Ο άνθρωπος είναι αδύνατον να
ξεχρεώσει το χρέος του απέναντι στον Θεό.
Ό, τι κάνουμε είναι αναγνώριση
αυτού του γεγονότος και ευγνωμοσύνη απέναντι στον Θεό.
Ρωμ.α:14 Χρεώστης είμαι
προς Ελληνάς τε και βαρβάρους, σοφούς τε και ασόφους·
Α΄Κορ.θ:16 Διότι εάν κηρύττω
το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ· ουαί
δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω·
Λευ.κζ:1-3 Και ελάλησε Κύριος
προς τον Μωϋσήν, λέγων, Λάλησον προς τους υιούς Ισραήλ και ειπέ προς αυτούς,
Όταν τις κάμη επίσημον ευχήν, συ θέλεις κάμνει την εκτίμησιν των ψυχών
προς τον Κύριον. Και η εκτίμησίς σου θέλει είσθαι του μεν αρσενικού, από είκοσι
ετών μέχρις εξήκοντα ετών, η εκτίμησίς σου βεβαίως θέλει είσθαι πεντήκοντα
σίκλοι αργυρίου, κατά τον σίκλον του αγιαστηρίου·
Ευχή: εκούσια πράξη
αφιέρωσης του εαυτού, ή κάποιας κτημοσύνης, στον Κύριο (κτήνος, σπίτι, αγρός).
Σ’ αυτή την περίπτωση, ήταν θέμα
ικανότητας ή αξίας και γι’ αυτό υπήρχε ορισμένη κλίμακα εκτίμησης, ανάλογα με
την ηλικία και το φύλο.
Ο Μωυσής, σαν αντιπρόσωπος των
δικαιωμάτων του Θεού, έπρεπε να εκτιμήσει, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον
κανόνα του αγιαστηρίου.
Αν ένας άνθρωπος θέλει να κάνει
μίαν ευχή, πρέπει να δοκιμαστεί με το μέτρο της δικαιοσύνης και σε κάθε
περίπτωση, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ικανότητας και του δικαιώματος.
Έξοδ.λ:15 Ο πλούσιος δεν
θέλει δώσει πλειότερον, και ο πτωχός δεν θέλει δώσει ολιγώτερον ημίσεος σίκλου,
όταν δίδωσι την προσφοράν εις τον Κύριον διά να κάμωσιν εξιλέωσιν υπέρ των
ψυχών υμών.
Το αργύριο της εξιλέωσης.
Όταν επρόκειτο για εξιλέωση, όλοι
βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο. Και έτσι συμβαίνει πάντοτε. Ευγενείς και αγενείς,
πλούσιοι και πτωχοί, σοφοί και αμαθείς, γέροντες και νέοι, όλοι έχουν ένα κοινό
τίτλο. «Δεν υπάρχει διαφορά». Όλοι παραμένουν εξ ίσου στην αρχή της άπειρης
αξίας του αίματος του Χριστού.
Είναι δυνατόν να υπάρχει διαφορά
ως προς:
· την ικανότητα,
· την πείρα
· την γνώση
· τα χαρίσματα
· τους καρπούς
αλλά ως προς τον τίτλο δεν υπάρχει
καμία.
Ο βλαστός και το τεράστιο δέντρο,
το παιδί και ο πατέρας, εκείνος που πίστεψε χθες και ο πιστός που είναι
στερεωμένος στην αλήθεια, βρίσκονται όλοι στο ίδιο επίπεδο.
Δεν μπορούσε κανείς να δώσει
περισσότερο, δεν μπορούσε κανείς να πάρει τίποτε λιγότερο.
Εβρ.ι:19 Έχοντες λοιπόν,
αδελφοί, παρρησίαν να εισέλθωμεν εις τα άγια διά του αίματος του Ιησού,
Να, ποιος είναι ο τίτλος, η
παρρησία για να μπούμε.
Αφού μπούμε, η ικανότητα μας να
λατρεύουμε εξαρτάται από την πνευματική μας δραστηριότητα. Ο Χριστός είναι ο
τίτλος μας, το εγώ δεν έχει καμία απολύτως θέση. Θαυμαστή χάρις!
Ιωάν.ιε:5 Εγώ είμαι η
άμπελος, σεις τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν
πολύν, διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν.
Ο καρπός είναι αποτέλεσμα της
σχέσης με το πρόσωπο του Ιησού (από τίποτα μέχρι πολύ).
Στο Λευιτικό κζ όμως, πρόκειται
αποκλειστικά για ικανότητα ή αξία. Ο Μωυσής είχε ένα ορισμένο μέτρο, από το
οποίο δεν μπορούσε να κατέβει. Ένα ορισμένο κανόνα, από τον οποίο δεν μπορούσε
να απομακρυνθεί. Αν κανείς μπορούσε να φτάσει εκεί, είχε καλώς, αν όχι, όφειλε
να πάρει την ανάλογη θέση.
Τι γινόταν όμως μ’ αυτόν που δεν
μπορούσε να φτάσει στο ύψος των δικαιωμάτων πού ζητούσε ο αντιπρόσωπος της
θείας δικαιοσύνης;
Λευ.κζ:8 Και εάν ήναι
πτωχότερος της εκτιμήσεώς σου, θέλει παρασταθή έμπροσθεν του ιερέως, και ο
ιερεύς θέλει εκτιμήσει αυτόν· κατά την δύναμιν εκείνου όστις έκαμε την ευχήν, ο
ιερεύς θέλει εκτιμήσει αυτόν.
Με άλλα λόγια, αν πρόκειται για
ανθρώπινη προσπάθεια ικανοποίησης των απαιτήσεων της δικαιοσύνης, τότε πρέπει
να τις ικανοποιήσει.
Όμως, αν ένας άνθρωπος αισθανθεί
τελείως ανίκανος να ικανοποιήσει αυτές, δεν του μένει τίποτε άλλο παρά να
καταφύγει στον ιερέα, στην χάρη, που θα τον δεχτεί όπως είναι.
Ο Μωυσής είναι αντιπρόσωπος των
Δικαιωμάτων της θείας δικαιοσύνης. Ο ιερέας είναι ο χορηγός των μέσων της θείας
χάρης. Ο φτωχός άνθρωπος, που δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στον Μωυσή, έπεφτε
στα χέρια του ιερέα.
Πάντοτε έτσι γίνεται.
Λουκ.ις:3 Είπε δε καθ' εαυτόν
ο οικονόμος· Τι να κάμω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί απ' εμού την οικονομίαν;
να σκάπτω δεν δύναμαι, να ζητώ εντρέπομαι·
Αν δεν μπορείς να σκάβεις, πρέπει
να επαιτείς. Κι όταν παίρνεις τη θέση του επαίτη, δεν πρόκειται γι’ αυτό που
μπορείς να κερδίσεις, αλλά εκείνο που ο Θεός θέλει να σου δώσει.
Είναι μεγάλο ευτύχημα το να είναι
κανείς χρεώστης της χάρης! Είναι μεγάλο ευτύχημα το να λαμβάνει κανείς, όταν ο
Θεός δοξάζεται ενώ δίνει.
Όταν πρόκειται για άνθρωπο,
αξίζει απείρως καλύτερα να σκάβουμε παρά να επαιτούμε. Αλλά, όταν πρόκειται για
τον Θεό, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Είναι καλό να είναι κανείς
φτωχός, όταν η γνώση της φτώχειας μας φέρει στον ανεξάντλητο πλούτο της θείας
χάρης.
Αυτή ή χάρις δεν αφήνει κανένα να
φύγει κενός. Δεν λέει ποτέ σε κανένα ότι είναι πολύ φτωχός. Μπορεί να
ανταποκριθεί και στη μεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου, και όχι μόνον αυτό, αλλά
και δοξάζεται ανταποκρινόμενη σ’ αυτές.
Ματθ.ιη:23-35
Όποιος θέλει να διατηρήσει τα
δικαιώματά του, δεν ξέρει τον χαρακτήρα και τα αποτελέσματα της χάρης.
Ο δούλος δεν ήταν άδικος επειδή
ζητούσε το οφειλόμενο, αλλά επειδή ήταν ανοικτίρμων.
Του χαρίστηκαν 10.000 και θα
έπνιγε τον άλλο για 100!
Αποτέλεσμα: έχασε το ευλογημένο
αίσθημα της χάρης. Σύλλεξε τους πικρούς καρπούς της επιμονής του να υποστηρίξει
τα δικαιώματά του.
Δεν ήταν πονηρός επειδή
χρωστούσε, αλλά επειδή δεν χάρισε.