Τα λόγια που είπε ο
Ιησούς πάνω στο σταυρό ήταν πολύ σημαντικά κι είχαν βαθύ νόημα. Γι’ αυτό το
λόγο, θα αναφερθούμε σ’ αυτό το μάθημα και θα μελετήσουμε προσεκτικά αυτά τα
τελευταία λόγια του Κυρίου μας, ενώ γευόταν την αγωνία του θανάτου.
Α. “ΠΑΤΕΡ, ΣΥΓΧΩΡΗΣΟΝ
ΑΥΤΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΞΕΥΡΟΥΣΙ ΤΙ ΠΡΑΤΤΟΥΣΙ” (Λουκ.κγ:34).
Τη στιγμή της
μεγαλύτερης αγωνίας Του, ο Ιησούς προσπάθησε να δικαιολογήσει τη στάση των
εχθρών και των βασανιστών Του. Οι καταδικασμένοι σε σταυρικό θάνατο συνήθως
στρίγκλιζαν, καταριόνταν και έφτυναν τους θεατές και τους δημίους. Κανείς
άσχημος λόγος δεν βγήκε απ’ τα χείλη του Ιησού, κανένα παράπονο, καμία προσευχή
για έλεος. Ο Ιησούς λυπόταν τους βασανιστές Του περισσότερο απ’ τον εαυτό
Του. Δεν σκεφτόταν πόσο υπέφερε Αυτός
αλλ’ η καρδιά Του συμπονούσε και θλιβόταν γι’ αυτούς που Τον θανάτωναν. “Δεν εξεύρουσι τι πράττουσι”. Η μεγάλη
Του αγάπη Τον έκανε να συγχωρεί και να προσεύχεται ακόμα και για τους εχθρούς
Του ενώ βρισκόταν κρεμασμένος κι αγωνιούσε.
Β. “ΑΛΗΘΩΣ ΣΟΙ
ΛΕΓΩ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΘΕΛΕΙΣ ΕΙΣΘΑΙ ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩ” (Λουκ.κγ:43).
Αυτά τα λόγια
ειπώθηκαν στο ληστή που είχε μετανοήσει και προσευχήθηκε, “Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”. Ξέρουμε ότι
αυτός ο ληστής μετανόησε, γιατί ομολόγησε την ενοχή του κι αναγνώρισε ότι
τιμωρήθηκε δίκαια. “Ουδέ τον Θεόν δεν
φοβείσαι συ, όστις είσαι εν τη αυτή καταδίκη; και ημείς μεν δικαίως, διότι άξια
των όσα επράξαμεν απολαμβάνομεν, ούτος όμως ουδέν άτοπον έπραξε” (Λουκάς
κγ: 40, 41). Μετά την ομολογία του αυτή, ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού και
ζήτησε να τον θυμηθεί στη βασιλεία Του.
Ενώ γευόταν την
αγωνία του θανάτου, ο Ιησούς ήταν πολύ πρόθυμος να ακούσει μία τέτοια προσευχή.
Η συγχώρηση των αμαρτιών κι η δικαίωση των ένοχων αμαρτωλών ακόμα και πάνω στο
σταυρό ήταν η υπέρτατη πράξη της χάρης του Θεού. Αυτό φανερώνει ότι ακόμα και
τις στιγμές που αντίκριζε τον θάνατο ο Ιησούς δεν είχε ξεχάσει τον σκοπό του
ερχομού Του σ’ αυτό τον κόσμο, “να σώσει τους αμαρτωλούς”. Ήρθε όχι για να υπηρετήσει τον εαυτό Του,
αλλά τους άλλους κι αυτό έκανε ως το τέλος.
Γ. “ΓΥΝΑΙ, ΙΔΟΥ Ο
ΥΙΟΣ ΣΟΥ...ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ” (Ιωαν.ιθ:26, 27).
Καμία φυσική οδύνη
δεν μπορούσε να κάνει τον Ιησού να ξεχάσει τις ανάγκες της αγαπημένης Του
μητέρας. Η αγωνία του θανάτου δεν στάθηκε ικανή να Τον κάνει να ξεχάσει την
υποχρέωσή Του. Ήταν ένας υπάκουος γιος για τη Μαρία. Όπως φαίνεται, ο Ιωσήφ
πρέπει να είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν κι ο Ιησούς, σαν ο μεγαλύτερος γιος,
ήταν υπεύθυνος να φροντίσει τη μητέρα Του. Δεν θέλησε να αναθέσει την ευθύνη
αυτή στα άπιστα “αδέλφια” Του. Ήξερε ποιος θα μπορούσε να τη φροντίσει πιστά,
με τρυφερότητα κι αγάπη - κανείς, παρά μόνο ο Ιωάννης, ο αγαπημένος Του μαθητής.
Ο Ιωάννης δέχτηκε και
την πήρε στο σπίτι του, όπου έμεινε το υπόλοιπο της ζωής της. Φυσικά, πριν να
φύγει για το σπίτι του Ιωάννη στη Γαλιλαία, έλαβε το Αγιο Πνεύμα στο ανώγειο,
την Ημέρα της Πεντηκοστής.
Δ. “ΗΛΙ, ΗΛΙ, ΛΑΜΑ
ΣΑΒΑΧΘΑΝΙ; ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΔΙΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ” (Ματθ.κζ:46).
Αυτή η πικρή κραυγή
απ’ το σταυρό έχει παρεξηγηθεί από πολλούς. Όσοι Τον άκουσαν δεν κατάλαβαν και
σκέφτηκαν ότι φωνάζει τον Ηλία για βοήθεια. Ακόμα και σήμερα, οι άνθρωποι
δυσκολεύονται να καταλάβουν αυτή την κραυγή γιατί νομίζουν ότι έρχεται σ’
αντίθεση με τη θεότητά Του.
Για να μπορέσουμε να
την κατανοήσουμε πρέπει να διαβάσουμε το Β’ Κορ. ε:21, “Διότι τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν”. Ο
Θεός έθεσε επάνω Του τις ανομίες όλων μας.
Έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για μας, γιατί φορτώθηκε το φριχτό βάρος
της αμαρτίας και πλήρωσε την ποινή της αμαρτίας. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού
έπρεπε να βιώσει αυτή τη φρίκη πλήρως. Η αμαρτία μας αποχωρίζει απ’ τον Άγιο
Θεό. Ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να γευτεί αυτή την απαίσια αίσθηση του αποχωρισμού
απ’ το Θεό. Φυσικά ο Θεός δεν Τον είχε, αληθινά, ξεχάσει.
Ο Ιησούς έπρεπε να
αισθανθεί όπως αισθάνεται ένας χαμένος αμαρτωλός, χωρίς ο ίδιος να έχει
αμαρτήσει. Ο Ιησούς έπρεπε να πληρώσει μόνος Του την ποινή και να γευτεί το
θάνατο - τον πνευματικό θάνατο - στη θέση κάθε ανθρώπου.
Ε. “ΔΙΨΩ”
(Ιωαν.ιθ:28).
Εξουθενωμένος, με
πυρετό - όλη Του η εξάντληση συμπυκνώθηκε σε μια λέξη, “Διψώ”. Όταν οι
στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξίδι και το ακούμπησαν στα χείλη του
Χριστού, το δέχτηκε. Το ξίδι αυτό ήταν πόνος και προσβολή για τον Χριστό που
πέθαινε.
ΣΤ. “ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ”
(Ιωαν.ιθ:30).
Τα πρώτα λόγια του
Ιησού που έχουμε μέσα στη Γραφή είναι,
“Δεν εξεύρετε ότι πρέπει να είμαι εις τα του Πατρός μου;” Είχε ζήσει με
τέτοιο τρόπο ώστε τώρα, πάνω στο σταυρό, μπορούσε να βγάλει τη νικηφόρα κραυγή
της τέλειας εκπλήρωσης, “Τετέλεσται”.
Το έργο της απολύτρωσης, το οποίο ήταν ο σκοπός της ζωής και της διακονίας Του,
είχε ολοκληρωθεί και το σχέδιο της σωτηρίας είχε πραγματοποιηθεί.
Είναι σημαντικό να
συγκρίνουμε τα λόγια του Κυρίου μας πάνω στο σταυρό με τη φωνή που ακούγεται
απ’ το ναό του ουρανού, “Ετελέσθη” (Αποκάλυψη
ις:17).
Αυτοί που αρνούνται
να δεχτούν το “Τετέλεσται” απ’ τον σταυρό του Γολγοθά θ’ αναγκαστούν να δεχτούν
την κρίση του “Ετελέσθη”.
Ζ. “ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ
ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΩ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ” (Λουκ.κγ:46)
Τα τελευταία λόγια
του Κυρίου μας ήταν μία περικοπή από τον Ψαλμό λα:5, “Εις χείρας Σου παραδίδω το πνεύμα μου”. Λένε ότι η προσευχή αυτή
λεγόταν την εποχή του Κυρίου μας σαν νυχτερινή αφιέρωση. Θα πρέπει να θυμόμαστε
ότι ο Ιησούς είπε, “...Εγώ βάλλω την ψυχήν
μου, διά να λάβω αυτήν πάλιν” (Ιωάν.ι:17).