Το να μιλούμε για τη σχέση ενός θρησκευτικού
βιβλίου, της Βίβλου, με μια επιστήμη, την Αρχαιολογία, δεν είναι αυτονόητο.
Κατά την κοινή αντίληψη μια θρησκεία ασχολείται με δόγματα καθολικής ισχύος,
ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, που αποτελούν αντικείμενο πίστεως και δεν
υπόκεινται σε διαδικασίες επαλήθευσης ή διάψευσης. Η επιστήμη αντίθετα είναι ο
χώρος των αισθήσεων και του ορθού λόγου. Ωστόσο η Βίβλος χωρίς να είναι ένα
επιστημονικό βιβλίο, "μπαίνει στα χωράφια" αρκετών επιστημών, στη
συγκεκριμένη περίπτωση ιστορικών, και προβαίνει σε αναφορές δεδομένων, που
ορίζονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Ενώ η διδασκαλία του Βουδισμού δεν θα έχανε τίποτε
από το κύρος της, ακόμη και αν ο ίδιος ο Βούδας δεν είχε υπάρξει ποτέ, το
μήνυμα της Γραφής αντίθετα στηρίζεται επάνω σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα.
Πριν η Γραφή δώσει μια ηθική διδασκαλία, μιλά για τόπους, έθνη, πολιτισμούς,
εξέχουσες προσωπικότητες, μιλά για την επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη
ιστορία, σε τόπο και χρόνο. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα αξιόπιστο μήνυμα της
Αγίας Γραφής χωρίς τα ιστορικά πρόσωπα του Αβραάμ ή του Μωυσή και την ιστορική
πορεία του λαού Ισραήλ, για να μην αναφερθούμε στην ιστορικότητα του προσώπου
του Ιησού Χριστού, της σταύρωσης και της ανάστασής Του. Για να το εκφράσουμε
καλύτερα: η ιστορική πορεία του λαού του Θεού είναι αυτό το ίδιο το μήνυμα.
Πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη Αρχαιολογία, δεν είχαμε
ουσιαστικά καμία μαρτυρία από εξωβιβλικές πηγές ως προς το κατά πόσο αληθεύει ή
όχι το σύνολο της ιστορίας που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Σήμερα η κατάσταση
αυτή έχει αλλάξει.
Τί μπορεί να μας προσφέρει η αρχαιολογική έρευνα
αναφορικά με τη Βίβλο; Η Αρχαιολογία είναι η επιστήμη, που μελετά τα υλικά
κατάλοιπα ανθρώπινων πολιτισμών του παρελθόντος. Μέσα από ανεύρεση κτιρίων,
δημόσιων και ιδιωτικών, π.χ. ναών, ανακτόρων, οικιών, ή αντικειμένων υψηλής
τέχνης και καθημερινής χρήσης, π.χ. αγάλματα θεών και εξεχόντων θνητών,
θραύσματα αγγείων και υπολείμματα τροφής, ή μέσα από κάποιες επιγραφές γραμμένες
επάνω σε διάφορου φορείς ο αρχαιολόγος προσπαθεί να ανασυνθέσει τον
συγκεκριμένο ανθρώπινο βίο όσο το δυνατό πληρέστερα. Ποιοι ήταν αυτοί οι
άνθρωποι, πού και πώς ζούσαν, πώς ντύνονταν, τί έτρωγαν, πώς σχετίζονταν μεταξύ
τους και πώς οργάνωναν την κοινωνία τους, τί πίστευαν, πως έβλεπαν τον κόσμο
και τους ανθρώπους, τί ήθη και έθιμα είχαν;
Η Αρχαιολογία, και πιο συγκεκριμένα ο κλάδος της,
που ασχολείται με τη μελέτη των βιβλικών πολιτισμών, μπορεί να μας δώσει ένα
ευρύτερο πλαίσιο από συμφραζόμενα μέσα από τα οποία μπορούμε καλύτερα να
κατανοήσουμε κάποια γεγονότα, έθιμα αλλά και το γενικότερο τρόπο ζωής των
ανθρώπων, που αναφέρονται στην Αγία Γραφή.
Από την εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εξής,
αφού ο άνθρωπος και η λογική του τοποθετήθηκαν στο κέντρο του σύμπαντος υπήρξε
ένα γενικό ρεύμα αμφισβήτησης, όσον αφορά την πίστη στο Θεό και την ορθότητα
των δηλώσεων της Αγίας Γραφής. Καθώς η ερασιτεχνική ενασχόληση με τα αρχαία, η
αρχαιοφιλία και η αρχαιοσυλλογή, έπαιρναν σταδιακά το συστηματικότερο χαρακτήρα
μιας επιστήμης, ιδιαίτερα από τον περασμένο αιώνα και εξής δίνονταν πλέον η
ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η νέα επιστήμη της Αρχαιολογίας στην υπηρεσία της αμφισβήτησης.
Τα ιερά κείμενα έπρεπε να περάσουν κάτω από την "Υψηλή Κριτική" του
κοσμικού ορθολογισμού και του θεολογικού φιλελευθερισμού. Εδώ οι πιστοί
ερευνητές έπρεπε να δώσουν μια μάχη, που συνεχίζεται ακόμη, και να χρησιμοποιήσουν
την Αρχαιολογία με σκοπό απολογητικό, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ορθότητα των
ιστορικών διακηρύξεων της Βίβλου.
Οπωσδήποτε δεν είναι θεμιτό να χρησιμοποιεί κανείς
την Αρχαιολογία για να αποδώσει κύρος στο λόγο του Θεού. Η θεοπνευστία της
Αγίας Γραφής δεν μπορεί να αποδειχθεί, όπως άλλωστε και η ίδια η ύπαρξη του
Θεού. Η σωστή απολογητική δεν έχει σαν στόχο να οδηγήσει στο Θεό μέσω της
λογικής, αλλά να δώσει την άδεια στην πίστη να προχωρήσει εκεί που η ίδια
αδυνατεί.
Ένα παράδειγμα επιστημονικής αντιπαράθεσης αποτελεί
η περίπτωση των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης (εννοούνται οι γενάρχες του
λαού Ισραήλ, ο Αβραάμ και οι απόγονοί του). Η ορθολογιστική έρευνα της Παλαιάς
Διαθήκης του 19ου αιώνα στη Γερμανία είχε θεωρήσει ότι το βιβλίο της Γένεσης
δεν περιείχε καμιά ιστορική πληροφορία αλλά επρόκειτο για μια σειρά ηρωικών
μυθιστορημάτων ή παραδόσεων.
Από τους σπουδαιότερους εκπρόσωπους της άποψης
αυτής ήταν οι J. Wellhausen και H. Gunkel, οι οποίοι βρήκαν θιασώτες των
απόψεών τους έως και σήμερα. Μια νέα αντιμετώπιση είδε το φως όμως στην Αμερική
από το 1930 κ.ε. με τον καθηγητή W.F. Albright, ο οποίος προσπάθησε να συσχετίσει
τις διηγήσεις της Γένεσης με μια αυξημένη μάζα αρχαιολογικών ντοκουμέντων του
αρχαίου Βιβλικού κόσμου, κι ιδιαίτερα, να τοποθετήσει τους πατριάρχες στο πρώτο
μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η άποψη του Albright επικράτησε σε γενικές γραμμές
ως τη δεκαετία του 1970, οπότε παρουσιάστηκε ένα αντίθετο ρεύμα, πιστό στις
θεωρίες του 19ου αι. για να επιβεβαιώσει, ότι το θέμα δεν είχε βρει την
οριστική του λύση. Ερευνητές όπως ο διάσημος K. A. Kitchen βασιζόμενος στις
σημερινές γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο, εκτιμά ότι οι διηγήσεις της Γένεσης
μπορούν θαυμάσια να ενταχθούν στον κόσμο της Μέσης Ανατολής της 2ης χιλιετίας.
Οι πατριάρχες ήταν άνθρωποι της εποχής τους, με
παρόμοια ονόματα, με παρόμοια κοινωνικά έθιμα και νόμους, με παρόμοιο τρόπο
ζωής, και οι διηγήσεις για τη ζωή τους αποτελούν ένα λογοτεχνικό είδος, που
βρίσκει και άλλα παράλληλα στην εποχή τους.
Η ιστορικότητά των πατριαρχών δεν αποδεικνύεται
κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί κατ' ουδένα τρόπο να
αποκλειστεί, αντίθετα μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί από επιστημονικής απόψεως πολύ
πιθανή. Μια αντίρρηση ότι η Βίβλος περιγράφει καταστάσεις, οι οποίες ποτέ δεν
υπήρξαν ή δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν δεν μπορεί να σταθεί με βάση τα ιστορικά
δεδομένα.
του κ. Π. Παπαγεωργίου