«
Και τοιούτοι υπήρχετέ τινες αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ' εδικαιώθητε διά του ονόματος του Κυρίου Ιησού και διά του Πνεύματος του Θεού ημών» (Α΄Κορ.ς:11).
Η σωτηρία που προμηθεύει ο Θεός θα θεραπεύσει κάθε πρόβλημα που δημιούργησε η αμαρτία. Επιτέλους, θα αποκατασταθεί κάθε τι που έχασε ο Αδάμ και όχι μόνο (Ρωμ.ε:15-21) και θα μας κάνει ξανά «συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού» (Ρωμ.η:29, Α΄Ιωάν.γ:2).Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται τις τέσσερεις βασικές πτυχές της σωτηρίας: τη δικαίωση, την αναγέννηση, την υιοθεσία και τον αγιασμό.
Δικαίωση
Δικαίωση είναι η πράξη κατά την οποία ο Θεός ανακηρύσσει ένα αμαρτωλό, δίκαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι σ’ αυτό το σημείο ο αμαρτωλός γίνεται δίκαιος με δικές του προσπάθειες, αλλά ότι ο Θεός τον μετρά, τον κρίνει, ή τον θεωρεί δίκαιο χωρίς να παίρνει υπόψη Του τις προγενόμενες αμαρτίες. Δικαίωση είναι ένας νομικός όρος που σημαίνει αλλαγή στάσης απ’ τη μεριά του Θεού.
Η Δικαίωση αποτελείται από δύο στοιχεία: (1) Ο Θεός συγχωρεί τον αμαρτωλό, απομακρύνοντας την ενοχή και την τιμωρία που σχετίζεται με τις αμαρτίες του (Ρωμ.δ:6-8, η:1). (2) Ο Θεός καταλογίζει (μεταφέρει) τη δικαιοσύνη του Χριστού στον αμαρτωλό, έτσι ώστε να μπορεί να συμμετέχει σε κάθε τι που έχει προσδοθεί στον αναμάρτητο Χριστό εξαιτίας της δικαιοσύνης Του (Ρωμ.γ:22, δ:3-5, Β΄Κορ.ε:20-21).
Εξαιτίας αυτού του δίπτυχου έργου, ο δικαιωμένος άνθρωπος είναι πλήρως συμφιλιωμένος με το Θεό (Ρωμ.ε:1, 9-10) και εμπιστευμένος να κληρονομήσει όλες τις υποσχέσεις Του, συμπεριλαμβανομένης της αιώνιας ζωής (Ρωμ.ε:9, η:30, Γαλ.γ:10-14, Τίτ.γ:7).
Η δικαίωση έχει την καταγωγή της στη χάρη του Θεού, εξαγορασμένη για μας με το αίμα του Χριστού: «δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού,τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:24-25).
Έρχεται μόνο δια πίστεως Ιησού Χριστού και όχι με έργα του Νόμου: «Συμπεραίνομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς των έργων του νόμου» (Ρωμ.γ:28)
«εις τον μη εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού λογίζεται εις δικαιοσύνην» (Ρωμ.δ:5).
Το αίμα του Ιησού Χριστού δηλοποιεί το απόλυτο λυτρωτικό έργο Του, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου Του (ο οποίος ικανοποίησε τις απαιτήσεις του Νόμου του Θεού) και την ανάστασή Του (χωρίς την οποία, ο θάνατος δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα).
«αλλά και δι' ημάς, εις τους οποίους (η δικαίωση) μέλλει να λογισθή, τους πιστεύοντας εις τον αναστήσαντα εκ νεκρών Ιησούν τον Κύριον ημών, όστις παρεδόθη διά τας αμαρτίας ημών και ανέστη διά την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ.δ:24-25).
Η χάρη του Θεού είναι η πηγή της δικαίωσης, το αίμα του Χριστού (θάνατος - ταφή – ανάσταση) είναι το υπόβαθρο της δικαίωσης και η πίστη είναι η συνθήκη πάνω στην οποία δικαιωνόμαστε.
Εφόσον η δικαίωση έρχεται δια πίστεως, απαντάται όταν κανείς εξασκήσει πλήρως σώζουσα πίστη, κάτι που σημαίνει υπακοή στο ευαγγέλιο (κεφ.2). Ωστόσο, το πλήρες έργο της δικαίωσης συμβαίνει όταν κάποιος μετανοήσει, βαπτιστεί στο νερό στο όνομα του Ιησού και λάβει το Άγιο Πνεύμα.
Στην Α΄Κορ.ς:9-10 ο απόστολος Παύλος καταγράφει δέκα κατηγορίες αμαρτωλών που δεν θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία του Θεού. Και συνεχίζει: «Και τοιούτοι υπήρχετέ τινες αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ' εδικαιώθητε διά του ονόματος του Κυρίου Ιησού και διά του Πνεύματος του Θεού ημών» (ς:11). Με άλλα λόγια η δικαίωση επήλθε όταν βαπτίστηκαν στο όνομα του Ιησού και πήραν το Άγιο Πνεύμα.
Μια επί πλέον εξέταση του σκοπού της μετάνοιας, του βαπτίσματος στο νερό και το Άγιο Πνεύμα, φανερώνει ότι το έργο της δικαίωσης συμβαίνει κατά την εκπλήρωση και των τριών. Στη μετάνοια, ο άνθρωπος και ο Θεός ξεκινούν μια προσωπική σχέση που βάζει τα θεμέλια για το βάπτισμα στο νερό και το Πνεύμα. Κατά το βάπτισμα στο νερό γίνεται η άφεσις των αμαρτιών από το Θεό (Πράξ.β:38), που είναι η πρώτη βαθμίδα της δικαίωσης.
Το Άγιο Πνεύμα μεταδίδει τη δικαιοσύνη του Χριστού, γιατί το Πνεύμα είναι ο Χριστός εν ημίν «διά να πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα» (Ρωμ.η:4), «Σεις όμως δεν είσθε της σαρκός, αλλά του πνεύματος, εάν το Πνεύμα του Θεού κατοική εν υμίν. Αλλ' εάν τις δεν έχη το Πνεύμα του Χριστού, ούτος δεν είναι αυτού.Εάν δε ο Χριστός ήναι εν υμίν, το μεν σώμα είναι νεκρόν διά την αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή διά την δικαιοσύνην» (Ρωμ.η:9-10).
Το Πνεύμα που κατοικεί μέσα μας, μας ικανώνει να πάρουμε τη μέλλουσα σωτηρία (Ρωμ.η:11). Εξαιτίας του Πνεύματος, προκρινόμαστε για τις ευλογίες και τις υποσχέσεις του Θεού (Ρωμ.η:15-17, Γαλ.γ:14). Με λίγα λόγια, η βάπτιση του Αγίου Πνεύμα-τος είναι η δεύτερη βαθμίδα της δικαίωσης.
Το έργο της δικαίωσης ξεκινά κατά την αρχική μετάνοια από την αμαρτία και τελειοποιείται με το βάπτισμα στο νερό και το Πνεύμα. Όμως, η δικαίωση στο σύνολο, είναι στιγμιαία κατά την αναγέννηση. Θα ήταν λάθος να συσχετίσουμε τη δικαίωση μόνο με τη μία πτυχή της αναγέννησης, γιατί η αναγέννηση μπορεί να περιλαμβάνει τη μετάνοια, το βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα στο Πνεύμα, αλλά είναι ένα γεγονός, το γεγονός της αναγέννησης. Ωστόσο, υπό μία έννοια, η δικαίωση είναι διαθέσιμη συνεχόμενα για αμαρτίες που πραγματοποιήθηκαν αλλά ομολογήθηκαν με μετάνοια, μετά την εμπειρία της αναγέννησης.
Αναγέννηση
Αναγέννηση σημαίνει καινούρια γέννηση. Είναι κάτι περισσότερο από μεταρρύθμιση ή αναδιάρθρωση της παλιάς φύσης. Ο αναγεννημένος άνθρωπος παίρνει μια καινούρια, άγια φύση, που έχει εξουσία απέναντι στην παλιά αμαρτωλή φύση.
Η νέα γέννηση περιλαμβάνει δύο στοιχεία: (1) κατάργηση της δύναμης της παλιάς φύσης (Β΄Κορ.ε:17) και (2) μετάδοση νέας φύσης, που στην πραγματικότητα είναι η ίδια η φύση του Θεού (Εφες.δ:24, Κολ.γ:10, Β’ Πέτρ.α:4).
Αυτή η νέα φύση αλλάζει τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά (Εφες.δ:23-32) και δίνει δύναμη να ζήσεις μια νέα ζωή (Πράξ.α:8, Ρωμ.η:4). Η νέα γέννηση δεν εξαλείφει την αμαρτωλή φύση, ο χριστιανός τώρα έχει δύο φύσεις, τη σάρκα (αμαρτωλή ή σαρκική φύση) και το Πνεύμα. Αν ακολουθεί τις επιθυμίες της σάρκας ή εξαρτάται από τη δύναμη της σάρ¬κας, δεν μπορεί να ζήσει μια νικηφόρα άγια ζωή (Ρωμ.ζ:21-25, η:12-13, Γαλ.ε:19-21). Αν όμως ζει κατά το Πνεύμα, μπορεί να απολαύσει μια νικηφόρα ζωή κατά της αμαρτίας (Ρωμ.η:1-4), Γαλ.ε:22-23, Α’ Ιωάν.γ:9). Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί σωσμένος χωρίς το έργο της αναγέννησης στη ζωή του (Ιωάν.γ:3-7, Γαλ.ς:15).
Η αναγέννηση προέρχεται από τη χάρη του Θεού (Ιωάν.α:13, Τίτ.γ:5, Ιάκ.α:18) και ενεργείται με την πίστη του ανθρώπου (Ιωάν.α:12-13). Η σύλληψη έγινε με το λόγο του Θεού, το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού (Α’ Κορ.δ:15, Ιάκ.α:18, Α’ Πέτρ.α:23). Ακούγοντας το λόγο, φυτεύτηκε ο σπόρος της σωτηρίας, αλλά για να αναπτυχθεί σε αναγέννηση πρέπει ν’ ανταποκριθούμε με πίστη υπακούοντας το Πράξ.β:38.
Όταν μετανοούμε και βαπτιζόμαστε στο νερό, η παλιά φύση πεθαίνει και θάβεται, που σημαίνει ότι ο παλιός τρόπος ζωής και η εξουσία της αμαρτίας καταργείται (Ρωμ.ς:1-7).
Με το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος μεταδίδεται η νέα φύση και μια μόνιμη δύναμη ώστε να κρατάμε τον παλαιό άνθρωπο νεκρό (Ρωμ.η:8-9, 13). Το βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος είναι τα δύο στοιχεία που περιλαμβάνει η αναγέννηση.
Η αναγέννηση συμβαίνει όταν μετανοούμε, βαπτιζόμαστε στο νερό, στο όνομα του Ιησού Χριστού και παίρνουμε το Άγιο Πνεύμα. Το έργο της αναγέννησης μας ωφελεί καθ’ όλη τη διάρκεια της χριστιανικής μας ζωής, παρέχοντάς μας θείες επιθυμίες, πνευματική καθοδήγηση και δύναμη να υπερνικούμε καθημερινά την αμαρτία.
Υιοθεσία
Υιοθεσία είναι η πράξη της εκλογής και της τοποθέτησης ενός παιδιού σε σπίτι. Η αναγέννηση δηλώνει ότι είμαστε παιδιά του Θεού εξαιτίας μιας νέας, πνευματικής γέννας. Η υιοθεσία σημαίνει ότι ενηλικιωνόμαστε σαν παιδιά του Θεού και γινόμαστε κληρονόμοι μετά από συνειδητή εκλογή Του. Η υιοθεσία λοιπόν, αναφέρεται στη θέση μας σαν παιδιά του Θεού με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτή τη θέση.
Στη Γαλ.δ:1-7 ο απόστολος Παύλος αντιπαραβάλλει τη ζωή κάτω από το Νόμο, πριν το Χριστό και τη ζωή του Πνεύματος μετά το Χριστό. Πριν το θάνατο του Χριστού, «υπό τα στοιχεία του κόσμου ήμεθα δεδουλωμένοι». Ο λαός του Θεού ήταν υποταγμένος στο Νόμο, όπως ένα παιδί που δεν έχει φτάσει στην ηλικία της ωριμότητας ζει υπό τον έλεγχο οικονόμων και επιτρόπων.
Μετά το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, τα παιδιά του Θεού ενηλικιώθηκαν, πήραν το Πνεύμα του Χριστού και έγιναν δικαιούχοι της κληρονομιάς που ο Θεός είχε από ανέκαθεν σχεδιάσει γι’ αυτούς.
Ο Παύλος χρησιμοποιεί τη λέξη «υιοθεσία» για να περιγράψει αυτή την αλλαγή θέσης, εφόσον η υιοθεσία απονέμει σ’ ένα άτομο δικαιώματα και προνόμια που δεν είχε ποτέ πριν απολαύσει.
Στη Ρωμ.η:14-17 ο Παύλος χρησιμοποιεί την αναλογία της υιοθεσίας με κάποιο διαφορετικό τρόπο. Εμείς όταν πιστέψαμε υιοθετηθήκαμε στην οικογένεια του Θεού και γίναμε νεώτεροι αδελφοί και αδελφές του ανθρώπου Ιησού Χριστού. Σαν υιοθετημένα παιδιά, αποκομίζουμε όλα τα νόμιμα δικαιώματα και προνόμια του κανονικού παιδιού. Ο Χριστός είναι ο μονογενής του Πατέρα και ο μόνος δικαιωματικά κληρονόμος, αλλά με την υιοθεσία, γινόμαστε κι εμείς κληρονόμοι του Πατέρα, και συγκληρονόμοι του Χριστού.
Ακόμα δεν έχουμε κληρονομήσει όλα τα ευεργετήματα της υιοθεσίας, περιμένουμε ακόμα την πλήρη αποκάλυψη της θέσης μας σαν παιδιά του Θεού και την απολύτρωση του φυσικού σώματός μας (Ρωμ.η:23).
Η υιοθεσία πηγάζει από τη χάρη και την εκλογή του Θεού (Εφες.α:4-5) και πραγματοποιείται δια πίστεως (Γαλ.γ:26).
Οι Γραφές υποδηλώνουν ότι η υιοθεσία συμβαίνει κατά το βάπτισμα στο νερό και το Άγιο Πνεύμα, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο μπαίνουμε στην οικογένεια του Θεού:
«Διότι πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε» (Γαλ.γ:26-27).
«διότι ημείς πάντες διά του ενός Πνεύματος εβαπτίσθημεν εις εν σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν» (Α’ Κορ.ιβ:13).
«Διότι δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας, διά να φοβήσθε πάλιν, αλλ' ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, διά του οποίου κράζομεν Αββά, ο Πατήρ» (Ρωμ.η:15). Το Πνεύμα είναι το μέσον, αλλά και το πρώτο προνόμιο της υιοθεσίας.
Η υιοθεσία στην οικογένεια του Θεού λοιπόν, συμβαίνει ακαριαία με την αναγέννηση. Υπό μία έννοια, είναι γεγονός του παρελθόντος, εφόσον ήδη ονομαζόμαστε τέκνα Θεού (Α’ Ιωάν.γ:1). Ήδη απολαμβάνουμε τους πρώτους καρπούς της κληρονομιάς μας, που είναι το Πνεύμα του Θεού (Ρωμ.η:23, Γαλ.δ:6, Εφες.α:13-14), κι έχουμε τη σιγουριά της μελλοντικής κληρονομιάς μας.
Όμως, από μία άλλη άποψη, η υιοθεσία είναι ένα μελλοντικό γεγονός: «Διότι η μεγάλη προσδοκία της κτίσεως προσμένει την φανέρωσιν των υιών του Θεού. Επειδή η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά διά τον υποτάξαντα αυτήν, επ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της δουλείας της φθοράς και μεταβή εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Επειδή εξεύρομεν ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νύν και ουχί μόνον αυτή, αλλά και αυτοί οίτινες έχομεν την απαρχήν του Πνεύματος, και ημείς αυτοί στενάζομεν εν εαυτοίς περιμένοντες την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ.η:19-23). Και αυτό θα γίνει όταν ο Ιησούς επιστρέψει.
Αγιασμός
Αγιασμός κυριολεκτικά σημαίνει ξεχώρισμα. Στο θέμα μας, σημαίνει αποχωρισμός από την αμαρτία και αφιέρωση στο Θεό. Αγιασμός είναι η διαδικασία να γίνει κανείς δίκαιος – ουσιαστικά σαν το Χριστό.
Κατά την αναγέννηση ο Θεός μας αγιάζει (Α΄Κορ.ς:11), αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή της όλης διαδικασίας. Ο Θεός συνεχίζει να εργάζεται στη ζωή μας για να μας τελειοποιήσει και να μας κάνει άγιους.
Η Γραφή διδάσκει ότι μπορούμε να πετύχουμε την ωριμότητα σ’ αυτή τη ζωή (Β΄Κορ.γ:18, ζ:1, Εφες.δ:11-15, Β΄πέτρ.γ:18). Αυτό δεν σημαίνει απόλυτη αναμάρτητη τελειότητα όπως το παράδειγμα του Ιησού, αλλά μια σχετική τελειότητα, εφόσον η αμαρτωλή φύση και η πιθανότητα να αμαρτήσει κανείς παραμένουν μέσα στον άνθρωπο.
Μπορούμε όλοι να είμαστε το ίδιο σχετικά τέλειοι, ακόμα κι αν έχουμε καταφέρει διαφορετικά επίπεδα απόλυτης τελειότητας. Όπως δύο παιδιά σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης μπορούν να είναι και τα δύο φυσιολογικά και υγιή.
Ο Θεός αποτιμά τη ζωή μας ξέροντας από που έχει έρθει ο καθένας μας, ποιες είναι οι ικανότητές μας, τι μας έχει δώσει και ποιο είναι το δυναμικό μας (Ματθ.ιγ:23, κε:14-30). Περιμένει μέσα από την πείρα μας να έχουμε μια αυξητική πρόοδο (Μαρκ.δ:26-29). Αν έχουμε αναγεννηθεί, αν αυξάνουμε φυσιολογικά στη σχέση μας μαζί Του, χρησι-μοποιούμε τα χαρίσματά Του, ζούμε μια ζωή μετάνοιας, και προοδευτικά γινόμαστε σαν το Χριστό, τότε μπορούμε να γίνουμε τέλειοι σύμφωνα με το θέλημά Του.
Ο στόχος που μας έχει δώσει για να αγωνιστούμε είναι η απόλυτη τελειότητα (Ματθ.ε:48). Αν παραχωρηθούμε στην αγιαστική διαδικασία, τελικά ο Χριστός θα μας μεταμορφώσει σε τέλεια, αναμάρτητη τελειότητα κατά τη δεύτερη έλευσή Του (Φιλιπ.γ:12-14, Α΄Θες.γ:13, Α΄Ιωάν.γ:2).
Ο αγιασμός μας είναι με τη χάρη, δια της πίστεως στη θυσία του Ιησού Χριστού (Πράξ.κς:18, Α΄Θες.ε:23, Εβρ.ι:10). Η αρχική ενέργεια αγιασμού συμβαίνει τη στιγμή της μετάνοιας, του βαπτίσματος στο νερό και στο Άγιο Πνεύμα (Α΄Κορ.ς:11). Το συνεχιζόμενο έργο αγιασμού, γίνεται από το Άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα μας (Β΄Θες.β:13, Α΄Πέτρ.α:2) καθώς ζούμε καθημερινά δια πίστεως (Ρωμ.α:17).
Συμπερασματικά, ο αγιασμός είναι πρώτα απ’ όλα ένα στιγμιαίο έργο που λαμβάνει χώρα κατά την αναγέννηση, όταν αποχωριζόμαστε από την αμαρτία για να αφιερωθούμε στο Θεό. Ο αγιασμός συνεχίζει προοδευτικά καθ’ όλη τη χριστιανική μας ζωή και θα τελειοποιηθεί κατά τη δεύτερη έλευση του Χριστού για την αρπαγή της εκκλησίας.
Το αιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία
Το Ρωμ.η:28-30 περιγράφει πέντε βήματα όσο αφορά στο αιώνιο σχέ-διο του Θεού για τη σωτηρία της πεσμένης ανθρωπότητας:
(1) Πρόγνωση. Ο Θεός προγνώριζε ότι ο άνθρωπος θα αμαρτήσει και θα χρειαζόταν σωτηρία. Επίσης προγνώριζε ότι τη σωτηρία που θα προμήθευε, κάποιοι θα την αποδεχόταν.
(2) Προορισμός. Επειδή ο Θεός προείδε αυτή την ανταπόκριση, σχεδίασε από καταβολής κόσμου να προμηθεύσει σωτηρία μέσα από την αντικαταστατική θυσία του Ιησού Χριστού (Α΄Πέτρ.α:18-20, Αποκ.ιγ:8). Αυτοί που διαλέγουν το σχέδιο του Θεού, είναι προορισμένοι να γίνουν σύμμορφοι της εικόνας του Χριστού.
Η εκκλησία είναι προορισμένη να νικήσει, αλλά ο καθένας χωριστά πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να είναι μέρος αυτού του σχεδίου ή όχι.
(3) Κλήση. Ενεργώντας πάνω σ’ αυτό το σχέδιο, ο Θεός καλεί κάθε άνθρωπο (όστις θέλει) να συμμετέχει σ’ αυτό. Το Ρωμ.η μας μιλάει για μια δυναμική κλήση και μόνο όσοι ανταποκριθούν σ’ αυτή την παγκόσμια κλήση του Θεού θα γίνουν πραγματικά μέλη της εκκλησίας, αυτοί που έχουν καλεστεί έξω από…
(4) Δικαίωση. Μετά, ο Θεός δικαιώνει αυτούς που αποδέχονται την κλήση Του. Τους ανακηρύσσει δίκαιους, πράγμα που τους δίνει δικαίωμα σε όλα τα προνομία της σωτηρίας.
(5) Δόξα. Το τελευταίο στάδιο είναι η δόξα, το θεμελιώδες έργο του αγιασμού. Στο Ρωμ.η μιλάει σε παρελθόντα χρόνο, επειδή για το Θεό αυτό είναι απόλυτα σίγουρο, και κατ’ επέκταση, προορισμένο γεγονός, για την εκκλησία. Τότε, είναι που θα πάρουμε τα ένδοξα σώματα, τα απόλυτα τέλεια και χωρίς αμαρτία. Όταν το σχέδιο του Θεού τελειώσει, τότε θα είμαστε απόλυτα και αιώνια ελεύθεροι από τη δύναμη και τις επιδράσεις της αμαρτίας.
Συμπέρασμα
Σ’ αυτό το κεφάλαιο εξετάσαμε 4 σημαντικές πτυχές της σωτηρίας μας: (1) Δικαίωση, η πράξη κατά την οποία ο Θεός μας ανακηρύσσει δίκαιους, (2) Αναγέννηση, η πράξη με την οποία ξαναγεννιόμαστε, και παίρνουμε τη νέα φύση, (3) Υιοθεσία, η πράξη με την οποία μπαίνουμε στην οικογένεια του Θεού, άρα και κληρονόμοι, (4) Αγιασμός, η πράξη κατά την οποία αποχωριζόμαστε από την αμαρτία και η διαδικασία με την οποία ουσιαστικά δικαιωνόμαστε.
Και τα τέσσερα αυτά έργα της σωτηρίας, ξεκινούν από τη χάρη του Θεού, αγοράστηκαν με το αίμα του Χριστού και γίνονται κτήμα μας δια πίστεως σ’ αυτό το έργο του Χριστού. Επιπλέον, όλα αυτά συμβαίνουν όταν μετανοούμε, βαπτιζόμαστε στο νερό στο όνομα του Ιησού και παίρνουμε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι λοιπόν, η μελέτη μας επαναβεβαιώνει δύο βασικές αλήθειες: (1) η σωτηρία είναι αποτέλεσμα χάρης και αποκτιέται δια πίστεως και (2) το βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος είναι μέρη της εμπειρίας της σωτηρίας.
Η δικαίωση, η αναγέννηση, η υιοθεσία, και ο αρχικός αγιασμός, όλα αυτά συμβαίνουν ταυτοχρόνως κατά την εμπειρία της αναγέννησης. Τα έχουμε περιγράψει σαν στιγμιαία, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο Θεός λογαριάζει την αναγέννηση σαν αδιάσπαστο σύνολο.
Εφόσον η Γραφή διδάσκει την ενότητα του βαπτίσματος στο νερό και στο Πνεύμα (κεφ.4), πιστεύουμε ότι το έργο δεν έχει τελειώσει μέχρι να συμβούν και οι δύο βαπτισμοί. Το φυσιολογικό στο βιβλίο των Πράξεων είναι να γίνουν και τα δύο συγχρόνως (Πράξ.β:38, ι:44-48, ιθ:1-6).
Αν κάποιος έχει πίστη και διδαχτεί να περιμένει τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος κατά τη βάπτιση στο νερό, αυτό θα συμβεί, όπως στις μέρες των αποστόλων. Μπορεί κάποιος να βαπτιστεί στο νερό, στο όνομα του Ιησού και καθώς βγαίνει από το νερό να βαπτιστεί στο Άγιο Πνεύμα (Πράξ.ιθ:1-6), ή μπορεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα και αμέσως να υπακούσει στην εντολή της βάπτισης στο νερό στο όνομα του Κυρίου (Πράξ.ι:44-48).
Υπό το φως όλων αυτών, είναι θαυμαστό το πως ο Θεός τα σχεδίασε ώστε όλες τις πτυχές της σωτηρίας να εκπληρώνονται όταν κάποιος υπακούει στο απλό μήνυμα του Ιωάν.γ:5 και Πράξ.β:38.