«Ας κατευθυνθή ενώπιόν σου η
προσευχή μου ως θυμίαμα· η ύψωσις των χειρών μου ας γείνη ως θυσία εσπερινή»
Ψαλμός ρμα:2
Η προσευχή κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν από τα άλλα είδη ζωής στη
Γη, επειδή μόνο οι άνθρωποι προσεύχονται και τούτο παγκόσμια και άσχετα από
εποχή, πολιτισμό κ.λπ.
Μόνο εμείς έχουμε αυτοσυνειδησία αλλά και έχουμε ανάγκη την προσευχή. Ας
θυμηθούμε αυτό που ο Χριστός είπε στους Μακαρισμούς: «Ευτυχισμένοι εκείνοι που
έχουν συναίσθηση της πνευματικής τους ανάγκης [πτωχοί τω πνεύματι]» (Ματθ.ε:3).
Τούτη η «πνευματική ανάγκη» εξηγεί και όλα τα θρησκευτικά συστήματα με τις
διάφορες τελετουργίες και διαδικασίες προσευχών.
Μέσω της προσευχής επικοινωνούμε με το υπερφυσικό (πνευματικό) βασίλειο,
που θεωρούμε άγιο, υπέρτερο από εμάς και αιώνιο. Όμως αυτό το “υπερφυσικό”,
ούτε απρόσωπο μπορεί να είναι ούτε αφηρημένη δύναμη.
Ο Ψαλμωδός έγραψε: «Ω, ΣΥ που ακούς προσευχή, ΣΕ ΣΕΝΑ θα έρχεται κάθε
άνθρωπος [πάσα σαρξ]» (Ψαλμ.ξε:2). Είναι ενδιαφέρον ότι ο υμνογράφος δεν
αναφέρεται μόνο στην προσευχή του λαού Ισραήλ, αλλά σε κάθε άνθρωπο. Όσο και αν
τούτο δεν ταιριάζει με διάφορες σύγχρονες και παλαιότερες θεολογικές ερμηνείες,
ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης όταν ακούγεται προσευχή.
Ο Σολομών, στην προσευχή κατά τα εγκαίνια του Ναού της Ιερουσαλήμ,
ζήτησε: «Και τον ξένον έτι, όστις δεν είναι εκ του λαού σου Ισραήλ, αλλ'
έρχεται από γης μακράς διά το όνομά σου το μέγα, και διά την χείρα σου την
κραταιάν, και διά τον βραχίονά σου τον εξηπλωμένον, εάν έλθωσι και προσευχηθώσι
προς τον οίκον τούτον, τότε συ επάκουσον εκ του ουρανού, εκ του τόπου της
κατοικήσεώς σου, και κάμε κατά πάντα περί όσων ο ξένος σε επικαλεσθή, διά να
γνωρίσωσι πάντες οι λαοί της γης το όνομά σου και να σε φοβώνται, καθώς ο λαός
σου ο Ισραήλ, και διά να γνωρίσωσιν ότι το όνομά σου εκλήθη επί τον οίκον
τούτον, τον οποίον ωκοδόμησα» (Β΄ Χρον.ς:32-33).
Συνεπώς η προϋπόθεση για να ακούσει ο Θεός μια προσευχή δεν είναι κάποιο
θρησκευτικό, δογματικό ή τελετουργικό προαπαιτούμενο, αλλά καρδιά που εκζητεί
το Θεό με στάση ταπεινή και σωστή διάθεση. Με τούτη τη λογική και βιβλική βάση,
ο Πέτρος τόνισε στον Κορνήλιο, «Επ' αληθείας γνωρίζω ότι δεν είναι
προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ' εν παντί έθνει, όστις φοβείται αυτόν και εργάζεται
δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν» (Πράξ.ι:34-35).
Ο λόγος αυτός είχε θεμέλιο
την προφητεία του Ησαΐα: «Διότι ούτω λέγει Κύριος· (...) Περί δε των υιών του
αλλογενούς, οίτινες ήθελον προστεθή εις τον Κύριον, διά να δουλεύωσιν εις αυτόν
και να αγαπώσι το όνομα του Κυρίου, διά να ήναι δούλοι αυτού· όσοι φυλάττουσι
το σάββατον, ώστε να μη βεβηλώσωσιν αυτό και κρατούσι την διαθήκην μου· και
τούτους θέλω φέρει εις το άγιόν μου όρος και θέλω ευφράνει αυτούς εν τω οίκω
της προσευχής μου· τα ολοκαυτώματα αυτών και αι θυσίαι αυτών θέλουσιν είσθαι
δεκταί επί το θυσιαστήριόν μου· διότι ο οίκός μου θέλει ονομάζεσθαι, Οίκος
προσευχής διά πάντας τους λαούς» (Ησ.νς:4-7).
Ο Θεός δεν είναι “της Ελλάδος” ή “του Ισραήλ” – με εθνικιστική
αποκλειστικότητα – αλλά Δημιουργός όλων των ανθρώπινων πλασμάτων τα οποία
αγάπησε και στον κατάλληλο καιρό εξιλέωσε με τη θυσία του Ιησού Χριστού στο
Γολγοθά. Εκείνο που ιδιαίτερα ενδιαφέρει στο προηγούμενο εδάφιο, είναι η φράση:
«θέλω ευφράνει αυτούς εν τω οίκω της προσευχής μου». Ενώ η ώρα της προσευχής
για πολλούς ανθρώπους είναι βαρετή αγγαρεία και υποχρεωτικό καθήκον, ο Κύριος
την βλέπει ως διαδικασία και μέσο ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ.
Από πού προέρχεται η “ευφροσύνη” μας;
Ο Πανάγαθος «φυτρώνει βότανα για τροφή του ανθρώπου από τη γη και κρασί
που ευφραίνει την καρδιά, λάδι για να λάμπει το πρόσωπό του, και ψωμί που
στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου» (Ψαλμ.ρδ:14-15). Αλλά τούτη είναι μια
προσωρινή ευφροσύνη, που υπάρχει και διαρκεί όσο και η παροχή αυτών των υλικών
αγαθών. Τι γίνεται όμως όταν όλα αυτά απουσιάσουν; Ο φυσικός χωμάτινος άνθρωπος
δεν μπορεί παρά να βυθιστεί σε απελπισία καθώς αισθάνεται το τέλος της ζωής του
να πλησιάζει.
Όμως, ο άνθρωπος του Θεού, που έχει ζωντανά πνευματικά αισθητήρια,
συνταυτίζεται μαζί με τον αρχαίο Προφήτη ψάλλοντας: «Αν και η συκή δεν θέλει
βλαστήσει, μηδέ θέλει είσθαι καρπός εν ταις αμπέλοις· ο κόπος της ελαίας θέλει
ματαιωθή, και οι αγροί δεν θέλουσι δώσει τροφήν· το ποίμνιον θέλει εξολοθρευθή
από της μάνδρας, και δεν θέλουσιν είσθαι βόες εν τοις σταύλοις· Εγώ όμως θέλω
ευφραίνεσθαι εις τον Κύριον, θέλω χαίρει εις τον Θεόν της σωτηρίας μου. ο Θεός
είναι η δύναμίς μου, και θέλει κάμει τους πόδας μου ως των ελάφων· και θέλει με
κάμει να περιπατώ επί τους υψηλούς τόπους μου» (Αββ.γ:17-19).
Οι άνθρωποι έχουν μικρή δύναμη ενώ είναι και οι ίδιοι θνητοί και
προσωρινοί όπως όλα γύρω τους. Οι περισσότεροι βασίζονται στον εαυτό τους, στην
εξυπνάδα και την επιδεξιότητά τους, ή έστω στους συγγενείς και τους φίλους
τους, για να βρουν ικανοποίηση για τις ανάγκες τους, καταδικασμένοι ωστόσο εξ
αρχής να αποτύχουν, επειδή η βοήθεια που χρειάζονται υπάρχει μόνο στον Θεό, για
τον οποίο ο Δαβίδ δίκαια ψάλλει: «Θέλω σε δοξολογήσει, Κύριε, εν όλη καρδία
μου· θέλω διηγηθή πάντα τα θαυμάσιά σου. Θέλω ευφρανθή και χαρή εν σοι· θέλω
ψαλμωδήσει εις το όνομά σου, Ύψιστε» (Ψαλμ.θ:1-2).
Μόνο ο Θεός που είναι αιώνιος, μπορεί να μας δώσει ό,τι χρειαζόμαστε, και
μάλιστα στην πνευματική σφαίρα, επειδή από ανθρώπους μπορεί να λάβει κανείς
υλική βοήθεια ή κάποια αρμόζουσα συμβουλή, αλλά τι γίνεται όταν χρειαζόμαστε
βαθιά σοφία που ξεπερνά τις ανθρώπινες γνώσεις; Όταν χρειαζόμαστε παρηγοριά για
κάποια απώλεια, καθοδήγηση πριν από κάποια σοβαρή απόφαση ή συγχώρεση για
κάποια μας παράβαση;
Το παράδειγμα πιστών ανθρώπων της Βίβλου παραπέμπει στην προσευχή, για να
κάνουμε κι εμείς αυτό που έκαναν, όταν προσευχήθηκαν σε παρόμοιες περιπτώσεις
(Δαν.θ:4,5,19, Πράξ.1:24, 6:4, 6:6, 10:9, 12:5, 13:3, 14:23, 28:8 κ.λπ.).
Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε, ότι διάφοροι ευσεβείς άνθρωποι, ατυχώς,
ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΥΤΕ ΓΙΑΤΙ, ΟΥΤΕ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ. Γνωρίζουμε περιπτώσεις που
κάποιοι –και αυτοί δεν είναι λίγοι– προσεύχονται όχι στο Θεό αλλά, όπως είπε ο
Χριστός, «διά να φανώσιν εις τους ανθρώπους» (Ματθ.ς:5), ενώ άλλοι «κακώς
ζητούν, διά να δαπανήσωσι εις τας ηδονάς των» (Ιακ.δ:3). Υπάρχουν ακόμη και
εκείνοι που προσεύχονται επειδή με τον τρόπο αυτό μπορούν πλαγίως να
ικανοποιήσουν την επιθυμία τους να «κηρύττουν», επειδή δεν τους διατίθεται ο
άμβωνας. Υπόψη δε ότι όλοι αυτοί τις προσευχές τους δεν τις κάνουν ιδιωτικά,
μυστικά, στο «ταμείο» τους (Ματθ.ς:6), αλλά πάντοτε δημόσια...
Η αμάθεια βεβαίως δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ τον δρόμο της εγκάρδιας
προσευχής προς το Θεό. Η επιπολαιότητά μας, ωστόσο, κάνει πολλές φορές τις
προσευχές μας χωρίς νόημα και αντικείμενο. Η επισήμανση του Ιακώβου: «Ζητείτε
και δεν λαμβάνετε, διότι κακώς ζητείτε» (Ιακ. δ:2-3) δεν θα ήταν άστοχο να
υπενθυμιστεί εν προκειμένω, παρόλο που δεν γράφτηκε με αυτό τον σκοπό.
Από την άλλη είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι άνθρωποι –αυτό ασχέτως
δόγματος– προσεύχονται στο Θεό όχι για να επικοινωνήσουν μαζί Του αλλά για να
ζητιανέψουν –μερικοί μάλιστα και για να απαιτήσουν– εκείνα που νομίζουν ότι θα
έπρεπε να έχουν, κυρίως πράγματα υλικά και υγείας.
Είναι σπάνιο ν’ ακούσεις δημόσια προσευχή με αίτημα ουσιαστικά πνευματικό
και μάλιστα με στόχο τον ίδιο τον προσευχόμενο. Είναι και τούτο ένα σύμπτωμα
κακής προσευχής, επειδή στο Θεό αναφέρουμε πρώτιστα τις ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ πνευματικές ανάγκες.
Δεν είναι πρέπον να θυμόμαστε τα ελαττώματα των άλλων όταν κρύβουμε συστηματικά
τα δικά μας και τις αδυναμίες μας.
Καιρός, λοιπόν, να πάψουμε τους “πειραματισμούς” και να εγκύψουμε στις
βιβλικές αρχές και οδηγίες, ακολουθώντας το ασφαλές παράδειγμα των αγίων
ανθρώπων της Βίβλου, ώστε η προσευχή μας να είναι ευάρεστη στο Θεό ως θυμίαμα
ευώδες, και όχι σαν «βδέλυγμα» που Του προκαλεί απέχθεια (Ψαλμ.ρμα:2, Ησ.α:13).