Ματθ.κs:57,
κζ:25, Μάρκ.ιδ:53, ιε:19 Λουκ.κβ:66, κγ:24, Ιωάν.ιη:19, ιθ:16
Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
Μετά τη σύλληψη του
Ιησού στη Γεθσημανή, τα μέλη του Εβραϊκού συνεδρίου (Σανχεντρίν) συγκεντρώθηκαν
βιαστικά για να επιβάλλουν την ποινή που είχαν ήδη αποφασίσει. Οι στρατιώτες
έφεραν, δίχως καθυστέρηση, τον Ιησού μέσα απ’ τους ήσυχους δρόμους της πόλης
που κοιμόταν στο παλάτι του αρχιερέα Καϊάφα. Ηταν άνθρωπος πονηρός, χωρίς
ηθικές αρχές, φανατικός και σκληρός. Ο Καϊάφας ήταν γαμπρός του Αννα.
Ο Αννας ήταν
αρχιερέας απ’ το 6 ως το 15 μ.Χ. Με την
έξυπνη πολιτική του, κατόρθωσε να εξασφαλίσει απ’ τους Ρωμαίους την μεταβίβαση
του αξιώματός του στους πέντε γιους του και τώρα στο γαμπρό του, τον Καϊάφα. Ο
Αννας κατείχε το περίφημο Παζάρι του Αννα, το οποίο είχε την αποκλειστικότητα
της πώλησης ζώων για τις θυσίες και τους πάγκους των αργυραμοιβών. Μίσησε τον
Ιησού απ’ την ημέρα που καθάρισε για πρώτη φορά το ναό κι από τότε έψαχνε,
αδιάκοπα, τρόπους να Τον παγιδέψει με λόγο ή πράξη. Εφεραν, λοιπόν, τον Ιησού
στον Αννα, ο οποίος ήταν απ’ τους μεγαλύτερους εχθρούς Του, για μία
προκαταρκτική ακρόαση. Μετά τον Αννα, Τον έφεραν στον Καϊάφα κι απ’ εκεί στο συνέδριο.
Η κατηγορία εναντίον
του Ιησού ήταν τριπλή:
1. Αίρεση
Τον κατηγορούσαν ότι
δίδασκε διδασκαλίες αντίθετες με το Νόμο. Αυτό φάνηκε απ’ την ανάκριση στον
Αννα (Ιωάν.ιη:19-24).
2. Ιεροσυλία
Τον κατηγορούσαν ότι
έλεγε πως μπορεί να χαλάσει το ναό και να τον οικοδομήσει πάλι μέσα σε τρεις
ημέρες. Αυτό ήταν διαστρέβλωση των λόγων που αναφέρονται στο Ιωάν. β:19 -21.
3. Βλασφημία
Με όρκο, ο Ιησούς
ισχυρίστηκε ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό τους έδωσε την ευκαιρία που
ζητούσαν κι έτσι Τον καταδίκασαν αμέσως σε θάνατο.
Β. Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
Στην ανάκριση και τη
δίκη μπροστά στον Καϊάφα και το συνέδριο δεν υπήρξε έλεος, ούτε δικαιοσύνη.
Στην αρχή φάνηκε ότι δεν υπήρχαν μάρτυρες κατηγορίας. Υστερα έφεραν δύο
μάρτυρες για να καταθέσουν ότι ο Ιησούς είχε πει, “Χαλάσατε τον ναόν τούτον, και διά τριών ημερών θέλω εγείρει αυτόν”. Αυτό δεν ήταν αρκετό για να καταδικαστεί ο Ιησούς,
έτσι ο Καϊάφας, με απόγνωση, άρχισε να Τον ρωτάει, “Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα, να είπης προς ημάς, αν συ είσαι ο
Χριστός, ο Υιός του Θεού” (Ματθ.κs:63). Αυτή ήταν μία παράξενη ερώτηση, αν
σκεφτούμε ότι την έκανε ο αρχιερέας σ’ ένα δεμένο κι ανυπεράσπιστο κρατούμενο.
Τον καιρό που ο λαός
ήθελε να Τον ανακηρύξει Μεσσία και Βασιλιά, ο Ιησούς είχε κρατήσει κρυφό αυτό
το γεγονός. Τώρα, αντικρίζοντας το θάνατο κι ενώ η ζωή Του κρεμόταν απ’ την απάντηση
που θα έδινε, δεν δίστασε. Η επίσημη απάντησή Του ήταν, “Εγώ είμαι, και θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών
της δυνάμεως, και ερχόμενος μετά των νεφελών του ουρανού “ (Μάρκ.ιδ:62). Η
απάντηση αυτή σφράγισε το θάνατο του Κυρίου. Ο Καϊάφας έσχισε τα ιμάτιά του κι
είπε, “Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων;
Ηκούσατε την βλασφημίαν”. Η
ετυμηγορία, ένοχος θανάτου, βγήκε αμέσως.
Γ. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
Η εξουσία να
επιβάλλουν την θανατική ποινή είχε δοθεί απ’ τους Ρωμαίους, γι’ αυτό οι
αρχιερείς πήγαν στον Πιλάτο, τον Ρωμαίο κυβερνήτη, για να εξασφαλίσουν την
εκτέλεση της απόφασής τους.
Ο Πιλάτος μισούσε
τους Εβραίους κι ήταν φοβερά σκληρός. Οταν ο Ιησούς στάθηκε μπροστά του, ήταν
τα δύο άκρα αντίθετα που είχαν συναντηθεί. Ο Πιλάτος ζούσε μέσα στην
πολυτέλεια, τον εγωισμό, την αμαρτία και την υπεροψία. Κάθισε στην αναπαυτική
θέση του κι έγειρε πίσω. Ο κρατούμενος στάθηκε, με τα χέρια Του δεμένα. Οι
Εβραίοι δεν μπήκαν μέσα στην αίθουσα της δίκης, για να μην μολυνθούν.
Ο Πιλάτος άρχισε ν’
ανακρίνει τον κρατούμενο και Τον βρήκε αθώο. Η γυναίκα του έστειλε μήνυμα στον
άντρα της για ένα όνειρο που είδε και τον προειδοποίησε.
Οι θρησκευτικοί
ηγέτες με πονηρία είχαν αλλάξει την κατηγορία από θρησκευτική σε πολιτική.
Ισχυρίστηκαν ότι ο Κύριος είχε στραφεί ενάντια στη Ρώμη, όταν είπε ότι είναι
Βασιλιάς κι ότι δεν άφηνε τον λαό να πληρώνει φόρους. Δεν πέτυχαν, όμως, να
πείσουν τον Πιλάτο, ο οποίος ήθελε να Τον ελευθερώσει.
Δ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΗΡΩΔΗ
Ο Πιλάτος είχε την
ελπίδα ότι μπορούσε να βρεθεί τρόπος να σώσει τον Ιησού και Τον έστειλε στον
Ηρώδη. Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν ένας πολύ ακόλαστος άνθρωπος και φαίνεται ότι κι ο
Κύριός μας δεν τον εκτιμούσε, γιατί αρνήθηκε τελείως να απαντήσει στις ερωτήσεις
του. Ο Ηρώδης χάρηκε που είδε τον Ιησού. Χωρίς αμφιβολία πρέπει να βασανιζόταν
από τύψεις για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του
Βαπτιστή. Περίμενε να δει κάποιο θαύμα απ’ τον Ιησού, αλλά Αυτός
στεκόταν, αξιοπρεπής κι αμίλητος.
Οταν ο Ηρώδης είδε
ότι δεν θα έβγαζε τίποτα απ’ τον Ιησού Τον έντυσε μ’ ένα βασιλικό, πορφυρό
χιτώνα για να Τον γελοιοποιήσει και Τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο, μ’ ένα
κολακευτικό γράμμα. Αυτό εξάλειψε μία παλιά έχθρα που υπήρχε μεταξύ των δύο αντρών.
Ε. Η ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΚΗ
Εσυραν τον Ιησού μέσα
απ’ τους γεμάτους, στενούς δρόμους, ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος που χλεύαζε
για την έκτη και τελική δίκη, η οποία ήταν η πιο αγωνιώδης φάση αυτής της φρικτής
ανάκρισης.
Ο Πιλάτος ήταν
αποφασισμένος να βρει κάποιο τρόπο να ελευθερώσει τον Ιησού. Προσπάθησε να το
επιτύχει στέλνοντάς Τον στον Ηρώδη. Τώρα θέλησε να επωφεληθεί απ’ το έθιμο που
υπήρχε να ελευθερώνεται ένας κατάδικος κατά τη διάρκεια κάποιας γιορτής. Τελικά
πρότεινε, συμβιβαστικά, να Τον μαστιγώσει και να Τον αφήσει ελεύθερο. Ο λαός,
όμως, απαιτούσε να θανατωθεί. Στο τέλος, ο Πιλάτος υποχώρησε όταν τον απείλησαν
ότι θα τον αναφέρουν στον αυτοκράτορα κι ότι θα τον καταστρέψουν πολιτικά.
Ο Πιλάτος προσπάθησε
να αποφύγει την ενοχή πλένοντας τα χέρια του και λέγοντας, “Αθώος είμαι από του αίματος του δικαίου τούτου, υμείς όψεσθε”.
Ωστόσο, ο Πιλάτος δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ την ευθύνη της απόφασής του.
Αργότερα πλήρωσε με την εξορία του στη Γαλλία, όπου κι αυτοκτόνησε. Για να
ικανοποιήσει τον όχλο, ο Πιλάτος ελευθέρωσε τον Βαραββά, ένα ληστή, ο οποίος
είχε διαπράξει φόνο κι ήταν αρχηγός σε στάση και παρέδωσε τον Ιησού να
σταυρωθεί.