Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Ο Θεός που κρίνει

Α’ Βας.κα:1-29

Ο Ιησούς είχε μια συζήτηση με κάποιον που Τον πλησίασε και Τον αποκάλεσε «Διδάσκαλο αγαθό». Απαντώντας είπε: «Τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ειμή εις, ο Θεός. Αλλ' εάν θέλης να εισέλθης εις την ζωήν, φύλαξον τας εντολάς» (Ματθ.ιθ:17).

Ο Θεός είναι αγαθός. Είναι γεμάτος καλοσύνη  και αγάπη για τα πλάσματά Του. Αυτή είναι μια από τις πρώτες αλήθειες που μαθαίνουμε. Ο Θεός είναι γεμάτος έλεος, έχει ατελείωτη χάρη, αγάπη και υπομονή για όλους. Δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί η αγαθότητά Του, κάτι που αποτελεί μεγάλη παρηγοριά για μας!


Η καλοσύνη του Θεού φανερώνεται από το γεγονός ότι συνεχίζει να συγχωρεί, συνεχίζει να είναι μακρόθυμος. Περιμένει τον αμαρτωλό, κάνοντας υπομονή με τον άνθρωπο. Κάθε πρωί, το έλεός Του ανανεώνεται. Γιατί; Επειδή ο Θεός είναι αγαθός.

Ψαλμ.πς:15 Αλλά συ, Κύριε, είσαι Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός

Ο Θεός δεν βιάζεται να τιμωρήσει. Βιάζεται να ελεήσει, να συγχωρήσει και να δώσει δεύτερη ευκαιρία σε ταπεινούς μετανοημένους ανθρώπους.

Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι κάποια στιγμή η μακροθυμία του Θεού πρέπει να δώσει τη θέση της στη δικαιοσύνη και την κρίση Του. Βέβαια, αυτό δεν μας αρέσει πολύ, δεν κάθεται καλά στο μυαλό μας! Η δικαιοσύνη όμως είναι κι αυτή ιδιότητα του Θεού που δεν πρέπει να την παραβλέψουμε. Πρέπει να Τον λατρεύουμε για την αγάπη Του, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την οργή και την κρίση Του. Υπάρχει η ώρα που ο Θεός λέει «φτάνει».

Παρ.κθ:1 «Άνθρωπος όστις ελεγχόμενος σκληρύνει τον τράχηλον, εξαίφνης θέλει αφανισθή και χωρίς ιάσεως».

Υπάρχει μια υπόσχεση και μια προειδοποίηση σ’ αυτά τα λόγια. Ο Θεός αποκαλύπτει μια αλήθεια για τον εαυτό Του και για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που ακούει και πεισμώνει, που τον διορθώνεις και αντιστέκεται, θα έχει βέβαια πολλές ευκαιρίες να ακούσει, αλλά μια μέρα, ξαφνικά, θα αφανιστεί χωρίς να υπάρχει γιατρειά. Δεν θα διορθώνεται η κατάσταση.

Τέτοιες δηλώσεις δεν είναι πολύ συχνές στη Γραφή. Ο Κύριος όταν προειδοποιεί, συγχρόνως προσφέρει τη χάρη Του, το έλεός Του, τη μακροθυμία Του την υπομονή Του. Ξέρει ότι είμαστε άνθρωποι, ατελείς, ελλιπείς και είναι έτοιμος πάντα να συγχωρήσει, να δώσει κι άλλες ευκαιρίες, να μας παρηγορήσει.

Εδώ όμως, το εδάφιο αυτό μας μαθαίνει πως όταν ο Θεός μιλάει, μας προειδοποιεί και δεν αλλάζουμε, τότε υπάρχει το σημείο της «μη επιστροφής». Υπάρχει ένα όριο που ο Θεός λέει «φτάνει».

Το ξαναλέει στις Παροιμίες:
Ο αχρείος άνθρωπος, ο κακότροπος άνθρωπος, περιπατεί με στόμα διεστραμμένον·  Κάμνει νεύμα διά των οφθαλμών αυτού, σημαίνει διά των ποδών αυτού, διδάσκει διά των δακτύλων αυτού· μετά διεστραμμένης καρδίας μηχανάται κακά εν παντί καιρώ· εγείρει έριδας· διά τούτο εξαίφνης θέλει επέλθει η απώλεια αυτού· εξαίφνης θέλει συντριφθή ανιάτως  (Παρ.ς:12-15).

Δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό. Ο Θεός δεν εμπαίζεται! Δεν μπορούμε να Τον κοροϊδέψουμε. Ο ίδιος δεν παίζει ποτέ παιχνίδια μαζί μας.

Θυμηθείτε τι έγινε στα Σόδομα και τα Γόμορρα. Επέτρεψε η μακροθυμία του Θεού να υπάρχουν, να συνεχίσουν να ευημερούν παρόλη την ανηθικότητα, την ασωτία και τη διαστροφή των ανθρώπων. Κάποια στιγμή όμως, έφτασαν στο όριο της υπομονής Του. Το πείσμα τους να μην ακούνε τη φωνή του Θεού, Τον οδήγησε να πει στον Αβραάμ, φτάνει, δεν θα κάνω άλλο υπομονή, θα τους καταστρέψω. Και ξαφνικά απροσδόκητα χωρίς γιατρειά, χωρίς δυνατότητα αναστροφής, οι συνέπειες έπεσαν πάνω τους.
Θυμηθείτε πως τιμώρησε ο Θεός τον Ηρώδη Αγρίππα τον 1ο. «Και εν ημέρα ωρισμένη ενδυθείς ο Ηρώδης βασιλικήν στολήν και καθήσας επί του θρόνου, εδημηγόρει προς αυτούς. Ο δε λαός επεφώνει· Θεού φωνή και ουχί ανθρώπου. Και παρευθύς επάταξεν αυτόν άγγελος Κυρίου, διότι δεν έδωκε την δόξαν εις τον Θεόν, και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξεψύχησεν» (Πράξ.ιβ:21-23).

Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος, περιγράφοντας αυτό το γεγονός, λέει, ότι ο Ηρώδης ήταν ντυμένος με ασημένια και λινά ρούχα, έτσι που όταν χτυπούσε πάνω του ο πρωινός ήλιος, έλαμπε! Ο λαός, άρχισε να τον αποκαλεί Θεό κι αυτός το δέχτηκε. Αυτό ήταν αρκετό. Ξαφνικά ένας τρομερός πόνος τον έπιασε στην κοιλιά του, δίπλωσε στα δύο, τον πήγαν στο δωμάτιό του και σε λίγα λεπτά, μέσα σε τρομερούς πόνους πέθανε. Δεν έδωσε τη δόξα στο Θεό και ο δίκαιος Θεός είπε, «φτάνει, μέχρι εδώ».

Το τρίτο παράδειγμα αφορά ένα έθνος. Είδαμε το τέλος της μακροθυμίας του Θεού σε ένα πρόσωπο και σε δύο πόλεις. Τώρα σε ένα έθνος. Διαβάζουμε στο Β’ Χρονικών: Ο Σεδεκίας ήταν ηλικίας 21 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 11 χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο τον Θεό του. Δεν ταπεινώθηκε μπροστά στον Ιερεμία τον προφήτη,  ο οποίος μιλούσε  σαν το στόμα του Κυρίου. Κι ακόμα, αποστάτησε ενάντια στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, που τον είχε ορκίσει στο Θεό, και σκλήρυνε τον τράχηλό του, και πεισμάτωσε την καρδιά του, ώστε να μην επιστρέψει στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Ακόμα, όλοι οι πρώτοι από τους ιερείς, και ο λαός, αθέτησαν υπερβολικά το νόμο και έπραξαν σύμφωνα με όλα τα βδελύγματα των εθνών, και μόλυναν τον οίκο του Κυρίου, που τον είχε αγιάσει στην Ιερουσαλήμ. Και ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων τους, τους παρήγγειλε δια μέσου των απεσταλμένων του, σηκωνόμενος το πρωί και εξαποστέλλοντας επειδή λυπόταν το λαό Του και το κατοικητήριό Του. Αυτοί όμως, χλεύαζαν τους απεσταλμένους του Θεού, και καταφρονούσαν τα λόγια Του, και κορόιδευαν τους προφήτες Του, μέχρις ότου η οργή του Κυρίου ανέβηκε εναντίον του λαού Του, ώστε θεραπεία δεν υπήρχε (Β’ Χρον.λς:11-16).

Για πάνω από 300 χρόνια, ο Ιούδας ζούσε ενάντια στο Θεό. Ο Θεός έστελνε προφήτες και ο λαός τους περιφρονούσε, τους χλεύαζε. Στο τέλος ο Θεός είπε «μέχρι εδώ», δεν υπάρχει πια θεραπεία.

Η μακροθυμία του Θεού κάποτε τελειώνει. Μπορεί να τελειώσει με μια πόλη, ένα πρόσωπο, ή ένα έθνος. Όπως θα δούμε παρακάτω, μπορεί να το κάνει με ένα ζευγάρι, τον Αχάβ και την Ιεζάβελ που είναι συνεργάτες στην αμαρτία.

Ο Ηλίας είχα αναμειχθεί στη ζωή τους, ακόμη από την αρχή της διακονίας του. Το μήνυμά του και η ζωή του, τους ήταν γνωστά. Για χρόνια άκουγαν και είδαν την αλήθεια στη ζωή του. Είδαν τι μπορεί να κάνει ο Θεός, όταν σταμάτησε τη βροχή για 3 ½ χρόνια και μετά το συμβάν στο όρος Κάρμηλος, που έριξε φωτιά από τον ουρανό.  Και δεν ήταν μόνο αυτά. Παρόλο που η Ιεζάβελ συνέχισε να κυνηγά τον Ηλία, ο Θεός επισκέφθηκε τον Αχαάβ. Αξίζει να διαβάσετε το κεφ.κ (εμείς είμαστε τώρα στο κεφ.κα) όπου έρχονται οι Σύριοι, πολιορκούν την πόλη της Σαμάρειας και ο Θεός του στέλνει ένα προφήτη να του πει, Έτσι λέει ο Κύριος: Βλέπεις ολόκληρο αυτό το μεγάλο πλήθος; Δες, εγώ το παραδίνω στο χέρι σου σήμερα, και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος (Α’ Βας.κ:13). Τους νικάνε πράγματι, και όταν ξαναέρχονται, ο Θεός στέλνει άλλο προφήτη και του λέει κάτι παρόμοιο και τον σώζει ξανά. Βλέπετε την ευεργεσία του Θεού στη ζωή του, παρόλο που δεν το άξιζε.

Παρόλα αυτά τα συμβάντα, παρόλες τις επισκέψεις του Θεού στη ζωή τους, συνέχισαν να σκληραίνουν τον τράχηλό τους. Κι όχι μόνο αυτό, χειροτέρεψαν κιόλας. Η συμπεριφορά τους δείχνει πως αυτό το ζευγάρι δεν διορθώνονταν.

Α’ Βασ.κα:1-2 Μετά δε ταύτα τα πράγματα Ναβουθαί ο Ιεζραηλίτης είχεν αμπελώνα εν Ιεζραέλ, πλησίον του παλατίου του Αχαάβ βασιλέως της Σαμαρείας. Και ελάλησεν ο Αχαάβ προς τον Ναβουθαί, λέγων, Δος μοι τον αμπελώνά σου, διά να έχω αυτόν κήπον λαχάνων, επειδή είναι πλησίον του οίκου μου· και θέλω σοι δώσει αντ' αυτού αμπελώνα καλήτερον παρ' αυτού· ή, αν ήναι αρεστόν εις σε, θέλω σοι δώσει το αντίτιμον αυτού εις αργύριον.

Ο άνθρωπος αυτός, ο Ναβουθαί, είναι ένας απλός άνθρωπος που έχει ένα αμπέλι που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, ήταν στη σκιά του παλατιού του Αχαάβ. Για κάποιο λόγο, ο Αχαάβ το προσέχει μια μέρα και αποφασίζει να το αγοράσει.

Σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή ο Ναβουθαί δεν μπορεί να πουλήσει την κληρονομιά του και το λέει στον Αχαάβ: Ο δε Ναβουθαί είπε προς τον Αχαάβ, Μη γένοιτο εις εμέ παρά Θεού, να δώσω την κληρονομίαν των πατέρων μου εις σε! (Α’ Βας.κα:3).

Ο Αχαάβ δεν είναι βέβαια ευχαριστημένος με την εξήγηση. Έκανε μια προσφορά, είχε το νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί ο ιδιοκτήτης, και αρνήθηκε. Είναι όμως ο Αχαάβ. Και σαν μικρό παιδί, όταν θέλει κάτι, το θέλει, δεν μπορεί να δεχτεί το «όχι» σαν απάντηση. Τι κάνει; Ό, τι κι ένα μωρό. Πεισμώνει.

Α’ Βασ.κα1:4 Και ήλθεν ο Αχαάβ εις τον οίκον αυτού σκυθρωπός και δυσηρεστημένος διά τον λόγον, τον οποίον ελάλησε προς αυτόν Ναβουβαί ο Ιεζραηλίτης, ειπών, Δεν θέλω σοι δώσει την κληρονομίαν των πατέρων μου. Και επλαγίασεν επί της κλίνης αυτού και απέστρεψε το πρόσωπον αυτού και δεν έφαγεν άρτον.
Μιλάμε για ενήλικα, έτσι; Όχι για μωρό. Αλλά συχνά μεγάλοι άνθρωποι κάνουν σαν μωρά. Κι ήταν κι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Σκυθρωπός και δυσαρεστημένος, πικραμένος, οργισμένος πάει στο δωμάτιό του, ξαπλώνει, κοιτάει τον τοίχο και δεν θέλει να φάει.
Α’ Βασ.κα:5-7 Και ήλθε προς αυτόν Ιεζάβελ η γυνή αυτού και είπε προς αυτόν, Διά τι το πνεύμά σου είναι περίλυπον, ώστε δεν τρώγεις άρτον; Ο δε είπε προς αυτήν, Επειδή ελάλησα προς Ναβουθαί τον Ιεζραηλίτην, και είπα προς αυτόν, Δος μοι τον αμπελώνά σου δι' αργυρίου· ή, αν αγαπάς, θέλω σοι δώσει άλλον αμπελώνα αντ' αυτού. και εκείνος απεκρίθη, Δεν θέλω σοι δώσει τον αμπελώνά μου. Και είπε προς αυτόν Ιεζάβελ η γυνή αυτού, Συ τώρα βασιλεύεις επί τον Ισραήλ; σηκώθητι, φάγε άρτον, και ας ήναι εύθυμος η καρδία σου· εγώ θέλω σοι δώσει τον αμπελώνα Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου.
Είσαι ή δεν είσαι βασιλιάς, ρωτάει η Ιεζάβελ. Στην πραγματικότητα η απάντηση είναι ότι δεν βασιλεύει. Η Ιεζάβελ βασιλεύει. Και αυτό αποδεικνύεται από τη μεταξύ τους στιχομυθία. Ο Αχαάβ αφήνει τη γυναίκα του να χειριστεί όλο το θέμα. «Ξέχνα το», του λέει αυτή, «σήκω, φάε, να είσαι χαρούμενος, εγώ θα σου δώσω αυτό που θέλεις».
Τι κάνει λοιπόν; Αυτό που κάνει πάντα. Δεν στρέφεται στο Θεό, δεν λέει μια καλή κουβέντα στον άντρα της, κάτι θετικό. Πάντα έτσι ήταν. Εγώ θα σε φροντίσω, μόνο μην ανακατεύεσαι. Και τι κάνει; Πλέκει μια συνομωσία.
Α’ Βασ.κα:8-10 Τότε έγραψεν επιστολάς εν ονόματι του Αχαάβ και εσφράγισε διά της σφραγίδος αυτού, και απέστειλε τας επιστολάς προς τους πρεσβυτέρους και προς τους άρχοντας, τους όντας εν τη πόλει αυτού, τους κατοικούντας μετά του Ναβουβαί. Και έγραφεν εν ταις επιστολαίς, λέγουσα, Κηρύξατε νηστείαν και καθίσατε τον Ναβουθαί επί κεφαλής του λαού· και παρακαθίσατε δύο άνδρας κακούς αντικρύ αυτού, και ας μαρτυρήσωσι κατ' αυτού, λέγοντες, Συ εβλασφήμησας τον Θεόν και τον βασιλέα· και εκβάλετε αυτόν και λιθοβολήσατε αυτόν, και ας αποθάνη.

Η βασίλισσα δεν έχει καμία εξουσία να γράψει επιστολές στο όνομα του βασιλιά. Αυτό όμως δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι πως του στήνει παγίδα, την οποία κάνει να φαίνεται πως είναι σύμφωνη με το γράμμα του Νόμου. Παρόλο που ο Νόμος του Μωυσή στο Δευτ.ιζ:5-6 απαιτεί δύο μάρτυρες για τη θανατική καταδίκη, αυτοί οι δύο ήταν διεφθαρμένοι άνθρωποι.

Και προσέξτε, δεν ήταν δύο τυχαίοι διεφθαρμένοι. Ήταν από τους ηγέτες του λαού. Από τους άρχοντες και τους πρεσβύτερους. Οι οποίοι βέβαια, αμέσως συντάχθηκαν με την Ιεζάβελ. Όλο το σύστημα λοιπόν, ήταν διεφθαρμένο.  Δικαιοσύνη και αλήθεια δεν υπήρχε σ’ αυτή την ασεβή διοίκηση. Έδιναν την ψευδαίσθηση πως τους ένοιαζε το σωστό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια αγέλη από ψεύτες και φονιάδες.

Α’ Βασ.κα:11-13 Και έκαμον οι άνδρες της πόλεως αυτού, οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες οι κατοικούντες εν τη πόλει αυτού, καθώς εμήνυσε προς αυτούς η Ιεζάβελ, κατά το γεγραμμένον εν ταις επιστολαίς τας οποίας έστειλε προς αυτούς. Εκήρυξαν νηστείαν και εκάθησαν τον Ναβουθαί επί κεφαλής του λαού· και εισήλθον δύο άνδρες κακοί και εκάθισαν αντικρύ αυτού· και εμαρτύρησαν οι άνδρες οι κακοί κατ' αυτού, κατά του Ναβουθαί, ενώπιον του λαού, λέγοντες, Ο Ναβουθαί εβλασφήμησε τον Θεόν και τον βασιλέα. Τότε εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ελιθοβόλησαν αυτόν με λίθους, και απέθανε.

Έτσι λοιπόν, έστησαν την παγίδα για το θάνατο του Ναβουθαί. Κάθεται στο χώρο των επισήμων, πιθανώς σκεπτόμενος πως ήταν τιμή γι’ αυτόν να είναι εκεί, να τον προσκαλέσουν. Αυτοί έκαναν κατά πως προστάχθηκαν και σε πολύ λίγη ώρα ο Ναβουθαί σύρθηκε έξω, λιθοβολήθηκε και πέθανε.

Α’ Βασ.κα:14-16 Και απέστειλαν προς την Ιεζάβελ, λέγοντες, Ο Ναβουβαί ελιθοβολήθη και απέθανε. Και ως ήκουσεν η Ιεζάβελ ότι ο Ναβουβαί ελιθοβολήθη και απέθανεν, είπεν η Ιεζάβελ προς τον Αχαάβ, Σηκώθητι, κληρονόμησον τον αμπελώνα Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου, τον οποίον δεν ήθελε να σοι δώση δι' αργυρίου· διότι ο Ναβουθαί δεν ζη αλλ' απέθανε. Και ως ήκουσεν ο Αχαάβ ότι ο Ναβουθαί απέθανεν, εσηκώθη ο Αχαάβ να καταβή εις τον αμπελώνα του Ναβουθαί του Ιεζραηλίτου, διά να κληρονομήση αυτόν.

Προσέξτε την αντίδραση του Αχαάβ. Είναι προβλέψιμος. Όπως συνηθίζει, εξαρτάται από την Ιεζάβελ και εκείνη τα καταφέρνει. Δεν ρωτάει ποτέ πως τα κατάφερε. Δεν ρωτάει πως πέθανε ο Ναβουθαί. Απλά δέχεται αυτό που πάντα ήθελε. Το αμπέλι του ανθρώπου. Χωρίς δισταγμό πηγαίνει και το παίρνει.

Άλλη μια φορά, η κακία βασίλεψε στην αυλή του Αχαάβ. Πολλοί μπορεί να ήξεραν ή να κατάλαβαν την αλήθεια, αλλά σήκωσαν με αδιαφορία τους ώμους. Αν ζήσει ο άνθρωπος για χρόνια κάτω από την επιρροή της ανηθικότητας και της ειδωλολατρίας, αρχίζει και τη συνηθίζει και η ασχήμια δεν φαίνεται πια τόσο άσχημη, δεν ενοχλεί.

Ο Θεός όμως, έχει φτάσει στο τέλος της μακροθυμίας Του με το ζευγάρι αυτό. Έκανε για χρόνια υπομονή μαζί τους, αλλά όχι πια.

Ο Ηλίας ξαναμπαίνει στο προσκήνιο. Ο Θεός τους έδωσε ευκαιρίες να μετανοήσουν, να επιστρέψουν, αλλά αυτοί πήγαν προς το χειρότερο. Στέλνει λοιπόν ο Θεός τον εκπρόσωπό Του, αυτή τη φορά χωρίς υποσχέσεις, χωρίς άλλες ευκαιρίες για μετάνοια. Είναι η ώρα της κρίσης.

Α’ Βασ.κα:17-19  Και ήλθεν ο λόγος του Κυρίου προς Ηλίαν τον Θεσβίτην, λέγων, Σηκώθητι, κατάβα εις συνάντησιν του Αχαάβ, βασιλέως του Ισραήλ, όστις κατοικεί εν Σαμαρεία· ιδού, εν τω αμπελώνι του Ναβουθαί είναι, όπου κατέβη διά να κληρονομήση αυτόν· και θέλεις λαλήσει προς αυτόν, λέγων, Ούτω λέγει Κύριος· Εφόνευσας και έτι εκληρονόμησας; Και θέλεις λαλήσει προς αυτόν, λέγων, ούτω λέγει Κύριος· Εν τω τόπω, όπου οι κύνες έγλειψαν το αίμα του Ναβουθαί, θέλουσι γλείψει οι κύνες το αίμα σου, ναι, σου.

Κάπως έτσι είναι η κρίση του Θεού. Δεν είναι ευχάριστη. Δεν ακούγεται σπλαχνική, ούτε θα έπρεπε. Ο Ηλίας δεν αντιμίλησε στο Θεό, δεν αμφισβήτησε την απόφασή Του, πήγε και μετέφερε το μήνυμα. Οι πιστοί υπηρέτες του Θεού, μεταφέρουν την αλήθεια, όποια κι αν είναι, είτε είναι μήνυμα σωτηρίας, είτε μήνυμα κρίσης.

Α’ Βασ.κα:20 Και είπεν ο Αχαάβ προς τον Ηλίαν, Με εύρηκας, εχθρέ μου; Και απεκρίθη, Σε εύρηκα· διότι επώλησας σεαυτόν εις το να πράττης το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου.

Υποδοχή πάλι ε; Όταν τον βρήκε ο Ηλίας στην έρημο τον υποδέχτηκε λέγοντάς του, Συ είσαι ο διαταράττων τον Ισραήλ; (ιη:1). Τώρα του λέει: Με εύρηκας, εχθρέ μου; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπάρχει εχθρότητα ανάμεσα στους δύο. Ο Ηλίας δεν το αρνείται, δεν πηγαίνει «γύρω-γύρω» από το θέμα του. Μπαίνει κατευθείαν  στο «ψητό» και τον επιπλήττει:

Επώλησας σεαυτόν εις το να πράττης το πονηρόν. Το κάνεις συνέχεια, το έχεις συνηθίσει πια, αυτή είναι η ζωή σου. Είναι ενδιαφέρον ότι στα Εβραϊκά το ρήμα «πούλησες» σημαίνει και «παντρεύτηκες». Και αυτό το λογοπαίγνιο δίνει μια καλή εικόνα της ζωής του Αχαάβ. Παντρεύτηκε την Ιεζάβελ και μαζί της παντρεύτηκε και την κακία, δεσμεύτηκε με το σκοτάδι και την αμαρτία.

Ο Θεός τον περίμενε υπομονετικά, χωρίς αυτός ποτέ να αλλάξει. Φτάνει λοιπόν στο σημείο, ο Θεός να πει «δεν υπάρχει γιατρειά». Ο άνθρωπος που ελεγχόμενος σκληρύνει τον τράχηλο, θα αφανιστεί ξαφνικά, και χωρίς γιατρειά (Παρ.κθ:1).

Ας διαβάσουμε προσεκτικά την ανακοίνωση της κρίσης του Θεού στο ζευγάρι αυτό, που ο Ηλίας χωρίς φόβο μετέφερε:

Α’ Βασ.κα:21-24  Ιδού, λέγει Κύριος, Εγώ θέλω φέρει κακόν επί σε, και θέλω σαρώσει κατόπιν σου και εξολοθρεύσει του Αχαάβ τον ουρούντα προς τον τοίχον και τον πεφυλαγμένον και τον αφειμένον μεταξύ του Ισραήλ· και θέλω καταστήσει τον οίκόν σου ως τον οίκον του Ιεροβοάμ υιού του Ναβάτ, και ως τον οίκον του Βαασά υιού του Αχιά, διά τον παροργισμόν τον οποίον με παρώργιαας, και έκαμες τον Ισραήλ να αμαρτήση. Και περί της Ιεζάβελ έτι ελάλησεν ο Κύριος, λέγων, Οι κύνες θέλουσι καταφάγει την Ιεζάβελ πλησίον του προτειχίσματος της Ιεζραέλ· όστις εκ του Αχαάβ αποθάνη εν τη πόλει, οι κύνες θέλουσι καταφάγει αυτόν· και όστις αποθάνη εν τω αγρώ, τα πετεινά του ουρανού θέλουσι καταφάγει αυτόν.

Όπως ο Νάθαν κάποτε μπροστά στον Δαβίδ, έτσι και ο Ηλίας στέκεται μπροστά στον Αχαάβ. Με διαπεραστική ματιά, ο προφήτης κοιτάζει στην ψυχή αυτού του ανθρώπου και του ανακοινώνει την κρίση. Ο Ηλίας ήταν άνθρωπος που έζησε την παρουσία του Θεού και μια φορά ακόμη, αφού συνήλθε ο ίδιος, ήρθε αντιμέτωπος με τον εχθρό του χωρίς φόβο.

Μετά από αυτές τις φοβερές προφητείες, ο συγγραφέας κάνει ένα σχόλιο για τη ζωή αυτού του ζευγαριού: Ουδείς τωόντι δεν εστάθη όμοιος του Αχαάβ, όστις επώλησεν εαυτόν εις το να πράττη πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όπως εκίνει αυτόν Ιεζάβελ η γυνή αυτού. Και έπραξε βδελυρά σφόδρα ακολουθών τα είδωλα, κατά πάντα όσα έπραττον οι Αμορραίοι, τους οποίους ο Κύριος εξεδίωξεν απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ (Α’ Βασ.κα:25-26). Απίστευτο ζευγάρι. Ήταν συνεργάτες στην ανυπακοή, μέχρις ότου ο Θεός είπε «φτάνει».

Υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές αλήθειες που πρέπει να θυμόμαστε από αυτή την ιστορία:
     
     1.     Η μακροθυμία του Θεού κάποτε τελειώνει. Κανείς δεν ξέρει το πότε.
Ο Θεός μέσα στη χάρη Του περιμένει, το έλεός Του μας επισκέπτεται κάθε μέρα. Περιμένει να ακούσει ο άνθρωπος τη φωνή Του και να μετανοήσει, να αλλάξει. Οι άνθρωποι ακούν το ευαγγέλιο αλλά δεν ανταποκρίνονται. Κι ο Θεός περιμένει. Κάποιοι λένε πως Τον πιστεύουν, η ζωή τους όμως λέει άλλα. Κι ο Θεός περιμένει. Κάποιοι νομίζουν πως θα Τον ξεγελάσουν με το να πάνε εκκλησία, ή να κάνουν και κάτι, πιστεύοντας πως έτσι εξαγοράζουν την υποχρέωσή του στον Άγιο Θεό. Κι ο Θεός περιμένει.

Μερικές φορές, η μακροθυμία Του μας μπερδεύει. Ιδιαίτερα όταν το κακό επιμένει κι ο Θεός δεν φαίνεται να κάνει κάτι για να το σταματήσει. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, είναι εύκολο να σκεφτούμε πως πάντα έτσι θα γίνεται με το κακό. Θα μένει ατιμώρητο.  Ο Σολομώντας έγραψε γι’ αυτό: Επειδή η κατά του πονηρού έργου απόφασις δεν εκτελείται ταχέως, διά τούτο η καρδία των υιών των ανθρώπων είναι όλη έκδοτος εις το να πράττη το κακόν (Εκκλ.η:11).

Σκέφτεται ο άνθρωπος, «Εντάξει, έκανα κάτι που δεν έπρεπε, αλλά δεν έγινε και τίποτα. Καλά είμαι…». Κι όμως, αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που ο Θεός τον ανέχεται. Κάποτε θα έρθει η τελευταία φορά και δεν ξέρουμε πότε είναι. Γνωρίζουμε όμως από τα εδάφια που μιλάνε για τα Σόδομα και Γόμορρα, για τον Ηρώδη Αγρίππα, για τον Αχαάβ και την Ιεζάβελ, πως η υπομονή του Θεού έχει ένα τέλος. Μη νομίζουμε ότι η μακροθυμία Του είναι αιώνια. Δεν είναι.

     2.     Ο Θεός τηρεί το λόγο Του. Κανείς δεν Τον σταματά.
 Μην ξεχάσουμε ποτέ τι διαβάσαμε σ’ αυτό το κεφάλαιο. Ο Αχαάβ και η Ιεζάβελ είχαν τέτοια εξουσία που πίστευαν ότι τίποτα δεν τους άγγιζε.

Ένας άλλος δυνατός μονάρχης έμαθε το ίδιο μάθημα. Ο βασιλιάς Βαλτάσαρ, ο οποίος έζησε τα χρόνια του Δανιήλ. Κι αυτός είχε μεγάλη εξουσία. Έκανε όμως το λάθος να αγνοήσει τη φωνή του Θεού.

Μια νύχτα που γιόρταζε, μάλιστα με τα σκεύη του ναού του Θεού, έπινε αυτός και οι άρχοντές του, οι γυναίκες τους και οι παλλακίδες τους. Κι αυτό τι σήμαινε; Ότι ο δικός τους θεός ήταν πιο δυνατός από το Θεό των Ιουδαίων. Ενώ ήξερε το λάθος του πατέρα του Ναβουχοδονόσορα, που ο Θεός τον έκανε ζώο για να τον ταπεινώσει, δεν έδειξε ταπεινή διάθεση. Πίστευε πως είχε άσυλο. Προκάλεσε το Θεό, χρησιμοποιώντας για τη γιορτή του τα ιερά σκεύη. Ύμνησε ψεύτικους θεούς. Δεν έδωσε δόξα στο Θεό που κρατάει τη ζωή του στα χέρια Του.

Και διαβάζουμε, Εν αυτή τη ώρα εξήλθον δάκτυλοι χειρός ανθρώπου και έγραψαν κατέναντι της λυχνίας επί το κονίαμα του τοίχου του παλατίου του βασιλέως· και ο βασιλεύς έβλεπε την παλάμην της χειρός, ήτις έγραψε (Δαν.ε:5). 

Θυμάστε τι έγραψε; Θεκέλ, εζυγίσθης εν τη πλάστιγγι και ευρέθης ελλιπής· Φερές, διηρέθη η βασιλεία σου και εδόθη εις τους Μήδους και Πέρσας (Δαν.ε:27-28).

Το ίδιο βράδυ, ο Βαλτάσαρ φονεύθηκε. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι να σταματήσει την κρίση του Θεού.

Ακόμη κι αν είσαι παιδί του Θεού, τα ίδια ισχύουν. Ο Θεός δεν πρόκειται να σε διώξει από την οικογένειά Του. Αλλά αν πεισματικά αρνείσαι να Τον υπακούσεις, και συνεχίζεις το δικό σου δρόμο, τότε θα σε παιδέψει αυστηρά. Μας αγαπάει πολύ για να μας αφήσει στην ησυχία μας. Πάντα το κάνει. Φέρνει διαφορετικές καταστάσεις για να μας ελέγξει και να μας φέρει πίσω στον Εαυτό Του.

Βέβαια, πολλοί θα πουν: εγώ δεν είμαι σαν τον Αχαάβ και την Ιεζάβελ. Κάποιοι άλλοι μπορεί να κατάλαβαν το λάθος τους αλλά αποφάσισαν να το τακτοποιήσουν την άλλη βδομάδα. Η αναβολή είναι το καλύτερο όπλο του Σατανά. Μην κάνεις ούτε το ένα λάθος, ούτε το άλλο.

Ας σταματήσουμε να παίζουμε με το Θεό. Είναι αγαθός, αλλά είναι και δίκαιος!