Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Αντιμετωπίζοντας τα "απρόβλεπτα"

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος διαπιστώνει πως τα πάντα στη ζωή του είναι τελικά «εκτός» ελέγχου. Δεν ξέρουμε αν θα ζήσουμε αύριο, τι θα γίνει με τη δουλειά μας, τι θα συμβεί με την υγεία μας, αν τα παιδιά μας θα ευτυχήσουν ή όχι.

Οι άνθρωποι γύρω μας δεν είναι πάντα αυτοί που θα θέλαμε. Συναντάμε την καλοσύνη, αλλά και την κακία, μέσα στο σπίτι κι έξω από αυτό, στη γειτονιά, στη δουλειά, ανάμεσα στους συγγενείς.  

Τα γεγονότα διαψεύδουν τις προσδοκίες μας. Άλλα περιμένουμε κι άλλα γίνονται. Οι αποφάσεις μας, οι επιλογές μας, συχνά αποδεικνύονται λάθος. Τα αποτελέσμα-τα δεν είναι αυτά που θέλαμε. Ζούμε με το απρόβλεπτο καθημερινά, το οποίο συνήθως είναι οδυνηρό.

Χαίρομαι όμως, γιατί ο λόγος του Θεού είναι «ρεαλιστικός». Η Αγία Γραφή είναι προσγειωμένη. Περιγράφει την πραγματικότητα.

Θα δούμε τη ζωή μιας οικογένειας που ήταν αξιοζήλευτη, αλλά η ζωή της σε πολύ λίγο χρόνο διαλύθηκε. Είναι η οικογένεια του Ιώβ. Δεν ξέρουμε πολλά για αυτούς, πριν τον ερχομό της καταστροφής, μπορούμε όμως να καταλάβουμε που ήταν και που έφτασαν.

«Άνθρωπος τις ήτο εν τη γη της Αυσίτιδος ονομαζόμενος Ιώβ και ο άνθρωπος ούτος ήτο άμεμπτος και ευθύς και φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού» (Ιώβ α:1).

Λίγοι άνθρωποι στην Αγία Γραφή περιγράφονται με τόσο θετικό τρόπο.  Πιστός άνθρωπος, καλός πατέρας. Ευθύς, να φοβάται το Θεό, να μην πράττει το κακό. Και ο Θεός τον ευλόγησε. Είχε μεγάλη οικογένεια. Αυτός, η γυναίκα του και δέκα παιδιά, όλα μεγάλα.

«Και εγεννήθησαν εις αυτόν επτά υιοί και τρεις θυγατέρες.Και ήσαν τα κτήνη αυτού επτακισχίλια πρόβατα και τρισχίλιαι κάμηλοι και πεντακόσια ζεύγη βοών και πεντακόσιαι όνοι και πλήθος πολύ υπηρετών και ήτο ο άνθρωπος εκείνος ο μεγαλήτερος πάντων των κατοίκων της Ανατολής» (Ιώβ α:2-3).

Εκτός από ευσεβής και με μεγάλη οικογένεια ήταν και πλούσιος. Είχε ζώα πολλά και πολλούς υπηρέτες. Οικονομικά ήταν αποκαταστημένος κι αυτός και τα παιδιά του. Δεύτερος λόγος που η οικογένεια αυτή ήταν αξιοζήλευτη.

Εκτός από αυτά, φαίνεται πως περνούσαν καλά και οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν καλές. (Ιώβ α:4). Τα παιδιά μεγάλα καθώς ήταν είχαν καλές σχέσεις. Ήταν οικογέ-νεια με καλούς δεσμούς. Οι γονείς φαίνεται πως σ’ αυτό το θέμα είχαν δουλέψει καλά. Όταν τα παιδιά έχουν μεγαλώσει κι ενηλικιωθεί και συνεχίζουν να μένουν ενωμένα, αυτό φανερώνει πως οι γονείς τα ανέθρεψαν σωστά.

Εκτός από αυτά, έχουμε και κάτι ακόμη. Ο πατέρας αυτός προσευχόταν για τα παιδιά του. Και το έκανε με συνέπεια. (Ιώβ α:5).

Σίγουρα δεν ήταν τέλειος σαν άνθρωπος, όμως ήταν συνεπής. Ήταν κοντά στο Θεό και παρόλο που τα παιδιά του είχαν φύγει από το σπίτι του, γιατί ήταν μεγάλα πια, συνέχιζε να προσεύχεται γι’ αυτά στο Θεό, σε περίπτωση που έχουν ξεστρατίσει με τη συμπεριφορά τους.

Αξιοζήλευτη ζωή. Και ξαφνικά αλλάζει! Αυτός ο ειρηνικός τρόπος ζωής, όπου όλα είναι τακτοποιημένα, όλα στη θέση τους, που τον βλέπεις από μακριά και λες, «να ήμουν κι εγώ έτσι…», απροσδόκητα διακόπτεται. Σαν ένας κεραυνός εν αιθρία ακούγονται τα λόγια «Και κάποια ημέρα…».

Σκεφτείτε για λίγο τον Ιώβ την ημέρα εκείνη. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Μια μέρα που ο ήλιος ανέτειλε και οι δουλειές θα συνεχίζονταν κανονικά. Χωρίς προειδοποίηση. Δεν είχε κάποιο προμήνυμα. Δεν είχε κάποια όραση, κάποια φωνή να του πει κάτι. Εκείνη η μέρα θα ήταν τραγικά διαφορετική. Ο Ιώβ δεν θα ήταν πια ο ίδιος.

Πολλές φορές κάποιος νοιώθει ασφαλής, και ξαφνικά ο κόσμος του γκρεμίζεται σαν τραπουλόχαρτο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Αυτό συνέβη και στον Ιώβ. Σηκώθηκε εκείνο το πρωί νομίζοντας πως εκείνη η μέρα θα είναι σαν όλες τις άλλες. Ντύθηκε, έφαγε, κοίταξε από το παράθυρό του.

Μάλιστα για τα παιδιά του, ήταν μέρα γιορτινή. Ήταν στου πρωτότοκου το σπίτι και περνούσαν καλά. Πριν βραδιάσει όμως, ο Ιώβ τα είχε χάσει όλα. Τέσσερις απρόσμενοι αγγελιοφόροι έφεραν, ο ένας μετά τον άλλον τα νέα της τραγωδίας, χωρίς σχεδόν να μεσολαβήσει χρόνος ανάμεσά τους. Για τον Ιώβ αυτό σήμαινε την απώλεια όλων όσων αγαπούσε. (Ιώβ α:13-19).

Ας έχουμε επίσης στο νου μας, πως εμείς ξέρουμε για την ιστορία αυτή πράγματα που ο Ιώβ δεν ήξερε. Γνωρίζουμε τη συζήτηση ανάμεσα στο Θεό και το σατανά. Ο Ιώβ δεν το ήξερε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι τον βρήκε.

Πριν από μερικά χρόνια, οι κάτοικοι στη Σρι Λάνκα και τα μέρη εκείνα ξύπνησαν, χωρίς να ξέρουν πως το βράδυ της ίδιας μέρας το τσουνάμι θα τους γκρέμιζε τα σπίτια, και θα τους έπαιρνε αγαπητά τους πρόσωπα.

Πόσοι άνθρωποι δεν γυρνούν σπίτι τους, για να μάθουν για κάποιο δυστύχημα, κάποιο τρακάρισμα, μια ξαφνική αρρώστια. Σε κάποιον συμβαίνει κάτι κάθε μέρα.  Μόνο που κάποια μέρα, αυτό έρχεται στο δικό μου σπίτι, στη δική μου οικογένεια, στη δική μου δουλειά, στα δικά μου παιδιά. Είναι ξαφνικό, αναπάντεχο, χειρότερο από ότι νόμιζες και αναπόφευκτο.

Τι έκανε ο Ιώβ όταν τα έμαθε όλα αυτά; Συνήθως μιλούμε για την υπομονή του Ιώβ κι αυτό είναι αλήθεια. Αλήθεια επίσης είναι πως ο Ιώβ πρώτα πένθησε, έκλαψε. Πρέπει να σταθούμε λίγο σε αυτό. (Ιώβ α:20).

Όπως κάθε πατέρας που χάνει τα παιδιά του, είναι συντριμμένος. Αυτό που του συμβαίνει είναι παραπάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Για αυτό και θρηνεί.

Συχνά συναντάμε την άποψη πως ο γνήσιος χριστιανός δεν κλαίει. Ακόμη κι όταν χάνεις το σύντροφό σου, είσαι δυνατός εν Κυρίω. Με όλη την καρδιά μου, διαφωνώ!

Σίγουρα δεν λυπόμαστε όπως οι άνθρωποι που δεν έχουν ελπίδα, λυπόμαστε όμως. Κλαίμε, θρηνούμε. Ο χριστιανός συνεχίζει και είναι άνθρωπος. Όταν κάτι τραγικό συμβεί κλαίει. Μάλιστα κλαίει και με αυτούς που κλαίνε. Δεν πάει να τους απαγορέψει να κλάψουν. Κλαίει μαζί τους. Γιατί έτσι τον προστάζει ο λόγος του Θεού. Ο Χριστός έκλαψε για το φίλο του το Λάζαρο, ενώ ήξερε πως θα τον ανα-στήσει σε λίγο.

Στη ζωή αυτή, λέει ο Εκκλησιαστής, υπάρχει Καιρός που κλαίει κανείς και που γελάει, που θρηνεί και που χορεύει (Εκκλ.γ:4).

Το εδάφιο 20 όμως, γράφει πως εκτός από τον θρήνο, ο Ιώβ «προσκύνησε». Η στάση του δεν ήταν μια οργισμένη λύπη. Δεν ήταν κυνισμός, δεν άρχισε να καταφέρεται εναντίον του Θεού. Δεν αναρωτήθηκε που είναι ο Θεός του. Ευλόγησε το Όνομα του Θεού, την ώρα που θρηνούσε για την οικογένειά του.

Αυτή η στάση μας προστατεύει από το να φτάσουμε στα άκρα. Ο πιστός χριστιανός παραμένει και γίνεται μάλιστα πιο ανθρώπινος. Για να γιατρευτούμε, πρέπει να κλάψουμε πρώτα. Και μάλιστα πρέπει να κλάψουμε στην παρουσία του Θεού που μας αγαπάει και μας φροντίζει τέλεια.

Καθώς λοιπόν, ο Ιώβ θρηνεί και προσκυνά το Θεό ταυτόχρονα ζητώντας δύναμη, είπε αυτά τα πραγματικά αθάνατα λόγια: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου και γυμνός θέλω επιστρέψει εκεί ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον. Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ και δεν έδωκεν αφροσύνην εις τον Θεόν» (Ιώβ α:21-22).

Στη θλίψη του μέσα, δεν αμάρτησε. Ένοιωσε τα κύματα να τον χτυπάνε και στράφηκε στο Θεό για να τον περάσει μέσα από αυτά.

Θα νόμιζε κάποιος πως ο άνθρωπος αυτός αρκετά πέρασε. Η αγωνία όμως, συνεχίστηκε. Ήρθε μια ακόμη καταστροφή:

«Τότε εξήλθεν ο Σατανάς απ' έμπροσθεν του Κυρίου και επάταξε τον Ιώβ με έλκος κακόν από του ίχνους των ποδών αυτού έως της κορυφής αυτού» (Ιώβ β:7).

Σαν να μη φτάνει που έχασε την οικογένειά του και την περιουσία του, τώρα χάνει και την υγεία του. Γέμισε πληγές. Και η κατάστασή του ήταν τόσο οδυνηρή που διαβάζουμε, «Και έλαβεν εις εαυτόν όστρακον, διά να ξύηται με αυτό και εκάθητο εν μέσω της σποδού» (Ιώβ β:8).

Ιλαρά να περάσει κάποιος, και να θέλει να ξύνεται συνέχεια, φτάνει για να καταλάβει έστω λίγο το πώς μπορεί να ένοιωθε ο Ιώβ.

Στο σημείο αυτό στη διήγηση παρεμβάλλεται η γυναίκα του: «Τότε είπε προς αυτόν η γυνή αυτού, Έτι κρατείς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε» (Ιώβ β:9).

Ας μην σηκώνουμε το δάχτυλο με κατάκριση στη γυναίκα αυτή. Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας πως κι αυτή έχασε τα παιδιά της. Αυτή τα γέννησε, αυτή τα μεγάλωσε. Και τα έχασε όλα.

Φανταστείτε να γυρνάει από τους τάφους των παιδιών της και να βλέπει τον άντρα της σ’ αυτό χάλι. Πώς να συνεχίσεις; Ίσως σκεφτόταν. Καλύτερα ο θάνατος. Η α-πάντηση του Ιώβ ήταν πολύ ευγενική:

«Ο δε είπε προς αυτήν, Ελάλησας ως λαλεί μία εκ των αφρόνων γυναικών τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή; Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ με τα χείλη αυτού» (Ιώβ β:10).

Δεν της είπε είσαι ανόητη. Ξέρει ότι πονάει. Είπε, μίλησες «σαν ανόητη».

Το ευαγγέλιο της ευημερίας συνεχίζει να προελαύνει και στις μέρες μας. Διδάσκει ένα Θεό που επιτρέπει μόνο επιτυχία όταν είσαι πιστός. Ένα Θεό που αν τον ακολουθείς θα έχεις πάντα υγεία, οι λογαριασμοί στην τράπεζα θα φουσκώνουν, η ζωή θα είναι άνετη. Λίγες διδασκαλίες είναι τόσο μακριά από την αλήθεια όσο αυτή.

Όταν χτυπήσει την οικογένεια τέτοια τραγωδία ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα είναι ο πιο δυνατός να βοηθήσει τον αδύναμο. Η γυναίκα του Ιώβ έβλεπε τα συμβάντα. Ο Ιώβ έβλεπε μια μεγαλύτερη εικόνα. Και αυτό τον βοηθούσε.

Τον Ιώβ στο τέλος ο Θεός τον ευλόγησε. Απέκτησε πιο πολλά από πριν, και άλλα 10 παιδιά. Και μάλιστα οι κόρες ήταν οι πιο ωραίες γυναίκες. Πρόλαβε να δει δισέγγονα. Πέθανε πλήρης ημερών σε βαθειά γεράματα.

Υπάρχουν τρεις αλήθειες που αφορούν τη ζωή μας. Πρώτο, δεν μας αρέσουν οι εκπλήξεις. Δε θέλουμε αλλαγές, δεν τις προτιμούμε. Και κυρίως τις δυσάρεστες. Καταλαβαίνουμε βέβαια πως αυτό θα έκανε τη ζωή μας εξαιρετικά βαρετή. Να μας έλεγε ο Θεός την πρώτη Ιανουαρίου, τι θα συμβεί σε καθεμιά από τις επόμενες μέρες. Είναι πιστεύω, χάρις Θεού το ότι δεν ξέρουμε τι θα συμβεί. Θα θέλαμε τουλάχιστον ελεγχόμενες εκπλήξεις.

Δεύτερο, προτιμούμε να μην έχουμε εμπόδια. Η αλήθεια όμως είναι πως η ζωή θα συνεχίσει να φέρνει εμπόδια. Οι περιστάσεις θα είναι ανάποδες. Οι αρρώστιες θα έρθουν. Ο θάνατος θα χτυπήσει την πόρτα μας. Συνδιαλλασσόμαστε με το Θεό. Προσπαθούμε να κερδίσουμε πράγματα. Του υποσχόμαστε πως θα τον υπακούμε, φτάνει να πάρει τα εμπόδια. Τα εμπόδια όμως, μένουν.

Τρίτο, προτιμούμε να βλέπουμε τον πόνο εξ’ αποστάσεως. Ούτε τότε μας είναι ευχάριστος, αλλά είναι προτιμότερο να παρηγορούμε εμείς άλλους, παρά άλλοι να παρηγορούν εμάς. Αν πρόκειται να έρθει ο πόνος, ας πάει στο γείτονα παρά σε εμάς.

Ο Θεός όμως, έχει τα δικά του σχέδια για τον καθένα από εμάς.

Ποια ήταν λοιπόν, η εικόνα που είχε ο Ιώβ; Τι φανερώνουν τα λόγια του, για την πίστη του, και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τη δυστυχία του; Τι διαβάσαμε;

«Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου και γυμνός θέλω επιστρέψει εκεί ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον. Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ και δεν έδωκεν αφροσύνην εις τον Θεόν»
«Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ με τα χείλη αυτού»  (Ιώβ α:21-22 & β:10).

Τα λόγια του Ιώβ φανερώνουν πως γνωρίζει ότι ο Θεός είναι κυρίαρχος πάνω στο κακό. Το ίδιο λέει και ο Ιωσήφ. Είπε στα αδέλφια του όταν τους αποκάλυψε ποιος ήταν: «Εγώ είμαι Ιωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίον επωλήσατε εις την Αίγυπτον. Τώρα λοιπόν μη λυπείσθε μηδ' ας φανή εις εσάς σκληρόν ότι με επωλήσατε εδώ επειδή εις διατήρησιν ζωής με απέστειλεν ο Θεός έμπροσθέν σας…. Και ο Θεός με απέστειλεν έμπροσθέν σας διά να διατηρήσω εις εσάς διαδοχήν επί της γης και να διαφυλάξω την ζωήν σας μετά μεγάλης λυτρώσεως. Τώρα λοιπόν δεν με απεστείλατε εδώ σεις, αλλ' ο Θεός και με έκαμε πατέρα εις τον Φαραώ και κύριον παντός του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της γης Αιγύπτου» (Γέν.με:4β-5 & 7-8).

Ο Ιωσήφ είχε την ικανότητα να συγχωρήσει, γιατί μπορούσε να δει πως όλα αυτά, δεν τα επέτρεψε απλά ο Θεός, αυτό ήταν το σχέδιό Του. Πήρε τη ζωή του από τα χέρια ενός γεμάτου αγάπη Παντοκράτορα Θεού. Τα χρόνια της φυλακής, τα ψέματα της γυναίκας του Πετεφρή, το γεγονός πως τον πούλησαν τα αδέλφια του ήταν όλα από το Θεό.

Μετά έχουμε τη Ναομί στο βιβλίο της Ρουθ. Αφού πέθανε ο άντρας της, πέθαναν και οι γιοι της, άλλη τραγωδία κι αυτή, επέστρεψε πίσω με τη μία της νύφη, την Ρουθ. Και όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ όλη η πόλη συγκινήθηκε που τις είδε. Μάλιστα οι γυναίκες έλεγαν: αυτή είναι η Ναομί; (Ρουθ α:20-21).

Η Ναομί ήταν πιστή στο Θεό και συνέχισε να είναι. Δεν είχε καμιά αμφιβολία όμως για το ότι ο Θεός έφερε στη ζωή της όλη αυτή τη δοκιμασία.

Και όταν αργότερα η Ρουθ παντρεύτηκε και απέκτησε γιο, ο λόγος του Θεού πάλι στο Θεό το αποδίδει: (Ρουθ δ:14-15). 
Ο προφήτης Αμώς είπε καθώς μιλούσε για την κρίση του Θεού στο λαό Του: «δύναται να γείνη συμφορά εν πόλει και ο Κύριος να μη έκαμεν αυτήν;» (Αμώς γ:6β).

Μιλάμε για τον πόνο που έρχεται στη ζωή μας ούτως ή άλλως. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο πόνος υπήρξε επειδή θέλαμε να κάνουμε το θέλημα του Θεού.

«Και ότε ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν, την οποίαν είχον» (Αποκ.ς:9).

Οι άγιοι της θλίψης βρίσκονται κάτω από το θυσιαστήριο και λένε κάτι στο Θεό. Ξέρετε τι λένε; «Έως πότε, ω Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών από των κατοικούντων επί της γης;» (Αποκ.ς:10).

Εμείς όταν βλέπουμε δεινά να έρχονται λέμε «Κύριε, γιατί;» Αυτοί που έχουν πάει στη δόξα, και βλέπουν τη δόξα και την αγιότητα του Θεού και βλέπουν και την αμαρτία, την απιστία και την επανάσταση ενάντια στο Θεό, ούτε για αθώες ψυχές μιλάνε, ούτε για τίποτα. Ξέρουν πολύ καλά πως η αμαρτία πρέπει να κριθεί και δεν έχουν τις απορίες που έχουμε εμείς. Αυτό που λένε είναι, «Κύριε, τέλειωσε με την κρίση σου. Κάνε την. Γιατί αυτό θα δοξάσει το όνομά Σου.» Και έρχεται και το επόμενο εδάφιο: «Και εδόθησαν εις έκαστον στολαί λευκαί, και ερρέθη προς αυτούς να αναπαυθώσιν έτι ολίγον καιρόν, εωσού συμπληρωθώσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες να φονευθώσιν ως και αυτοί» (Αποκ.ς:11).

Η αλήθεια είναι πως ο Θεός είναι Κυρίαρχος και πάνω στο κακό, ή πιο σωστά αυτό που εμείς ονομάζουμε κακό. Γιατί για να γίνει κάτι, από ένα Θεό που είναι πάνσοφος, και πανάγαθος, απόλυτα σοφός και απόλυτα καλός, δεν είναι τυχαίο. Ας θυμόμαστε πως εμείς δεν τα ξέρουμε όλα.

Αυτός ο κυρίαρχος Θεός έχει την εξουσία και μπορεί μέσα στο θέλημά του, να δώσει και να αφαιρέσει. Να στείλει ή να επιτρέψει ευτυχία και να στείλει ή να επιτρέψει προβλήματα ακόμη και στο πιστό παιδί Του. Αυτή είναι η εικόνα που έχει ο Ιώβ. Κι ότι κι αν κάνει ο Θεός, το όνομα του είναι ευλογημένο. Ο Θεός δεν ενεργεί ποτέ με αφροσύνη.

Η πίστη στην κυριαρχία του Θεού πάνω στο κακό, πάνω στον πόνο και τη θλίψη μας βοηθάει με δύο τρόπους.

Πρώτο, πρέπει να φοβηθούμε το Θεό. Να τον φοβηθούμε γιατί πολύ συχνά δε μπορούμε να καταλάβουμε τις βουλές Του. Δεν κατανοούμε πως εργάζεται (Ρωμ.θ:14).

Ο Θεός δεν αδικεί κανένα, ούτε διαπράττει έγκλημα όταν φέρνει πείνα, λοιμό, σεισμό και καταστροφή. (Ησ.μγ:5-7). 

Για τον άνθρωπο που νομίζει πως τα ξέρει όλα, αυτές οι αλήθειες της Αγίας Γραφής είναι απαράδεκτες. Για τον άνθρωπο που γνωρίζει το Θεό κι ας πονάει, είναι παρηγορητικές.

Ο Θεός πάντα θα είναι ένοχος στα μάτια εκείνων που νομίζουν ότι μπορούν να σταθούν μπροστά Του επειδή νομίζουν πως είναι αθώοι. Ο άνθρωπος που ξέρει ποιος είναι, στέκεται μπροστά στον Άγιο Θεό με θαυμασμό, πόνο ναι, αλλά και δέος, λατρεία, σεβασμό, φόβο.

Δεύτερο, η πίστη στην κυριαρχία του Θεού στο κακό μας οδηγεί να Τον εμπιστευθούμε για ν’ αναπαυθούν οι ψυχές μας. Οι ψυχές μας μπορούν να ξεκουραστούν μόνο όταν αναγνωρίζουμε πως όλα προέρχονται από το Θεό μας. Δεν είμαστε στα χέρια του Σατανά, ούτε στα χέρια κανενός ανθρώπου, όσο έξυπνος ή μορφωμένος ή ισχυρός είναι. Είμαστε στα χέρια του Θεού. Και από εκεί δεν μας παίρνει κανένας.

Μπορεί να βρεθώ σαν τον Ιώβ, χωρίς υγεία, χωρίς δουλειά, μόνος. Ή μπορεί να βρεθώ σε ένα καμίνι που να καίει. Μπορεί το παιδί μου να είναι άρρωστο. Μπορεί να μην πέρασα στη σχολή που ήθελα. Μπορεί οι άνθρωποι να με απογοήτευσαν. Όλα τα ξέρει ο Θεός μου! Και αυτός ο Θεός με αγαπάει τόσο πολύ, που έστειλε το Χριστό να πεθάνει στη θέση μου.

Επειδή με αγαπάει και είναι τόσο σοφός δεν κάνει λάθη. Χτίζει μέσα μου το Χριστό. Και ναι, δεν τον καταλαβαίνω πολλές φορές, δεν αμφιβάλλω όμως για τη σοφία Του, για τις κρίσεις Του, για τη δικαιοσύνη Του. Όταν δεν ξέρω γιατί γίνεται κάτι, Εκείνος ξέρει. Η αρρώστια μου δεν είναι τυχαία. Δεν είναι επειδή δεν την πρόλαβε ο Θεός, ή δεν την κατάλαβε. Όλα είναι από Εκείνον. Ακόμη και μέσα στη δοκιμασία μου ο Θεός εργάζεται μέσα μου για τη δόξα Του. 

Υπάρχουν τέσσερις φάσεις στη διαδικασία της γιατρειάς από μια τέτοια καταιγίδα.

Πρώτα θα περάσουμε όλοι από την ανθρώπινη αγωνία. Από τον πόνο που σου σκίζει την καρδιά. Δεν θα το αποφύγουμε.

Δεύτερο, όλοι πρέπει να αποδεχτούμε την καινούργια πραγματικότητα, όσο δυσάρεστη κι αν είναι.

Μετά έρχονται τα δύσκολα ερωτήματα, π.χ., «που είναι ο Θεός»;

Και τέλος το ζητούμενο είναι η εμπιστοσύνη, η οποία μας προστατεύει να αμαρτήσουμε μέσα στη θλίψη μας:

«Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ με τα χείλη αυτού»  (Ιώβ β:10).

«Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Διότι τις εγνώρισε τον νούν του Κυρίου; ή τις έγεινε σύμβουλος αυτού; ή τις έδωκε τι πρώτος εις αυτόν, διά να γείνη εις αυτόν ανταπόδοσις; Επειδή εξ αυτού και δι' αυτού και εις αυτόν είναι τα πάντα. Αυτώ, η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν»  (Ρωμ.ια:33-36).