Ρωμ.ιβ:2 και μη
συμμορφόνεσθε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφόνεσθε διά της ανακαινίσεως του
νοός σας, ώστε να δοκιμάζητε τι είναι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και
ευάρεστον και τέλειον.
Το εδάφιο μετακινείται από ένα παθητικό ορισμό
του αγιασμού σ’ ένα ενεργητικό. Το εδ.1 επικεντρώνεται στην παραχώρηση του
εαυτού μας στο Θεό. Το εδ.2 μιλάει για δάση – μεταμόρφωση ζωής – που αυτό
συνεπάγεται. Το εδάφιο προχωρά με έναν ορισμό της άγιας, αφιερωμένης ζωής.
Πρώτα, υπάρχει μια αρνητική πτυχή: δεν πρέπει να
συμμορφωνόμαστε με αυτό τον κόσμο. «Συμμορφώνομαι» σημαίνει «δίνω όμοια μορφή,
διαμορφώνομαι όμοια». Η λέξη «αιών» σημαίνει «χρονικό διάστημα, εποχή, γενιά» ή
τις συνήθειες της κοσμικής κοινωνίας. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο τις εγκόσμιες
δραστηριότητες και ενδυμασία, αλλά και το παγκόσμιο σύστημα αξιών, τα πρότυπα
επιτυχίας, τους τρόπους λειτουργίας, και τον τρόπο ζωής. Κοσμικότητα είναι η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των
οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου (Α’ Ιωάν.β:16).
Μιλώντας τώρα θετικά, πρέπει να μεταμορφονόμεθα διά της ανακαινίσεως του
νοός μας. «Μεταμορφόω» σημαίνει «μεταβάλλω τη μορφή». Είναι η ίδια λέξη που
χρησιμοποιείται για τη μεταμόρφωση του Χριστού (Μάρκ.θ:2). Την βλέπουμε επίσης
στην Β’ Κορ.γ:18, όπου ο Παύλος είχε στο μυαλό του την ίδια πνευματική
διεργασία: «Ημείς δε πάντες βλέποντες ως
εν κατόπτρω την δόξαν του Κυρίου με ανακεκαλυμμένον πρόσωπον, μεταμορφούμεθα
εις την αυτήν εικόνα από δόξης εις δόξαν, καθώς από του Πνεύματος του Κυρίου».
Αυτό το απόσπασμα δεν έχει κατά νου μόνο την εμπειρία της αναγέννησης (που οι
πρώτοι αναγνώστες ήδη είχαν), ούτε αναφέρεται σε κάποιο στιγμιαίο αγιασμό.
Μάλλον περιγράφει τη διαδικασία αύξησης στη χάρη, τον σταδιακό αγιασμό, που ο
πιστός γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο όμοιος με το Χριστό - με κάθε τρόπο.
Αυτή η μεταμόρφωση πραγματοποιείται με την
ανανέωση ή αναδιοργάνωση του νου μας. Αυτό σημαίνει να πάρουμε το νου του
Χριστού, μαθαίνοντας πως να σκεφτόμαστε σύμφωνα με τις πνευματικές αρχές ή να
αξιολογούμε τη ζωή σύμφωνα με τα ουράνια πρότυπα. Αυτό έρχεται με τη σπορά του
λόγου του Θεού μέσω της ανάγνωσης, της μελέτης, του στοχασμού, της ακοής, καθώς
και με την επικοινωνία με τον Θεό στην προσευχή και τη λατρεία.
Μεταμορφωμένοι και ανανεωμένοι πνευματικά κατ’
αυτό τον τρόπο, μπορούμε να δοκιμάσουμε, να επιδοκιμάσουμε ή να ανακαλύψουμε το θέλημα του Θεού. Ο καθένας
μας μπορεί να γνωρίσει και να κάνει το θέλημα του Θεού για τη ζωή του, αν
αφιερωθούμε σ’ Αυτόν.
Αν το κάνουμε, θα βρούμε ποιο θέλημά Του είναι
καλό (για μας), ευάρεστο (γι' Αυτόν), και τέλειο (σε κάθε περίπτωση). Αυτά δεν
είναι τρία διαφορετικά πράγματα ή τρία διαφορετικά στάδια, όπως μερικοί
υποθέτουν. Ή είμαστε στο θέλημα του Θεού ή δεν είμαστε. Είναι αλήθεια ότι
ενδέχεται να χάσουμε το θέλημα του Θεού σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και να
διατηρούμε ακόμα τη σωτηρία μας, αλλά είναι επικίνδυνο και λάθος να υποθέσουμε
ότι μπορούμε να αποκηρύξουμε σκόπιμα το θέλημα του Θεού στη ζωή μας και να
εξακολουθούμε να ζούμε σε ένα «αποδεκτό ή επιτρεπτό» περιθωριακό χώρο. Πρέπει
να επιδιώκουμε να κάνουμε το θέλημα του Θεού με κάθε κόστος, και αυτό το εδάφιο
μας λέει ότι θα είναι με τη μία καλό, αποδεκτό, και τέλειο!
Στο σημείο αυτό, η Ρωμ.ιβ αρχίζει να εξετάζει την
προσωπική μας θέση στο σώμα του Χριστού και τη σωστή σχέση μας με τους
αδελφούς.
Ρωμ.ιβ:3 Διότι λέγω
διά της χάριτος της εις εμέ δοθείσης προς πάντα όστις είναι μεταξύ σας, να μη
φρονή υψηλότερα παρ' ό,τι πρέπει να φρονή, αλλά να φρονή ώστε να σωφρονή, κατά
το μέτρον της πίστεως, το οποίον ο Θεός εμοίρασεν εις έκαστον.
Ο Παύλος μίλησε με τη χάρη που του είχε δοθεί,
δηλαδή με το πλεονέκτημα της θείας κλήσης του σαν απόστολος (α:5, ιε:15). Έτσι,
έγινε παράδειγμα του μηνύματός του. Το χρισμένο μήνυμά του προς κάθε πιστό:
πρέπει να είμαστε ταπεινοί, αναγνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι η πηγή όλων όσων
μπορούμε να πετύχουμε. Δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τους εαυτούς μας, αλλά να
έχουμε συγκρατημένη κρίση. Ταπείνωση δεν σημαίνει υποτίμηση του εαυτού μας ή να
σκεφτόμαστε ότι είμαστε χειρότεροι από οποιονδήποτε άλλο. Μάλλον είναι η
συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε καλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο και ότι όλοι έχουμε
ανάγκη τον Θεό.
Πρέπει να κάνουμε αυτή τη
συγκρατημένη εκτίμηση σύμφωνα με την πίστη που μας έδωσε ο Θεός. Δεν υπάρχει
κανένας λόγος να θεωρούμε τους εαυτούς μας υψηλότερα από τους άλλους, όταν
συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός είναι η πηγή της πίστης μας και ότι ο Θεός έχει
δώσει ένα μέτρο πίστης στον καθένα μας. Αν αυτό το εδάφιο εννοεί ότι ο Θεός
δίνει πίστη σε όλους τους ανθρώπους, τότε, αναφέρεται στην ικανότητα να
πιστέψει ο άνθρωπος, σε μια ικανή γι’ αυτό το σκοπό πίστη, σε μια καθολική
έκχυση χάρης (χάρη που προηγείται της σωτηρίας και οδηγεί τους ανθρώπους στη
σωτηρία). Εν προκειμένω, ωστόσο, το εδάφιο προφανώς σημαίνει ότι ο Θεός έδωσε
πίστη σε κάθε μέλος της εκκλησίας. Το είδος της πίστης που μιλάει εδώ δεν είναι
η σώζουσα πίστη, αλλά η πίστη που μας επιτρέπει να ζήσουμε για το Θεό και να
εργαστούμε γι’ Αυτόν. Αυτή η πίστη είναι το προϊόν του Αγίου Πνεύματος που
είναι μέσα μας (Γαλ.ε:22). Επιπλέον, ακόμα κι αν η πίστη μας μπορεί να φαίνεται
μικρή, είναι επαρκής για κάθε ανάγκη (Ματθ.ιζ:20).