Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Ο προσηλυτισμός

Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των ανοικτών συστημάτων όπως είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ότι επιτρέπουν και ενθαρρύνουν σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, πολιτικό την ελευθερία και τον ανταγωνισμό. Έτσι και ο ανταγωνισμός των θρησκειών δε μπορεί να θεωρηθεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία μια κατάσταση που απλώς πρέπει το κράτος και οι πολίτες του να ανέχονται. Η προσπάθεια κάποιου ενήλικου να πείσει κάποιον άλλο ενήλικο να αλλάξει θρήσκευμα με ατομική ακόμη θρησκευτική διδασκαλία των δογμάτων της θρησκείας του, εφόσον η προσπάθεια αυτή δε συνοδεύεται με παράλληλη χρήση βίας, φυσικής ή ηθικής, όχι μόνο δε μπορεί να θεωρηθεί καταδικαστέα αλλά αντιθέτως πρέπει να αναγνωρισθεί ως ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι μάλιστα παράδοξο να καταδικάζεται ο προσηλυτισμός από Ορθοδόξους λαϊκούς και ιερείς, όταν χωρίς αυτόν η διάδοση του χριστιανισμού, ιδίως κατά τα χρόνια των πρώτων Χριστιανών δε θα συνέβαινε ποτέ.  

Η διάδοση των δογμάτων, των στοχασμών και της διδασκαλίας μιας θρησκείας ή της αθεΐας με τη δύναμη των επιχειρημάτων, της πειθούς και του παραδείγματος, η επισήμανση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της έναντι των άλλων θρησκειών, είναι προφανές ότι κατοχυρώνει και εμπλουτίζει το φιλελεύθερο χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιπρόσθετα, εξασφαλίζει τον πλουραλισμό του συστήματος, αναγκαία προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί τούτο ανοικτό.

Η συνταγματική διάταξη του τελευταίου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 13, με την οποία ο προσηλυτισμός απαγορεύεται, διακρίνεται από πρόδηλη (ηθελημένη βεβαίως) αοριστία.

Αντιπροτείνεται ότι εκείνο που απαγορεύεται είναι ο καταχρηστικός προσηλυτισμός, δηλαδή η χρήση ή η απειλή βίας φυσικής ή ηθικής, ή η προσπάθεια δελεασμού με την υπόσχεση οικονομικών παροχών. Ωστόσο, η πλούσια νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων διαψεύδει τους έντιμους υποστηρικτές αυτής της στενής ερμηνείας της απαγόρευσης. Επιπλέον, το γράμμα της Συνταγματικής διάταξης δε συνηγορεί στην Ερμηνευτική αυτή εκδοχή. Ακόμη κι αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, ποιος ο λόγος να απαγορεύεται με ρητή συνταγματική διάταξη μόνο ο θρησκευτικός προσηλυτισμός και όχι και ο πολιτικός προσηλυτισμός ή ο προσηλυτισμός γύρω από κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις και φιλοσοφικές αρχές.

Το νομικό οπλοστάσιο της χώρας μας επαρκεί χωρίς τους παραπάνω Μεταξικούς αναγκαστικούς ποινικούς νόμους, (οι οποίοι πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά την ορθότερη άποψη, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 7 του Συντάγματος του 1975/86, αφού δεν προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή (legem certa) τα στοιχεία του εγκλήματος), και τη ρητή συνταγματική απαγόρευση να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις του παράνομου προσηλυτισμού (πολιτικού, θρησκευτικού κ.ο.κ.).

Ας σημειωθεί τέλος ότι η εμμονή του Ελληνικού κράτους να απαγορεύει το θρησκευτικό προσηλυτισμό εκθέτει τη χώρα μας στη διεθνή κοινωνία, ενώ έχει οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις στην καταδίκη της από τα θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας.

Η προσωπική Ελευθερία προϋποθέτει ως άμεση προέκτασή της τη θρησκευτική ελευθερία. Στη χώρα μας, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις, υφίστανται ακόμη σημαντικοί περιορισμοί της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, συνέπεια του μη χωρισμού κράτους-εκκλησίας. Το κράτος δικαίου δε θρησκεύει, δεν αντιμετωπίζει τα εκκλησιαστικά θέματα οποιουδήποτε θρησκεύματος ούτε με συμπάθεια και ευλάβεια, ούτε με αντιπάθεια και απαγορεύσεις.

Οφείλει να επιτρέπει και να ενισχύει την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των πολιτών του για τα θρησκευτικά θέματα, είτε αυτό αποκτά θετικό περιεχόμενο (υποστήριξη κάποιας θρησκείας), είτε αρνητικό περιεχόμενο (αθρησκεία κ.λπ.).

Οφείλει να διαφυλάσσει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών που διατρανώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους και των πολιτών που τις αποσιωπούν. Επιβάλλεται να αντιμετωπίζει με ευμενή ουδετερότητα κάθε θρησκεία, να διασφαλίζει παράλληλα το διάλογο και τον ανταγωνισμό των θρησκειών ως ακριβοδίκαιος διαιτητής, με μοναδικό κανόνα την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου.

Ίσως κάποιοι από τους αναγνώστες διαισθανθούν ότι τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με το θρησκευτικό αίσθημα της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών. Θα άξιζε σε αυτή την περίπτωση να αναρωτηθούν πως θα ένιωθαν οι ίδιοι αν ζούσαν σε ένα κράτος, όντες χριστιανοί ορθόδοξοι, από τους αξιωματούχους του οποίου θα θεωρούντο μείζονα απειλή γι' αυτό το "ορθόδοξο" τόξο, ενώ στο Σύνταγμα του οποίου θα υπήρχε ως προμετωπίδα του η φράση "Στο όνομα του Αλλάχ και του μοναδικού του Προφήτη που είναι ο Μωάμεθ".

Η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων συνιστά μεροληψία υπέρ ενός θρησκεύματος είναι μια δήλωση ισχύος μια έμμεση επιβολή, κι επομένως περιορίζει την ελευθερία των πολιτών τόσο στην επιλογή θρησκεύματος όσο και στην εκδήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους που ορκίστηκαν στο ευαγγέλιο καταθέτοντας σε δικαστήριο, χωρίς να είναι στην ουσία χριστιανοί, απλά και μόνο για να μην διακινδυνεύσουν την ενδεχόμενη δυσμένεια ενός θρήσκου δικαστή.

Πόσο ελεύθεροι μπορούμε να αισθανόμαστε να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε «Ορθόδοξοι», σε έναν τόπο όπου τα χριστιανικά σύμβολα δεσπόζουν;

Πώς θα επιλέξει ελεύθερα ένα παιδί αν θα έχει θρήσκευμα ή όχι, και αν ναι, ποιο θα είναι αυτό, όσο η «Παναγία» κρέμεται σε περίοπτη θέση πάνω από την έδρα; Πόσο εύκολο νομίζουμε πως είναι να πάρει κανείς μια θέση αντίθετη με την κρατούσα αντίληψη του κοινωνικού συνόλου;

Πώς είναι δυνατόν να μην συνειδητοποιεί κανείς ότι τα σύμβολα και τα τελετουργικά ενός θρησκεύματος (σταυροί, εικονίσματα, αγιασμοί), όταν συνδέονται με χώρους όπου προσέρχονται αναγκαστικά όλοι οι πολίτες για εκπλήρωση των υποχρεώσεων ή για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους (βλέπε σχολεία, δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, δημόσιες υπηρεσίες), συνιστούν επιβολή αυτού του θρησκεύματος;

Ω φυσικά, δεν απαγορεύεται να έχεις άλλο θρήσκευμα ή να μην έχεις θρήσκευμα. Ας πάει όμως κάποιος να το πει αυτό σ' ένα παιδί, που κάνει το σταυρό του την ώρα της πρωινής προσευχής στο προαύλιο, επειδή το κάνουν όλα τα παιδάκια, ενώ φαινομενικά κανείς δεν του το δίδαξε ούτε του το επέβαλε. Θα μπορούσε βέβαια να κάθεται μόνο του στην αίθουσα εκείνη την ώρα, ή να στέκεται δίπλα στους άλλους χωρίς να κάνει τον σταυρό του. Φανταστείτε ένα εξάχρονο παιδί, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, σε έναν καινούριο χώρο, με καινούργια πρόσωπα, με πρωτόγνωρες υποχρεώσεις, να προσπαθεί να προσαρμοστεί σε όλα αυτά, κι από πάνω να χρειάζεται να κάνει και δήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων -γιατί η αποχή από το ορθόδοξο τελετουργικό είναι μια ιδεολογική δήλωση.

Η κάθε επικρατούσα θρησκεία είναι «επικρατούσα», βασιζόμενη στον απόλυτο προσηλυτισμό σε παιδιά μέσα στα σχολεία και σε ηλικία που δεν έχουν άμυνες απέναντι στις απίστευτες βλακείες που ακούν υπό το κύρος των «διδασκάλων». Το ποια θρησκευτική πεποίθηση θα αναπτύξουν τελικά, σχετίζεται μόνο από το θρησκευτικό καθεστώς που επικρατεί στον τόπο που έτυχε να γεννηθούν.

Ο νηπιοβαπτισμός είναι παράνομος ως πρακτική και θα έπρεπε να καταργηθεί και να γίνεται κατόπιν επιλογής ενηλίκου ατόμου και όχι ενός «βιασθέντος» νηπίου.

Η δημιουργία ποιμνίου από την Εκκλησία κι από νεαρή ηλικία, χωρίς φυσικά το άτομο να έχει αποδεχτεί τον χριστιανισμό συνειδητά, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το Σύνταγμα (στην ουσία, καταργείται η θρησκευτική ελευθερία που μνημονεύεται, καθώς στην πραγματικότητα υπάρχει «πειθαναγκασμός» με αποτέλεσμα τον προσηλυτισμό ενός άβουλου πλάσματος), αλλά και με την εντολή του Ιησού: «Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει, θα κατακριθεί» (Μάρκος 16:15-16).

Δηλαδή, πρώτα πιστεύουμε και μετά βαπτιζόμαστε. Το να βαπτίζονται μωρά που δεν είναι σε θέση να ομολογήσουν τον Ιησού Χριστό, είναι παράδοση αντίθετη με την Αγία Γραφή αλλά και με την ίδια τη λογική.

Ο νηπιοβαπτισμός είναι απαράδεκτος γιατί αφαιρεί το δικαίωμα από τον άνθρωπο να διαλέξει το δικό του θεό ή ένα φιλοσοφικό σύστημα που θα τον προστατεύει από τους θεούς και τις δεισιδαιμονίες που επινόησαν οι πρόγονοί του πριν χιλιάδες χρόνια.

Η ενέργεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί παράνομη γιατί παραβιάζει κάθε δεοντολογία περί ελευθερίας των ιδεών.

Η εκτέλεση των αποφάσεων για τη θρησκευτική ελευθερία διαφοροποιείται σημαντικά από τις υπόλοιπες κατηγορίες ελληνικών υποθέσεων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («Δικαστήριο») για δύο κυρίως λόγους:

(α) τα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας σχετίζονται αποκλειστικά με το ποινικό δίκαιο. 'Ανθρωποι βρίσκονται άδικα κατηγορούμενοι επί μακρόν ή καταδικάζονται εξαιτίας της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και

(β) η προστασία της θρησκευτικής ετερότητας, όπως το ίδιο το Στρασβούργο διακηρύσσει, αποτελεί θεμέλιο της σύγχρονης δημοκρατίας. Ο σεβασμός του θρησκευτικού πλουραλισμού, η ανοχή στο διαφορετικό δόγμα και θρήσκευμα δεν είναι απλώς μία νομική υποχρέωση, που απορρέει από την ΕΣΔΑ ή και το Σύνταγμα. Είναι θεμέλιος λίθος για την ειρηνική συνύπαρξη των κοινοτήτων και των λαών, κεντρικό στοιχείο του πολιτισμού μας.

Με βάση λοιπόν τις δύο αυτές παραδοχές, η σοβαρή μείωση των καταδικαστικών αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια για ζητήματα προσηλυτισμού ή χώρων λατρείας είναι ενθαρρυντικό στοιχείο αλλά πρέπει να εκλαμβάνεται ως αφετηρία της συμμόρφωσης της Ελλάδας στις απαιτήσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου και της ευρωπαϊκής προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου και όχι ως κατάληξη. Ικανοποιητική εκτέλεση των αποφάσεων θα σημειωθεί όταν τα αστυνομικά και εισαγγελικά όργανα ελέγχουν πραγματικά κάθε καταγγελία ή αναφορά και δεν την προωθούν αβασάνιστα στο ακροατήριο.

Υπό το φως των προηγουμένων, θα αναπτυχθεί το κύριο μέρος της εισήγησης.

Το υλικό που έχει συγκεντρωθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την Ελλάδα από το 1985, έτος της αναγνώρισης του δικαιώματος άσκησης της ατομικής προσφυγής, αφορά τα σημαντικότερα ζητήματα προστασίας της θρησκευτικής ετερότητας, που απασχόλησαν μεγάλο διάστημα τα ελληνικά δικαστήρια και την ελληνική νομική θεωρία.

Σε σύνολο 16 σχετικών αποφάσεων διακρίνονται τρεις μεγάλες κατηγορίες υποθέσεων:

(i)    ο προσηλυτισμός,

(ii)    η λειτουργία ναών και ευκτήριων οίκων και

(iii)    η μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης.

Ζητήματα σχετικά με το νομικό καθεστώς της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδας, τους αντιρρησίες συνείδησης, την περιουσία της επικρατούσας θρησκείας και την άρνηση συμμετοχής μαθητών σε σχολικές παρελάσεις έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρει τον δόμο της διευθέτησης.

α. Το ζήτημα του προσηλυτισμού

Η εκδίκαση από το Δικαστήριο της προσφυγής του Μίνωος Κοκκινάκη[2] το 1993 έφερε ενώπιον του Στρασβούργου το ζήτημα του προσηλυτισμού[3]. Στη συνέχεια, στην υπόθεση Λαρίσης και λοιποί ανέκυψε εκ νέου το ίδιο ζήτημα.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα ελληνικά δικαστήρια αρκέσθηκαν απλώς στην αναπαραγωγή των όρων της σχετικής διάταξης, χωρίς να προσδιορίσουν με πειστικότητα με ποιον τρόπο οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να μεταπείσουν ετερόδοξους με καταχρηστικά μέσα.

Οι καταδίκες, επομένως, των προσφευγόντων για τις επαφές τους με τους πολίτες δεν ήταν δικαιολογημένες και η επίκληση της ανάγκης της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων ατόμων- «θυμάτων» δεν ήταν επαρκής. Η Ελλάδα καταδικάστηκε και στις δύο υποθέσεις.

Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, εξετάζοντας την εκτέλεση της απόφασης Κοκκινάκης, αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της Ελλάδας ότι, αφενός οι εισαγγελείς και τα ποινικά δικαστήρια της χώρας ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο των αποφάσεων του Στρασβούργου, αφετέρου προσάρμοσαν τη νομολογία τους σε αυτές τις αποφάσεις.

Εντούτοις, οι ποινικές διατάξεις για τον προσηλυτισμό είναι ασαφείς. Πρώτον, απαριθμούνται ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά οι τρόποι πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης με αποτέλεσμα να έχουμε περισσότερα του ενός εγκλήματα και, δεύτερον, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο διάπραξης του εγκλήματος από πρόσωπα που επιχειρούν να προσηλυτίσουν με θεμιτά μέσα.

Τα νομικά ζητήματα, που γεννά η ποινική ρύθμιση για το αδίκημα του προσηλυτισμού, δεν σταματούν εδώ. Ο 'Αρειος Πάγος στηρίζεται στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των «θυμάτων» του προσηλυτισμού για να αποδείξει την «κατάχρηση απειρίας», την «εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας» και την «εκμετάλλευση της κουφότητας». Επιπρόσθετα, το Ακυρωτικό δεν απαιτεί ο ενεργών τον προσηλυτισμό να υπερέχει σε μορφωτικό επίπεδο από τον υποψήφιο προσήλυτο (για τον οποίο έτσι και αλλιώς απαιτείται χαμηλό μορφωτικό επίπεδο) για να αποδειχθεί η «αδυναμία», «πνευματική απειρία» και «κουφότητα» που βρέθηκε ο τελευταίος.

Τέλος, η επιστήμη δέχεται, κατά την κρατούσα άποψη, ότι η ποινική διάταξη για τον προσηλυτισμό είναι αντισυνταγματική. Η θέση αυτή βασίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα:

α) η συγκεκριμένη διάταξη κολάζει ποινικά μόνο τον προσηλυτισμό σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Αυτό προκύπτει από την πρόθεση του νομοθέτη, τον τίτλο του νομοθετήματος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των συνταγματικών επιταγών που εξειδίκευε, τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας και την πάγια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων. Επομένως, η ποινικοποίηση του προσηλυτισμού με τον α.ν. 1363/38 υλοποίησε την κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα του 1911 -όπως και στο Σύνταγμα του 1952- προνομιακή μεταχείριση της επικρατούσας θρησκείας σε σχέση με τις άλλες θρησκείες.

β) Εντούτοις, το ισχύον άρθρο 13 παρ. 2 εδ. γ΄ του Συντάγματος 1975/1986/2001 - όπως και το άρθρο 1 παρ. 4 του Συντάγματος του 1927- θεσπίζει γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού («ο προσηλυτισμός απαγορεύεται») στην οποία περιλαμβάνεται και ο προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας. Αυτό προκύπτει από την γραμματική, ιστορική, συστηματική και λογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 2 Σ. Με άλλα λόγια, η συνταγματική επιταγή μεταβλήθηκε το 1975: ο προσηλυτισμός απαγορεύεται, άσχετα εναντίον τίνος στρέφεται.

γ) Για να βρίσκεται σε συμφωνία με τη νέα συνταγματική επιταγή, η διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1363/38 θα έπρεπε να εφαρμοστεί αναλογικά και στους οπαδούς της επικρατούσας θρησκείας. Η επέκταση, όμως, του αξιοποίνου και σε άλλες περιπτώσεις, που δεν προβλέπονται από το νόμο, προσκρούει στην βασική αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege, που κατοχυρώνει το άρθρο 7 παρ. 1 Σ.

δ) Συνεπώς, η διάταξη του α.ν. 1363/38 δημιουργεί ανισότητα ανάμεσα στους οπαδούς της επικρατούσας και των άλλων θρησκειών γιατί κολάζει ποινικά μόνο τους δεύτερους και γι' αυτό το λόγο αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην θρησκευτική ελευθερία (άρθρα 4 παρ. 1 και 13 Σ).

Θα ήταν επομένως επιβεβλημένο η Πολιτεία να καταργήσει τις ισχύουσες διατάξεις περί προσηλυτισμού και να δημιουργήσει νέο πλαίσιο προστασίας των πολιτών προσαρμοσμένο στα σύγχρονα δεδομένα και ανάγκες. Προς αυτήν τη κατεύθυνση κινήθηκε ομόφωνα η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σε σχετική Απόφαση που εξέδωσε την 1η Μαρτίου 2001.

Το νέο προστατευόμενο αγαθό θα πρέπει να είναι η ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ορισμένα νέα θρησκευτικά κινήματα μπορεί να είναι επικίνδυνα στο βαθμό που περιορίζουν την ελεύθερη βούληση του ατόμου εν γένει -φθάνοντας ενίοτε και μέχρι υποβολής στους «πιστούς» τους για τέλεση αξιοποίνων πράξεων (το είδαμε πρόσφατα στα γεγονότα της Νέας Υόρκης όπου σκλαβώθηκε το νοητικό και θυμικό των ανθρώπων που διέπραξαν το χτύπημα)- και όχι αποκλειστικά και μόνον τη θρησκευτική του συνείδηση. Η μείζων αξία, επομένως, της ελεύθερης βούλησης του ατόμου είναι εκείνη που κυρίως απειλείται σήμερα και όχι απλώς και μόνον μία από τις συνιστώσες της.

Η δεύτερη ρύθμιση, που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας, είναι εκείνη για την ίδρυση και λειτουργία ναών και ευκτήριων οίκων[4]. Στην Μανουσάκης και λοιποί[5], την μοναδική από τις τρεις παρόμοιες υποθέσεις που εκδίκασε το Δικαστήριο[6], οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για παράνομη λειτουργία ευκτήριου οίκου. Αρκετό διάστημα πριν τους παραπέμψει ο Εισαγγελέας στην δικαιοσύνη, υπέβαλαν αίτηση στον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά αυτός απάντησε πέντε φορές ότι δεν είχε στη διάθεσή του όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Ενώ, λοιπόν, εκκρεμούσε η απάντηση του Υπουργού, οι προσφεύγοντες λειτούργησαν τον ευκτήριο οίκο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική καταδίκη των προσφευγόντων παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και, κατά συνέπεια, περιόριζε αδικαιολόγητα το δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία. Δεν αφήνει, όμως, και πολλά περιθώρια για τη συμβατότητα του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου με την ΕΣΔΑ:

«Οι σχετικές διατάξεις επιτρέπουν μια μεγάλη παρέμβαση των πολιτικών, διοικητικών και εκκλησιαστικών αρχών στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί τις δυνατότητες των παραπάνω διατάξεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλει προϋποθέσεις αυστηρές ή και απαγορευτικές στην τέλεση της λατρείας ορισμένων μη ορθοδόξων θρησκευμάτων, ιδίως των μαρτύρων του Ιεχωβά. Βεβαίως, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει λόγω έλλειψης αιτιολογίας κάθε αδικαιολόγητη άρνηση αδείας, αλλά η άφθονη νομολογία γι' αυτό το ζήτημα φαίνεται να φανερώνει μια σαφή τάση των διοικητικών και εκκλησιαστικών αρχών να χρησιμοποιούν τις δυνατότητες αυτών των διατάξεων προκειμένου να περιορίσουν τις δραστηριότητες των μη ορθοδόξων θρησκευμάτων» (παρ. 48-49).

Παρά την προσπάθεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου να ερμηνεύσουν τις διατάξεις για την ανέγερση ναών και ευκτήριων οίκων κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην αντιβαίνουν στο άρθρο 13 Σ και στο άρθρο 9 ΕΣΔΑ, η αντίθεσή τους είναι πρόδηλη:

i)    ο προληπτικός διοικητικός έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 13 Σ αντίκειται στο τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας που διέπει το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

ii)    η σύμπραξη του μητροπολίτη, έστω και προπαρασκευαστικά, για την χορήγηση άδειας μη ορθόδοξου ναού ή ευκτήριου οίκου παραβιάζει την θρησκευτική ισότητα.

iii)    η έρευνα της διοίκησης «κατά πόσον υφίσταται πράγματι ανάγκη ανέγερσης ναού ή ευκτήριου οίκου» παρέχει διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση για την χορήγηση άδειας, που δεν συνάδει με την ελευθερία λατρείας.

iv)    Ιδιαίτερα ο προληπτικός έλεγχος στην άσκηση της λατρείας αντιβαίνει και στην πρόσφατη νομολογία του Στρασβούργου. Στην υπόθεση Σιδηρόπουλος και λοιποί[7], η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προληπτικός έλεγχος για την αναγνώριση σωματείου με την επωνυμία «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού» ήταν σύμφωνος με το άρθρο 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ γιατί το σωματείο απέβλεπε σε δραστηριότητες σε βάρος της εθνικής ασφάλειας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πιθανότητες για διάπραξη παράνομων πράξεων δεν μπορούν να αναχθούν σε βεβαιότητα παρά μόνο αν υπάρχουν συγκεκριμένες πράξεις τις οποίες όμως το εν λόγω σωματείο δεν πρόλαβε να υλοποιήσει γιατί διαλύθηκε με δικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια, μόνο βεβαιότητες, μετά την ίδρυση του συλλόγου, επιτρέπουν τον κατασταλτικό έλεγχο στο πεδίο της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης Μανουσάκης και λοιποί δεν έχει εκδοθεί το Ψήφισμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιβεβαιώνει την εκτέλεση της απόφασης από την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, η υπόθεση παραμένει σε εκκρεμότητα ενώπιον του Συμβουλίου Υπουργών, εν αναμονή συνολικής νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος.

Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προτείνει την κατάργηση της ποινικοποίησης της λειτουργίας ετεροδόξου ή ετεροθρήσκου ναού χωρίς άδεια. Ταυτόχρονα, προτείνει την κατάργηση της αντίστοιχης διοικητικής άδειας. Ως μοναδική προϋπόθεση θα πρέπει να διατηρηθεί η πολεοδομική άδεια.

Ο καθηγητής Φαίδων Βεγλερής, επί πολλά χρόνια πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σημειώνει για τη νομοθεσία περί προσηλυτισμού και ναών στο γνωστό έργο του Η Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγμα: «δυστυχώς τα ανώτατα δικαστήριά μας δε θέλησαν ποτέ να θίξουν μια νομοθεσία, που υποβαστάζουν προλήψεις και μισαλλοδοξίες, φόβοι και σκοταδισμοί, ισχυρότεροι από κάθε νομική διάταξη». Αν και το έργο αυτό εκδόθηκε το 1977, οι μισαλλοδοξίες και οι σκοταδισμοί δεν έχουν πλήρως και σήμερα απομακρυνθεί από τον δικαστικό ορίζοντα.

Μία μόνο ματιά στην μειοψηφούσες γνώμες της απόφασης Κοκκινάκης αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι προλήψεις και φόβοι διέτρεχαν στο παρελθόν και το Στρασβούργο.

Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που εισήλθε στον 21ο αιώνα, φαίνεται να έχει αποτινάξει από πάνω του τις μισαλλοδοξίες του παρελθόντος. Αλλά ακόμα κι αν δεν τις έχει αποτινάξει, είναι σημαντικό να πεισθεί και ο τελευταίος έλληνας δικαστής, ο φυσικός δικαστής της ΕΣΔΑ, ότι είναι αποκλειστικός υπηρέτης του κράτους δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με τον προστατευτισμό της Ορθοδοξίας έχουν επιφορτισθεί άλλα πρόσωπα στην Ελλάδα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το κείμενο αποτελεί απόδοση της ομιλίας που εκφωνήθηκε στο συνέδριο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στις 16.10.2001.[1]
2. ΕυρΔΔΑ, απόφαση ΚΟΚΚΙΝΑΚΗΣ, 25.5.1993, serie A, αρ.260-Α.[2]
3. Αρθρο 4 του α.ν. 1363 της 15 Αυγούστου 1938 «περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος» (ΦΕΚ Α 305/3.9.1938), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του α.ν. 1672 της 22 Μαρτίου 1939 «περί τροποποιήσεως του α.ν. 1363/1938 κλπ.» (ΦΕΚ Α 123/29.3.1939).[3]
4. ΄Αρθρο 1 του α.ν. 1363 της 15 Αυγούστου 1938 «περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος» (ΦΕΚ Α 305/3.9.1938). ΄Αρθρο 1 του α.ν. 1672 της 22 Μαρτίου 1939 «περί τροποποιήσεως του α.ν. 1363/1938 κλπ.» (ΦΕΚ Α 123/29.3.1939). ΄Αρθρο 1 παρ. 1 και 3 του β.δ. 20.5/2-6-1939 «περί της εκτέλεσης των διατάξεων του αναγκαστικού νόμου 1672/1939».[4]
5. ΕυρΔΔΑ, Απόφαση ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ και λοιποί, 26.9.1996, Recueil 1996-ΙV. [5]
6. ΕυρΔΔΑ, Απόφαση ΠΕΝΤΙΔΗΣ και λοιποί, 19.3.1997, Recueil 1997-ΙΙΙ, σελ. 983. Ευρ ΔΔΑ, Απόφαση ΤΣΑΒΑΧΙΔΗΣ, 21.1.1999, http://echr.coe.int. Στις υποθέσεις αυτές, η Ελλάδα παραχώρησε την άδεια πριν εκδικασθεί η υπόθεση (Πεντίδης) και προχώρησε σε φιλικό διακανονισμό (Τσαβαχίδης).[6]
7. ΕυρΔΔΑ, Απόφαση ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ και λοιποί, 10.7.1998, Recueil 1998-VI, παρ. 46.[7]
8. Πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 24ης Δεκεμβρίου 1990 και Νόμος 1920/1991.[8]

Μπορεί λοιπόν να "οφείλουμε" να τηρούμε το σύνταγμα τους νόμους και τις διατάξεις, είναι σαφές όμως ότι δεν οφείλουμε να ασπαζόμαστε και τα λάθη τους.