Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Τι χρειάζονται κατά βάθος οι άνθρωποι

Ο φόβος της κόλασης κάποτε κινητοποιούσε βαθύτατα τους ανθρώπους.

Σίγουρα όμως, στην εποχή μας έχουμε αλλάξει το λεξιλόγιο μας. Σπάνια μιλάμε για το ότι «πρέπει να σωθείς». Και η κόλαση μνημονεύεται σπάνια ή καθόλου από τους περισσότερους άμβωνες της χώρας μας. Και σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και οι παραδοσιακά βιβλικοί άμβωνες!



Σήμερα μας απασχολεί το «τώρα» και όχι το «μετά».

Η θεμελιώδης όμως εντολή του Χριστού για το παγκόσμιο έργο μας ή ήταν να πάμε και να ΜΑΘΗΤΕΥΣΟΥΜΕ, και ο λόγος είναι ότι η πιο θεμελιώδης ανάγκη των λαών είναι να σωθούν από τη φρίκη της κόλασης και από την απώλεια.

Οι άνθρωποι, δείχνουν να μην έχουν πάρει μυρωδιά ποια είναι η πραγματική πηγή της διδασκαλίας της Βίβλου για την κόλαση και την απώλεια! Φαίνεται να θέλουν να την βάλουν σε αντιπαράθεση με τη διδασκαλία του Ιησού, αλλά στην πραγματικότητα σχεδόν όλη η διδασκαλία της Γραφής για την κόλαση προκύπτει από τα λόγια του ίδιου του Ιησού που έχουν γραφτεί στα ευαγγέλια. Αν δεν θέλεις το δόγμα της κόλασης, δεν θέλεις τη διδασκαλία του Ιησού. Αν ο Ιησούς έκανε λάθος για την κόλαση, τότε δεν έχουμε λόγους να είμαστε σίγουροι ότι είχε δίκιο στα πράγματα που προτιμούμε να πιστεύουμε. Αλλά αν ο Ιησούς ήταν Αυτός που ισχυρίσθηκε ότι ήταν - ο Γιός του Ζωντανού Θεού - τότε είχε δίκιο (σε όλα)!

Θα δούμε ότι η δεδηλωμένη αποστολή του Ιησού ήταν να σώσει ανθρώπους από την κόλαση.

Τον καιρό του Ιησού, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έλεγαν ότι αν κάποιος ήταν καταραμένος, αυτός ήταν ο Ζακχαίος. Σαν αρχιτελώνης είχε συμμαχήσει με τους ειδωλολάτρες και είχε αναμιχθεί στη σκληρή εκμετάλλευση των συνανθρώπων του. Εθεωρείτο αθεράπευτη περίπτωση, και οι άνθρωποι όλοι μαζί τρόμαξαν που ο Ιησούς ήθελε να συναναστραφεί μαζί του, γιατί αυτό υπονοούσε όταν ζήτησε τη φιλοξενία αυτού του ανθρώπου.

Ο Ιησούς με μια κουβέντα κατασίγασε τους επικριτές και ενθάρρυνε τη νεογέννητη πίστη σ’ αυτόν τον μέχρι εκείνη τη στιγμή κακό άνθρωπο. Είπε: «ο Υιός του ανθρώπου ήλθε να ζητήση και να σώση ΤΟ ΑΠΟΛΩΛΟΣ» (Λουκ.ιθ:10).

Έτσι, ο Ιησούς χαρακτήρισε εκείνους για τους οποίους είχε έρθει, σαν χαμένους ανθρώπους.

Θα θυμάσαι ότι ο άγγελος είχε πει στον Ιωσήφ πως ο γιός της Μαρίας θα έπρεπε να ονομασθεί Ιησούς «αυτός θέλει σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ.α:21). Έτσι, το πρόβλημα των χαμένων είναι πρόβλημα αμαρτίας.

Και αν το σχόλιο του αγγέλου δείχνει να έχει μια έντονα ιουδαϊκή εφαρμογή, το Ιωάν.γ:6 αντίθετα είναι παγκόσμιο.

«Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον».

Ο Ιησούς ήρθε έτσι ώστε οι άνθρωποι «να μη χαθούν». Η διακονία του Ιησού ήταν να σώσει κόσμο από τις συνέπειες της ενοχής του μπροστά στον Θεό.

«Όστις πιστεύει εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον· όστις όμως απειθεί εις τον Υιόν δεν θέλει ιδεί ζωήν, αλλ' η οργή του Θεού μένει επάνω αυτού» (Ιωαν.γ:36).

Ενώ αυτό το εδάφιο μας διδάσκει καθαρά ότι αυτός που ακούει το Ευαγγέλιο και το απορρίπτει βρίσκεται σε μια μεγάλη απώλεια, μας δείχνει ακόμη και κάποια πολύ ανησυχητικά πράγματα για εκείνους που δεν άκουσαν ποτέ. 

Αν ο άνθρωπος που απορρίπτει το Ευαγγέλιο δεν θα δει ζωή - ή, με άλλα λόγια, δεν ζει πραγματικά - τότε το ίδιο ισχύει στο παρόν και γι’ αυτόν που δεν άκουσε. Δεν μας λέει ότι εκείνος που απορρίπτει το ευαγγέλιο χάνει τη ζωή που κάποτε είχε. Μάλλον μας λέει ότι χάνει τη μόνη ευκαιρία να την αποκτήσει.

Όταν λέει ότι η οργή του Θεού μένει επάνω σ' αυτόν που απορρίπτει το Ευαγγέλιο υπονοείται ότι η οργή του Θεού κρέμεται και πάνω απ’ αυτόν που δεν άκουσε. Γιατί το να ακούσεις και να μη δεχτείς τη σωτηρία σημαίνει ότι βρίσκεις την οργή του Θεού να παραμένει εκεί που ήδη ήταν, κρεμασμένη πάνω απ’ το κεφάλι σου.

Στο πρώτο μέρος της προς Ρωμαίους ο απ. Παύλος με τον ίδιο τρόπο υποστηρίζει ότι σ’ ολόκληρο τον κόσμο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την τωρινή εκδήλωση της οργής του Θεού. Αν ο κόσμος είναι στη λάθος πλευρά σα σχέση με τον Θεό σ’ αυτή τη ζωή, τι έχουν να προσδοκούν στην επόμενη; Έτσι, ο Ιησούς ήρθε για να σώσει από την κόλαση.

Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να πούμε είναι ότι η βασική έμφαση στο έργο του Χριστού ήταν η σωτηρία.

Την εποχή του Χριστού υπήρχε μεγάλη ανάγκη για πολιτική απελευθέρωση. Όταν ο Ιησούς εφάρμοσε το Ησ.ξα:1-2 στον Εαυτό Του, μέσα στη συναγωγή της γενέτειρας του της Ναζαρέτ, ισχυριζόταν ότι ο Θεός Τον είχε χρίσει «για να ευαγγελισθεί τους φτωχούς, να κηρύξει στους αιχμαλώτους ελευθερία και στους τυφλούς ανάβλεψη, να στείλει ελεύθερους τους καταπιεσμένους» (Λουκ.δ:18). Σχεδόν φαινόταν ότι μιλάει για κάποιο πολιτικό πρόγραμμα, και πραγματικά, μερικές ψευδοχριστιανικές επαναστατικές ομάδες έχουν διεκδικήσει αυτό το κείμενο για όφελος τους. Αλλά αν ήταν αυτά τα λόγια να εκπληρωθούν υπό την κυριολεκτική και πολιτική έννοια, τότε ο Ιησούς είναι η πιο αξιοθρήνητη αποτυχία. Για παράδειγμα, ο μόνος φυλακισμένος τον οποίο ελευθέρωσε ήταν ο Βαραββάς - και αυτό με αντάλλαγμα τη δική Του ζωή!

Ούτε, πάλι, έδινε την έμφαση ο Ιησούς στο να θρέψει τους πεινασμένους. Σε τρία χρόνια διακονίας, αναφέρεται ότι μόνο δύο φορές έδωσε φαγητό σε μεγάλα πλήθη κατά θαυματουργικό τρόπο. Αλλά έδειξε να αντιδρά έντονα όταν αισθάνθηκε ότι κάποιοι θα Τον έκαναν την εύκολη απάντηση στην ανακούφιση από την πείνα. Τους είπε: «Με ζητάτε, όχι γιατί είδατε θαύματα, αλλά γιατί φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε. Να εργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε ζωή αιώνια, που θα σας την δώσει ο Υιός του Ανθρώπου, γιατί Αυτόν σφράγισε ο Πατέρας Θεός» (Ιωαν.ς:26). Με άλλα λόγια, η διακονία Του δεν θα εστιαζόταν σε στομάχια, αλλά σ’ αυτό που κάποτε ονομαζόταν «ψυχές».

Άλλοι θέλησαν με επιμονή να κάνουν τον Ιησού μια αποτελεσματική εναλλακτική επιλογή δίπλα στο κουτάκι με τις ασπιρίνες. Όταν κυκλοφορούσαν τα νέα της δύναμης Του να θεραπεύει, οι άνθρωποι θα έφθαναν ακόμη και στο σημείο να ξηλώσουν τη στέγη για να Τον φθάσουν. Βέβαια, ο Ιησούς ενδιαφερόταν πραγματικά για τα σώματα των ανθρώπων - και ακόμη επέμενε ότι οι πρώτοι ιεραπόστολοι που έστειλε θα έπρεπε να «θεραπεύουν τους ασθενείς» (Λουκ.ι:9). Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι όταν οι άνθρωποι προσπάθησαν να μονοπωλήσουν τον χρόνο Του για τα προβλήματα της αρρώστιας και της κατοχής από δαιμόνια, τους άφησε λέγοντας: «Και εις τας άλλας πόλεις πρέπει να ευαγγελίσω την βασιλείαν του Θεού επειδή εις τούτο είμαι απεσταλμένος» (Λουκ.δ:43). Οι θεραπείες Του αναμφίβολα έδειχναν την αγάπη του Θεού για ολόκληρο τον άνθρωπο. Αλλά η προτεραιότητα της διακονίας Του ήταν η διακήρυξη του Ευαγγελίου - των καλών νέων της σωτηρίας.

Μήπως αυτός δεν είναι και ο λόγος που τα ευαγγέλια αφιερώνουν τόσο πολλή από την έκτασή τους, μιλώντας για τον θάνατο του Ιησού; Ποια άλλη βιογραφία δίνει τόση έμφαση στις τελευταίες 24 ώρες της ζωής του βιογραφούμενου; Το κύριο έργο του Ιησού ήταν να πεθάνει. Μας έσωσε πάνω στο σταυρό. Αλλά αυτό είναι κενός λόγος αν δεν υπάρχει τίποτε από το οποίο να χρειάζεται να σωθούμε.

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, ο Ιησούς φρόντισε για ολόκληρο τον άνθρωπο.

Οι ευαγγελικοί άλλοτε κατηγορούνταν για το ότι φροντίζουν για τις ανάγκες της ψυχής και αγνοούν εκείνες του σώματος. Για μια τέτοια τακτική η Βίβλος λέει καθαρά: «Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος;» (Ιακ.β:15,16).

Τώρα το εκκρεμές μετακινήθηκε στην άλλη άκρη, και η διακήρυξη του ευαγγελίου έμεινε απ’ έξω. Εξαπατούμε αφελώς τους εαυτούς μας με τον σύγχρονο μύθο ότι η εκκλησία έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, και ότι το κήρυγμα μπορεί με ασφάλεια να αφεθεί στα χέρια των τοπικών εκκλησιών.

Ο καθένας από μας πρέπει να καθορίσει πώς θα χρησιμοποιήσει τον χρόνο του. Και το Άγιο Πνεύμα δεν δίνει σε όλους μας το χάρισμα του ευαγγελιστή. Αλλά ο Ιησούς ήταν σαφής στο ότι η προτεραιότητά Του ήταν να δώσει στους ανθρώπους αιώνια ζωή. Κάθε τι άλλο έπαιρνε δεύτερη θέση μετά το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μετά τον συμμερισμό των Καλών Νέων με τους άλλους ανθρώπους. Επομένως, αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα και της εκκλησίας.

Ασφαλώς βέβαια πρέπει να δείχνουμε αγάπη και όχι κατάκριση και απειλές. Αλλά αν πάρουμε τη διδασκαλία του Χριστού στα σοβαρά, θα θελήσουμε να κάνουμε τους ανθρώπους να έρθουν αντιμέτωποι με την άκρως επείγουσα ανάγκη τους για τον Σωτήρα. Δεν δείχνει και πολλή αγάπη το να τους αφήσουμε να νομίζουν ότι όλα πάνε καλά - ή ότι όλα θα πήγαιναν καλά, αρκεί να είχαν καλύτερα νοσοκομεία, καλύτερα σπίτια, καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερη κυβέρνηση. Αν ο Ιησούς έχει δίκιο, οι άνθρωποι βρίσκονται σε σοβαρότατο κίνδυνο. Το μήνυμά μας χάνει την αξιοπιστία του όταν δεν δείχνουμε να επειγόμαστε στον ευαγγελισμό. Όπως το είχε διατυπώσει κάποτε κάποιος: «Είτε δεν πιστεύεις πραγματικά στην κόλαση - είτε είσαι εγκληματικά σκληρός».

Ο απ. Παύλος έγραψε: «Εξεύροντες λοιπόν τον φόβον του Κυρίου, τους μεν ανθρώπους καταπείθομεν…. ελπίζω δε ότι και εις τας συνειδήσεις σας είμεθα φανεροί.... επειδή η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς (δεν μας αφήνει άλλη επιλογή)» (B' Κορ.ε:11,14).

Ο φόβος του Κυρίου δεν ήταν γι’ αυτόν θεωρητικό δόγμα. Ο Παύλος είχε σταθεί κάποτε μπροστά στον Χριστό σαν άπιστος, ακόμη, είχε γνωρίσει την αγάπη του Χριστού που ξεχνιόταν από την καρδιά του προς ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων. Παρόλα αυτά, σε μια από τις εγκύκλιες επιστολές του ζητούσε από τους φίλους του να προσεύχονται να κηρύξει με θάρρος το Ευαγγέλιο «καθώς πρέπει να μιλήσω» (Εφεσ.ς:20). Φαντάσου τον Παύλο να έχει τον πειρασμό να «λακίσει» από τον ευαγγελισμό! Φαίνεται ότι τον είχε. Και σίγουρα έδινε σημασία στο γεγονός ότι υπήρχε υπερφυσική αντίδραση στο έργο Του. (Εφεσ.ς:12). Και ο διάβολος, θα προσπαθήσει να αποσπάσει κι εμάς από τον ευαγγελισμό.