Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ - Τα αρχαία χειρόγραφα (2)
















ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

1) Η παλαιότερη μαρτυρία είναι η πιο σωστή.

2) Η πιο δυσανάγνωστη μαρτυρία, είναι, πιθανότατα, η σωστή. Αυτό συμβαίνει, γιατί όταν κάποιος αντέγραφε και συναντούσε κάτι που δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να το παραλείψει ή να το ερμηνεύσει κάπως διαφορετικά. 

3) Η συντομότερη μαρτυρία είναι, πιθανότατα, η πιο σωστή. Είναι φυσικό να προσπαθήσει κανείς να κάνει εύκολο κάτι που είναι δύσκολο, παρά από εύκολο να το κάνει δύσκολο.

4) Η μαρτυρία που ερμηνεύει πιο ικανοποιητικά άλλα εδάφια είναι η πιο σωστή.

5) Η μαρτυρία, η οποία υποστηρίζεται καλύτερα γεωγραφικά ή έχει την μεγαλύτερη οικογενειακή υποστήριξη είναι, πιθανότατα, η πιο σωστή. Υπάρχουν 3 γεωγραφικές περιοχές χειρογράφων: Αλεξάνδρειας, Κων/λης, Ρώμης.

Όταν έχουμε μια μαρτυρία σε περγαμηνή γραμμένη στην Αίγυπτο κι η ίδια αυτή συναντάται και στην Κων/λη, για παράδειγμα, αυτό σημαίνει ότι είναι σωστή. Όταν, δηλαδή, δύο μαρτυρίες συμφωνούν, όσο πιο μακριά έχει βρεθεί η μία από την άλλη, τόσο πιο σωστές είναι.

6) Η μαρτυρία, η οποία αντανακλά μη διαδεδομένες διδασκαλίες (παραδοσιακές) είναι  η πιο σωστή.

7) Αυτός ο κανόνας είναι αποτέλεσμα γνώσης κι εμπειρίας πιστών αδελφών: η μαρτυρία που συνδέεται αρμονικά και συμφωνεί με το σύνολο και τον ειρμό της Γραφής, είναι η πιο σωστή.

ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ U.B.S.

e: Ευαγγέλια
a: Πράξεις
p: Επιστολές Παύλου
c: Καθολικές επιστολές
r: Αποκάλυψη

{ } Σ’ αυτές τις παρενθέσεις μπαίνουν τα γράμματα A, B, C, D, τα οποία δηλώνουν το βαθμό βεβαιότητας της μαρτυρίας.  Α:100,  B:80, C:65,  D:50. Ο βαθμός αυτός προέρχεται απ’ τον αριθμό και την εγκυρότητα των μαρτυριών που υπάρχουν.

[ ] Λέξη μέσα σε τέτοιες αγκύλες είναι αμφίβολη.

[[ ]] Η μαρτυρία που είναι γραμμένη μέσα στις διπλές αγκύλες προστέθηκε σε μεταγενέστερες αντιγραφές, αλλά την κρατάμε στο κείμενο για ιστορικούς και φιλολογικούς λόγους.

( ) Σημαίνει ότι η μαρτυρία αυτή υποστηρίζεται κι από άλλο χειρόγραφο, το οποίο παρουσιάζει κάποιες διαφορές.

* Ο αστερίσκος δηλώνει ότι το χειρόγραφο είναι γραμμένο από πρώτο χέρι (οriginal).

? Δείχνει ότι υπάρχει κάποια μαρτυρία, αλλά με κάποιο βαθμό αμφιβολίας

Α1, 2  Δηλώνουν τους διορθωτές και μόνο στον S, D, D2 χρησιμοποιούμε τα γράμματα: a b c d.

ARM:  Αρμένικη μετάφραση
ARAB:  Αραβική     - « -
BYZ:  Βυζαντινή    - « -
GEO:  Γεωργιανή    - « -
COP:  Κοπτική μετάφραση
ETH:  Αιθιοπική μετάφραση
GOTH:  Γοτθική    - « -

DIATESSARON:  Είναι ένα σύγγραμμα με κάποια αξία

l: Διαλέξεις, ομιλίες

TR: Κείμενο του Έρασμου ή Textus Receptus (Παραδεδεγμένο κείμενο)

WH: Westcott and Hort, το αμέσως καλύτερο κριτικό κείμενο μετά το UBS.
 
Παρατήρηση: Στη σελίδα XXXIX του κειμένου UBS, κάτω αριστερά διαβάζουμε: PS-AMBROSE, PS-ATHANASIUS κ.λ.π.

Η σύντμηση PS προέρχεται απ’ την αγγλική λέξη POST και σημαίνει «μεταγενέστερος», δηλαδή ο PS-ATHANASIUS δεν είναι ο Αθανάσιος που πέθανε το 373, αλλά κάποιος μεταγενέστερος του 6ου αιώνα.

ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Σώζονται 800 Εβραϊκές περγαμηνές της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες είναι ημιτελείς.
 
Το αρχαιότερο κείμενο που έχουμε σήμερα είναι απ’ το 895 μ.Χ. Οι Εβραίοι δεν συντηρούσαν τα παλαιά κείμενα, αλλά τα αντέγραφαν συνέχεια, με μεγάλη σχολαστικότητα και προσοχή. Γι’ αυτό, σήμερα, δεν τίθεται πρόβλημα κριτικής στο Εβραϊκό κείμενο γιατί είναι κατά 99,9% τέλειο.
 
Τον 9ο μ.Χ. αι. δύο Εβραϊκές οικογένειες εργάστηκαν για να φτιάξουν ένα πλατιά αποδεκτό κείμενο. Αυτοί ονομάζονταν Μαζορίτες, άντλησαν ό,τι υπήρχε από τις Εβραϊκές πηγές και διαμόρφωσαν ένα αναγνωρισμένο κείμενο, το οποίο διέφερε απ’ τα προηγούμενα επειδή περιείχε και φωνήεντα. Μέχρι τον 9ο αιώνα οι Εβραίοι έγραφαν χωρίς φωνήεντα, έγραφαν δηλ. ΜΡ-ΜΑΡΙΑ, γι’ αυτό η λέξη Γιάχβε, το τετραγράμματο, όπως ονομάζεται, αποτελείται μόνο από σύμφωνα. Οι Εβραίοι μπορούσαν, βλέποντας τα σύμφωνα, να διαβάζουν τις λέξεις και να καταλαβαίνουν απ’ τα συμφραζόμενα. Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως,  σταδιακά άρχισε να χάνεται η προφορά, γι’ αυτό οι  Μαζορίτες έβαλαν φωνήεντα ανάμεσα στα σύμφωνα και ασχολήθηκαν μ’ αυτό το έργο επί 5 γενιές, από οικογένεια σε οικογένεια.
 
Σήμερα το κείμενό τους έχει γίνει παραδεκτό απ’ όλο τον κόσμο και τους Εβραίους.  Από το όνομα αυτής της οικογένειας, το σημερινό Εβραϊκό κείμενο ονομάζεται Μαζοριτικό (Mazoretic Text, MT).
 
Μαζορίτης σημαίνει αυτός που μεταδίδει, απ’ το Μασορά=παράδοση. Οι Μαζορίτες πήραν το κείμενο απ’ την παράδοση και το “παράδοσαν” σε μας.
 
Οι Μαζορίτες χώρισαν την Παλαιά Διαθήκη σε κεφάλαια κι εδάφια.  Η Π.Δ. χωρίστηκε σε 23100 εδάφια.
 
Το Εβραϊκό κείμενο χωρίζεται σε δύο μέρη:

• Στο ΚΕΘΙΒ, αυτό που είναι γραμμένο, το γραπτό

• Στο ΚΟΥΕΡΕ, αυτό που διαβάζεται.
 
Το Κεθίβ οι Εβραίοι ΠΟΤΕ δεν το άλλαξαν.
 
Μια άλλη πηγή που έχουμε για την Π.Δ. είναι η μετάφραση των Ο’ , η οποία έγινε το 285 π.Χ.  Στην Αλεξάνδρεια, εκείνη την εποχή,  υπήρχαν πάρα πολλοί Εβραίοι, οι οποίοι μιλούσαν μόνο ελληνικά και δεν μπορούσαν να διαβάσουν την ιστορία τους και τον Νόμο. Γι’ αυτό, μεταφράστηκε η Π.Δ. απ’ τα Εβραϊκά στα Ελληνικά. Η μετάφραση αυτή, αρχικά, έγινε αποδεκτή, αργότερα, όμως, φάνηκε ότι είχε αρκετές ελλείψεις κι ατέλειες.
 
Στην Καινή Διαθήκη βρίσκουμε αναφορές απ’ την μετάφραση των Ο’, χωρίς  αυτό να την κάνει θεόπνευστη. 

Θεόπνευστα είναι όλα αυτά που πήρε το Πνεύμα του Θεού για να τα φέρει στην Κ.Δ. Οι Εβραίοι απόρριψαν τελείως αυτή τη μετάφραση, όπως κι ο Ιερώνυμος.
 
Μία άλλη πηγή που έχουμε για το Εβραϊκό κείμενο, είναι τα «Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας».
 
Ένας τσοπάνος που έβοσκε τα πρόβατά του κοντά στη Νεκρά θάλασσα, βρήκε μέσα σε μια σπηλιά πάρα πολλά χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων ήταν και η Παλαιά Διαθήκη, ένα μεγάλο μέρος της Καινής Διαθήκης, καθώς και κάτι παρόμοιο με την μετάφραση των Ο’.

Πηγές του Εβραϊκού κειμένου:

1) Μαζοριτικό κείμενο

2) Το περιθώριο του Μαζοριτικού κειμένου

3) Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας

4) Η μετάφραση των Ο’  (LXX)

5) Εδάφια από τα γραπτά των Πατέρων καθώς κι εδάφια που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη.

Είδαμε ότι ο Μ. Κων/νος ανάθεσε στον Ευσέβιο να συγκεντρώσει τον κανόνα της Αγίας Γραφής. Ο Ευσέβιος, όμως, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα από μόνος του, αν ο κανόνας δεν ήταν ήδη διαμορφωμένος, από το Πνεύμα του Θεού, μέσα στην καρδιά της πρώτης εκκλησίας, η οποία ήξερε ποια βιβλία ήταν θεόπνευστα και ποια όχι.
 
Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός μνημονεύει όλα, σχεδόν, τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.  Εκτός απ’ το ότι αναφέρεται σε πολλά απ’ αυτά, ονομαστικά - Ησαΐας, Ιερεμίας - μιλάει στο Λουκ.δ:26 για τον Ηλία και την χήρα της Σαρεπτά (Α’ Βασ.ιζ:8). Έτσι, απ’ αυτό και μόνο, γίνεται φανερό ότι  όλα τα βιβλία των Χρονικών και Βασιλέων είναι  θεόπνευστα.  Σε κάποιο άλλο σημείο ο Ιησούς λέει, «...οι προφήτες εμαρτύρησαν περί εμού...». Εκείνη την εποχή η Π.Δ. χωριζόταν σε 3 μέρη: Νόμος (Πεντάτευχος), Γραπτά (ιστορικά βιβλία), Προφήτες (17 βιβλία).  Με τον όρο, λοιπόν, “προφήτες”, εννοούσε όλα τα προφητικά βιβλία.
 
Ο Χριστός κι οι απόστολοι ήξεραν ποια βιβλία είναι θεόπνευστα και ποια δεν είναι, γιατί υπάρχουν και κάποια άλλα, τα οποία λέγονται «απόκρυφα» ή «δευτερο-κανονικά». Πρόκειται για φανταστικά και νόθα «Ευαγγέλια», «Πράξεις», «Επιστολές» που άρχισαν να εμφανίζονται τον 2ο αιώνα.  Είναι, στο μεγαλύτερο μέρος τους πλαστά κι έτσι χαρακτηρίστηκαν απ’ την αρχή.  Αυτά τα βιβλία είναι γεμάτα από τόσο ανόητες κι απίστευτες ιστορίες για τον Χριστό και τους απόστολους που δεν θεωρήθηκαν ποτέ θεόπνευστα και δεν συμπεριλήφθηκαν στον κανόνα της Αγίας Γραφής.  Αποτελούν ιδιοτελείς, προκατασκευασμένες απόπειρες συμπλήρωσης των “κενών” της αφήγησης της Καινής Διαθήκης για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, με απώτερο σκοπό να προσφέρουν Γραφικό έρεισμα σε αιρετικές διδασκαλίες. Τέτοια είναι, π.χ. ο Βαρούχ, ο Δανιήλ κι ο δράκων, οι Μακκαβαίοι, κ.λ.π. Πολλοί ορθόδοξοι τα θεωρούν μέρος του κανόνα, τα χρησιμοποιούν και στηρίζουν πολλές διδασκαλίες τους σ’  αυτά.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ

Έρασμος (Εr): Ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη δημιουργία ενός Ελληνικού κριτικού κειμένου το 1516 μ.Χ., χρησιμοποιώντας κάποια χειρόγραφα απ’ τον 8ο αι. και μετά (Minuscules).

Στεφάνου (S): Το 1550 διόρθωσε, σε ορισμένα σημεία, το κείμενο του Έρασμου και χώρισε για πρώτη φορά την Καινή Διαθήκη σε κεφάλαια κι εδάφια.

Μπέζα (Β): Είχε τα χειρόγραφα D και D2, τα οποία τύπωσαν οι αδελφοί Ελίζεβιρ.
 
Είναι κι άλλοι αυτοί που ασχολήθηκαν  με τα χειρόγραφα, των οποίων σώζονται τα κείμενα, μαζί με την κριτική εργασία που έχουν κάνει.  Τα ονόματά τους είναι:
Mπράϊαν Γουάλτων

Τζών Μίλλ, χρησιμοποίησε για το κείμενό του 78 ελληνικά χειρόγραφα.

Μπέντλεϋ, απόδειξε ότι το TR δεν είναι αξιόπιστο.

Τζών Μπένκελ

Γουέστιν

Τζών Γκράτζμπαχ, ποιμένας, αφιέρωσε 40 χρόνια γι’ αυτό το σκοπό.
 
H U.B.S. πήρε τις εργασίες όλων αυτών κι αφού τις επεξεργάστηκε, έβγαλε το κριτικό κείμενο που έχουμε σήμερα.

Σούλτς, πρόσθεσε 606 χειρόγραφα που είχε βρει.

Λόκμαν, ο πρώτος που αποχωρίσθηκε τελείως, με το κείμενό του, από το TR.

Χένρυ Αλφερντ Τριτζέλης, ιδιοφυής επιστήμονας, αυθεντία στην Εβραϊκή γλώσσα.  Ήταν Κουάκερος, δηλαδή, όταν προσευχόταν η δύναμη του Πνεύματος ερχόταν πάνω του τόσο έντονα  που τον έκανε να τρέμει.

Τίσεντορφ

Νεστλέ, έχει επιμεληθεί το 3ο, κατά σειρά,  καλύτερο κριτικό κείμενο.

Γουΐλς

Γουέσκοτ και Χόρτ, έχουν επιμεληθεί την καλύτερη εργασία μετά το UBS. Στο έργο τους συμπεριέλαβαν τον κώδικα «Β», γι’ αυτό το κείμενό τους πήρε μεγαλύτερη αξία.

U.B.S. 

Σε αντίθεση με τα κείμενα όλων αυτών των ανθρώπων - τα οποία διαφέρουν από το «TR» - βρέθηκε κάποιος Μπουργκόν που θέλησε να υποστηρίξει το «TR», δίχως, όμως, καμιά επιτυχία.

Ο Σκρίβενερ είναι ένας άλλος υποστηρικτής του «TR».


TEXTUS RECEPTUS (Παραδεδεγμένο κείμενο)

Το πρώτο τυπωμένο αντίγραφο της Καινής Διαθήκης, στην Ελληνική γλώσσα, κυκλοφόρησε απ’ τον Ελβετό εκδότη Froben, τον Μάρτιο του 1516.  Την επιμέλεια αυτού του κειμένου είχε αναλάβει ο πολυμαθής Ολλανδός ουμανιστής, Έρασμος  (Desederius Erasmus of Rotterdam).
 
Απ’ τα  Ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία είχε στη διάθεσή του, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα περιείχαν κείμενα κατώτερης ποιότητας γιατί ήταν αντίγραφα του 12ου και 13ου αιώνα.  Ωστόσο, επειδή δεν έβρισκε κώδικα που να περιέχει ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, χρησιμοποίησε μεμονωμένα χειρόγραφα των βιβλίων της.
 
Για το βιβλίο της Αποκάλυψης δεν είχε στην διάθεσή του παρά μόνο ένα χειρόγραφο (του 12ου αιώνα) που το δανείστηκε από κάποιο φίλο του κι αυτό ήταν  ελλιπές. 

Πήρε, μάλιστα, το τελευταίο φύλλο με τα 6 τελευταία εδάφια στην Ελληνική απ’ την Ιταλική Βουλγάτα, ένα κείμενο που φημίζεται για τις πολλές ανακρίβειες που περιέχει.  (Το όνομα «Βουλγάτα» δόθηκε στο κείμενο της Λατινικής Βίβλου που αναθεώρησε ο πατέρας της Λατινικής εκκλησίας, Ιερώνυμος - 420 μ.Χ.).
 
Ο Έρασμος χρειάστηκε 7 μήνες μόνο για να ολοκληρώσει την έκδοση του πρώτου Ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης, ένα χρονικό διάστημα εξαιρετικά μικρό για το έργο αυτό, η δημοσιοποίηση του οποίου επρόκειτο να δημιουργήσει ιστορία.
 
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι λόγοι που εξηγούν τη βιασύνη του.  Συγκεκριμένα, ο Ισπανός Καρδινάλιος Ximenes, ο οποίος εργαζόταν με ζήλο για την αναμόρφωση της Καθολικής εκκλησίας στην Ισπανία, είχε κι αυτός ετοιμάσει μια Ελληνική Καινή Διαθήκη, αλλά καθυστερούσε να την κυκλοφορήσει, περιμένοντας την σχετική έγκριση απ’ τον Πάπα.  Έτσι, η έκδοση Φρόμπεν - Έρασμου, χάρη στις ευνοϊκές περιστάσεις, ήταν αυτή που είδε πρώτη το φως της δημοσιότητας, γεγονός που αναγνωρίστηκε στην Ευρώπη σαν ένας λαμπρός σταθμός στην ιστορία των εκδόσεων κι ειδικότερα στην ιστορία της μετάδοσης του κειμένου της Βίβλου.
 
Η παράταξη του Καρδινάλιου Ximenes αποδέχθηκε το γεγονός με φιλικό πνεύμα. Το μόνο σύμπτωμα κάποιας ελαφριάς αντίδρασης που υπήρξε ήταν όταν ο συντάκτης του κειμένου Lopez de Stunica, πληροφόρησε τον Έρασμο ότι είχε παραλείψει να συμπεριλάβει στο κείμενό του το εδάφιο Α’ Ιωάν.ε:7, «ότι τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο πατήρ, ο λόγος και το άγιον πνεύμα, και ούτοι οι τρεις εν εισίν».  Το εδάφιο αυτό είχε προστεθεί στο κείμενο της Βουλγάτας, από ένα σχόλιο που ήταν γραμμένο στο περιθώριο κάποιου Ελληνικού χειρόγραφου και το οποίο  ενσωματώθηκε μέσα στο κείμενο από κάποιον αντιγραφέα, από κακή πρόθεση ή τελείως τυχαία.
 
Ο Έρασμος απάντησε στον Stunica ότι δεν γνώριζε κανένα Ελληνικό χειρόγραφο που να περιέχει αυτό το εδάφιο, τον βεβαίωσε, όμως, ότι θα το πρόσθετε στην επόμενη έκδοσή του, αν το εύρισκε σ’ οποιοδήποτε χειρόγραφο. Όταν ο Stunica του παρουσίασε ένα ελληνικό χειρόγραφο, με το παραπάνω εδάφιο ενσωματωμένο στο κείμενο, ο Έρασμος υποψιάστηκε ότι είχε γραφτεί «επί παραγγελία». Πράγματι, αργότερα μαθεύτηκε ότι αυτή η “νοθεία” έγινε στην Οξφόρδη το 1520, από κάποιο μοναχό που λεγόταν Froy.
 
Αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση που ο Έρασμος ενσωμάτωσε στο Ελληνικό κείμενό του υλικό παρμένο απ’ την Λατινική Βουλγάτα.  Η πρόχειρη, βιαστική και δίχως μέθοδο τακτική που ακολούθησε, ήταν επόμενο να οδηγήσει στη δημιουργία ενός προβληματικού κειμένου.
 
Τελικά, ο Έρασμος συμπεριέλαβε αυτό το νόθο εδάφιο στο κείμενο της επόμενης έκδοσης του 1522 (Bruce M. Metzer, <Manuscripts of the Greek Bible>, Oxford University Press).  Αυτή ήταν κι η τελευταία έκδοση Φρόμπεν-Εράσμου.

Το εδάφιο Α’ Ιωάν.ε:7 το βλέπουμε να εμφανίζεται για πρώτη φορά στην περγαμηνή 2318 του 18ου αιώνα και στην περγαμηνή 61 του 16ου αιώνα, ενώ αντίθετα δεν υπάρχει στους κώδικες Αλεφ - Β - Κ - Ρ  και στην 33 που θεωρούνται ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε από αρχαία χειρόγραφα, γιατί ανήκουν π.χ. ο Αλεφ κι ο Β, στον 4ο αιώνα.  Υπάρχει και σε μια άλλη περγαμηνή, την 221 που είναι του 10ου αιώνα, δεν βρίσκεται, όμως, γραμμένο στο κείμενο, αλλά  είναι πρόσθετο στο περιθώριο του κειμένου.  (Οι πληροφορίες πάρθηκαν από το κριτικό κείμενο UBS).
 
Τη σκυτάλη για τις επόμενες εκδόσεις της Ελληνικής Κ.Δ.  παρέλαβαν δύο άλλοι ζηλωτές εκδότες: ο Γάλλος Robert Estienne, γνωστός με το όνομα Stefanus κι οι Ολλανδοί αδελφοί Elzevir.
 
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το ελληνικό κείμενο που δημοσίευσαν οι δύο αυτοί νέοι εκδότες, (Stefanus & Elzevir) δεν ήταν άλλο απ’ το κείμενο του Έρασμου, με ελαφρές τροποποιήσεις κι ορισμένες παραλλαγές που υιοθέτησαν από κάποια νέα χειρόγραφα του 10ου κι 11ου αιώνα.
 
Η τελευταία έκδοση της Κ.Δ. που κυκλοφόρησαν οι αδελφοί Ελζεβίρ, παρ’ όλες τις ατέλειές της, έγινε πολύ γνωστή με το χαρακτηριστικό όνομα <TEXTUS RECEPTUS>, όνομα παρμένο από τον πρόλογο της έκδοσης του 1633: <TEXTUM ERGO HABES NUNC AB OBNIBUS RECEPTUM> δηλαδή: “Έτσι, τώρα έχετε ένα κείμενο δεκτό απ’ όλους”.
 
Αυτή η δήλωση ήταν, πιθανότατα, αληθινή για τότε, δεν ισχύει, όμως, για την εποχή μας.  Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν έρθει στο φως πάρα πολλά Ελληνικά χειρόγραφα της Κ.Δ. που ήταν άγνωστα στον Έρασμο, τον Stefanus και τους Elzevir.
 
Αρκετά από τα κείμενα αυτά, όπως ο Αλεξανδρινός Κώδικας, ο Κώδικας του Βατικανού κι ο Σιναϊτικός Κώδικας χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αιώνα, για να μην αναφέρουμε αποσπάσματα κειμένων που προέρχονται, όπως έγινε γνωστό, απ’ τον  3ο και 2ο αι. μ.Χ.
 
Έτσι, η εργασία του Έρασμου πάνω στο κείμενο της πρώτης τυπωμένης Ελληνικής Καινής Διαθήκης που κυκλοφόρησε το 1516, έμελλε ν’ αποτελέσει την κοινή βάση όλων των μεταφράσεων που έγιναν στην Ευρώπη τα επόμενα 250 χρόνια.
 
Μια απ’ αυτές τις μεταφράσεις είναι κι η δική μας <μετάφραση του Βάμβα> που στηρίζεται κι αυτή στο <TR>.
 
Το πλήθος, λοιπόν, τα νέα χειρόγραφα που ήρθαν στην επιφάνεια πρόσφεραν στους μελετητές, νέα δεδομένα τα οποία, σταδιακά, αποτέλεσαν τη βάση της <Κριτικής των Βιβλικών Κειμένων>. Η επιστήμη αυτή στηρίζεται:

1) Στις μαρτυρίες των χειρογράφων που έγιναν γνωστά μετά την έκδοση του «TR».

2) Στις μαρτυρίες των αρχαίων μεταφράσεων (Κοπτικής, Συριακής, Αρμένικης, Αιθιοπικής κ.α.)

3) Στα εδάφια τα οποία  παραθέτουν στα έργα τους οι εκκλησιαστικοί πατέρες.

4) Στις μαρτυρίες της αρχαιολογίας.
 
Όλα τα παραπάνω, ωστόσο, δε “μειώνουν” καθόλου τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα που έχει ο γραπτός Λόγος του Θεού, όπως παρουσιάζεται στο «TR». Το κείμενο αυτό της Κ.Δ. μεταδίδει ακέραιο το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου, είναι, όμως, αλήθεια ότι το TEXTUS RECEPTUS υστερεί ως προς την ακρίβεια της διατύπωσης.

ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Μετά την εκτύπωση και την κυκλοφορία του TR (1516-1633) άρχισαν να έρχονται στο φως πολλά  αρχαία χειρόγραφα, τα οποία, μέχρι τότε, ήταν τελείως άγνωστα στην επιστήμη των κειμένων.

Ήταν φυσικό όσοι ασχολούνταν με τα κείμενα να μελετήσουν καθένα απ’ τα νέα αυτά χειρόγραφα και να τα συγκρίνουν, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το ήδη γνωστό ΤR. 

Η συγκριτική αυτή μελέτη έφερε στην επιφάνεια άφθονες διαφορές κι ενδιαφέρουσες παραλλαγές, οι οποίες δημιούργησαν στους κύκλους των μελετητών μεγάλο  ζήλο για μια νέα κι εμπεριστατωμένη έρευνα πάνω στο ελληνικό κείμενο της Κ.Δ.
 
Αυτό το στάδιο της έρευνας ξεχωρίζει για τις πολλές κι επίπονες προσπάθειες που κατέβαλαν οι μελετητές των χειρογράφων να συλλέξουν κάθε παραλλαγή που υπήρχε, όχι μόνο στα ίδια τα Ελληνικά χειρόγραφα, αλλά και στις αρχαίες μεταφράσεις (Λατινική, Συριακή, Αιθιοπική, Αρμένικη κ.α.) καθώς και στα κείμενα των πατέρων της εκκλησίας.  Για 2 ½ περίπου αιώνες οι ενδιαφερόμενοι επισκέπτονταν τις βιβλιοθήκες και τα Μουσεία της Ευρώπης και της Μ. Ανατολής, αναζητώντας χειρόγραφα της Κ.Δ. για σύγκριση και συσχέτιση.
 
Αυτό που φάνηκε καθαρά σ’ όλο το διάστημα αυτής της έρευνας, ήταν το γεγονός ότι η ομάδα των χειρογράφων της Κων/λης (η Ασιατική, κατά τον BENGEL) παρουσίαζε ένα κείμενο μικρότερης αξίας.  Το κείμενο αυτό δεν είναι άλλο από το TR.
 
Μια από τις ενδείξεις που φανερώνουν τη μειωμένη αξία αυτού του κειμένου είναι η συγχώνευση φράσεων και λέξεων, οι οποίες σε αρχαιότερα χειρόγραφα συναντώνται ξεχωριστά.
 
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: αν κάποιο αρχαίο χειρόγραφο περιέχει τη φράση: «Η αγάπη του Κυρίου Ιησού» και κάποιο άλλο, επίσης, αρχαίο αποδίδει την ίδια αυτή φράση: «Η αγάπη του Χριστού» στο «παραδεδεγμένο» κείμενο οι παραλλαγμένες φράσεις των δύο χειρογράφων συγχωνεύονται σε μία που αποδίδεται: <<Η αγάπη του Κυρίου Ιησού Χριστού>>.
 
Σύμφωνα με έγκυρες απόψεις, η συνήθεια αυτή της συγχώνευσης ή συνένωσης δύο ή περισσότερων διαφορετικών φράσεων σε μία χρονολογείται απ’ τον 4ο αι. μ.Χ., όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θέσπισε την αρχή μιας γενικής ενοποίησης: μία αυτοκρατορία, μία θρησκεία, ένα δόγμα, ένα κείμενο.
 
Να τι έχει διαπιστώσει ο KENYON, ονομαστός ερευνητής των αρχαίων χειρογράφων, για το κείμενο της Κων/λης (βυζαντινό) απ’ όπου προήλθε το TR:
 
«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κειμένου ήταν η προσπάθεια των συντακτών του να συνενώνουν παραλλαγμένες φράσεις σε μία ενωτική που να περιλαμβάνει όλες τις υπάρχουσες (σε άλλα χειρόγραφα) παραλλαγές.  Προσπάθησαν επίσης να εξομαλύνουν το τραχύ ύφος, ν’ αφαιρέσουν από το κείμενο κάθε στρυφνότητα και γενικά να συντάξουν ένα εύκολο και γλαφυρό κείμενο» (HANDBOOK TO THE TEXTUAL CRITICISM OF THE N.T.)
 
Ο Γερμανός Johann Albrecht Bengel (1687-1752) ήταν ο άνθρωπος που μπορούμε να πούμε ότι έδωσε συγκεκριμένη κατεύθυνση στην προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα επιστημονικό κείμενο της Κ.Δ.
 
Σπουδαστής της θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης (Tubingen) είχε ανησυχήσει φοβερά, όταν σε μια απ’ τις εκδόσεις της Ελληνικής Κ.Δ. διάβασε για την πληθώρα των παραλλαγών που είχαν βρεθεί στα χειρόγραφά της.  Το ενδιαφέρον του Bengel ήταν τόσο αγωνιώδες, ώστε αποφάσισε να αφιερώσει όλο τον χρόνο και τα ταλέντα του για να τα ελέγξει όλα αυτά ο ίδιος προσωπικά.
 
Πράγματι, αφού δαπάνησε την υπόλοιπη ζωή του συγκεντρώνοντας και συγκρίνοντας χειρόγραφα (αρχαία και νεότερα), καθώς κι αρχαίες μεταφράσεις, κατέληξε στα εξής δύο συμπεράσματα:

1) Οι παραλλαγές κι οι αλλοιώσεις ήταν πολύ λιγότερες σε αριθμό απ’ ότι αρχικά τον πληροφόρησαν, και

2) Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα χειρόγραφα δεν κλονίζουν, ουσιαστικά, κανένα από τα δόγματα της χριστιανικής πίστης.
 
Ο Bengel έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ακριβή εκτίμηση των χειρογράφων.  Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την αρχή ότι το κριτήριο της γνησιότητας ενός εδαφίου της Βίβλου δεν είναι ο μεγάλος αριθμός των χειρογράφων που το υποστηρίζουν, αλλά η εσωτερική αξία του εδαφίου.
 
Διαχώρισε λοιπόν τα χειρόγραφα, κατά την έκφρασή του, «σε οικογένειες, σε φυλές και σε έθνη», ανάλογα με τα κοινά, χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παρουσίαζαν. 

Έτσι, διαμόρφωσε δύο μεγάλες ομάδες «εθνών» των χειρογράφων: την Ασιατική ομάδα, με καταγωγή το Βυζάντιο (Κων/λη) και την Αφρικανική ομάδα, την οποία υποδιαίρεσε στην Αλεξανδρινή και την Λατινική οικογένεια.
 
Υιοθέτησε κι άλλα κριτήρια που τα αποδέχτηκαν, βασικά, όλοι σχεδόν οι μετέπειτα ερευνητές των κειμένων.  Μεταξύ αυτών, είναι  και το κριτήριο να προτιμάται το δύσκολο εδάφιο από το εύκολο κι αυτό επειδή ο αντιγραφέας των χειρογράφων συνήθιζε, κατά την αντιγραφή, να κάνει το δύσκολο εδάφιο πιο εύκολο, παρά το εύκολο να το κάνει πιο δύσκολο.
 
Φυσικά ο Bengel δεν έκανε την απόπειρα να εγκαταλείψει το T.R.  Αντίθετα,  η τακτική που ακολούθησε ήταν να μην συμπεριλάβει στο κείμενό του καμία αλλαγή που δεν υπήρχε σε κάποια προηγούμενη τυπωμένη έκδοση.  Όσες αλλαγές ήταν, κατά την γνώμη του, γνησιότερες, σε σύγκριση με αυτές του TR, τις σημείωσε στο περιθώριο του κειμένου.
 
Ύστερα από τον Bengel κι άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες εμφανίστηκαν.  Η ιστορία της ανακάλυψης και χρήσης νέων κι αρχαιότερων χειρογράφων στους αιώνες που ακολούθησαν, αποτελεί μια σειρά από πολύμοχθες κι ατέρμονες εργασίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
 
Ο πρώτος επιστήμονας των κειμένων που παραμέρισε τελείως το TR ήταν ο Γερμανός Karl Lachman (1793-1857). 

Το κείμενο της Κ.Δ. που δημοσίευσε στηριζόταν αποκλειστικά στις παραλλαγές των χειρογράφων και την εφαρμογή των κανόνων της κριτικής των κειμένων.
 
Ο σκοπός του Lachman δεν ήταν να αποκαταστήσει το πρωτότυπο κείμενο, αλλά μάλλον να παρουσιάσει με αποδεικτικά στοιχεία το Ελληνικό κείμενο που κυ-κλοφορούσε στον  χριστιανικό κόσμο της Ανατολής προς το τέλος του 4ου αιώνα (380 περίπου μ.Χ.).
 
Η εργασία που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Κριτικής της Κ.Δ. είναι αυτή του Γερμανού Constantin von Tischendorf (1815-1874), στον οποίο η κριτική των κειμένων χρωστάει, πραγματικά, πολλά.  Από τις 13 βελτιωμένες εκδόσεις που κυκλοφόρησε, η πιο αξιόλογη είναι η 8η έκδοση, η οποία βγήκε στη δημοσιότητα αμέσως μετά την ανακάλυψη του Σιναϊτικού κώδικα.
 
Ο Tischendorf δεν ήταν ο μόνος που αφιέρωσε τη ζωή του στο επίπονο έργο για την αποκατάσταση του πρωτότυπου κειμένου της Κ.Δ. Είναι κι άλλοι που κοπία-σαν, αφιερώνοντας τους καρπούς της εργασίας τους στο Θεό, με τέλεια πίστη ότι Αυτός θα τους χρησιμοποιήσει για την οικοδομή της εκκλησίας. Σύγχρονος του Tischendorf ήταν ο Άγγλος S.P. Tregelles, του οποίου η έκδοση γύρω στο 1857 ήταν αποτέλεσμα επισταμένης μελέτης των αρχαίων μεταφράσεων, ακριβώς επειδή είχε στηριχτεί στα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα.  Πολύ σπουδαία εργασία επίσης οι Άγγλοι B. F. Westcott  &  F.J. Hort  που δημοσιεύθηκε το 1881.
 
Αργότερα ο Eberhard Nestle κυκλοφόρησε στη Στουτγάρδη της Γερμανίας το δικό του κριτικό κείμενο.
 
Οι Ενωμένες Βιβλικές Εταιρίες στήριξαν το δικό τους κείμενο σ’ όλες τις εκδόσεις, τις οποίες επεξεργάστηκαν και γι’ αυτό σήμερα το κείμενό τους  θεωρείται το καλύτερο (UBS).
 
Είναι ανάγκη να τονισθεί ότι η διαίρεση του τυπωμένου κειμένου της Κ.Δ. σε κεφάλαια και εδάφια αποτελεί νεότερη προσθήκη και δεν υπήρχε αρχικά. Η πρώτη διαίρεση του κειμένου σε κεφάλαια αποδίδεται, από κάποιους, στον Καρδινάλιο Hugo De St. Caro κι απ’ άλλους στον Stephen Langton, αρχιεπίσκοπο του Canterbury.
 
Η διαίρεση των κεφαλαίων σε εδάφια έγινε για πρώτη φορά στην έκδοση της Κ.Δ. του Robert Stephanus το 1551. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιού του, Ερρίκου, επινόησε αυτή τη διαίρεση, ενώ ταξίδευε με άλογο απ’ το  Παρίσι στη Λυών.

ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
 

Τα επτά «χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας» που ανακαλύφθηκαν το 1947 έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη Βιβλική έρευνα σ’ όλο τον κόσμο, από ιστορική και θεολογική άποψη.
 
Η ανεύρεση χειρογράφων μέσα σε πήλινα πιθάρια δεν αποτελεί κάτι ασυνήθιστο για την περιοχή της Παλαιστίνης. 

Ήταν συνήθεια  απ’ τα  αρχαία χρόνια να φυλάσσονται χειρόγραφα μέσα σε πιθάρια για προστασία από το υγρό κλίμα της περιοχής, όπως άλλωστε φαίνεται στη Βίβλο, το Ταλμούδ και τα Απόκρυφα.
 
Διαβάζουμε π.χ. στην Παλαιά Διαθήκη: «Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ (προς τον Ιερεμία). Λάβε τα συμφωνητικά αυτά... και θες αυτά εις αγγείον πήλινον δια να διαμένωσιν ημέρας πολλάς» (Ιερ.λβ:13).
 
Η περιοχή γύρω απ’ τη Νεκρά Θάλασσα, όπου βρέθηκαν τα χειρόγραφα είναι το  ευνοϊκότερο μέρος της Παλαιστίνης λόγω του ξηρού κλίματός του. Γι’ αυτό, τα χειρόγραφα διατηρήθηκαν για εκατοντάδες χρόνια στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.
 
Η ιστορία αυτής της ανακάλυψης είναι μια απ’ τις πιο συναρπαστικές της εποχής μας.
 
Τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1947, ένα τσοπανόπουλο Βεδουίνος, με το όνομα Μωάμεθ, ψάχνοντας να βρει τη χαμένη γίδα του, πέταξε μια πέτρα στο άνοιγμα ενός γκρεμού, στη δυτική πλευρά της Νεκράς Θάλασσας. Λίγο μετά, ξαφνιασμένος, άκουσε κάποιον ήχο σαν από σπάσιμο πήλινου αγγείου. Η περιέργεια  τον οδήγησε μέσα στη σπηλιά, όπου η ματιά του έπεσε σε κάτι καταπληκτικό.  Στο έδαφος της σπηλιάς είδε μεγάλα πιθάρια που περιείχαν κυλίνδρους από δέρμα. Είχαν διατηρηθεί εκεί σε πολύ καλή κατάσταση για 1900 χρόνια περίπου, γεγονός που οφείλεται στην αεροστεγή σφράγιση των πιθαριών.
 
Το κείμενο των δύο από τα επτά χειρόγραφα χρονολογείται 1000 τουλάχιστον χρόνια πριν, απ’ το μέχρι τότε γνωστό αρχαιότερο Εβραϊκό κείμενο.  Συγκεκριμένα, το αρχαιότερο κείμενο που είχαμε στη διάθεσή μας, το «Μαζοριτικό κείμενο», είναι ο γνωστός Κώδικας Ben Asher των Προφητών. Βρίσκεται σε μια συναγωγή του Καΐρου και χρονολογείται γύρω στο 895 μ.Χ.
 
Ακόμα αρχαιότερο είναι το κείμενο ολόκληρης της Βίβλου που φυλάσσεται σε μια συναγωγή του Allepo και χρονολογείται γύρω στο 929 μ.Χ. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι αυτά τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας πρόσφεραν στο Δυτικό κόσμο μια ζωντανή κι αρκετά διαφωτιστική εικόνα της ηθικής και πνευματικής ζωής της Παλαιστίνης κατά την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε εκεί ο Χριστιανισμός.
 
Το εντυπωσιακό σ’  αυτή την ανακάλυψη είναι η ακριβής μεταβίβαση του κειμένου το οποίο χρονολογήθηκε απ‘ τους παλαιογράφους γύρω στο 125 π.Χ. Σε ποσοστό 95% αυτό το κείμενο ταυτίζεται με το σημερινό, ενώ το υπόλοιπο 5% είναι επουσιώδεις παραλλαγές που οφείλονται κυρίως σε λάθη γραφής κι ορθογραφικές αβλεψίες.
 
Ο αρχαιολόγος Millard Burrows δηλώνει για τα κείμενα της Νεκράς Θάλασσας:

«Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι σε μία περίοδο 1000 ετών (125π.Χ.-895μ.Χ.) τα κείμενα έχουν υποστεί τόσο μηδαμινές αλλοιώσεις*».
 
Έχουμε, λοιπόν, εδώ μια δυνατή μαρτυρία για την αξιοπιστία των αντιγράφων που έχουμε στα χέρια μας, τα οποία για 1000 χρόνια μεταβίβαζαν τα κείμενα αυτά με αξιοθαύμαστη πιστότητα (Ralph Earle: «How We Got our Bible»).

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
 

Με τα προηγμένα τεχνικά μέσα που έχει στη διάθεσή της η τεχνολογία της εποχής μας, έγινε δυνατή  η ανάγνωση αρχαίων παλίμψηστων χειρογράφων που ήταν αδύνατο να διαβαστούν μέχρι σήμερα.
 
Παλίμψηστο (πάλι+ψάω) είναι το χειρόγραφο του οποίου το κείμενο έχει σβηστεί, για να γραφτεί πάλι, στην ίδια περγαμηνή, κάποιο άλλο κείμενο.
 
Τελευταία, ένας μελετητής  των κειμένων της Βίβλου, ο James Charlesworth, απ’ το Πανεπιστήμιο του Princeton, προσπάθησε να ξαναφέρει στην επιφάνεια ένα κείμενο που είχε σβηστεί από κάποιο αντιγραφέα τον 8ο αιώνα, ο οποίος θέλησε να γράψει στην ίδια περγαμηνή τις βιογραφίες κάποιων αγίων.  Με τη βοήθεια δύο διαστημικών επιστημόνων και του κομπιούτερ, το σχέδιο του Charlesworth πέτυχε.
 
Το σβησμένο κείμενο που έφερε στην επιφάνεια περιείχε το αρχαιότερο γνωστό αντίγραφο της αρχαιότερης μετάφρασης των ευαγγελίων (Συριακής).  Θεωρείται, γι’ αυτό, ένα σπουδαίο εύρημα που μας κατατοπίζει σχετικά με τη μετάδοση του κειμένου των ευαγγελίων, την πρώτη εκείνη περίοδο των μεταφράσεων.
 
Οι ειδικοί των κειμένων πιστεύουν ότι το κείμενο απ’ όπου έγινε αυτή η μετάφραση (Σιναϊτικό-Συριακή) χρονολογείται  στο 100 μ.Χ.
 
Η Αραμαϊκή είναι μια διάλεκτος της Συριακής γλώσσας, η οποία, όπως είναι γνωστό, ήταν η μητρική γλώσσα του Ιησού.
 
Η επιθυμία του Charlosworth να διαβάσει τη διδασκαλία του Ιησού με τις  λέξεις και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλούσε, άναψε στην καρδιά του έναν ασυγκράτητο ζήλο. Για να επιτύχει στο σχέδιό του, χρειάστηκε να ταξιδέψει 7000 μίλια μακριά, από την Καλιφόρνια, στο μοναστήρι του όρους Σινά, όπου βρίσκονταν τα παλίμψηστα χειρόγραφα.
 
Οποιαδήποτε κι αν είναι, τελικά,  η αξία εκείνου του παλίμψηστου χειρόγραφου, ποιοτικά ή από θεολογική άποψη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τεχνική αξία του πειράματος είναι πολύ μεγάλη.  Ακριβώς επειδή όλα τα αρχαία χειρόγραφα κι οι επιγραφές βρίσκονται διασκορπισμένα σε μουσεία και βιβλιοθήκες σ’ όλο τον κόσμο, ήταν αδύνατο, μέχρι σήμερα, να διαβαστούν. Τώρα, όμως, με τη νέα αυτή μέθοδο, όπου συνεργάζεται η τεχνολογία με την φωτογράφηση, η ανάγνωση όλου αυτού του υλικού θα γίνει δυνατή.