Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Προς Ρωμαίους (071)

B. Διαγωγή σαν πολίτες του κράτους (ιγ:1-10)

Οι Χριστιανοί όχι μόνο έχουν την υποχρέωση να υποτάσσονται στον Θεό και στους αδελφούς, αλλά έχουν επίσης την ευθύνη να υποτάσσονται στην πολιτική κυβέρνηση. Επιπλέον, έχουν ένα χρέος αγάπης, όχι μόνο για τους αδελφούς, αλλά και για τους γείτονες και τους συμπολίτες, στην πραγματικότητα για όλο τον κόσμο.

Καθήκοντα απέναντι στην κυβέρνηση του κράτους (ιγ:1-7)
Αυτό το μέρος ασχολείται με το καθήκον του Χριστιανού να υποτάσσεται στην πολιτική κυβέρνηση. Το θέμα δεν είναι η κυβέρνηση της εκκλησίας, αν και πολλές από τις αρχές ισχύουν και στις δύο περιοχές. Η διδασκαλία εδώ είναι στην πραγματικότητα μια διευρυμένη εκδοχή των λόγων του Χριστού, «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα» Ματθ.κβ:21). Παρόμοιες διδασκαλίες μπορούν να βρεθούν στο Τίτος γ:1 και Α’ Πέτρ.β:13-17 και δ:15.


Ρωμ.ιγ:1 Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας ανωτέρας εξουσίας. Διότι δεν υπάρχει εξουσία ειμή από Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι.

Ο καθένας πρέπει να υποτάσσεται στις «ανώτερες εξουσίες». Από τα συμφραζόμενα είναι σαφές ότι μιλάει για ανθρώπινες εξουσίες. Πρέπει να υποτασσόμαστε επειδή ο Θεός είναι η πηγή κάθε εξουσίας και έχει καθιερώσει να υπάρχουν κυβερνήτες. Αυτό δεν σημαίνει ο Θεός επιλέγει, διορίζει ή εγκρίνει κάθε επιμέρους ηγέτη (αν και κανείς δεν μπορεί να ασκεί εξουσία, εκτός αν ο Θεός το επιτρέπει). Μάλλον, ο Θεός έχει θεσπίσει τη γενική αρχή της ανθρώπινης διακυβέρνησης. Επιθυμεί την εύρυθμη κυβέρνηση της ανθρώπινης κοινωνίας, και εξουσιοδοτεί τον άνθρωπο να το εκπληρώσει. Φυσικά, το κράτος έχει θεϊκή εξουσία μόνο για να εκπληρώσει το σωστό σκοπό του στο σχέδιο του Θεού, όχι για οτιδήποτε που μπορεί να προσπαθεί να κάνει.

Ρωμ.ιγ:2 Ώστε ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού· οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις εαυτούς καταδίκην.

Κατά συνέπεια, όσοι αντιστέκονται στην ανθρώπινη κυβέρνηση, αντιστέκονται στο Θεό. Αυτό θα οδηγήσει σε καταδίκη τους. Η καταδίκη αυτή  αναφέρεται πιθανώς σε τιμωρία που επιβάλλεται από την κυβέρνηση, που λειτουργεί σαν εκπρόσωπος του Θεού, όπως και στο εδ.4. Φυσικά, ο αμετανόητος επαναστάτης θα καταδικαστεί τελικά και από τον ίδιο τον Θεό.

Ρωμ.ιγ:3 Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ' αυτής·

Η δουλειά της κυβέρνησης στα πράγματα του Θεού, είναι να διατηρεί την τάξη, να ελέγχει το κακό. Έτσι, η κυβέρνηση τρομάζει μόνο τους κακοποιούς. Αν υπακούμε στους νόμους του κράτους και κάνουμε ό, τι είναι καλό, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε την κυβέρνηση αλλά μάλλον να περιμένουμε έπαινο.

Ρωμ.ιγ:4 επειδή ο άρχων είναι του Θεού υπηρέτης εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού· διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν· επειδή του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής διά να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν.

Ο κυβερνήτης είναι υπηρέτης του Θεού, που σημαίνει βοηθός. Ο Θεός τον χρησιμοποιεί να παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν το καλό. Αυτοί που κάνουν το κακό πρέπει να τον φοβούνται, γιατί ο Θεός επέτρεψε να «φορεί την μάχαιραν» για ένα σκοπό. Δηλαδή, ο Θεός χρησιμοποιεί τον κυβερνήτη να κάνει κρίση στους κακοποιούς. Η αναφορά στη μάχαιρα σημαίνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει φυσική βία για να διατηρήσει την τάξη και να περιορίσει το κακό.

Ο πολιτικός κυβερνήτης δεν είναι απαραίτητα ένας υπηρέτης του Θεού από κάθε άποψη, αλλά μόνο στο βαθμό που βοηθά να κρατηθεί η τάξη στην κοινωνία και να τιμωρεί τους παραβάτες. Ανεξάρτητα από την προσωπική του ζωή, είναι ένας υπηρέτης του Θεού υπό μία έννοια, γιατί είναι ένα εργαλείο για να γίνεται μια πτυχή της βούλησης του Θεού στην κοινωνία. Αυτό δεν συνεπάγεται ειδικό καθεστώς στην εκκλησία για πολιτικούς υπαλλήλους, ακόμα και αν είναι Χριστιανοί. Το κράτος και η εκκλησία είναι δύο διακριτές, χωριστές σφαίρες υπηρεσίας.

Ρωμ.ιγ:5 Διά τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε ουχί μόνον διά την οργήν, αλλά και διά την συνείδησιν.

Υπάρχουν λοιπόν δύο λόγοι για τους Χριστιανούς να υποτάσσονται στην αστική κυβέρνηση: (1) για να αποφύγουν την οργή, δηλαδή, να αποφύγουν την τιμωρία, (2) για να διατηρήσουν μια καθαρή συνείδηση ενώπιον του Θεού, εφόσον η ανθρώπινη κυβέρνηση είναι σχέδιο του Θεού.

Ρωμ.ιγ:6 Επειδή διά τούτο πληρόνετε και φόρους· διότι υπηρέται του Θεού είναι εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι.

Υποταγή στην κυβέρνηση περιλαμβάνει και την πληρωμή των φόρων. Ο Ιησούς ο ίδιος κατέβαλε φόρο και δίδαξε τους μαθητές Του να κάνουν το ίδιο (Ματθ.ιζ:24-27, κβ:17-21). Οι Χριστιανοί πρέπει να πληρώνουν φόρους επειδή έτσι πληρώνονται οι ανάγκες του κράτους για να επιτευχθεί ο σκοπός του Θεού.

Ρωμ.ιγ:7 Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν τον δασμόν, εις όντινα τον φόβον τον φόβον, εις όντινα την τιμήν την τιμήν.

Οι Χριστιανοί πρέπει να εξοφλούν όλες τις γήινες υποχρεώσεις τους. Ο Παύλος έδωσε τέσσερα παραδείγματα: (1) φόρους — άμεσοι φόροι που επιβάλλονται από την κυβέρνηση. Ο όρος περιλαμβάνει και τον φόρο υποτέλειας  που απαιτείται από μια ξένη δύναμη, όπως οι απαιτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Ισραήλ. (2) τελωνειακές επιβαρύνσεις - έμμεσοι φόροι, δασμοί, διόδια ή άλλα είδη εσόδων για την υποστήριξη της κυβέρνησης. (3) φόβος σεβασμός, δέος. (4) τιμή. Οι Χριστιανοί οφείλουν σεβασμό και τιμή στους κυβερνητικούς ηγέτες για την υπηρεσία τους στην υπόθεση του Θεού. Οι πνευματικοί ηγέτες πρέπει να τιμούνται ακόμη περισσότερο (Α’ Τιμ.ε:17).

Η προηγούμενη συζήτηση δεν βασίζεται σε μια συγκεκριμένη μορφή κυβέρνησης, ούτε προτείνει κάποια. (Φυσικά, αποκλείει την αναρχία). Επιπλέον, αυτό δεν αναιρείται από τον κακό χαρακτήρα μεμονωμένων υπαλλήλων. Η κυβέρνηση των ημερών του Παύλου ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία — μια δικτατορία με αυτοκράτορα τον Νέρωνα. Κατά πολλούς τρόπους υστερούσε της ιδανικής κατά Θεό ανθρώπινης κυβέρνησης και επέτρεψε πολλές ασεβείς, αντιχριστιανικές πρακτικές. Ωστόσο, κατά κανόνα φρόντιζε το νόμο και την τάξη. Το σύστημα δικαιοσύνης ήταν ατελές, αλλά τιμωρούσε τους δολοφόνους, τους κλέφτες και άλλους εγκληματίες που ταλαιπωρούσαν το λαό.

Άρα, είναι καθαρό, ότι οι Χριστιανοί πρέπει να υποτάσσονται στην κυβέρνηση ακόμη και όταν η μορφή του πολιτεύματος είναι ελαττωματική ή όταν κυβερνητικά άτομα είναι ανεπαρκή ή κακά. Τίποτα όμως σ’ αυτό το απόσπασμα, δεν αποκλείει τους Χριστιανούς από την αναζήτηση με ειρηνικά μέσα να αλλάξουν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, τα κυβερνώντα κόμματα, ή ακόμα και η μορφή της κυβέρνησης.

Αυτή η διδασκαλία υποθέτει ότι το κράτος εκτελεί τα καθήκοντα που του έδωσε ο Θεός και δεν υπερβαίνει τα διορισμένα όρια εξουσίας. Δεν υπάρχει καμία συζήτηση για το τι οι Χριστιανοί πρέπει να κάνουν αν η κυβέρνηση αποτύχει των καθηκόντων της. Φυσικά, αν υπάρξει μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των νόμων του Θεού και των ανθρώπινων νόμων, οι Χριστιανοί πάντα πρέπει να υπακούουν το πρώτο (Πράξ.ε5:29). Η Αγία Γραφή ποτέ δεν συναινεί στη βίαιη εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση (Ματθ.κς:52). Παρόλο που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια καταπιεστική δικτατορία ξένων για τους Εβραίους, ο Ιησούς και η προς Ρωμαίους επιστολή διδάσκουν ειρηνική υποταγή και συνεργασία. Αν η συνείδηση υποχρεώνει τους Χριστιανούς να μην υπακούσουν τους νόμους του κράτους, θα πρέπει να υποταχτούν ειρηνικά στις πολιτικές κυρώσεις.

Η Ρωμ.ιγ3:1-7 διδάσκει τους Χριστιανούς να είναι νομοταγείς πολίτες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε παραβίαση του πολιτικού νόμου είναι αμαρτία στα μάτια του Θεού; Ο νόμος του Θεού και όχι οι νόμοι των ανθρώπων είναι αυτός που ορίζει την αμαρτία και την ηθική. Κάτι μπορεί να είναι νόμιμο αλλά ανήθικο, ενώ κάτι άλλο μπορεί να είναι παράνομο, αλλά δεν είναι εγγενώς ανήθικο. Αν η παραβίαση του αστικού δικαίου περιλαμβάνει εξαπάτηση, ψεύδος, κλοπή ή οποιαδήποτε άλλη παραβίαση του ηθικού νόμου του Θεού, τότε σίγουρα είναι αμαρτία. Από την άλλη μεριά, η παραβίαση κανονισμών ήσσονος σημασίας που δεν άπτονται ηθικών ή  εγκληματικών διατάξεων - όπως ο Κ.Ο.Κ.- δεν είναι απαραίτητα αμαρτία. Υπό κανονικές συνθήκες θα περιμέναμε ο Χριστιανός να συμμορφώνεται και με αυτούς τους κανονισμούς. Εάν παραβιάσει μια τέτοια ρύθμιση, θα πρέπει να υποταχτεί στις αστικές κυρώσεις που προκύπτουν. Για παράδειγμα, εάν πάρει μια κλήση υπερβολικής ταχύτητας, το σωστό είναι, σαν νομοταγής πολίτης, να καταβάλει το πρόστιμο, και έτσι πρέπει να κάνει.