Ιωάν.ια:25 Είπε προς αυτήν ο Ιησούς· Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει·
Όλα τα «Εγώ ειμί» του Χριστού, είναι σημαντικά και μοναδικά.
Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει τούτο, που ο Χριστός διακήρυξε στην κλαμένη Μάρθα και επαναλήφθηκε στον άδειο
τάφο του Χριστού (Λουκ.κδ:6):
«Εγώ ειμί η ανάστασις... δεν είναι εδώ, αλλ' ανέστη».
«Εγώ ειμί η ανάστασις... δεν είναι εδώ, αλλ' ανέστη».
Τέτοιες διακηρύξεις δεν συναντάμε σε καμιά θρησκεία, γιατί όλες τους έχουν το «ενθάδε κείται» και καμιά έναν άδειο τάφο.
Είναι δε τόσο κρίσιμο τούτο το «εγώ ειμί» του Χριστού, ώστε να οδηγεί τον Παύλο στο συλλογισμό ότι - «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ.ιε:17). Εκ προοιμίου δε βλέπουμε, ότι μιλώντας για ανάσταση, θα πρέπει αναγκαστικά ν’ αναφερθούμε στο θάνατο και την ιστορία του.
- Η εξωβιβλική θεώρηση
Ποιο είναι τούτο τ’ απαίσιο τέρας, που τον παγερό του
εναγκαλισμό δεν τον θέλησε και δεν τον απέφυγε κανένας άνθρωπος! Τόσο, που γι’
αυτή του την αδυναμία ονομάστηκε «Θνητός»! Η Μυθολογία μας τον θέλει δίδυμο
παιδί μαζί με τον Ύπνο του Ερέβους και της Νύχτας. Τον βλέπει «να ’χει σιδηράν
την καρδίαν και να 'ναι εχθρός κι αυτών των αθανάτων».
Από την άλλη το δημοτικό τραγούδι για να εξηγήσει τη σκληρότητα κι αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, εξηγεί πως κάποτε ένιωσε οίκτο, γύρισε στο Θεό «με κενάς τας χείρας» και ο Θεός «ήστραψε και βρόντησε τον κατακωφεύει και κωφός ο θάνατος από τότε μένει». Δεν υπάρχει δε ανθρώπινη θρησκεία, μυθολογία, αλλά και φιλοσοφία, που να μη την απασχόλησε ο θάνατος.
- Η Βιβλική θέση
Η Βίβλος έχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στο θέμα.
Μας οδηγεί πίσω στην ανθρώπινη αφετηρία και στην προειδοποίηση του Θεού, ότι η
παρακοή του ανθρώπου στη θεϊκή εντολή, θα ’φερνε το θάνατο.
Ένα διπλό θάνατο - πνευματικό, δηλ. αποκοπή του ανθρώπου από το Θεό και ακόλουθα σωματικό, αυτό που ατυχώς περιοριστικά συνηθίσαμε να λέμε θάνατο (Γέν.β:17). Ο Ιάκωβος στα συμβάντα στην Εδέμ αναφέρεται, όταν λέει ότι - «η επιθυμία αφού συλλάβει τίκτει την αμαρτία, η δε αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί αποκυεί (γεννά) θάνατον» (α:15). Η αμαρτία λοιπόν έφερε στη ζωή μας το θάνατο, ένα «θάνατο που βασίλευσε από Αδάμ και διήλθε εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμ.ε:13).
- Φωνές από την Π. Διαθήκη
Αν και πλήρες φως στο θέμα μας έχουμε στην Καινή Διαθήκη,
δεν λείπουν εντούτοις τα επιφωνήματα της ελπίδας και πίστης και στην Παλιά.
Ιδού λίγα παραδείγματα:
Ο Ιώβ βεβαιώνει «διότι εξεύρω ότι ο Λυτρωτής μου ζη... και αφού το σώμα μου τούτο φθαρή, πάλιν με τη σάρκα μου θέλω ιδεί τον Θεόν» (ιθ:25).
Ο Δανιήλ γράφει, ότι «πολλοί εκ των κοιμωμένων εν τω χώματι της γης, θέλουσιν εξεγερθή οι μεν εις αιώνιον ζωήν...» (ιβ:2).
Ο Δαβίδ προλέγει ότι «θέλει χορτασθή από της παρουσίας του Κυρίου όταν εξεγερθή» (ιζ:15).
Τέλος δύο αναστάσεις του γιου της χήρας της Σαρεπτά και του γιου της Σουναμίτιδας, έμοιαζαν σαν τα ελπιδοφόρα μηνύματα της μέλλουσας ευλογίας.
- «Εγώ ειμί η Ανάστασις»
Ήρθε κάποτε, το «πλήρωμα
του χρόνου». Και ήρθε Εκείνος που θα «ελευθέρωνε
εκείνους που δια τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις
την δουλείαν» (Εβρ.β:15).
Παντού, όπου περνούσε, ο θάνατος κι ο πρόδρομός του η ασθένεια, υποχωρούσαν.
Θυμηθείτε τις θεραπείες τους και πάντοτε τη σύνδεση «μηκέτι αμάρτανε», τις αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου, του γιου της χήρας της Ναΐν, του αγαπημένου του Λάζαρου και τη διακήρυξή Του στην απελπισμένη Μάρθα «εγώ ειμί η ανάστασις». Ακόμη τις διακηρύξεις Του «ου μη γευθή θάνατον (πνευματικό) εις τον αιώνα... κι αν αποθάνη (σωματικά) θέλει ζήσει» (Ιωάν.η:52, ια:25).
- Η νίκη εναντίον του θανάτου
Κυρίαρχο δικαίωμα στον άνθρωπο, είχε ο θάνατος, λόγω της
αμαρτίας. Και στοχάστηκε πως και το Χριστό θα χτυπούσε με το απαίσιο δρεπάνι
του. Δική του έμπνευση, τα λόγια των αρχιερέων «οφείλει αποθανείν» (Ιωάν.ιθ:7).
Όμως Εκείνος είχε ήδη εξηγήσει ότι «ουδείς αίρει την ψυχήν μου απ’ εμαυτού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού» (Ιωάν.ι:18). Γιατί; Διότι με τον απολυτρωτικό του θάνατο νίκησε, «τον έχοντα το κράτος του θανάτου» δηλαδή όχι τον μυθικό Πλούτωνα ή Χάροντα, αλλά τον Διάβολο (Εβρ.β:14). Γι’ αυτό, κι αναστήθηκε. Γι’ αυτό, γίνηκε «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ.α:18). Γι’ αυτό, όλοι που Τον πιστεύουμε και δεχόμαστε τον εξιλαστήριο θάνατό Του, γινόμαστε «σύμφυτοι και της ανάστασής Του» (Ρωμ.ς:5).
- Η άλλη όψη του νομίσματος
Έτσι ο θάνατος που φοβίζει κι αφοπλίζει δυνατούς, σοφούς,
πλούσιους, κοσμοκράτορες, δεν φοβίζει τον πιστό του Χριστού. Αυτόν, που με τη
μετάνοια και πίστη του «μεταβέβηκεν εκ
του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν.ε:24).
Αυτός, ρωτάει κατάμουτρα-«θάνατε, πού είναι το κέντρο (κεντρί) σου» (Α’ Κορ.ιε:55). Η αμαρτία που 'ταν το «κέντρον» του νικήθηκε στο Σταυρό. Στο Σταυρό, που η ψυχή προσκαλείται να προσέλθει με μετάνοια και πίστη. Ακούστε πώς και με πόση βεβαιότητα μιλούν πιστοί της Καινής Διαθήκης, «Για με... το αποθανείν είναι κέρδος και είναι πολλώ μάλλον κρείσον το να αναχωρήσω, για να είμαι με τον Κύριο». Έτσι μιλούν οι πιστοί για το θάνατο.
Ο Παύλος έπειτα από μια ζωή θυσίας και ταπεινής υπηρεσίας, βεβαιώνει- «Τον αγώνα τον καλόν αγωνίστηκα, το δρόμο ετελείωσα... τώρα μένει ό τής δικαιοσύνης στέφανος τον οποίο θα μου δώσει ό Κύριος».
Ο Λούθηρος πεθαίνοντας έλεγε- «Ο Θεός μας είναι Θεός από τον οποίο προέρχεται σωτηρία. Δι’ αυτού εκφεύγομεν εκ του αιωνίου θανάτου». Ο Μούντυ σ’ ένα του κήρυγμα έλεγε- «Κάποτε θα διαβάσετε στις εφημερίδες ότι ο Μούντυ πέθανε. Να μη το πιστέψετε. Τη στιγμή που θα διαβάζετε την είδηση του θανάτου μου, εγώ θα ζω περσότερο από κάθε άλλη φορά».
- Οι δυο αναστάσεις
Η αμαρτία, όπως είπαμε, μας κατέστησε «θνητούς». Πώς λοιπόν
επενεργεί πάνω μας η ανάσταση του Χριστού; Με δυο βασικούς κι ένδοξους τρόπους:
Αυτός που πιστεύει στο Χριστό «μετέβη εκ του θανάτου (του πνευματικού) στη ζωή» την αιώνια. Θάνατο πνευματικό δεν πρόκειται να γευτεί. Κι αν σωματικά πεθάνει (Παύλος- «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» Φιλιπ.α:23, Β’ Πέτρ.α:14 - «απόθεσις σκηνώματος»), θα ’χει μέρος κατά τη δεύτερη Έλευση του Χριστού, στην «ανάσταση την πρώτη» (Αποκ.κ:6, Α’ Θες.δ:13-18).
Ενδέχεται όμως, αν ανήκει στη γενιά των πιστών που θα ζουν «εν σαρκί» κατά την Αρπαγή, ούτε το σωματικό θάνατο να γευτούν, αλλά το «άρπαγησόμεθα και το άλλαγησόμεθα» (Α’ Θες.δ:7, Α’ Κορ.ιε:51).
Η δεύτερη είναι η Ανάσταση που περιγράφεται στην Αποκ.κ:11-15 και που αφορά την κατάκριση όλων κείνων που περιφρόνησαν την αγάπη του Χριστού και αρνήθηκαν την εξιλαστήριο θυσία Του. Σε ποια από τις δυο αναστάσεις θα βρεθείς; Την απάντηση θα τη δώσει η στάση σου απέναντι του Χριστού.