Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΩΣΤΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

I. Εισαγωγή

Ο σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι να αμφισβητήσει θεμελιώδη δόγματα της Χριστιανικής Εκκλησίας αναφορικά με τα ιερά της κείμενα. Όμως, μια σωστή ερμηνευτική της Αγίας Γραφής πρέπει να βασίζεται στη δεδομένη θεοπνευστία της και στο αλάθητο των αρχικών της κειμένων. Η ερμηνευτική του θείου λόγου δεν πρέπει να περιορίζεται ούτε να καταναλώνεται στις παραπάνω δεδομένες αρχές αγνοώντας έτσι σημαντικούς κανόνες ερμηνευτικής. Αντίθετα, επειδή ακριβώς είναι θεόπνευστος και αλάνθαστος πρέπει η ερμηνευτική να λαμβάνει υπ’ όψιν κι άλλους σοβαρούς παράγοντες έτσι ώστε ο χριστιανός να οδηγείται στην Αλήθεια και όχι σε μια ιεροποιημένη γνώμη κάποιου σύγχρονου «γκουρού». Μόνο τότε η ανακαλυμμένη Αλήθεια θα αντέξει στις προκλήσεις καθιστώντας την διαχρονική και ταυτόχρονα καθολική!


Στη Β’ Τιμ.β:15-19 ο απ. Παύλος καλεί τον Τιμόθεο μεταξύ άλλων να δείξει τον εαυτό του, «εργάτην … ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας». Με απλά λόγια τον καλεί να κάνει σωστή ΕΡΜΗΝΕΙΑ της Αλήθειας σε αντίθεση με κάποιους άλλους που δεν κάνουν. Κι αυτό, γιατί η Αλήθεια επηρεάζει τον τρόπο ζωής του χριστιανού. Η σχέση μεταξύ της Αλήθειας από τη μια και της ζωής από την άλλη είναι συνυφασμένη με τη μέθοδο ή τη διαδικασία μέσω της οποίας αυτή ανακαλύπτεται κι εφαρμόζεται στη ζωή. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο εκείνοι που δεν ορθοτομούν (ερμηνεύουν ορθά) το λόγο:

α. Αποπλανώνται από την Αλήθεια
β. Η ζωή τους χαρακτηρίζεται από ασέβεια
γ. Γκρεμίζουν την πίστη κάποιων

Σαν αποδεικτικό παράδειγμα του επιχειρήματός του παρουσιάζει το θέμα της ανάστασης, την οποία ο Υμέναιος και ο Φιλητός υποστηρίζουν ότι έχει ήδη γίνει. Η περικοπή, λοιπόν, εν συντομία ζωντανεύει και παρουσιάζει ένα θέμα που παίζει σημαντικό ρόλο στην αναζήτηση της Αλήθειας του λόγου του Θεού.

Για τον Παύλο η σωστή ερμηνευτική (δηλαδή η ορθοτόμηση) οδηγεί το μελετητή στην Αλήθεια η οποία πρέπει να διέπει κάθε του σχέση. Όπως:

Α. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ

Η Αλήθεια είναι εκείνο το στοιχείο που ο Θεός απαιτεί στη λατρεία του ονόματός Του. Ο Ιησούς Χριστός είπε ότι οι προσκυνητές το Θεό «εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν.δ:24). Εάν όμως η ερμηνευτική μέθοδος που κάποιος ακολουθεί δεν οδηγεί στην Αλήθεια του λόγου (κι αυτό είναι δυνατόν να γίνει σύμφωνα με τα παραπάνω λεγόμενα του Παύλου), τότε δεν θα γνωρίσει αυτό το Θεό όπως αντικειμενικά παρουσιάζεται στο λόγο Του. Ως εκ τούτου το άτομο θα γνωρίσει ή μάλλον θα καταλήξει να δημιουργήσει ένα Θεό της φαντασίας του που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ΕΙΔΩΛΟ. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί να Τον λατρεύσει «εν αληθεία».

Β. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

Ο λόγος του Θεού προσφέρει ένα πλαίσιο και κάποιες αρχές που διέπουν τη σχέση του χριστιανού με τον πλησίον (σύζυγο, παιδιά, γονείς, εργοδότες, εργαζόμενους, αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, κλπ). Είναι αδύνατο η λατρεία που ο χριστιανός προσφέρει στο Θεό του να γίνει αποδεκτή στην απουσία λυτρωτικής σχέσης με τον πλησίον του. Γι’ αυτό το λόγο, η ερμηνευτική του λόγου του Θεού που το άτομο ακολουθεί, δηλαδή το πώς ερμηνεύει τα εδάφια εκείνα της Γραφής που αφορούν τη σχέση του με τον πλησίον, θα τον οδηγήσει στο να διαμορφώσει ανάλογη αντίληψη και συσχετισμό.

Γ. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Ο Ιησούς Χριστός είπε, «θα γνωρίσετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιωάν.η:32). Ο Χριστός δεν περιορίζει την ελευθερία μόνο σε μια πτυχή της ζωής του ανθρώπου, αλλά αντίθετα την επεκτείνει σε κάθε πτυχή της ζωής καθώς ο άνθρωπος είναι, Σώμα, Ψυχή, Πνεύμα. Έτσι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κυρίου, η ελευθερία (φυσική, διανοητική, πνευματική) αποτελεί προϋπόθεση για μια αυθεντική ζωή. Δυστυχώς, πολλοί πιστοί δεν απολαμβάνουν αυτή την αυθεντικά ελεύθερη χριστιανική ζωή που η Αλήθεια του Χριστού θέλει να προσφέρει. Αντίθετα, είναι δέσμιοι της γνώμης των ανθρώπων και όχι του λόγου είτε επειδή δεν τον μελετούν, είτε επειδή δεν τον ερμηνεύουν σωστά. Βέβαια, ελευθερία δεν σημαίνει ασυδοσία που είναι δέσμευση στα πάθη του ανθρώπου, αλλά ελευθερία που η Αλήθεια του Χριστού χαρίζει από τα πάθη του ατόμου και τα δεσμά που άλλοι επιθυμούν να θέσουν.

Η ελευθερία, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, αποτελεί τον καρπό, το παράγωγο της Αλήθειας. Οπότε εάν κάποιος δεν την γνωρίζει τότε είναι δέσμιος είτε ανθρώπων, είτε ιδεών, είτε καταστάσεων. Άρα, η γνώση της αποτελεί την προϋπόθεση για τη φυσική, ψυχική και πνευματική ελευθερία που ο Ιησούς Χριστός θέλει να προσφέρει στο άτομο μέσω το λυτρωτικού Του μηνύματος. Όμως, η ανακάλυψη της Αλήθειας, δηλαδή το τι πραγματικά λέει ο λόγος του Θεού σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα ή εδάφιο, είναι αποτέλεσμα, όσο κι’ αν αυτό ενοχλεί την «πνευματικότητα» κάποιων, σωστής ερμηνευτικής τακτικής. Η ερμηνευτική τακτική είναι το εργαλείο, το μέσο, η διαδικασία, «ο δρόμος» με τον οποίο ο μελετητής προσπαθεί να φτάσει σ’ αυτήν.

Όπως στην εμπειρία της ζωής ο λανθασμένος δρόμος οδηγεί πάντα σε λάθος σημείο το ίδιο ισχύει και με την αναζήτηση της Αλήθειας του λόγου του Θεού. Άρα, ο δρόμος για την Ιθάκη είναι εξ ίσου σπουδαίος όσο και η ίδια η Ιθάκη.

Βέβαια, όλοι έχουν κάποια ερμηνευτική μέθοδο. Τούτο δεν σημαίνει ότι όλες είναι σωστές. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο διότι οι διάφορες ερμηνευτικές τακτικές οδηγούν σε διαφορετικές ερμηνείες της Αλήθειας και στη συνέχεια σε διαφορετικές θεολογίες και τέλος στην διαίρεση της Εκκλησίας. Άραγε, όταν ο Κύριος υποσχόταν στην Εκκλησία «και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» ήταν αυτός ο σκοπός Του, το έκτρωμα της διαίρεσης που πλήγωσε και συνεχίζει να πληγώνει την Εκκλησία εξαιτίας λανθασμένων ερμηνειών του λόγου;

Τώρα ίσως κάποιος ρωτήσει, «Γιατί όλα αυτά; Δεν γνωρίζουμε την Αλήθεια; Όταν διαβάζω το λόγο του Θεού τον δέχομαι σαν την Αλήθεια (βέβαια το πρόβλημα δεν είναι εάν το δέχομαι σαν την Αλήθεια αλλά τι καταλαβαίνω ότι είναι η Αλήθεια;)». Ακόμη, συχνά – πυκνά ακούγεται, με αρκετή δόση ισχυρογνωμοσύνης και πνευματικού κομπασμού, η φράση, «Αυτό λέει ο λόγος του Θεού»! Και αναρωτιέται κανείς όχι μόνο εάν πραγματικά αυτό λέει ο λόγος του Θεού αλλά και πώς έχει αντληθεί η εκφραζόμενη θέση. Αναρωτιέται κανείς, ποιος έθεσε όλους αυτούς που μιλούν εν ονόματι του κειμένου, καθώς το καταστρατηγούν, πληρεξούσιούς του;

Αλήθεια, τι λέει ο λόγος του Θεού σε μια σωρεία θεμάτων όπως,

1. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου σε αντίθεση με την Κυρίαρχη εκλογή του Θεού
2. Το βάπτισμα
3. Το διαζύγιο και το γάμο μετά από διαζύγιο
4. Το δέκατο
5. Τα χαρίσματα
6. Το «πληρούσθε εν Πνεύματι» του Παύλου (Εφεσ. 5.18) και το βάπτισμα στο Πνεύμα
7. Σχετικά με τη 2η έλευση του Χριστού
8. Για τη διοίκηση της Εκκλησίας
9. Για τη θεότητα του Ιησού Χριστού
10. Για τη θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία
11. Για το «υποτάσεσθε» του Παύλου προς την γυναίκα και για το «αγαπάτε» του Παύλου προς τον άντρα
12. Για τη σχέση κράτους και Εκκλησίας
13. Για το Δείπνο του Κυρίου
14. Τι λέει ο λόγος του Θεού στα παρακάτω τρία ενδεικτικά σημεία:
α. Μάρκ.ιγ:5-24 – Ποια τα σημεία του ερχομού Του;[1][4]
β. Μάρκ.ις:9-20 – Ποιος ο ρόλος του Βαπτίσματος και των σημείων στη σωτηρία;
γ. Α΄ Τιμ.β:9-15 – Ποιες οι προϋποθέσεις για τη σωτηρία της γυναίκας;

Βλέπετε, το πρόβλημα δεν είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ η οποία μένει στερεή (Β΄ Τιμ.β:19) αλλά το πώς το άτομο προσεγγίζει κι ερμηνεύει την Αλήθεια με την οποία έρχεται αντιμέτωπο. Το γεγονός ότι ο Κύριος αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του Πιλάτου «τι εστίν αλήθεια»; (Ιωάν.ιη:38) δεν σημαίνει ότι η Αλήθεια είναι κάτι το ομιχλώδες και το άτομο είναι ελεύθερο να την ερμηνεύσει όπως θέλει. Ο Κύριος δεν απαντά διότι δεν χρειαζόταν να απαντήσει σε κάποιον που γνώριζε την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού αλλά για χάρη του πλήθους και των φιλοδοξιών του θέλησε να την σκοτώσει από την αρχή διότι έθιγε τα συμφέροντά του.

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, για να μπορέσει το άτομο να πλησιάσει την Αλήθεια να έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα, να αναγνωρίσει ότι υπάρχει πρόβλημα. Η αναγνώριση της ύπαρξης του προβλήματος αποτελεί το ήμισυ της λύσης και την αρχή της. Έτσι το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί να προσφέρει καμιά λύση αλλά μάλλον να ζωντανέψει το πρόβλημα στο νου του αναγνώστη.

Γεννιέται το πολύ καλό ερώτημα, «Γιατί να μην υπάρχει ταύτιση ερμηνειών πάνω στο ίδιο θέμα, στο ίδιο εδάφιο»; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί μέσα στην ιστορία.

II. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΗ (ΕΞΗΓΗΣΗ) ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Το πρόβλημα με την παρουσία όχι μιας αλλά πολλών ερμηνειών πάνω σε μια περικοπή παρουσιάστηκε με την Ευαγγελική Μεταρρύθμιση, της οποίας δύο από τις βασικότερες αρχές ήταν,

Α. Η αρχή της ατομικής ερμηνείας
Β. Η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γλώσσα του λαού.

Αυτές οι δύο αρχές, που φιλοσοφικά στηρίχτηκαν πάνω σε προγενέστερους του Λουθήρου (εικονοκλαστικό κίνημα της Κωνσταντινούπολης, Ockham, Biel, κλπ) εκφράστηκαν από τον ίδιο τον Λούθηρο στη Δίαιτα της Worms όταν ο Λούθηρος δικαζόταν με την κατηγορία της αιρετικής διδασκαλίας. Στην απολογία του εκείνη υπερασπίσθηκε τον εαυτό του και τις θέσεις του λέγοντας τα γνωστά πια λόγια,

Εάν δεν πεισθώ από τις Γραφές και από την απλή λογική δεν αποδέχομαι την εξουσία του Πάπα ή των Συνόδων, διότι έχουν έρθει σε αντίθεση – η συνείδησή μου είναι αιχμαλωτισμένη από το λόγο του Θεού. Δεν μπορώ και δεν θα αποκηρύξω τίποτε, διότι το να πάω ενάντια στη συνείδησή μου δεν είναι ούτε σωστό, ούτε ασφαλές. Εδώ στέκομαι. Θεέ βοήθα με. Αμήν!

Αυτή η διακήρυξη του Λούθηρου και στη συνέχεια η μετάφραση της Γραφής στη Γερμανική γλώσσα επέφεραν δύο σημαντικά αποτελέσματα.

1. Αφαίρεσαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα μόνο αυτή να ερμηνεύει την Αγία Γραφή.

Πρόσφερε την ευκαιρία στους ανθρώπους να διαβάζουν και να ερμηνεύουν το θείο λόγο.

Αυτά τα δύο έχουν γίνει ευλογία σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς άνοιξαν τον δρόμο για την μετάφραση της Αγίας Γραφής, τη διάδοσή της στις τέσσερις γωνιές της γης και την δυνατότητα στο άτομο να γνωρίσει το Θεό της Αγίας Γραφής σε προσωπικό επίπεδο. Όμως, εάν αυτές οι δύο αρχές της Μεταρρύθμισης εφαρμοστούν ανεξέλεγκτα και δίχως τις ασφαλιστικές δικλείδες των κανόνων ερμηνείας τότε αδιαμφισβήτητα θα οδηγήσουν σε μια υποκειμενική ερμηνεία του λόγου. Μια ερμηνεία που πολλές φορές έρχεται σε αντίθεση με την πίστη του ιστορικού χριστιανισμού. Κάτι που έχει επαναληφθεί πάμπολλες φορές ιδιαίτερα στην ιστορία της Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας. Γι’ αυτό το λόγο υπήρξαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι αιρέσεις και η διαίρεση της Εκκλησίας του Χριστού.

Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι ο υποκειμενισμός αποτελεί τον βασικότερο κίνδυνο της ατομικής ερμηνείας. Τούτο δεν σημαίνει καταδίκη της ατομικής μελέτης του λόγου κι επιστροφή στο δόγμα που καθιστά την Εκκλησία τον απόλυτο αναγνώστη κι ερμηνευτή της Αγίας Γραφής. Το προαναφερόμενο επιχείρημα του Λουθήρου ισχύει και σήμερα. Άλλωστε ο Ίδιος ο Θεός καθιστά το άτομο υπεύθυνο για τη μελέτη του λόγου Του (Ι.Ναυή α:8). Ο πιστός μαθητής του Χριστού τρέφεται καθημερινά με το «ουράνιο μάννα» του λόγου Του για να μπορέσει να ζήσει μια ευσεβή ζωή που δοξάζει το Θεό (Ψαλμ.ριθ:9-16, Ματθ.δ:4, Β’ Τιμ.γ:16).

Όμως η αρχή της ατομικής μελέτης και ερμηνείας δεν σημαίνει ότι το άτομο έχει το δικαίωμα να ερμηνεύει τις Γραφές όπως εκείνο θέλει. Παράλληλα με το δικαίωμα της ερμηνείας της Γραφής έρχεται και η ευθύνη για τη ΣΩΣΤΗ της ερμηνεία. Ο πιστός έχει την ελευθερία να ανακαλύπτει τις Αλήθειες της Γραφής, αλλά δεν είναι ελεύθερος να δημιουργεί δικές του αλήθειες. Στη σχέση του θείου λόγου με το άτομο δεν είναι ο λόγος του Θεού που πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα του ατόμου, αλλά το άτομο στην Αλήθεια του λόγου.[2][5] Δεν πρέπει να διαφεύγει από κανένα το γεγονός ότι μια περικοπή μπορεί να έχει πολλαπλές προσωπικές εφαρμογές, αλλά μπορεί να έχει μία μόνο σωστή έννοια. Η Αλήθεια της Γραφής δεν είναι φτιαγμένη από κερί ώστε ο καθένας να την μορφώνει στο σχήμα και στις διαστάσεις που αυτός ή αυτή επιθυμεί. Δεν μπορεί κάποιος, όσο ειλικρινής κι αν είναι, να πλησιάζει τη Γραφή με την καθοδηγητική αντίληψη: «Η Γραφή κι’ εγώ»!

Αλλά, γιατί υπάρχει πρόβλημα στην υποκειμενική προσωπική ερμηνεία της Γραφής;

III. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Η φιλοσοφική αιτία του προβλήματος εντοπίζεται στο γεγονός της άρνησης του μελετητή να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ της Θεοπνευστίας του λόγου και του κειμένου που σαν τέτοιο υπόκειται στους περιορισμούς εκείνους με τους οποίους όλα τα κείμενα χαρακτηρίζονται. Όπως,

1.  Η Αγία Γραφή είναι ένα πολύ παλιό κείμενο.[3][6]
2.  Είναι γραμμένο από διαφορετικούς συγγραφείς
3.  Είναι γραμμένο σ’ ένα διάστημα 1600 ετών
4.  Είναι γραμμένο σε γλώσσες που ο σημερινός αναγνώστης δεν μιλά.

IV. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ

Επιπρόσθετα υπάρχει και μια σειρά από πρακτικά προβλήματα ερμηνευτικής τα οποία πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν. Όπως,

Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

Αποτελεί ένα βασικό παράγοντα που πολλές φορές διαφεύγει το σύγχρονο αναγνώστη. Η Αγία Γραφή ναι μεν είναι θεόπνευστη αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένα κείμενο και σαν τέτοιο θέλει να του μιλήσει. Κάτι που καθιστά τη μελέτη της Γραφής μια,[4][7] συζήτηση μεταξύ του Θεού (ο λόγος Του) και του λατρευτή Του. Για την οποιαδήποτε συζήτηση πάντοτε απαιτούνται δυο συστατικά,

1. Η ΓΛΩΣΣΑ

Για να μπορεί μια συζήτηση να είναι λογική κι εποικοδομητική θα πρέπει οι δυο πλευρές να επικοινωνούν σε γλώσσα που είναι κατανοητή κι από τους δυο, έτσι ώστε ο ένας να κατανοεί τα σημαινόμενα των λέξεων του άλλου κι αυτό διότι η χρήση της λέξης μέσα στη γλώσσα συνιστά τη σημασία της.[5][8]

Διαφορετικά δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση. Έτσι, η σωστή χρήση δηλώνει ότι έχει σωστά κατανοηθεί η σημασία της λέξης, δηλαδή αυτό που σημαίνει η λέξη μέσα στη λειτουργία της γλώσσας. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να νοηθεί κάτι ή και να ορισθεί έξω από τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που παρέχονται από τη γλώσσα. Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι για να κατορθωθεί μια σωστή συνομιλία (π.χ. με την Αγία Γραφή) πρέπει οι συνομιλητές να μιλάνε την ίδια γλώσσα έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, άλλωστε αυτός είναι και ο σκοπός της οποιασδήποτε συζήτησης, το ένα μέρος να καταλάβει τι λέει το άλλο. Η ερμηνευτική έχει ακριβώς αυτό τον σκοπό, να καταλάβει το κείμενο. Τι το κείμενο θέλει να επικοινωνήσει.

Σήμερα για πολλούς χριστιανούς αυτή η συνομιλία με το λόγο του Θεού μοιάζει με συνομιλία μεταξύ δύο ετερόγλωσσων ατόμων που ναι μεν έχουν κάποιο κοινό λεξιλόγιο αλλά που είναι τρομερά περιορισμένο (π.χ. μεταξύ ενός Έλληνα που γνωρίζει λίγα πορτογαλικά κι ενός Πορτογάλου που γνωρίζει λίγα ελληνικά). Στην προσπάθειά τους να συνομιλήσουν όχι μόνο δεινοπαθούν με το περιορισμένο λεξιλόγιο αλλά και αυτές οι κοινές λέξεις υπάρχει ο κίνδυνος να:
α. Εκφέρονται με διαφορετική έννοια από τον ένα
β. Αντιλαμβάνονται με διαφορετική έννοια από τον άλλο

2. Η ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το δεύτερο συστατικό της οποιασδήποτε λογικής συζήτησης είναι η αμφίδρομη επικοινωνία. Δηλαδή σε μια συζήτηση δεν είναι μόνο η μια πλευρά που θέλει να μεταδώσει το μήνυμά της και να γίνει κατανοητό από την άλλη, αλλά και το αντίθετο. Στην ανάγνωση ενός κειμένου, αυτό όχι μόνο αποκτά την οντότητα του συζητητή που θέλει να μεταδώσει τα μηνύματά του αλλά και ο αναγνώστης, με βάση την αρχή της αμφίδρομης επικοινωνίας, θέλει να περάσει τα δικά του μηνύματα σ’ αυτό.

Γράφει σχετικά ο Στέφανος Ροζάνης στο προαναφερθέν άρθρο του, «Η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα του αναγνώστη είναι ασφαλώς ότι αυτός δεν βρίσκεται εντός του κειμένου. Εγκαθίσταται διαρκώς εντός του κειμένου, γίνεται σάρκα από τη σάρκα του και αίμα από το αίμα του, μιλά ως πληρεξούσιος του κειμένου, και μορφώνοντας ένα πεπρωμένο για το κείμενο, μορφώνει το πεπρωμένο της ανάγνωσής του και άρα του εαυτού του ως αναγνώστη. Προχωρεί ο αναγνώστης στο πεπρωμένο του συμπαρασύροντας, τρόπον τινά, το κείμενο και προσανατολίζοντάς το προς μια ξέφωτη περιοχή όπου το κείμενο λούζεται από φως ή καλύτερα βγαίνει και λούζεται στο φως, δηλαδή βγαίνει έξω από τον εαυτό του. Αυτουργός αυτής της εξόδου του κειμένου, ο αναγνώστης οικειώνεται και βιώνει το κείμενο στον παρόντα χρόνο της ανάγνωσής το»[6][9]

Όπως έχει σημειωθεί παραπάνω (υποσημείωση #3) η αρχή της αμφίδρομης επικοινωνίας αναιρείται στην περίπτωση της Αγίας Γραφής εξαιτίας της Θεοπνευστίας της. Μια θέση που καθιστά το Θείο λόγο (σαν αποκάλυψη του Θεού) την μοναδική σταθερά και ως τέτοια δεν επιδέχεται αλλοιωτικές επιβολές στο μήνυμά της από κανένα αναγνώστη της. Είναι ‘’… ο πρώτος αναλλοίωτος παράγων … που είναι αυτό που αξιώνει ότι είναι, ο γραπτός λόγος του Θεού δίχως κανένα λάθος, συμπεριλαμβανομένων όλων εκείνων που διδάσκει σχετικά με την ιστορία και το σύμπαν.’’[7][10] Βέβαια αυτή η αναίρεση δεν σημαίνει ότι όταν οι Χριστιανοί την μελετούν δεν την προσεγγίζουν (συνειδητά ή ασυνείδητα) μέσα από τον παράγοντα της αμφιδρομηκότητας. Επειδή αυτό πραγματοποιείται (π.χ. πολλές φορές διαβάζουμε στο λόγο του Θεού εκείνο που θέλουμε να διαβάσουμε) είναι σωτήριο να αναγνωρισθεί και στη συνέχεια να αντιμετωπισθεί σωστά.

Β. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ

Σε οποιαδήποτε συζήτηση και οι δύο πλευρές έρχονται σ’ αυτήν με τις εκατέρωθεν προκαταλήψεις που πηγάζουν μέσα από διάφορους παράγοντες που στην πορεία του χρόνου διαμόρφωσαν το άτομο. Αυτό καθ’ αυτό το γεγονός της προκατάληψης δεν είναι κακό, αντίθετα είναι θεμιτό και πολύ φυσιολογικό καθώς μέσα απ’ αυτήν εκφράζεται το άτομο. Έτσι, οι συγγραφείς της Γραφής, αν και μεταφέρουν το λόγο του Θεού, μιλούν μέσα από τις δικές τους προσωπικές, φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές προκαταλήψεις (π.χ. οι Ψαλμοί κατάρας για τα άλλα έθνη ή για τους εχθρούς του ψαλμωδού). Το Άγιο Πνεύμα δεν εκμηδένισε την προσωπική, κοινωνική, εθνική ή ακόμα και την ιστορική τους ταυτότητα.

Όμως, το πρόβλημα δεν έγκειται στις προκαταλήψεις του συγγραφέα, αλλά στο γεγονός ότι και ο αναγνώστης του Θείου λόγου τον πλησιάζει μέσα από τις δικές του προκαταλήψεις που πηγάζουν από την κουλτούρα, την ανατροφή, την ιδιοσυγκρασία κ.λ.π. και δυστυχώς εάν είναι απρόσεκτος τον ερμηνεύει μέσα απ’ αυτές.

Γράφει σχετικά ο Γιανναράς για το άτομο που διαβάζει με προκατάληψη, «Όταν διαβάζει με προκατάληψη … καταλαβαίνει αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να λέει το κείμενο δίχως να αντιλαμβάνεται αυτά που το κείμενο πράγματι λέει. Αν του χρειαστεί να παραπέμψει στο κείμενο που διάβασε, επιλέγει λέξεις και αποσπασματικές διατυπώσεις για να συγκροτήσει, με γλωσσικό υλικό του κειμένου, τις θέσεις που η ιδεολογική του προκατάληψη έχει προαποφασίσει ότι πρέπει να εκφράζει το κείμενο» [8][11]

Βέβαια, μπορεί η ερμηνευτική μέσω των προκαταλήψεων, που ως καντιανές κατηγορίες φιλτράρουν και διαμορφώνουν το αποτέλεσμα, να μην γίνεται συνειδητά αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το τελικό αποτέλεσμα (η ερμηνεία στην οποία οδηγείται το άτομο) είναι το ίδιο. Ήταν η αρνητική προκατάληψη ενάντια στο δόγμα της κρίσης και της Κόλασης που δημιουργήθηκε στο μυαλό του Κάρολου Ράσελ στην παιδική του ηλικία που τον οδήγησε αργότερα που να διαβάσει και να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή με τρόπο ώστε και τα δύο να απορρίπτονται και να οδηγήσει εκατομμύρια οπαδών του στην πλάνη [9][12]

Όταν, λοιπόν, στην ανάγνωση της Βίβλου αγνοείται ο επικίνδυνος ρόλος της προκατάληψης του αναγνώστη τότε νομοτελειακά αυτή ή θα ερμηνευτεί λανθασμένα (πχ. στην Α’ Κορ.ιγ το θέμα των μαλλιών), ή θα της επιβληθεί η άποψη του αναγνώστη.[10][13] Είναι σημαντικό, λοιπόν, ο αναγνώστης να γνωρίζει εκ των προτέρων αυτή την αχίλλειο πτέρνα και να προστατεύσει τον εαυτό του αλλά και τους άλλους. Διότι, όταν θυσιάζεται ο λόγος του Θεού στο βωμό της οποιασδήποτε προκατάληψης, πρώτο και θλιβερό θύμα της είναι ο αναγνώστης.[11][14]

Γ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Η παράδοση δεν είναι κάτι το κακό την οποία πρέπει ο χριστιανός συνεχώς να αντιστρατεύεται. Υπάρχει καλή και κακή χρήση της παράδοσης. Εξαρτάται από την αντίληψη που κάποιος έχει για την παράδοση και από τον τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιεί. Γι’ αυτό άλλες φορές γίνεται ευλογία κι άλλες φορές τροχοπέδη. Όταν η παράδοση ιεροποιείται σε σημείο που αυτή να υπαγορεύει το περιεχόμενο της πίστης και της ζωής σε σημείο που πολλές φορές να αντιβαίνει σε ξεκάθαρες διδασκαλίες του λόγου του Θεού, τότε γίνεται κατάχρησή της και τροχοπέδη. Όμως, το ίδιο συμβαίνει με την ολοκληρωτική απόρριψή της, καθώς το κενό που δημιουργείται θα καλυφθεί από άλλες παραδόσεις κι άλλα εντάλματα.

Πρέπει ο αναγνώστης του θείου λόγου να αναγνωρίσει ότι είναι αδύνατο να καταλάβει το μήνυμα της Γραφής και να οδηγηθεί στην Αλήθεια εάν τα ιερά κείμενα απομονωθούν από το περιβάλλον στο οποίο γράφτηκαν. Ένα περιβάλλον όπως, η ιστορική παράδοση του λαού, του συγγραφέα, του τόπου όπου το κείμενο γράφτηκε. Το κείμενο δεν υπάρχει αυθαίρετα και ανεξάρτητα από το κοινωνικό περιβάλλον του που τελικά αποτελεί και τον εγγυητή της παράδοσης. Με άλλα λόγια δεν είναι αχωρόχρονο, έχει ιστορική στιγμή με παρελθόν και παρόν, όπως και γεωγραφικό χώρο. Αποτελεί έγκλημα το κείμενο να «εκτρωθεί» από την ιστορική, γεωγραφική και κοινωνική του «μήτρα».

Για παράδειγμα, πώς θα ερμηνευτεί και θα εφαρμοστεί ο λόγος του Κυρίου για το διαζύγιο (κάτι που αγγίζει πολλή ευαίσθητες πτυχές της ζωής των πιστών και της εκκλησίας) εάν δεν μελετηθούν οι παραδόσεις της εποχής μέσα στο πλαίσιο των οποίων γίνεται η συζήτηση του Κυρίου με τους μαθητές Του; Οπότε είναι σημαντικό (ιδιαίτερα στη μελέτη δύσκολων περικοπών, να λαμβάνεται υπ’ όψιν η παράδοση του τόπου εκείνης της εποχής όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τη λαογραφία, ποίηση, ήθη και έθιμα, αντιλήψεις, κλπ. Πως θα εξηγηθεί το γεγονός ότι οι μαθητές δεν πίστευαν στο μήνυμα των γυναικών ότι ο Χριστός αναστήθηκε εάν αποπεμφθεί η παράδοση;

4. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ

Το γεγονός ότι η χρονική απόσταση που παρεμβάλλεται μεταξύ του νεώτερου κειμένου της Αγίας Γραφής με το σήμερα είναι 2000 χρόνια καταδεικνύει την τεράστια χρονική αποξένωση του σύγχρονου αναγνώστη από το Θείο Κείμενο. Μια αποξένωση που υφίσταται όχι δίχως κόστος και προβλήματα. Αντίθετα, είναι αυτή που ευθύνεται για την αποξένωση του σημερινού αναγνώστη από,

α. Τη γλώσσα της εποχής και του λαού την περίοδο που ο συγγραφέας γράφει
β. Τις αξίες της εποχής μέσα στην οποία γράφτηκαν τα διάφορα βιβλία
γ. Την κουλτούρα του εκάστοτε λαού ανάμεσα στον οποίο ή για τον οποίο ο συγγραφέα γράφει
δ. Την κοσμοθεωρία του κόσμου την περίοδο της συγγραφής[12][15]

Αν και ο αναγνώστης είναι ελεύθερος και καλείται από το Θεό να μελετά το λόγο Του καθημερινά (Ι.Ναυή α:8), εν τούτοις δεν είναι ελεύθερος να τον ερμηνεύει κατά το δοκούν. Πρέπει να προσέχει από την μια να μην εκσυγχρονίσει τη Γραφή, αλλά να την αφήσει να εκφράσει εκείνο που ήθελε να πει στους αρχικούς αναγνώστες και ακροατές και από την άλλη να αγωνιστεί να συλλάβει το μήνυμα που εκείνοι καταλάβαιναν. Που σημαίνει ότι πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του (κι εκείνους που επηρεάζει) από το δικό του υποκειμενισμό. Δηλαδή, να μην αναγκάσει το κείμενο να «πει» εκείνο που ο ίδιος θα ήθελε αυτό να λέει [13][16]

Έχοντας σημειώσει μερικά από τα προβλήματα που συναντά ο σημερινός μελετητής στην ανάγνωση και στην ερμηνεία του θείου λόγου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ανάγκη για ασφαλιστικές δικλείδες. Για κάποιους κανόνες, αρχές ερμηνείας που προστατεύουν τον αναγνώστη από τους παραπάνω κινδύνους.


[1][4] Δυστυχώς κάποιοι έχουν κάνει χρήματα πουλώντας τις θεωρίες τους για τα σενάρια του τέλους (π.χ. ρόλος ΕΟΚ, τα 10 κέρατα, τα Bar Codes, την Procter & Gamble, την είσοδο στην 7η χιλιετηρίδα-7η ημέρα της Δημιουργίας – Ανάπαυσης, το παλιό πεντοχίλιαρο, το 666, κ.λ.π.) σε μορφή βιβλίων και κασετών τις οποίες με περισσή αλαζονεία στήριζαν στην Αγία Γραφή. Συμπεριφέρονταν ως οι πληρεξούσιοι της Αλήθειας και με κατοχυρωμένο το μονοπώλιό της. Στο τέλος εκείνοι αποδείχτηκαν λάθος, η τσέπη τους με περισσότερα και οι εγκλωβισμένοι οπαδοί τους ‘μπουκάλες’. Κι ούτε ένα, ‘συγνώμη κάναμε λάθος’!

[2][5] Είναι αλήθεια ότι μέχρι σημείου η προσέγγιση του ατόμου προς τα κείμενα πρέπει να είναι υπαρξιακή διότι, ‘’Τα έργα, … δεν μπορούν να μιλούν για τον εαυτό τους επειδή ακριβώς δεν υπάρχει καμιά σταθερά του κειμένου, κανέναν δεδομένο σημείο αναφοράς εντός του κειμένου… Το κείμενο απαρτίζεται από τις αναγνώσεις του, φέρει εντός του την πολυφωνία και άρα την αντιφατικότητα των αναγνώσεών του, γίνεται δρων υποκείμενο εξαιτίας των φωνών τις οποίες συσσωματώνοντας συνθέτει και εκφέρει εκ νέου, απαντώντας σε ερωτήματα ανοιχτά, και γι’ αυτό κρίσιμα, και επινοώντας τις διεξόδους αλλά και τις διαφυγές του προς την εμπειρία του παρόντος της ανάγνωσής του.’’ Ροζάνης, σελ. 6. Όλα αυτά, όμως, αναιρούνται στην περίπτωση της Αγίας Γραφής εξαιτίας της Θεοπνευστίας της και της ιστορίας ερμηνείας της.

[3][6] Δεν πέρασαν δέκα χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος της μετά-δικτατορικής Ελληνικής Δημοκρατίας και στο πρώτο σοβαρό πρόβλημα (πρόταση Α. Παπανδρέου για Χ. Σαρτζετάκη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, Μάρτιος 1985) κλήθηκαν έγκριτοι συνταγματολόγοι για να ερμηνεύσουν τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος. Εάν χρειάζονται οι γνώμες των σοφών για ένα τόσο πρόσφατο Κείμενο πόσο μάλλον για ένα Κείμενο (αναμφίβολα Θεόπνευστο κι Αλάνθαστο στο πρότυπο του) όπως η Αγία Γραφή.

[4][7] Οι βασικές αρχές έχουν ληφθεί από το βιβλίο του Gadamer, Hans-Georg, Truth and Method. New York: The Crossroad Pub. Cor., 2nd Rev. Ed. 1988.

[5][8] Γιανναράς Χρήστος. Το ρητό και το Άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής. Χρήστος Γιανναράς & Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, 1999. Σελ. 25.

[6][9] Ροζάνης, σελ. 6.

[7][10] Schaeffer, Francis A. Joshua and the Flow of Biblical History. Downers Grove, IL: InterVarsity Press, 1975, Αφιέρωση.

[8][11] Γιανναράς Χρήστος. ‘’Προκατάληψη, δηλαδή αυτοευνουχισμός.’’ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Κυριακή 18 Μαρτίου 2001, Σελ. 16.

[9][12] Martin Walter R. The Kingdom of Cults. Minneapolis, MN: Bethany Fellowship, Inc., Pub. 1977, σελ. 34-111

[10][13] Σε αρκετές περιοχές της Βόρειας Αμερικής με έντονο το πρόβλημα του αλκοολισμού οι χριστιανοί όχι μόνο δεν πίνουν αλκοόλ, όχι μόνο το θεωρούν αμαρτία, όχι μόνο στη Θεία Ευχαριστία χρησιμοποιούν χυμό σταφυλιού αλλά θεωρούν ότι κάθε αναφορά της Γραφής στον ‘οίνο’ (π.χ. Γάμος της Κανά, το κρασί στο Ανώγειο, κλπ) δεν είναι κρασί με αλκοόλ (πως θα μπορούσε ο Χριστός να αμαρτήσει;) αλλά απλός χυμός σταφυλιού. Ήταν οι ρατσιστικές προκαταλήψεις των λευκών που οδήγησαν να διαβάσουν την Γραφή και με βάση ‘το Λόγο του Θεού’ να θηριωδήσουν σε βάρος της εικόνας του Θεού. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα.

[11][14] Παραλλαγή φράσης του Γιανναρά στην επιφυλλίδα του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (βλ. υποσ. #9)

[12][15] Για παράδειγμα όταν ο Δαυίδ (?) στον Ψαλμό 102.25, ο Ησαΐας στο 48.13 και ο Ζαχαρίας 12.1 μιλούν για τα θεμέλια της γης δεν αποκαλύπτουν την κοσμολογία του Θεού για τη γη αλλά εκφράζουν το λόγο του Θεού μέσα από τις ‘επιστημονικά’ κοσμολογικές αντιλήψεις της εποχής τους. Το ίδιο ισχύει και με την γαιοκεντρική κοσμολογία στο λόγο του Ιησού του Ναϋή ‘’’Στήθι, ήλιε, επί την Γαβαών, και συ σελήνη, επί την φάραγγα Αιαλών. Και ο ήλιος εστάθη, και η σελήνη έμεινεν…’’’ (10.12-13). Στην πραγματικότητα εκείνη που σταμάτησε ήταν η γη κι όχι ο ήλιος καθώς είναι η γη που κινήται γύρω από τον ήλιο. Αργότερα, η Εκκλησία αρνούμενη να αναγνωρίσει την ιστορική της απόσταση από κείμενα σαν κι αυτά και βεβαίως επηρεασμένη από τον Αριστοτελισμό του Ακινάτη, διαμόρφωσε την ‘ορθόδοξη’ κοσμοθεωρία της την οποία έπρεπε όλοι να πιστεύουν. Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπρούνο να καεί στην πυρά, ο Γαλιλαίος να ταπεινωθεί ανακαλώντας τις επιστημονικές ανακαλύψεις του, η ηλιοκεντρική πραγματικότητα να ανακηρυχθεί ως αιρετική θέση ενώ η ‘Βιβλική’ θέση να είναι η γεωκεντρική. Είναι τρομερό και να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε εάν αυτή η θέση είχε τηρηθεί έως και σήμερα. Η Αγία Γραφή δεν είναι επιστημονικό εγχειρίδιο κανενός χώρου. Αλίμονο όταν χρησιμοποιείται μ’ αυτόν τον τρόπο. Έπαινος αρμόζει σε επιστήμονες όπως ο Γαλιλαίος, ο Μπράχε, ο Κοπέρνικος κι άλλους που θέλησαν να διαβάσουν και διάβασαν την Αγία Γραφή όπως έπρεπε, ως το Λόγο του Θεού κι όχι ως επιστημονικό εγχειρίδιο ντροπιάζοντας όλους εκείνους σε κάθε εποχή που αυτό-ανακηρύσσονται σε ‘υπερασπιστές’ του Θεού.

[13][16] Παράδειγμα οι αιρετικοί του Faith Movement που επηρεασμένοι από τις διδασκαλίες της Βουδιστικής αίρεσης Soka Gakkai ( Πωλ Γιόνκι Τσο. Η Τέταρτη Διάσταση. Εκδόσεις Α&Ω, σελ. 37-40) που εστιάζονται στην υγεία, στην ευημερία και στον πλούτο (Labi Nadya, Buddhism TIME. December 11, 2000. Σελ. 85). Στην πιο φημισμένη ‘εκκλησία’ του Faith Movement στην Αμερικανική ήπειρο την Toronto Airport Christian Fellowship, όπου ισχυρίζονται ότι το 1994 είχαν την ‘επίσκεψη’ του Αγίου Πνεύματος με την εκδήλωση του ‘Άγιου Γέλιου’(sic) και την οποία επισκέπτονται χιλιάδες ταλαίπωροι για να προσκυνήσουν και να λάβουν κι αυτοί το χρίσμα, σήμερα λένε ότι βιώνουν μια άλλη ‘επίσκεψη’ του Αγίου Πνεύματος εκπληρώνοντας έτσι και την υπόσχεση του Θεού στον Ψαλμό 81,10 που λεει, ‘’Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, όστις σε ανήγαγεν εκ γης Αιγύπτου. Πλάτυνον το στόμα σου, και θέλω γεμίσει αυτό.’’ Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της εκκλησίας, την υπόσχεση του ο Θεός την εκπληρώνει μετατρέποντας το αμάλγαμα των σφραγισμένων δοντιών σε χρυσό. Μάλιστα, έως πρόσφατα είχαν και ανάλογη σελίδα στην ιστοσελίδα της εκκλησίας τους (www.tacf.org). Βέβαια, ποτέ δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τις αξιώσεις τους παρουσιάζοντας κάποιο άτομο του οποίου το στόμα γέμισε με χρυσό. (James A. Beverly. ‘’Dental Miracle Reports Draw Criticism”. Christianity Today. May 24, 1999, σελ. 17). Σίγουρα η περίπτωση αυτή είναι ακραία αλλά ζωντανεύει το πρόβλημα της ερμηνευτικής κατάχρησης του κειμένου. Στην προκειμένη περίπτωση μια απλή ανάγνωση ολόκληρου του Ψαλμού 81 φανερώνει ότι ο Θεός άλλο έχει στο μυαλό Του κι όχι χρυσό. Αλλά, όπως λεει και ο λαός, ‘’ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται’’!