Πρώτα απ’ όλα ας
αρχίσουμε με τη φράση που συνήθως λέγεται, ότι δηλαδή «Οι νέοι είναι το ΜΕΛΛΟΝ
της Εκκλησίας».
Από αυτό και μόνο γίνεται φανερό ότι κάποιοι –για να μην
πούμε οι περισσότεροι– αντιμετωπίζουν τους νέους ΟΧΙ ΩΣ ΠΑΡΟΝ αλλά ΜΟΝΟ
ΩΣ ΜΕΛΛΟΝ. Αυτό βασικά συμβαίνει επειδή ως “παρόν” θεωρούν τους ίδιους
τους εαυτούς τους.
Μοιάζει τούτη η περίπτωση με τη
γνωστή φράση: «Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες έτοιμοι να χύσουν την τελευταία
σταγόνα του αίματός τους, όμως δύσκολα βρίσκεις εκείνους που είναι έτοιμοι να
χύσουν την πρώτη.» Έτσι κι αυτοί είναι έτοιμοι να τιμήσουν τους νέους, αλλά
αφήνουν να το κάνουν μόνο μετά από το δικό τους θάνατο...
Ένα άλλο σημαντικό
πρόβλημα υπάρχει επειδή καθένας δίνει το δικό του προσδιορισμό για το ποιος
είναι νέος. Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι νέοι επειδή “έτσι νιώθουν" ενώ
την ίδια ώρα άλλοι –που είναι όντως νεαρής ηλικίας– μπορεί να νιώθουν σαν
γέροι. Αλλά ποιοι είναι οι πραγματικά νέοι;
Αντίθετα από τον κόσμο, όπου
υπάρχει τάση “περιορισμού" του διαστήματος της νεανικής ηλικίας
(ψηφοφορίες, γάμος, ποινική ευθύνη κ.λπ.), στους εκκλησιαστικούς χώρους, τα
πράγματα συνήθως βαίνουν αντιστρόφως ανάλογα, όπως μπορεί κανείς να παρατηρήσει
σε συνέδρια νεολαιών αλλά και στη σύνθεση των στελεχών στις νεανικές ομάδες και
επιτροπές, όπου πολύ συχνά οι δήθεν “εκπρόσωποι των νέων” έχουν πάψει να είναι νέοι πριν από δεκαετίες –
αφού τώρα διανύουν τα “-ήντα" τους.
Οι όντως νέοι, αυτοί δηλαδή
που είναι μεταξύ 18 και 30 ετών, αντιμετωπίζονται ως ανήλικα και ανίκανα πλάσματα,
που χρειάζονται ποδηγέτηση και σφιχτό έλεγχο από τους μεγαλύτερους ως άτομα που
αν τους παραχωρηθούν ευθύνες, το μόνο που θα καταφέρουν είναι η καταστροφή.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο
διευρύνεται το λεγόμενο “χάσμα γενεών", μα και οι αληθινά νέοι
εξαναγκάζονται σε κάθε μορφής “επανάσταση", καθώς χρειάζονται ζωτικό χώρο
για ν’ αναπτύξουν τη δική τους ζωή, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να
αξιοποιήσουν τα χαρίσματά τους, να ζήσουν σήμερα –όπως τους ανήκει– και όχι
αύριο, όπως θέλουν να τους καταδικάσουν οι πνευματικοί τους ταγοί.
Δυστυχώς, εκείνοι που
θα έπρεπε να είναι και να λειτουργούν ως πατέρες, και να χαίρονται με τα
επιτεύγματα των πνευματικών τους παιδιών, αντιμετωπίζουν τους νέους
ανταγωνιστικά, επειδή δεν τους θεωρούν ως δική τους συνέχεια, αλλά ως
“αντίπαλους” που θέλουν να τους κατεβάσουν από το “θρόνο" που εκείνοι
έχουν στρογγυλοκαθίσει.
Τούτη η τελευταία εικόνα
είναι και αφύσικη και παθολογική πιο σωστά φανερώνει ψυχολογική διαστροφή.
Δείχνει ανθρώπους απρόθυμους να παραδεχτούν την αλήθεια, που φοβούνται καθώς
πλησιάζουν προς το τέλος της ζωής τους, που δεν εμπιστεύονται τον Θεό, και –σε
τελευταία ανάλυση– δεν αγαπούν ούτε τον Χριστό ούτε το Σώμα Του, δηλαδή την εκκλησία,
παρά μόνο το είδωλο του εαυτού τους.
Το λιγότερο που μπορεί να
ειπωθεί για τέτοιους ανθρώπους, είναι ότι δεν έχουν επαφή με το Θεό, το Άγιο
Πνεύμα δεν έχει αγγίξει την καρδιά τους είναι κολλημένοι στα γήινα στην
πραγματικότητα δεν πιστεύουν ούτε στην αιώνια ζωή και ο “θεός" που στην
ουσία λατρεύουν είναι ο ίδιος τους ο ΕΑΥΤΟΣ.
Αν και η Βίβλος
διδάσκει έντονα τον σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, με σοφία αναγνωρίζει το
πρόβλημα που υπάρχει σε αρκετούς ηλικιωμένους. Για το λόγο αυτό ο Εκκλησιαστής
έγραψε πριν από χιλιετίες: «Καλήτερον πτωχόν και σοφόν παιδίον παρά
βασιλεύς γέρων και άφρων, όστις δεν είναι πλέον επιδεκτικός νουθεσίας»
(Εκκλ.δ:13).
Τίποτα δεν είναι πιο ολισθηρό
από την υψηλή θέση όταν δεν συνοδεύεται από σοφία και αγάπη για τους ανθρώπους.
Ένας βασιλιάς δεν είναι ευτυχής όταν στερείται φρόνησης. Αντίθετα είναι
καλύτερο και άξιο σεβασμού ένα σοφό, συνετό και ευσεβές άτομο, ακόμη και αν
είναι φτωχό και νεαρό σε ηλικία, επειδή αυτό μπορεί να ενεργήσει καλύτερα, να διορθώσει
τον εαυτό του και να γίνει μεγάλη ευλογία για τη γενεά του.
Ο κίνδυνος προκύπτει επειδή
εκείνοι που βρίσκονται σε θέση ισχύος –και κανονικά θα έπρεπε ν’ αξίζουν
σεβασμό τόσο για την ηλικία τους όσο και για τη θέση που διακονούν – συνήθως
γίνονται τόσο ανόητοι, ώστε δεν δέχονται συμβουλή και προειδοποίηση (αν και
στην πραγματικότητα σπάνια κάποιος θα τολμούσε να τους πλησιάσει και να εκφράσει
αντίθετη γνώμη, εξαιτίας είτε του φόβου είτε του αρρωστημένου “σεβασμού” που
εμπνέουν στους “αδελφούς” τους). Έτσι γίνονται οι ίδιοι η κυριότερη αιτία για
την απώλεια εκτίμησης και τιμής προς το πρόσωπό τους.
Το αντίθετο μπορεί να συμβεί
σε φρόνιμα και ενάρετα άτομα, ακόμη και αν έχουν τα μειονεκτήματα της νιότης
και της φτώχειας, κάτι που είδαμε να συμβαίνει στην ιστορία του Ιωσήφ, που
βγήκε από τη φυλακή για να κυβερνήσει την Αίγυπτο, ενώ αντίθετα ο ίδιος ο
Σολομώντας έγινε περίγελος στα μάτια του λαού του παρότι γεννήθηκε βασιλιάς και
ήταν ο πλουσιότερος της εποχής του. Στη ζωή συχνά οι ρόλοι αλλάζουν επειδή ο
Θεός, μεταξύ άλλων, είναι «ο εγείρων από του χώματος τον πτωχόν και από
της κοπρίας ανυψών τον πένητα, διά να καθίση αυτόν μετά των αρχόντων, μετά των
αρχόντων του λαού αυτού» (Ψαλμ.ριγ:7-8).
Τι έχει να δείξει το
παρελθόν, για το θέμα που εξετάζουμε;
(α) Όσοι
διακατέχονταν από τέτοιο σύνδρομο, οδήγησαν το περιβάλλον τους σε διάλυση και
καταστροφή επαληθεύοντας στην περίπτωσή τους τη φράση “Μετά από εμένα το χάος”,
μόνο που αίτιοι αυτού του χάους δεν ήταν οι νέοι αλλά αυτοί οι ίδιοι.
(β) Όσοι
ήταν ελεύθεροι από τέτοια κόμπλεξ, χαίρονταν με κάθε έναν που έβλεπαν να
ανδρώνεται πνευματικά και να ικανώνεται να υπηρετήσει πνευματικές διακονίες.
Τέτοιοι άνθρωποι προετοίμασαν κατάλληλους διαδόχους και άφησαν πίσω τους άξιους
συνεχιστές που και το έργο τους βελτίωσαν και με αγάπη διατηρούν τη μνήμη των
προκατόχων τους.
Τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε
πολλά στη Βίβλο, όπως π.χ. τον απόστολο Παύλο, που αγκάλιαζε νέους σαν τον
Τιμόθεο, τον Τίτο, το Μάρκο κ.λπ., στους οποίους –αφού πρώτα τους δίδαξε και
διαμόρφωσε– όχι μόνο τους εμπιστεύθηκε πολύπλοκες και σύνθετες διακονίες αλλά
και στη συνέχεια συνέβαλαν στην προκοπή της Εκκλησίας και του Ευαγγελίου. (Β’
Τιμ.α:6, Τίτ.α:5, Β’ Τιμ.δ:11).
Έτσι γεννιέται το
εύλογο ερώτημα: Γιατί κάποιοι έχουν μείνει στην ιστορία ως “αείμνηστοι”, ενώ
άλλοι θεωρούνται “η αιτία” για μύρια όσα κακά; Γιατί κάποιους τους θυμάται ο
λαός με ιερή μνήμη και ευγνωμοσύνη, ενώ για άλλους εύχονται πώς θα γινόταν να
αδειάσουν τη γωνιά το γρηγορότερο; Γιατί κάποιους τους συνοδεύσουν στην κηδεία
τους, όπως το Στέφανο, με «θρήνον μέγαν
επ' αυτόν», ενώ για άλλους αισθάνονται μεγάλη ανακούφιση για την απουσία
τους;
Ένα απλός άνθρωπος θα
μπορούσε να το θέσει ως εξής:
Αφού
κανείς δε μπορεί να διορθώσει τα λάθη του “μετά θάνατον”, καλό θα ήταν για
κάποιους, – ακόμη και αν δεν φοβούνται το Θεό ούτε ντρέπονται τους ανθρώπους –,
να σκεφτούν για λίγο τουλάχιστον την υστεροφημία τους...