάπτισμα στο νερό για να πάρει κανείς συγχώρεση ή άφεση αμαρτιών: «Μετανοήσατε, καί άς βαπτισθή έκαστος υμών εις τό όνομα τού  Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών…» (Πράξ.β:38). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός χειρίζεται τις τρέχουσες συνέπειες της αμαρτίας στη μετάνοια και τις αιώνιες στο βάπτισμα (Δες κεφ.5).

Η μετάνοια παίζει αποφασιστικό ρόλο στη συγχώρεση, ώστε αντί να λέμε ότι συγχωρεθήκαμε όταν μετανοήσαμε, είναι πιο Βιβλικό να λέμε ότι αυτό έγινε όταν μετανοήσαμε και βαπτιστήκαμε στο νερό.

Η μετάνοια πρέπει να προηγείται του βαπτίσματος. Ο Ιωάννης κήρυξε πρώτα μετάνοια, και όσοι πίστευαν ομολογούσαν τις αμαρτίες τους στο βάπτισμα (Ματθ.γ:6, Μάρκ.α:5). Όταν οι άνθρωποι ερχόταν για να βαπτιστούν, απαιτούσε να μετανοήσουν και να το αποδείξουν (Ματθ.γ:8, Λουκ.γ:8). Το βάπτισμα είναι η ταφή των παλιών αμαρτιών, αλλά για να έχει νόημα αυτή η ταφή, πρέπει να προηγηθεί θάνατος με τη μετάνοια. Για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες στο βάπτισμα πρέπει ο βαπτιζόμενος να έχει μετανοήσει γι’ αυτές τις αμαρτίες.

Βάπτισμα χωρίς να προηγηθεί μετάνοια.

Εφόσον η Βίβλος διδάσκει ότι η μετάνοια πρέπει να προηγείται του βαπτίσματος, ο εργάτης θα πρέπει προσεκτικά να εξηγεί τι σημαίνει μετάνοια στον υποψήφιο για να βαπτιστεί. Αν ο υποψήφιος ομολογήσει αδυναμία να μετανοήσει, ο εργάτης μπορεί να αρνηθεί να τον βαπτίσει, όπως έκανε ο Ιωάννης. Φυσικά, δεν πρέπει να απαιτεί υψηλό επίπεδο πνευματικής ωριμότητας, κάτι που χρειάζεται χρόνο και διδασκαλία για να επιτευχθεί. Σε τελευταία ανάλυση, ο καθένας πρέπει ν’ απαντήσει προσωπικά στο Θεό, γι’ αυτό, ο εργάτης, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να σεβαστεί την ειλικρινή ομολογία ενός γνωστικού ατόμου, ότι έχει μετανοήσει.

Ωστόσο, είναι Γραφικό, ο εργάτης να ρωτήσει τον υποψήφιο για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ο Φίλιππος απέσπασε δήλωση πίστης από τον Αιθίοπα ευνούχο πριν τον βαπτίσει (Πράξ.η:37), ο εργάτης είναι υπεύθυνος να ζητήσει ανάλογη ομολογία πριν από την πράξη του βαπτίσματος.

Η Βίβλος δεν καθορίζει ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε όταν κάποιος ομολογήσει ότι δεν μετανόησε παρά μονάχα μετά το βάπτισμά του. Μία λύση είναι να βαπτιστεί ξανά, αλλά η Βίβλος δεν διδάσκει κάτι τέτοιο, ούτε υπάρχει αναφορά αναβαπτισμού για παρόμοιο λόγο. Εφόσον το βάπτισμα είναι βασικά πράξη πίστης, φαίνεται ότι ο αναβαπτισμός δεν είναι αναγκαίος αν το βάπτισμα έγινε με πίστη στο Θεό και μια ειλικρινή επιθυμία του ατόμου να ζήσει γι’ Αυτόν. Η πίστη και η επιθυμία για το Θεό περιέχουν ένα μέτρο μετάνοιας. Το κύρος του βαπτίσματος εξαρτάται από την πίστη που περικλείει κάποια αναγνώριση των αμαρτιών και αποδοχή του έργου που έγινε πάνω στο σταυρό, αλλά όχι βέβαια ένα πλήρη κατάλογο αμαρτιών που το άτομο μπορεί να έχει διαπράξει.

Παρακάτω, αναφέρουμε μερικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση: (1) ο νηπιοβαπτισμός δεν είναι έγκυρος, επειδή ακριβώς το μωρό δεν μπορεί να εξασκήσει πίστη. Αν κάποιος έχει βαπτιστεί μωρό, πρέπει να βαπτιστεί ξανά, όταν μεγαλώσει και αφού καταλάβει, πιστέψει και μετανοήσει. (2) αν κάποιος μεγάλος βαπτιστεί για άλλο λόγο – όχι θρησκευτικό – πρέπει να βαπτιστεί αφού πιστέψει προσωπικά και μετανοήσει. (3) όταν ένας μεγάλος καταλάβει ότι έχει ανάγκη τον Κύριο και αισθάνεται ότι θέλει να ζήσει γι’ Αυτόν και βαπτίζεται, αλλά αργότερα καταλαβαίνει ότι δεν είχε μετανοήσει πραγματικά για την παλιά του ζωή, δεν χρειάζεται να ξαναβαπτιστεί. Βέβαια, πρέπει να μετανοήσει γι’ αυτές τις αμαρτίες του, ώστε να λάβει το Άγιο Πνεύμα. Δεν χρειάζεται να βαπτιστεί ξανά, γιατί το βάπτισμά του ήταν μια πράξη πίστης στο Χριστό. Αν και κατά το βάπτισμά του δεν συγχωρέθηκαν αμαρτίες για τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, αυτό έγινε αργότερα, όταν μετανόησε γι’ αυτές. (4) κάποιος μετανοεί, βαπτίζεται, παίρνει το Άγιο Πνεύμα, αλλά αργότερα γυρνάει πίσω, στον παλιό τρόπο ζωής. Όταν μετανοήσει για την αποστασία του και επιστρέψει, δεν χρειάζεται να βαπτιστεί ξανά, γιατί το βάπτισμά του καλύπτει τις αμαρτίες που έγιναν μετά εφόσον μετανόησε γι’ αυτές.

Συμπερασματικά, το βάπτισμα είναι νόμιμο, όταν γίνεται στο όνομα του Ιησού Χριστού, με πίστη σ’ Αυτόν. Όμως, καμία αμαρτία πριν ή μετά το βάπτισμα δεν συγχωρείται αν δεν προηγηθεί μετάνοια. Η εγκυρότητα του βαπτίσματος δεν εξαρτάται από την πίστη ή την ηθική κάποιου συγγενή, φίλου, ή ακόμα του εργάτη που το διενεργεί, αλλά από τη μετάνοια και την πίστη αυτού που βαπτίζεται.