Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Ο δούλος

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη ντροπή που αισθάνθηκα όταν κατάλαβα ότι ήταν ο Ιησούς Αυτός που μου έπλυνε τα πόδια.

Ήμασταν όλοι μαζεμένοι και λογομαχούσαμε σχετικά με το ποιος είναι ο μεγαλύτερος ανάμεσά μας και με σθένος υπερασπιζόμασταν το δικαίωμά να έχουμε την καλύτερη θέση στην ερχόμενη βασιλεία. Όταν κάποιος ήρθε μπουσουλώντας στο πάτωμα για να μου πλύνει τα πόδια, δεν έδωσα και τόση σημασία, αλαζονεύτηκα ότι θα ήταν ο υπηρέτης του σπιτιού.

Πρώτος ο Πέτρος το κατάλαβε και τράβηξε όλων μας την προσοχή σ’ Αυτόν, μ’ ένα από τα συνηθισμένα του συναισθηματικά ξεσπάσματα. Τη στιγμή που εμείς όλοι ήμασταν απασχολημένοι με υπερηφάνεια και αλαζονεία, κάνοντας φασαρία με το να τσακωνόμαστε για θέσεις και εξουσίες, ο Ιησούς, ο Κύριος ήταν στο πάτωμα κι έπλενε τα πόδια μας.
 
Πως μπορούσαμε να ήμασταν τόσο ανόητοι και αναίσθητοι; Μόλις πριν λίγο μας είχε πει ότι επρόκειτο να Τον προδώσει κάποιος από ανάμεσά μας, ότι θα υπέφερε κι ότι θα χυνόταν το αίμα Του….. Αντί να συλλογιστούμε αυτά και να Τον συμπονέσουμε, τη στιγμή της μεγαλύτερης ανάγκης Του, εμείς σκεπτόμασταν τους εαυτούς μας και τις σαρκικές επιθυμίες μας.
  
Όταν τέλειωσε και κάθισε πάλι στο τραπέζι, μας είπε ότι κι εμείς πρέπει να πλένουμε ο ένας του άλλου τα πόδια. Μας είπε ότι μας έδωσε παράδειγμα ώστε να κάνουμε ότι Αυτός έκανε σ’ εμάς κι ότι θα ήμασταν ευτυχισμένοι αν το κάναμε.
 Μετά, αναλήφθηκε, εγώ πήρα το Πνεύμα Του, και ήθελα συνέχεια να του μοιάζω πιο πολύ. Άρχισα να πλένω πόδια.

Όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, έπλενα τα πόδια κάποιου. Στην αρχή, οι φίλοι μου έκαναν πλάκα. Έλεγαν ότι ξέρουν γιατί το κάνω. Αλλά όταν εγώ συνέχισα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς έμαθαν να με δέχονται και πολλοί το αποδέχτηκαν. Το θεωρούσαν δεδομένο ότι θα τους πλύνω τα πόδια. Κι εγώ το έκανα. Μερικοί αισθανόταν ότι τους το χρωστούσα, ότι ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω. Εγώ αισθανόμουν ότι το χρωστούσα στον Ιησού.

Δεν ήταν πάντοτε τόσο εύκολο να πλύνω πόδια. Ήμουν συνηθισμένος να βλέπω τους ανθρώπους πρόσωπο προς πρόσωπο κι όχι τα πόδια τους. Χρειάστηκα καιρό για να τακτοποιηθεί αυτό. Έπρεπε να ξεπεράσω τα άσχημα συναισθήματα που με κατέκλυζαν όταν έπλενα τα πόδια κάποιου κι αυτός δεν εκτιμούσε αυτό που έκανα.

Κάποιες φορές άκουγα κι ένα ευγενικό λόγο, αλλά τις περισσότερες όχι. Είχα πρόβλημα με τα πόδια αυτών που με θεωρούσαν και μου συμπεριφερόταν σαν υπηρέτη, μέχρι που αποδέχτηκα το γεγονός ότι είμαι ένας υπηρέτης.

Τελικά, μου έγινε τρόπος ζωής. Τα χέρια μου μαλάκωσαν και φαινόταν πάντοτε καθαρά. Εμένα μου φαίνεται ότι η καρδιά μου μαλάκωσε και καθάρισε. Ανακάλυψα ότι είναι δύσκολο να τσακώνεσαι όταν είσαι στα γόνατα και πολύ περισσότερο να αισθάνεσαι υπερήφανος.

Μου φαίνεται ότι τελικά έχασα κάθε ίχνος υπερηφάνειας, ήμουν πραγματικά ένας υπηρέτης κι ότι ειλικρινά μπορούσα να πλύνω οποιουδήποτε τα πόδια. Όμως, μια μέρα βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ζευγάρι πόδια που ήταν τόσο αποκρουστικά από τη βρωμιά και τους λεκέδες που είχαν πάνω τους.

Είχα πλύνει κι άλλες φορές βρώμικα πόδια, αλλά αυτά φαινόταν πραγματικά σα να είχαν μια κρούστα από σκουριά κολλημένη πάνω τους. Ήταν σα να είχαν περπατήσει όλο τον κόσμο γυμνά. Βρωμιές αιώνων φαίνεται να ήταν κολλημένες πάνω τους. Ήταν ολοφάνερο, ότι ήταν τα πόδια κάποιου πολύ κατώτερου από μένα.

Ξαφνικά, κατάλαβα ότι φιλοξενούσα μέσα μου υπερηφάνεια που ποτέ δεν τη φανταζόμουν. Συναισθήματα που εγώ νόμιζα ότι είχαν πεθάνει από καιρό, άρχισαν να διεγείρονται ολοζώντανα. Συγκλονίστηκα από την αντίδρασή μου γι’ αυτά τα βρώμικα πόδια. Παλιά γνωστά συναισθήματα ανακατωμένα μέσα μου ταρακουνούσαν τη μνήμη μου. Είχα την αίσθηση ότι το είχα ξαναδεί.

Σα να βρέθηκα πίσω, στο παλιό δωμάτιο, καθισμένος στο τραπέζι. Υπερασπιζόμουνα με θέρμη το δικαίωμά μου για την καλύτερη θέση λογομαχώντας με τους υπόλοιπους για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος. Τότε κατάλαβα ότι ο Ιησούς μου έπλυνε τα πόδια την ώρα που εγώ σπρωχνόμουνα για μια θέση.

Πλημμύρησα πάλι από ντροπή. Με κατακόκκινο πρόσωπο και δάκρυα στα μάτια, γονάτισα κι ακούμπησα τα βρώμικα πόδια. Αναλογιζόμενος ότι ο Ιησούς, ο Κύριός, μου έπλυνε τα πόδια την ώρα που εγώ κατατρωγόμουν γεμάτος περηφάνια και αλαζονεία,  άρχισα να ξύνω αυτή την ουσία που ήταν κολλημένη πάνω τους.

Το νερό μέσα στη λεκάνη βάφτηκε σκούρο από τη βρωμιά, καφέ, στο χρώμα της σκουριάς. Σιγά σιγά άρχισε να προβάλει το πραγματικό χρώμα των ποδιών.

Όμως, ένας πεισματάρης λεκές δεν έλεγε να φύγει. Σήκωσα το πόδι απ’ το βρομόνερο, σκούπισα με το πίσω μέρος του χεριού μου τα δάκρυα για να μπορώ να βλέπω καλύτερα και έτριψα το λεκέ πάνω στο πόδι. Πήρα νερό και έριξα πάνω στο λεκέ και προσεκτικά τον άγγιξα με το χέρι μου. Ήταν μια ουλή……. Κοίταξα το άλλο πόδι… υπήρχε αντίστοιχα μια ουλή και σ’ αυτό……. Με κομμένη ανάσα κοίταξα το πρόσωπό Του…. ήταν ο Ιησούς!

Χαμογελούσε και μου είπε: «Εύγε, δούλε αγαθέ καί πιστέ εις τά ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου»


Λουκάς κβ:24-27

Ιωάννης ιγ:4-17

Ματθ.κε:21