ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Γέν.θ:1,2 Και ευλόγησεν ο
Θεός τον Νώε και τους υιούς αυτού· και είπε προς αυτούς, Αυξάνεσθε και
πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γήν· και ο φόβος σας και ο τρόμος σας θέλει είσθαι
επί πάντα τα ζώα της γης, και επί πάντα τα πτηνά του ουρανού, επί παν ό,τι
έρπει επί της γης, και επί πάντας τους ιχθύας της θαλάσσης· εις τας χείρας σας
εδόθησαν·
Η
Γραφή σ’ αυτό το κεφάλαιο μας κάνει γνωστή την καινούρια διαθήκη κάτω από την
οποία τίθεται η κτίση και ο άνθρωπος μετά τον κατακλυσμό, καθώς και το σημείο αυτής
της διαθήκης.
Βλέπουμε
ότι ο Θεός, τις εντολές που είχε δώσει στον Αδάμ και την Εύα, τις επαναλαμβάνει
στο Νώε και τους γιους του: «Αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γήν». Η εντολή που δίνει ο Θεός στον
άνθρωπο κατά την είσοδό του στον αποκαταστημένο πλέον κόσμο, είναι να γεμίσουν
τη γη και όχι μόνο μερικά μέρη αυτής. Το θέλημα Του ήταν οι άνθρωποι να
σκορπιστούν σ’ όλο το πρόσωπο της γης και να μην υπολογίσουν στη “συγκεντρωμένη
δύναμη” όπως προσπάθησαν να κάνουν(κεφ.ια).
Ο
διάβολος έκανε τους ανθρώπους να μαζεύονται σε ορισμένα μέρη της γης, κι έτσι
δημιουργήθηκαν οι τεράστιες πόλεις όπου συνήθως αυξάνεται η αμαρτία, η ανομία
και κατά συνέπεια ο θάνατος. Ο Θεός ήθελε τον άνθρωπο πιο απλό, να εξαρτάται
από το Θεό, να δουλεύει τη γη με τα χέρια του και να τρέφεται απ’ αυτή.
Μένοντας έτσι ταπεινός ο άνθρωπος, ο Θεός θα μπορούσε να εργαστεί και να
κερδίσει την ψυχή του. Όμως με το να συσσωρευτούν οι άνθρωποι μέσα στις πόλεις,
άρχισε να αυξάνει ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, ο ανταγωνισμός.
Αυτό
δεν σημαίνει ότι εμείς σήμερα δεν πρέπει να ζούμε μέσα σε πόλεις, το κακό έγινε
πια. Τώρα εμείς πρέπει να είμαστε μέσα εκεί για να επιστρέψουμε όσο το δυνατόν
περισσότερους στο Χριστό.
Ενώ
πριν από την πτώση τα ζώα ήταν φιλικά προς τον άνθρωπο, τώρα μετά τον
κατακλυσμό, ο φόβος του ανθρώπου τοποθετήθηκε στην καρδιά όλων των κατώτερων
πλασμάτων, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν στον άνθρωπο να είναι αποτέλεσμα
φόβου και τρόμου. Η ζωή και ο θάνατος των κατώτερων ζώων πρέπει να είναι στην
υπηρεσία του ανθρώπου.
Γέν.θ:3 παν κινούμενον, το οποίον ζη, θέλει είσθαι εις σας προς
τροφήν· ως τον χλωρόν χόρτον έδωκα τα πάντα εις εσάς·
παν κινούμενον, το οποίον ζεί Εννοεί κάθε ζώο που
είναι καθαρό, ξεχωρισμένο για τροφή. Αλίμονο αν ο άνθρωπος έτρωγε ό,τι
κινείται. Τότε έπρεπε να τρώμε αράχνες, νυχτερίδες, σκουλήκια, ποντίκια,
κατσαρίδες, μύγες, σαύρες και ότι άλλο κινείται! Υπάρχουν ζώα που μόνο με απλή επαφή επιφέρουν
το θάνατο εξαιτίας του δηλητηρίου που έχουν, ποιος τολμάει να τα φάει;
(Λευιτ.ια:46,47)! Στη Γέν.ς:21 είδαμε
ότι υπάρχουν φαγητά που δεν τρώγονται. Ακόμα στη Γέν.α:29 όπως κι εδώ μιλάει
για “πάντα χόρτον” όμως δεν
ακριβολογεί γιατί υπάρχουν χόρτα που είναι δηλητηριώδη.
Αυτό
φαίνεται να υπονοεί πως το ανθρώπινο γένος ήταν φυτοφάγο πριν τον κατακλυσμό.
Μια πιθανή δικαιολογία για τη νέα αυτή κατάσταση ήταν η καινούρια ατμόσφαιρα,
αφού ο υδάτινος θόλος έπεσε στη γη με τη μορφή βροχής. Οι κοσμικές ακτίνες
μπορούσαν τώρα να διαπεράσουν ευκολότερα την ατμόσφαιρα της γης κι έτσι να
συντομεύσουν το μήκος της ανθρώπινης ζωής. Έτσι ο άνθρωπος χρειαζόταν κρέας για
να επανορθώσει τη βλάβη.
Γέν.θ:4-6 κρέας όμως με την
ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει· και εξάπαντος το αίμα σας, το
αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει εκ της χειρός παντός ζώου θέλω εκζητήσει
αυτό, και εκ της χειρός του ανθρώπου· εκ της χειρός παντός αδελφού αυτού θέλω
εκζητήσει την ζωήν του ανθρώπου· όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει
χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ' εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον·
Τα ζώα
πρέπει να σφαχτούν, να στραγγίσει το αίμα και μετά να φαγωθούν. Απαγορεύεται να
φάει ή να πιει κανείς αίμα.
Είναι
κάτι ιερό, τύπος της σωτηρίας, αναφέρεται στη ζωή του Χριστού την οποία εξέχεε
- το αίμα Του - για να βρούμε εμείς ζωή. Λευιτ.γ:8 ζ:26
ιζ:10-11 ιθ:26 Α’Σαμ.ιδ:32-33 Πραξ.ιε:29.
Εδ.6 Η θανατική ποινή ορίστηκε απ’ το Θεό. Όχι γιατί είναι
σκληρός, αφού είναι γεμάτος από έλεος και αγάπη, αλλά το κάνει για να
προστατέψει τον άνθρωπο από το κακό. Όταν κανείς ξέρει τί θα του συμβεί αν
σκοτώσει άνθρωπο, δεν θα το κάνει με μεγάλη ευκολία.