Σ’ αυτή τη μελέτη θ’ ασχοληθούμε με τα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής με σκοπό ν’ αποκτήσουμε μια πληρέστερη γνώση κι αντίληψη ώστε να μη μπορεί να μας πειράξει ο διάβολος. Θα δούμε ποια ακριβώς είναι τα χειρόγραφα αυτά, τι περιέχουν και πού βρίσκονται.
Τα πρωτότυπα χειρόγραφα όλων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, απ’ όσο ξέρουμε, έχουν χαθεί. Κανένα απ’ τα αντίγραφα που σώζονται δεν είναι τελείως ίδιο με κάποιο άλλο, παρ’ όλο που μπορεί ν’ αναφέρονται και τα δύο στο ίδιο κείμενο. Οι επικριτές της Βίβλου χρησιμοποιούν τα δύο παραπάνω δεδομένα σαν επιχειρήματα για να προσβάλλουν την αξιοπιστία, όχι μόνο της Βίβλου αλλά κι ολόκληρης της Χριστιανικής πίστης.
Ωστόσο, αν εξεταστεί η ιστορική αξιοπιστία της Βίβλου με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τα υπόλοιπα ιστορικά κείμενα γίνεται φανερό ότι η Βίβλος υπερέχει.
Ο F. F. Bruce καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Manchester και διάσημος μελετητής των κειμένων της Βίβλου, μας εξηγεί πως «στην παγκόσμια αρχαία φιλολογία δεν υπάρχει συλλογή βιβλίων που να είναι πλουτισμένη με τόση αφθονία μαρτυριών, όπως η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης».
Η αλήθεια της παραπάνω δήλωσης αποδεικνύεται με τη σύγκριση που κάνουμε παρακάτω ανάμεσα στην Κ.Δ. κι άλλα λογοτεχνικά κείμενα της αρχαιότητας που σήμερα θεωρούνται πολύ σημαντικά:
Συγγραφέας
|
Εποχή συγγραφής
|
Αρχαιότερο αντίγραφο
|
Χρονικό διάστημα
|
Αριθμός αντιγράφων
|
Καίσαρας
|
100-44 π.Χ.
|
900 μ.Χ.
|
1000 χρόνια
|
10
|
Θουκυδίδης
|
460-400 π.Χ.
|
900 μ.Χ.
|
1300 χρόνια
|
8
|
Ηρόδοτος
|
480-425 π.Χ.
|
900 μ.Χ.
|
1300 χρόνια
|
8
|
Σοφοκλής
|
496-406 π.Χ.
|
1000 μ.Χ.
|
1400 χρόνια
|
193
|
Αριστοτέλης
|
384-322 π.Χ.
|
1100 μ.Χ.
|
1400 χρόνια
|
49
|
Δημοσθένης
|
383-322 π.Χ.
|
1100 μ.Χ.
|
1300 χρόνια
|
200
|
Όμηρο
|
900 π.Χ.
|
400 π.Χ.
|
500 χρόνια
|
643
|
Καινή Διαθήκη
|
40-100 μ.Χ.
|
125 μ.Χ.
|
25 χρόνια
|
4000 Ελληνικά
8000 Εβραϊκά
|
Αν, σήμερα, αποδεχόμαστε σαν γνήσια κι αξιόπιστα τα έργα των αρχαίων κλασσικών συγγραφέων, παρ’ όλο που τα πρωτότυπά τους έχουν χαθεί και τα αρχαιότερα αντίγραφα που έχουμε στα χέρια μας απέχουν εκατοντάδες χρόνια απ’ αυτά τα πρωτότυπα, γιατί κάποιοι «κριτικοί» συνεχίζουν να τρέφουν αυτή τη δυσπιστία και την έχθρα απέναντι στα κείμενα της Βίβλου που, σύμφωνα με τα δεδομένα, κατέχουν την πιο προνομιούχα θέση στη παγκόσμια φιλολογία;
Η Αγία Γραφή είναι το πιο ενδιαφέρον βιβλίο κι αυτό γίνεται φανερό απ’ τα 100.000.000 αντίτυπά της που πουλιούνται κάθε χρόνο. Παράλληλα, παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ όλα σαν ιστορικό ντοκουμέντο.
Όπως είδαμε και στον πίνακα, έχει τα περισσότερα αντίγραφα από κάθε άλλο γραπτό κείμενο. Τα περισσότερα αντίγραφα είναι απ’ το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και τα λιγότερα απ’ την Αποκάλυψη, γιατί είναι ένα βιβλίο δύσκολο στην κατανόησή του.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Είναι η μελέτη των αντιγράφων κάθε γραπτού κειμένου, του οποίου τα πρωτότυπα έχουν χαθεί ή καταστραφεί, με στόχο την αποκατάσταση (αναδημιουργία) του πρωτότυπου. Αυτή η μελέτη είναι αναγκαία τόσο για την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όσο και για κάθε αρχαίο έγγραφο.
Η αντιγραφή των ιερών κειμένων γινόταν, τότε, με το χέρι, από επαγγελματίες ή ερασιτέχνες γραφείς. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος αντιγραφής αποδείχτηκε προβληματική, επειδή απαιτούσε πολύ χρόνο κι άφηνε περιθώριο σε κάθε λογής παραλείψεις, προσθήκες, επαναλήψεις, παραλλαγές κ.ά.
Από το 1450 μ.Χ. περίπου, όταν εφευρέθηκε η τυπογραφία, τα λάθη που “ξεφεύγουν” σ’ ένα τυπωμένο κείμενο είναι ακριβώς τα ίδια σ’ όλα τα αντίτυπα της ίδιας έκδοσης κι έτσι δεν χρειάζεται να ελεγχθεί το κάθε αντίτυπο χωριστά.
Την εποχή, όμως, εκείνη τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Το κάθε αντίγραφο γραφόταν με το χέρι κι από άλλον αντιγραφέα, γι’ αυτό πολύ σπάνια δύο αντίγραφα ήταν τελείως ίδια. Στην αντιγραφή με το χέρι τα λάθη δεν μένουν σταθερά αλλά πολλαπλασιάζονται.
Όταν, τώρα, αναφερόμαστε σε διαφορές μεταξύ των χειρογράφων εννοούμε τις “διαφωνίες” μεταξύ των χειρογράφων, π.χ. στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ιζ:14 το ένα χειρόγραφο λέει αυτό ..., ενώ το άλλο λέει κάτι διαφορετικό... κι αυτό αποτελεί μια διαφορά. Όσο αρχαιότερο είναι ένα χειρόγραφο, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει κι όσο λιγότερες αντιγραφές υπάρχουν, τόσο εγκυρότερο θεωρείται, γιατί μειώνεται ο αριθμός των λαθών.
Η επιστήμη της κριτικής των κειμένων ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την Καινή Διαθήκη, εξαιτίας του ενδιαφέροντος και του πλούτου των χειρογράφων της.
Αποδεικνύεται χρήσιμη στα σημεία όπου υπάρχουν διαφορές και μάλιστα μόνο στο 2% των διαφωνιών, διότι το υπόλοιπο 98% δεν παρουσιάζει καμία ιδιαίτερη δυσκολία. Απ’ όλη την Καινή Διαθήκη μόνο 2% παρουσιάζει διαφωνίες, δηλαδή:
Κ.Δ. 2% διαφωνίες, απ' αυτές μόνο το 2% χρειάζεται κριτική
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αναλογία είναι πάρα πολύ μικρή, είναι, ωστόσο, γεγονός ότι ορισμένες διαφορές επηρεάζουν καθοριστικά τη διδασκαλία, γι’ αυτό είναι α-παραίτητο να γνωρίζουμε ποιο είναι το σωστό.
Γενικά, το υλικό που χρησιμοποιούσαν ήταν ο πάπυρος. Κατασκευαζόταν από τα φύλλα του ομώνυμου υδρόβιου φυτού που αφθονούσε στην Αίγυπτο. Τοποθετούσαν σταυρωτά δύο φύλλα παπύρου το ένα πάνω στο άλλο, τα πίεζαν και μετά τα στίλβωναν. Το μελάνι κατασκευαζόταν από ξυλάνθρακα, γόμα και νερό. Τέτοια μονά φύλλα χρησιμοποιούνταν για μικρά κείμενα. Για την καταγραφή μεγαλύτερων κειμένων, κολλούσαν μαζί περισσότερα από δύο τέτοια φύλλα παπύρου κι έτσι σχηματίζονταν οι κύλινδροι, οι οποίοι είχαν μήκος 10 μ. περίπου και πλάτος 20-25 εκ. ο καθένας.
Ο πάπυρος, όμως, δεν ήταν ανθεκτικό υλικό. Με τον καιρό γινόταν εύθραυστος, σάπιζε από την υγρασία και γρήγορα σχιζόταν. Μόνο στην Αίγυπτο, όπου το κλίμα είναι ξηρό, διασώθηκε μεγάλος αριθμός παπύρων μέσα στην άμμο κι έφθασαν έτσι στα χέρια μας αναρίθμητα αρχαία χειρόγραφα.
Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο πάπυρος αντικαταστάθηκε απ’ την περγαμηνή. Κατασκευαζόταν από λεπτά επεξεργασμένα δέρματα, είχε μεγαλύτερη αντοχή και το σχήμα της έμοιαζε με τα σημερινά βιβλία. Μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη των Αιγυπτιακών παπύρων, όλα τα μέχρι τότε γνωστά μας χειρόγραφα απ’ την Αγία Γραφή ήταν γραμμένα σε περγαμηνή.
Τα αντίγραφα δεν βρέθηκαν όλα σ’ ένα μέρος, αλλά σε πολλά, όπως στην Έφεσο, στην Αλεξάνδρεια, στην Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη, την Κυρήνη κι αλλού.
Στο ξεκίνημα της πρώτης εκκλησίας, όταν ένας απόστολος έγραφε σε μια τοπική εκκλησία (Ρώμη, Κόρινθος, Έφεσος) παρουσιαζόταν η ανάγκη να δημιουργούνται αντίγραφα της επιστολής απ‘ τον παραλήπτη, ώστε να γίνεται γνωστή η αυθεντική αποστολική διδαχή στις χριστιανικές κοινότητες.
Ο απόστολος Παύλος είχε ενθαρρύνει αυτή την ευεργετική συνήθεια της κυκλοφορίας των γραπτών του όταν πρότρεψε τους Κολοσσαείς: «όταν αναγνωσθεί παρ’ υμίν η επιστολή, ποιήσατε ίνα και εν τη Λαοδικέων εκκλησία αναγνωσθεί και την εκ Λαοδικείας ίνα και υμείς αναγνώτε» (Κολ.δ:16). Αυτή η επιστολή δεν έχει βρεθεί. Παράλληλα με τις αποστολικές επιστολές έπρεπε να αντιγράφονται και τα κείμενα των ευαγγελίων, γιατί τα ζητούσαν οι χριστιανικές κοινότητες για τις πνευματικές ανάγκες των πιστών.
Στην Β’ Τιμ.δ:13 βλέπουμε ότι ο Παύλος ζητά από τον Τιμόθεο να του κρατάει «τα βιβλία, μάλιστα τας μεμβράνας». Προφανώς οι μεμβράνες ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Έτσι, όπου υπήρχαν χριστιανοί, υπήρχαν και χειρόγραφα.
Η Καινή διαθήκη αντιγραφόταν για να διδαχθεί, ενώ η Παλαιά Διαθήκη αντιγραφόταν για να διατηρηθεί. Μέσα σε κάθε Εβραϊκή συναγωγή υπήρχαν τουλάχιστον δύο αντίγραφα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία διαβάζονταν. Λένε, μάλιστα, ότι οι Εβραίοι είχαν τόσο μεγάλο ζήλο, ώστε ανάλογα με την θέση στην οποία βρίσκονταν μέσα στην συναγωγή κι ως προς το Ραβίνο, είχαν μάθει να διαβάζουν οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια (ανάλογα με την θέση του βιβλίου ως προς το μέρος που κάθονταν).
Τον 15ο αιώνα μ.Χ. ένα αντίγραφο ολόκληρης της Αγίας Γραφής κόστιζε μια τεράστια περιουσία, γι’ αυτό είχαν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Σώζονται κάποια χειρόγραφα που είναι γραμμένα σε μεμβράνη βαμμένη με ουρανί χρώμα και γράμματα σε ασημί. Αυτά έχουν ανυπολόγιστη αξία, ακριβώς επειδή είναι μοναδικά.
Μέχρι το 70 μ.Χ. οι αντιγραφές γίνονταν κανονικά, χωρίς πολλά λάθη, γιατί υπήρχε χρόνος. Απ’ την περίοδο των διωγμών και μετά, έχουμε τις περισσότερες αντιγραφές, αλλά και τα περισσότερα λάθη.
Το 99% των λαθών που υπάρχουν στα χειρόγραφα έγιναν την περίοδο των διωγμών, τα πρώτα δηλαδή 200 χρόνια. Μετά, όμως, άρχισαν να αναπαράγουν αντίγραφα που ήταν πολύ καλά, χωρίς πολλά λάθη.
Το 330 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κων/νος ζήτησε 50 αντίγραφα της Γραφής για τις εκκλησίες της Κων/πολης. Την εργασία της αντιγραφής των χειρογράφων αυτών την ανάθεσε στους ικανότερους αντιγραφείς, οι οποίοι εργάστηκαν κάτω απ’ την επίβλεψη του Ευσέβιου (264-340 μ.Χ., επίσκοπος της Καισαρείας κι εκκλησιαστικός ιστορικός) κι ετοίμασαν τα χειρόγραφά τους χρησιμοποιώντας την καλύτερη ποιότητα μεμβράνης.
Ο Ευσέβιος φρόντισε να κατατοπισθεί, ύστερα από εκτεταμένη έρευνα που έκανε πάνω στο θέμα, ποια ακριβώς βιβλία δέχονταν οι εκκλησίες σαν κανονικά. Έτσι, έφτιαξε τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, ακριβώς όπως τον έχουμε σήμερα. Αυτή η προσπάθεια ήταν η πρώτη, για να γίνει μία επιλογή απ’ το πλήθος των αντιγράφων που υπήρχαν. Η σύνοδος της Καρθαγένης το 397 μ.Χ. αναγνώρισε κι επίσημα σαν κανονικά τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης που έχουμε σήμερα.
Η επόμενη προσπάθεια κριτικής των κειμένων έγινε το 1500 μ.Χ. περίπου, απ’ τον Έρασμο.
Ο Έρασμος ήταν καθολικός ιερέας κι ο πάπας τον μίσθωσε για να αναλάβει αυτό το έργο. Είχε τρομερές γνώσεις, ήξερε αρχαία Ελληνικά, Εβραϊκά και Λατινικά, αλλά ήταν “κενός” εσωτερικά κι αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να έχει την εύνοια του πάπα. Υπάρχουν αποδείξεις ότι ενώ ήξερε ποια ήταν η αλήθεια δεν την έλεγε.
Ο Έρασμος χρησιμοποίησε κάποια χειρόγραφα του 8ου και 9ου αιώνα μ.Χ. γραμμένα στα αρχαία Ελληνικά. Σ’ αυτά, όμως, δεν υπήρχε το βιβλίο της Αποκάλυψης, γι’ αυτό μετέφρασε την Αποκάλυψη απ’ τα Λατινικά στα Ελληνικά. Αυτό ήταν το πρώτο Ελληνικό κείμενο που τυπώθηκε.
Αυτό είναι το κείμενο που χρησιμοποίησαν για τη μετάφραση του βασιλιά Ιάκωβου (King James) καθώς κι ο Βάμβας για να γράψει την Αγία Γραφή που έχουμε.
Σήμερα η ορθόδοξη εκκλησία αναγνωρίζει επίσημα την μετάφραση του Βάμβα και διδάσκεται, μάλιστα, στη Ριζάρειο σχολή.
Το κριτικό κείμενο είναι το αποτέλεσμα της μελέτης των κειμένων που σώζονται σήμερα.
Για την αποκατάσταση των κειμένων απαιτούνται διάφορες επιμέρους εργασίες:
• Αντιπαραβολή: Συγκεντρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερα αντίγραφα και τα αντιπαραβάλλουν.
• Δια του αποχωρισμού: Χωρίζουν τα χειρόγραφα σε κατηγορίες, με βάση τη γεωγραφική περιοχή που βρέθηκε το καθένα.
Έχουμε 3 “οικογένειες” χειρογράφων:
• Αλεξανδρινή
• Συριακή
• Δυτική (Ελλάδα, Ρώμη).
Τα χειρόγραφα που προέρχονται απ’ την ίδια γεωγραφική περιοχή, συνήθως, παρουσιάζουν τις ίδιες διαφορές.
Υπάρχουν 4000 περίπου αντίγραφα της Καινής Διαθήκης, ενώ έχουμε πολύ λίγα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία, όμως, συμφωνούν κατά 99,999% μεταξύ τους, γι’ αυτό και δεν είναι αναγκαία η κριτική των κειμένων.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης αντιγράφονταν από τους ιερείς, οι οποίοι ήταν και γραμματείς. Οι αντιγραφές γίνονταν, επειδή τα χειρόγραφα φθείρονταν ή σχίζονταν απ’ τη χρήση, γι’ αυτό υπήρχαν άνθρωποι που ασχολούνταν ειδικά μ’ αυτό το έργο. Για να είναι σίγουροι ότι δεν θα έκαναν λάθη, χώριζαν το παλιό χειρόγραφο σε τετράγωνα, καθώς και τον καινούριο πάπυρο πάνω στον οποίο θα έγραφαν και μετά έκαναν σύγκριση τετράγωνο με τετράγωνο. Έδιναν εξαιρετικά μεγάλη σημασία στην αντιγραφή του λόγου του Θεού, γι’ αυτό, πριν αρχίσουν την αντιγραφή, πλένονταν, άλλαζαν ρούχα, έκαναν θυσία και προσεύχονταν.
Στην επαλήθευση που έκαναν με τα τετράγωνα, εξέταζαν το γραπτό (που έπρεπε να συμφωνεί απόλυτα) οριζόντια, κάθετα και διαγώνια. Αυτή η μέθοδος είχε σαν αποτέλεσμα τα αντίγραφα αυτά να είναι τέλεια.
ΑΙΤΙΕΣ ΛΑΘΩΝ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ
Υπάρχουν δύο κατηγορίες λαθών, τα ακούσια και τα εκούσια λάθη.
Ακούσια λάθη
1) Όταν ο αντιγραφέας δεν διάβαζε σωστά το πρωτότυπο. Αυτό μπορούσε να συμβεί εξαιτίας της σωματικής κούρασης του αντιγραφέα ύστερα από εξαντλητική εργασία, από κάποια πάθηση στα μάτια του ή ακόμα απ’ το γεγονός ότι ο αντιγραφέας ζωγράφιζε τα γράμματα, επειδή αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Αναφέρουμε ένα παράδειγμα: σε ελληνικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα, υπάρχει ο πίνακας της γενεαλογίας του Ιησού απ’ τον ευαγγελιστή Λουκά (γ:23-28). Στο κείμενο αυτό έχει γίνει τέλεια σύγχυση των ονομάτων. Όπως φαίνεται, επειδή ο αντιγραφέας δεν ήξερε ελληνικά, ζωγράφισε το χειρόγραφό του από κάποιο αρχαιότερο που είχε την γενεαλογία καταχωρημένη σε δύο παράλληλες στήλες από 28 σειρές η καθεμία. Έτσι, αντί να ζωγραφίσει τα γράμματα της κάθε στήλης χωριστά και κάθετα, θεώρησε τις δύο στήλες σαν μία και τα ζωγράφισε οριζόντια, ακολουθώντας μία προς μία τις σειρές και των δύο στηλών μαζί. Έτσι έφτιαξε ένα αντίγραφο που ο κάθε γιος φαίνεται να έχει άλλον πατέρα. Ακόμα κι ο Θεός παρουσιάζεται, στο αντίγραφο αυτό, σαν γιος του Αράμ κι ο Φαρές σαν ο προπάτορας όλης της ανθρώπινης φυλής (Bruce M. Metzeger, “Τhe text of the New Testament”, Oxford 1964).
2) Εξαιτίας της ομοιότητας κάποιων γραμμάτων: Α Λ Δ - Γ Τ Ι - Ο Θ - Σ Ε .
3) Εξαιτίας της ομοιότητας κάποιων διφθόγγων με ορισμένα γράμματα: π.χ. στο Αποκ.α:5, «λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών» η λέξη «λούσαντι» φαίνεται σε άλλα χειρόγραφα σαν «λύσαντι» εξαιτίας της σύγχυσης του γράμματος «Υ» με τη δίφθογγο «ΟΥ».
4) Εξαιτίας των συντμήσεων: Γίνονταν για οικονομία χώρου και χρόνου, επειδή το κόστος ήταν μεγάλο, π.χ.
ΘΕΟΣ - ΘΣ, ΙΗΣΟΥΣ - ΙΣ.
5) Η παράλειψη μιας ολόκληρης σειράς κειμένου: Αυτό συνέβαινε, όταν δύο σειρές που βρίσκονται πολύ κοντά η μία στην άλλη τελειώνουν με την ίδια λέξη:
Ουχ ερωτώ ίνα άρης αυτούς
εκ του κόσμου, αλλ`
ίνα τηρήσεις αυτούς
εκ του πονηρού.
(Κώδικας Βατικανού / Ιωάν.ιζ:15)
εκ του κόσμου, αλλ`
ίνα τηρήσεις αυτούς
εκ του πονηρού.
(Κώδικας Βατικανού / Ιωάν.ιζ:15)
Το μάτι του αντιγραφέα “έπεσε” απ’ την τελευταία λέξη της πρώτης σειράς στην τέταρτη κι έτσι αποδόθηκε: «Ουχ ερωτώ ίνα άρεις αυτούς εκ του πονηρού».
6) Αλλαγή σειράς λέξεων: π.χ. ενώ ακούς ή διαβάζεις: «Και ο Ιησούς πήγε στη Σαμάρεια» γράφεις: «Και πήγε ο Ιησούς στη Σαμάρεια». Βέβαια, εδώ, δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά, σ’ άλλες, όμως, περιπτώσεις μπορεί να αλλάξει το νόημα. Συναντάται ακόμα κι η μετάθεση των γραμμάτων μιας λέξης, όπως στο Μαρκ.ιδ:65, όπου ο αντιγραφέας είδε την λέξη ΕΛΑΒΟΝ σαν ΕΒΑΛΟΝ. Άλλοι μεταφραστές δέχονται την πρώτη γραφή κι άλλοι τη δεύτερη.
7) Αλλαγή γραφικού χαρακτήρα: Οι γραφικοί χαρακτήρες των ανθρώπων διαφέρουν κατά πολύ. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ έγραφε κάποιος μπορεί να σταματούσε και να συνέχιζε κάποιος άλλος κι αυτός που αντέγραφε, εξαιτίας της αλλαγής του γραφικού χαρακτήρα, έκανε λάθη.
8) Φθορά της περγαμηνής: Μπορεί να ήταν σχισμένη, καμένη ή λιωμένη, πράγμα που δυσκόλευε πολύ την ανάγνωση.
9) Πολλές φορές αντέγραφαν με την ακοή: Ένας, δηλαδή, διάβαζε κι έξη-επτά έγραφαν. Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα με την ορθογραφία. π.χ. το Ρωμ. ε:1, «έχομεν (έχωμεν) ειρήνη με το Θεό» όπου το «έχομεν» σ’ άλλα χειρόγραφα είναι στην οριστική έγκλιση, ενώ σ’ άλλα γράφεται «έχωμεν» στην υποτακτική (ας έχωμεν). Οι δύο αυτές γραφές υπάρχουν σε αξιόπιστα χειρόγραφα. Επίσης, συχνά, η λέξη «υμών» γραφόταν από τον αντιγραφέα σαν «ημών» ή και αντίστροφα.
10) Δεν ξεχώριζαν οι λέξεις μεταξύ τους: π.χ. τη λέξη ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΣ στην Α’ Τιμ.γ:16 άλλοι μεταφραστές την απέδωσαν σαν μία λέξη, ενώ άλλοι την χώρισαν σε δύο: ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝ ΩΣ.
11) Οι σημειώσεις του περιθωρίου “εισχωρούν” στο κείμενο: Μπορεί κάποιος να δίδασκε από μία περγαμηνή κι όταν ήθελε να σημειώσει κάτι το έγραφε στο περιθώριο.
Εκούσια λάθη
Παράλληλα μ’ αυτές τις κάθε λογής ακούσιες παραλλαγές κι ανθρώπινες αβλεψίες, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι υπήρξαν κι ηθελημένες προσπάθειες κάποιων αντιγραφέων να “εξομαλύνουν” τις συντακτικές ή γραμματικές ανωμαλίες σε κάποιες εκφράσεις ή να διευκρινίσουν τις ασάφειες που έκριναν ότι περιείχε το κείμενο που αντέγραφαν, π.χ. Πράξ.θ:6, «τρέμων τε και θαμβών είπε, Κύριε, Τί με θέλεις ποιήσαι; Και ο Κύριος προς αυτόν». Οι φράσεις αυτές απ’ τη Λατινική Βουλγάτα έχουν περάσει στο παραδεδεγμένο κείμενο (Textus Receptus) καθώς και στις νεότερες μεταφράσεις στη νεοελληνική, ενώ δεν υπάρχουν σε κανένα ελληνικό χειρόγραφο. Προφανώς, προστέθηκαν απ’ τον αντιγραφέα για να εναρμονίσουν το εδάφιο με το παράλληλο Πραξ.κβ:10 ή κς:14. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, στην προσπάθεια να εξηγήσουν δύσκολα θεολογικά σημεία, άλλαζαν ή συμπλήρωναν τη Γραφή.
Ακόμα ο αντιγραφέας άλλαζε ολόκληρα τμήματα ή λέξεις που δεν ταίριαζαν με τη θεολογία του, π.χ. Ιούδ. 5, «υπoμνήσαι δε υμάς βούλομαι, ειδότας υμάς πάντα, ότι (ο) Κύριος άπαξ λαόν εκ γης Αιγύπτου σώσας το δεύτερον τους μη πιστεύσαντας απώλεσεν». Η λέξη «Κύριος» δεν είναι αυτή που πρέπει να μπει εδώ, αλλά η λέξη «Ιησούς» γιατί υποστηρίζεται από την Α, Β, και 33 που είναι πολύ αξιόπιστα χειρόγραφα. Ο αντιγραφέας διαβάζοντας ότι “ο Ιησούς έσωσε λαόν από την Αίγυπτο”, είτε επειδή δεν μπο-ρούσε να το καταλάβει, είτε επειδή δεν ταίριαζε μ’ αυτά που πίστευε (τριάδα ίσως) το άλλαξε κι έβαλε «Κύριος».
ΠΑΛΑΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έγραφαν, επίσης, πάνω σε πλακίδια από κερί, π.χ. όταν μία μητέρα ήθελε να στείλει το παιδί της να ψωνίσει, του χάραζε πάνω στο κερί τί ήθελε και μετά λείαινε την κέρινη πλάκα μ’ ένα ζεστό αντικείμενο, για να μπορεί να την ξαναχρησιμοποιήσει. Στη Βαβυλώνα έχουν βρεθεί πολλές τέτοιες σημειώσεις για ψώνια πάνω σε πλάκες από κερί.
Ένας άλλος τρόπος ήταν να γράφουν πάνω σε μαλακό, βρεγμένο πηλό (όχι ψημένο) που του έδιναν το ανάλογο σχήμα.
Έχουν βρεθεί πάρα πολλά εδάφια πάνω σε τέτοια πήλινα πλακίδια, τα οποία ίσως τα χρησιμοποιούσαν σαν διακοσμητικά, όπως εμείς σήμερα.
Έγραφαν, ακόμη, πάνω σε πέτρες.
Έγραφαν ακόμα πάνω στον πάπυρο και στις περγαμηνές από δέρματα ζώων, τις οποίες περνούσαν από ειδική επεξεργασία για να γίνει λεία η επιφάνειά τους.
Πριν από 50 περίπου χρόνια οι άπιστοι της «Ανώτερης Κριτικής» διακήρυτταν θριαμβευτικά ότι η Πεντάτευχος δεν μπορεί να έχει γραφτεί από τον Μωυσή, γιατί ισχυρίζονταν ότι τότε, δηλαδή 1500 χρόνια π.Χ. περίπου δεν ήταν γνωστή η γραφή.
Στην αρχή είχε φανεί ότι έχουν δίκιο, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Οι ανασκαφές που έκαναν οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν ότι η γραφή ήταν γνωστή στην ανθρωπότητα πολύ πριν τον Μωυσή - 3000 χρόνια π.Χ - . Μάλιστα, την εποχή εκείνη, η παιδεία είχε τόσο πλατιά διάδοση, ώστε ο διάσημος Ασσυριολόγος Sayce γράφει ότι ήταν «ευρυτέρα από την της Αγγλίας, κατά την εποχή του Γεωργίου του Γ’», δηλαδή το 1820 μ.Χ.
Πραγματικά, στις ανασκαφές του 1929 στην Ουρ των Χαλδαίων κάτω από την επίβλεψη του Dr. C. L. Wooley, στο γεωλογικό στρώμα της εποχής του βασιλιά Χαμουραμπή, ο οποίος ήταν σύγχρονος του Αβραάμ κι έζησε 500 χρόνια πριν τον Μωυσή, ήρθαν στο φως βιβλιοθήκες στην Ουρ, στη Λαγάς, στη Νιππούρ και στη Σιππάρτ, με εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία κάθε είδους. Αυτά ήταν γραμμένα πάνω σε πήλινες ψημένες πινακίδες και περιλάμβαναν λεξικά, γραμματικές, εγκυκλοπαίδειες, επίσημα βιβλία, μαθηματικά με ασκήσεις εξαγωγής κυβικών ριζών, αστρονομία, θρησκεία και πολιτική, (DR. C. L. Wooley, «Ur of the Chaldee»)
Το αρχικό στάδιο της γραφής δεν ήταν τα γράμματα, αλλά ζωγράφιζαν ή χάραζαν πάνω σε πλάκες από πηλό σημεία ή εικόνες. Αυτό είναι το είδος της γραφής που βρέθηκε στα κατώτερα στρώματα των προϊστορικών πόλεων της Βαβυλωνίας.
Αργότερα εμφανίζεται η σφηνοειδής γραφή, με την οποία, αρχικά, ένα ορισμένο σημείο αντιπροσώπευε μια ολόκληρη λέξη ή συνδυασμό λέξεων. Με την πάροδο του χρόνου τα σημεία αυτά αντιπροσώπευαν συλλαβές λέξεων. Αυτή είναι η γραφή που χρησιμοποιούσαν στη Βαβυλώνα, στην αυγή της ιστορικής εποχής. Υπήρχαν περισσότερα από 500 τέτοια σημεία τα οποία χρησιμοποιούνταν με περισσότερους από 30000 συνδυασμούς.
Η αλφαβητική γραφή αποτέλεσε νεότερη εξέλιξη κι ήταν πολύ απλούστερη, γιατί με 26 μόνο διαφορετικά σημεία μπορούσε να εκφράσει όλες τις λέξεις, για τις οποίες η σφηνοειδής γραφή χρειαζόταν πάνω από 500.
Σ’ ένα Σημιτικό ναό στην Σέραβιτ - κοντά στα ορυχεία γαλαζόπετρας στο Σινά - ο Sir Filnders Petrie βρήκε το 1905, μαζί με Αιγυπτιακές ιερογλυφικές επιγραφές και μια επιγραφή με αλφαβητική γραφή. Αυτό είναι το αρχαιότερο γνωστό αλφαβητικό κείμενο και γράφτηκε το 1800 π.Χ. περίπου, 400 χρόνια πριν τη γέννηση του Μωυσή, στη χώρα όπου έζησε για 40 χρόνια.
Στην Γεζέρ, ο Garstang βρήκε το 1929 το χέρι από μια στάμνα της περιόδου μεταξύ του 2000 και 1600 π.Χ. που έφερε γράμματα της Σιναϊτικής γραφής, γεγονός που μαρτυρεί ότι η Σιναϊτική αλφαβητική γραφή ήταν ήδη σε χρήση στην Παλαιστίνη. Τέτοια γραπτά έχουν βρεθεί ακόμη στην Βαίθ-σεμές, στην Λαχείς, στην Ρας-σαμρά και σ’ άλλες περιοχές. Έτσι, είμαστε βέβαιοι ότι η γραφή ήταν γνωστή και σε κοινή χρήση στην Παλαιστίνη, στο Σινά, τη Συρία και τη Φοινίκη εκατοντάδες χρόνια πριν την εποχή του Μωυσή.
Ο Dr. W. F. Albright, αυθεντία στην αρχαιολογία της Παλαιστίνης μας λέει: «Πρέπει να είναι κανείς αγράμματος για να υποστηρίζει σήμερα ότι η γραφή δεν ήταν γνωστή στην Παλαιστίνη και τις γειτονικές της περιοχές κατά την δεύτερη εκατονταετηρίδα προ Χριστού», (Δελτίο υπ’ αριθ. 60 της Αμερικάνικης σχολής ανατολικών ερευνών, Δεκ. 1935). Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στα πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής δεν ήταν δυνατόν να έχουν καταγραφεί από τους συγχρόνους τους.
Γιατί όμως αυτά τα γραπτά μνημεία χάθηκαν, ενώ, αντίθετα, διασώθηκαν τόσα πολλά Αιγυπτιακά και Βαβυλωνιακά;
Πιθανότατα, επειδή χρησιμοποίησαν τον πάπυρο και το δέρμα που φθείρονται εύκολα. Στην Αίγυπτο τα γραπτά μνημεία τα οποία ήταν από πάπυρο ή δέρμα, με ελάχι-στες εξαιρέσεις, έχουν καταστραφεί. Ακόμη κι αν η Πεντάτευχος είχε γραφτεί, αρχικά, σε σφηνοειδή γραφή πάνω σε πέτρινες πλάκες, όπως υποστηρίζουν μερικοί, μεταφράστηκε σύντομα στην Εβραϊκή κι αντιγράφτηκε σε δέρμα. Οι Δέκα Εντολές, που αποτελούν την ουσία του Νόμου, γράφτηκαν πάνω σε λίθινες πλάκες, αλλά όλα τα υπόλοιπα γράφτηκαν «εν βιβλίω» (Εξ.ιζ:14). Έτσι, από πολύ νωρίς, οι Εβραίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το δέρμα και τον πάπυρο για τα χειρόγραφά τους, τα οποία έπρεπε να αντιγράφονται, γιατί με το πέρασμα του χρόνου τα παλιά καταστρέφονταν.
Για την αποκατάσταση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, η επιστήμη της Κριτικής των κειμένων χρησιμοποίησε τις παρακάτω πηγές:
1) Τα ελληνικά χειρόγραφα με κεφαλαία γράμματα, τα οποία γράφονταν χωρίς ν’ αφήνεται διάστημα μεταξύ των λέξεων. Αυτή ήταν η επίσημη γραφή
2) Τα ελληνικά χειρόγραφα με μικρά γράμματα, με τα οποία, συνήθως, έγραφαν καθημερινά πράγματα (ανεπίσημη γραφή). Από το 900 μ.Χ. οι αντιγραφές δεν γίνονταν με κεφαλαία αλλά με μικρά. Έτσι, επίσημη έγινε η μικρή γραφή. Αυτό το γεγονός αποτελεί ένα δείκτης χρονολόγησης των αντιγράφων κι όσα αντίγραφα έ-χουμε με μικρή γραφή, ξέρουμε ότι είναι απ’ τον 9ο αιώνα και μετά.
ΠΑΠΥΡΟΣ 4ος ΠΕΡΓΑΜΗΝΗ 9ος ΠΕΡΓΑΜΗΝΗ 15ος ΧΑΡΤΙ
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Κεφαλαία Κεφαλαία Μικρή Γραφή Μικρή Γραφή
Uncials Minuscules
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Κεφαλαία Κεφαλαία Μικρή Γραφή Μικρή Γραφή
Uncials Minuscules
Το 90% των χειρογράφων που υπάρχουν είναι απ’ τον 9ο - 15ο αιώνα.
Υπάρχουν: 266 χειρόγραφα με κεφαλαία γραμμένα σε περγαμηνή
2754 με μικρή γραφή
81 με κεφαλαία πάνω σε πάπυρο
Υπάρχουν κι ορισμένες άλλες κατηγορίες αρχαίων χειρόγραφων, τα οποία δεν περιέχουν το λόγο του Θεού, αλλά είναι διάφορες διαλέξεις που αναφέρονται στη Γραφή καθώς και κάποια εδάφια μέσα απ’ τη Γραφή. Τα παραπάνω παρουσιάζουν ενδιαφέρον από ιστορική άποψη. Υπάρχουν, ακόμη, κάποιες συναθροίσεις εκκλησιών, (π.χ. “σήμερα θα μιλήσουμε για το τάδε εδάφιο απ’ το τάδε Ευαγγέλιο”).
Υπάρχουν 2000 τέτοια χειρόγραφα, τα οποία, φυσικά, δεν έχουν να κάνουν με τις “λειτουργίες” της σημερινής ορθόδοξης εκκλησίας.
Σώζονται, επίσης, 25 τεμάχια από όστρακα (κομμάτια αγγείων) όπου υπάρχουν γραμμένα εδάφια από την Αγία Γραφή.
Υπάρχουν, επίσης, 10 φυλακτά, τα οποία ήταν μικρά κομματάκια με εδάφια που τα κρεμούσαν στον λαιμό ή στα σπίτια.
Απ’ τα παραπάνω, μεγαλύτερη αξία έχουν όσα είναι γραμμένα με κεφαλαία γράμματα, απ’ τον 3ο και 4ο αιώνα.
3) Οι μεταφράσεις. Η πρώτη εκκλησία, καθώς άρχισε να διαδίδει τον Λόγο του Θεού, ήρθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της γλώσσας, εκεί όπου δεν μιλούσαν ελληνικά. Για να μεταδοθεί ο λόγος του Θεού παντού, έγιναν μεταφράσεις απ’ τα Ελληνικά στα Συριακά, τα Αιθιοπικά, τα Κοπτικά, τα Λατινικά και τα Αιγυπτιακά (η Συριακή, η Κοπτική κι η Λατινική είναι οι κύριες μεταφράσεις)
Το σημαντικό μ’ αυτά τα χειρόγράφα είναι ότι είναι πολύ παλαιά (3ος με 4ος αιώνας). Το αρνητικό στοιχείο είναι ότι πρόκειται για μεταφράσεις και γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ακριβές νόημα, όταν ερευνούμε για κάποια λεπτομέρεια, π.χ. το συντακτικό διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Δεν χρησιμοποιούνται για την κριτική των κειμένων αλλά περιέχουν στοιχεία που είναι πολύ χρήσιμα.
Εκεί που μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις μεταφράσεις είναι, όταν θέλουμε να αποδείξουμε ότι κάτι ήταν ή δεν ήταν γραμμένο στο πρωτότυπο κι ότι τώρα, για κάποιο λόγο, υπάρχει ή δεν υπάρχει, αντίστοιχα.
Για παράδειγμα, σ’ ορισμένα χειρόγραφα λείπει το Μαρκ.ις:9 - τέλος, αφού, όμως, υπάρχει γραμμένο στις μεταφράσεις, σημαίνει ότι αυτός που το μετέφρασε το είδε κάπου, άρα υπήρχε. Επίσης, σε κάποιο χειρόγραφο υπάρχει το εδ. Α’ Ιωάν.ε:7 (το εδάφιο που πρόσθεσε ο πάπας), το οποίο, όμως, δεν συναντάται σε καμία μετάφραση, άρα είναι πρόσθετο.
Υπάρχουν 19284 χειρόγραφα σε μεταφράσεις.
4) Τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας (36289 εδάφια της Κ.Δ.) Οι Πατέρες έγραφαν ομιλίες ή απολογητικά κείμενα κι εκεί ανάφεραν πάρα πολλά εδάφια. Όταν έχουμε, λοιπόν, ένα γραπτό κάποιου εκκλ. πατέρα του 3ου αιώνα όπου αναφέρεται ένα εδάφιο, αυτό σημαίνει ότι κάπου το διάβασε, άρα υπήρχε κι είναι έτσι. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς συνήθως τα αποστήθιζαν κι έγραφαν από μνήμης, γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε τελείως σίγουροι για ό,τι γράφουν. Για παράδειγμα, ενώ ο Λόγος του Θεού λέει: «όστις πιστεύσει και βαπτισθεί, θέλει σωθεί» κάποιος μπορεί να έγραφε: «όποιος πιστέψει και βαπτισθεί θα πάει στον ουρανό».
Έχουν αξία γιατί είναι του 2ου, 3ου και 4ου αιώνα. Αν, π.χ., κάποιος απ’ αυτούς αναφέρει το Μαρκ.ις:16, αυτό είναι κάτι σημαντικό, γιατί έτσι αποδεικνύεται η γνησιό-τητα του εδαφίου.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ (ΚΩΔΙΚΕΣ)
Οι περγαμηνές κι οι πάπυροι που είναι γραμμένοι με κεφαλαία ονομάζονται, γενικά, στους θεολογικούς κύκλους, Uncials. Η λέξη αναφέρεται στο συγκεκριμένο τρόπο γραφής, προέρχεται απ’ τα Λατινικά και σημαίνει “μία ίντσα ύψος”.
Θα εξετάσουμε τώρα τις Uncials περγαμηνές.
1) «S» ‘Αλεφ ή Σιναϊτικός Κώδικας
Βρέθηκε απ’ τον Γερμανό πρεσβευτή στη Ρωσία Lop Konstantin Von Tischendorf το 1845, στο μοναστήρι της Αγ. Αικατερίνης του Σινά.
Ο άνθρωπος αυτός έκανε πολλά ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, με σκοπό να ανακαλύψει χειρόγραφα, με έξοδα του τσάρου της Ρωσίας. Μέσα σ’ ένα καλάθι με διάφορα χαρτιά που προορίζονταν για προσάναμμα στη φωτιά, ο Tischendorf είδε μερικά φύλλα περγαμηνής γραμμένα με Ελληνικά γράμματα. Προσεχτικότερη εξέταση των φύλλων αυτών τον έπεισε ότι αποτελούσαν μέρος από αρχαίο χειρόγραφο της μετάφρασης των Ο’ της Π. Διαθήκης. Ήταν συνολικά 43 φύλλα και παρ’ όλο που έψαξε πολύ δεν μπόρεσε να βρει κάτι άλλο.
Το 1853 ξαναπήγε στο μοναστήρι για να συνεχίσει την έρευνά του αλλά οι καλόγεροι είχαν καταλάβει, απ’ το ενδιαφέρον που έδειχνε, ότι αυτά τα «χαρτιά» είχαν μεγάλη αξία, γι’ αυτό και δεν τον άφησαν να ψάξει όσο ήθελε. Έτσι έφυγε πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Το 1859 επέστρεψε και κάποια μέρα ο οικονόμος του μοναστηριού του είπε εμπιστευτικά ότι είχε στη διάθεση του ένα αρχαίο αντίγραφο της μετάφρασης των Ο’ , το οποίο, τελικά, το έφερε στον Tischendorf τυλιγμένο σε πανί και του το έδειξε. Ήταν το υπόλοιπο απ’ τα 43 φύλλα που είχε δει, 14 χρόνια πριν. Διαπραγματεύτηκε με τους μοναχούς την αγορά αυτών των χειρογράφων κι αυτοί του είπαν ότι θα του τα έδιναν δωρεάν, αν ο τσάρος αναλάμβανε κάποιες ανακαινίσεις που χρειαζόταν το μοναστήρι, όπως κι έγινε. Έτσι, το χειρόγραφο δόθηκε στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Πετρούπολης, όπου κι έμεινε, μέχρι το 1933. Αργότερα, ο τσάρος πούλησε τον κώδικα στην Βρετανία για 500000 δολάρια, εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών, κι από τότε βρίσκεται στο Βρετανικό μουσείο.
Αποτελείται ολόκληρος από 347 φύλλα, απ’ τα οποία 199 καταλαμβάνουν τα βιβλία της Π.Δ. και τα υπόλοιπα 148 περιέχουν ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, μαζί με την επιστολή του Βαρνάβα και μέρος του Ποιμένα του Ερμά. Έχει διαστάσεις 37,5 χ 35 cm. Το χειρόγραφο είναι γραμμένο με ωραία καλλιγραφικά γράμματα σε λεπτή περγαμηνή.
Χρονολογείται στο 375 μ.Χ. κι είναι το μόνο χειρόγραφο που περιλαμβάνει ολόκληρη την Κ.Δ. Είναι μία απ’ τις σημαντικότερες περγαμηνές.
2) «Β» ή Βατικανός Κώδικας
Βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού απ’ το 1481. Χρονολογείται στο 350 μ.Χ. κι είναι το χειρόγραφο που έχει τη μεγαλύτερη αξία αυτή τη στιγμή. Το 1841, όταν δημιουρ-γήθηκε η βιβλιοθήκη του Βατικανού, μέσα στον κατάλογο των βιβλίων υπήρχε κι αυτός ο κώδικας, δίχως όμως κανείς να ξέρει την αξία του. Όταν ο Tischendorf άρχισε να ψάχνει στα μοναστήρια με σκοπό να φτιάξει ένα κριτικό κείμενο, πήγε και στο Βατικανό αλλά μόλις τον βρήκε - επειδή είχε ακουστεί ότι ψάχνει για «σπουδαία πράγματα» - του τον πήραν οι καλόγεροι και δεν άφηναν να τον αγγίξει. Τελικά, τους έπεισε να τον αφήσουν να τον βλέπει. Έτσι, πήγαινε υπό την παρακολούθηση δύο καλόγερων και ξεφύλλιζε όλη τη μέρα, σελίδα-σελίδα, το χειρόγραφο. Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να το διαβάζει, να το αποστηθίζει και να πηγαίνει μετά να το γράφει. Όταν, όμως, ο πάπας το κατάλαβε, τον σταμάτησε. Το 1890 ο πάπας έβγαλε το χειρόγραφο σε αντίγραφα κι έτσι έγινε ευρύτερα γνωστό (τα αντίγραφα έγιναν με κάποιο φωτογραφικό τρόπο).
Είναι από δέρμα αντιλόπης κι έχει διαστάσεις 25 χ 25 cm. Περιέχει μέχρι και την Εβρ.θ:14
3) «Α» ή Αλεξανδρινός Κώδικας
Ο πατριάρχης Κων/λης, Κύριλλος Λούκαρης έδωσε τον κώδικα αυτόν στον Κάρολο τον Α’ , το 1628 κι από τότε βρίσκεται στο Βρετανικό μουσείο. Χρονολογείται στο 425 μ.Χ.
Η αξία του είναι λίγο πιο κάτω απ’ τον Αλεφ, ο οποίος είναι λίγο πιο κάτω απ’ τον Βατικανό κώδικα.
Απ’ αυτόν τον κώδικα λείπει το μεγαλύτερο μέρος του κατά Ματθαίον, το 2ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη κι οι Α’ και Β’ προς Κορινθίους.
4) «C» ή Παλίμψιστος του Εφραΐμ.
Η λέξη “παλίμψιστος” προέρχεται από τις λέξεις: πάλι+ψάω, όπου ψάω σημαίνει ξύνω. Υπάρχουν πολλές περγαμηνές που είναι παλίμψηστοι, δηλαδή όταν κάποιος ήθελε να γράψει σε μία περγαμηνή που ήταν ήδη γραμμένη, έξυνε το παλιό κείμενο κι έγραφε από πάνω το καινούριο.
Ο Εφραΐμ ήταν ένας καλόγερος που έζησε τον 12ο αιώνα, ο οποίος πήρε μία γραμμένη περγαμηνή, την έξυσε κι έγραψε από πάνω δικές του ομιλίες και κηρύγματα. Οι επιστήμονες, όμως, με τη χρήση ειδικών υγρών κατάφεραν να φέρουν στην επιφάνεια το πρώτο κείμενο κι έτσι έχουμε τώρα κι αυτόν τον κώδικα. Σε πολλές περιπτώσεις, γίνεται και χρήση υπεριωδών ακτινών για να ανακαλυφθεί τί υπήρχε γραμμένο κάπου που έχει σβηστεί. Απ’ αυτόν τον κώδικα λείπει η Β’ Θεσ. κι η Β’ Τιμ. Όταν γράφτηκε είχε 238 φύλλα, αλλά έμειναν μόνο 145 κι αυτό φαίνεται από το δέσιμο, γιατί κάποια φύλλα λείπουν (είναι σχισμένα). Το γεγονός ότι είναι ξαναγραμμένη δεν αφαιρεί τίποτα από την αξία της, γιατί μπορεί και διαβάζεται καθαρότατα, χάρη στα χημικά μέσα που έφεραν τα γράμματα στην επιφάνεια. Χρονολόγηση: 450 μ.Χ.
5) «D» ή Κώδικας του Μπέζα
Ο Beza ήταν ένας απ’ τους μεταρρυθμιστές και σπουδαίος κήρυκας. Ο κώδικας αυτός βρέθηκε το 1562 σε μια καλύβα του μοναστηριού του αγ. Ειρηναίου, στη Λυών της Γαλλίας.
Ο Μπέζα το 1581 παρουσίασε αυτόν τον κώδικα στο πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στ’ ότι είναι γραμμένος σε Ελληνικά, Λατινικά και Συριακά. Σήμερα βρίσκεται στο Κέιμπριτζ και χρονολογείται στο 475-550 μ.Χ., δηλ. τον 6ο αιώνα.
6) «W» ή Γουασιγκτώνιαν
Βρέθηκε το 906, σήμερα φυλάσσεται στην Ουάσιγκτον και περιέχει τα 4 Ευαγγέλια. Χρονολογείται στον 5ο αιώνα.
7) «D2» η Κλαρομοντάνιος
Προέρχεται απ’ το Κλαιρμώ της Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Περιέ-χει τις επιστολές του Παύλου που λείπουν από τον «D». Ο Κώδικας «D» κι ο «D2» ανήκουν στον Μπέζα. Χρονολογείται στον 7ο αιώνα.
ΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑ ΣΕΙΡΑ ΑΞΙΑΣ: B, S, A, C, D, W, D2.
ΠΑΠΥΡΟΙ
Υπάρχουν δύο σπουδαίοι συλλέκτες, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη συλλογή παπύρων, με δικά τους έξοδα. Είναι ο Chester Beatty που βγήκε στο προσκήνιο το 1930-31 με την συλλογή του κι ο P. Bodmer που φανέρωσε την συλλογή του το 1955-56. Μέχρι τότε τις κρατούσαν κρυφές, ίσως από φόβο να μην τις κατασχέσουν.
Οι πάπυροι συμβολίζονται με το λατινικό «p» κι ένα νούμερο στο πλάι.
Η συλλογή του Beatty περιλαμβάνει τους παπύρους:
• p45 (3ος αιώνας). Περιέχει: τα Ευαγγέλια, 13 φύλλα από τις πράξεις, 2 σελίδες απ’ το κατά Ματθαίο, 6 σελίδες απ’ το κατά Μάρκο, 7 σελίδες απ’ τον Λουκά, μικρά αποσπάσματα απ’ την Β’ Ιωάννου.
• p46 (2ος-3ος αιώνας). Είναι ο πιο αρχαίος πάπυρος σε βιβλίο και περιέχει τις επιστολές του Παύλου. Ήταν 100 φύλλα κι έχουν μείνει 86.
• p47 (3ος αιώνας). Περιέχει το 1/3 της Αποκάλυψης.
Η συλλογή του Bodmer περιλαμβάνει:
• p66 (2ος-3ος αιώνας). Περιέχει όλο σχεδόν το ευαγγέλιο του Ιωάννη.
• p72 (3ος-4ος αιώνας). Περιέχει την επιστολή του Ιούδα και τις Α’ και Β’ Πέτρου.
• p74 (7ος αιώνας). Περιέχει αποσπάσματα απ’ τις καθολικές επιστολές (Ιακώβου, Πέτρου Α’, Β’, Ιωάννου Α’, Β’, Γ’ και του Ιούδα), καθώς κι ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο των Πράξεων.
• p75 (3ος αιώνας). Περιέχει όλο σχεδόν το κατά Λουκά και το κατά Ιωάννη, εκτός από κάποια μικρά τμήματα που λείπουν.
Η αξία των δύο αυτών συλλογών βρίσκεται στ’ ότι οι πάπυροι είναι πιο αρχαίοι από τους κώδικες (περγαμηνές).
Το κείμενο UBS έχει το πλεονέκτημα ότι έχει γραφτεί με βάση και τα στοιχεία που περιέχουν οι παραπάνω πάπυροι.
Εκτός απ’ αυτές τις δύο συλλογές, υπάρχει ένα μικρό κομμάτι παπύρου, το οποίο στη μία του πλευρά περιέχει τα εδάφια ιη:31-33 κι από την άλλη τα ιη:37-38 απ’ το ευαγ-γέλιο του Ιωάννη. Πρόκειται, προφανώς, για ένα μέρος από το φύλλο κάποιου χειρογράφου που ήταν, συνολικά, 130 σελίδες. Έχει διαστάσεις 7Χ10cm. Οι ειδικοί, συγκρίνοντάς το με άλλα, γνωστής χρονολογίας, αποδίδουν το κομμάτι αυτό του παπύρου στο 125 μ.Χ. περίπου. Είναι το αρχαιότερο απ’ τα γνωστά μας χειρόγραφα της Αγίας Γραφής κι αποδεικνύει ότι ο Ευαγγέλιο του Ιωάννη υπήρχε και κυκλοφορούσε στην Αίγυπτο αμέσως μετά το θάνατο του Ιωάννη. Έχει τον κωδικό αριθμό p 52 και ονομάζεται του John Rylands. Σήμερα βρίσκεται στο Manchester της Αγγλίας.
Πάπυροι και περγαμηνές κατά χρονολογική σειρά:
1) p52 Rylands
2) Συλλογή Beatty
3) - « - Bodmer
4) «B»
5) «S»
6) «A»
7) «C»
8) «D»
9) «W»
7) «C»
8) «D»
9) «W»
Είδαμε, παραπάνω, ότι τα χειρόγραφα που είναι γραμμένα με μικρή γραφή λέγονται Minuscules.
Έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα Minuscule, την 33 η οποία ονομάζεται η «βασίλισσα της μικρής γραφής» κι αυτό επειδή έχει μεγαλύτερη αξία απ’ όλες τις υπόλοιπες του είδους της. Έχει αντιγραφτεί από ένα αρχαίο χειρόγραφο κι είναι η πρώτη αντιγραφή.
Αν θέλουμε να την κατατάξουμε ανάλογα με την αξία της: B,S,A,C, 33, D, W
Υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα Minuscule, η 61, η οποία είναι η πρώτη που αναφέρει το Α’ Ιωάν.ε:7 και χρονολογείται τον 16ο αιώνα.
Έχουμε, τέλος, μια σειρά από χειρόγραφα που τα ονομάζουν «J», στα οποία αναφέρονται πολύ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Είναι μεταφράσεις από τα Ελληνικά στα Εβραϊκά του 16ου μέχρι και 20ου αιώνα, δεν έχουν γίνει από Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά από κάποιους οι οποίοι όπου έβλεπαν την λέξη Κύριος, τελείως αυθαίρετα μετάφραζαν Jehova (Τζεχώβα). Δεν έχουν, ωστόσο, καμία αξία!!!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ