Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε με
τον Κορνήλιο στο δέκατο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ο Θεός είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει μέσα στην καρδιά του
Κορνήλιου. Η Βιβλική αφήγηση μας λέει ότι ήταν άνθρωπος «ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν μετά παντός του οίκου αυτού, όστις και
έκαμνεν ελεημοσύνας εις τον λαόν πολλάς και εδέετο του Θεού διαπαντός».
Ήταν βαθιά θρησκευόμενος και
ειλικρινής εκζητητής. Η αφήγηση, όμως, δεν μας επιτρέπει να πούμε ότι ήταν
σωσμένος. Αν είχε ήδη σωθεί, δεν θα χρειαζόταν ο Θεός να στείλει τον Πέτρο να
του μιλήσει. Και μας λέει ότι μόνο αφού άκουσε το Ευαγγέλιο και μετά, τότε μόνο
απέκτησε μετάνοια, και πίστη (Πράξ.ια:17-18).
Ότι κι αν πούμε για τους
ανθρώπους στην εποχή προ Χριστού, δεν
μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο προσκείμενος σε μια άλλη θρησκεία (στον
Ιουδαϊσμό) είχε σωθεί εξαιτίας της αφιέρωσης που έδειχνε μέσα σ’ εκείνα τα
θρησκευτικά πλαίσια. Έπρεπε να ακούσει για τον Ιησού. Και παρά τη διακονία των
αγγέλων μέσα σ’ αυτή την ιστορία, ήταν απαραίτητος ένας άνθρωπος σαν
αγγελιοφόρος του μηνύματος της σωτηρίας.
Ο Θεός, λοιπόν, διάλεξε τον Πέτρο
γι’ αύτη τη συγκεκριμένη δουλειά, αν και δεν ήταν ο άνθρωπος που είχε τις
περισσότερες πιθανότητες να εκπληρώσει μια τέτοια αποστολή. Ο Κορνήλιος ήταν
γι’ αυτόν ένας ιμπεριαλιστής και φασίστας (αν και ασφαλώς δεν θα το έλεγε μ’
αυτά τα λόγια). Τέλος πάντων, ο Κορνήλιος ήταν αναμεμιγμένος σε όλη αυτή τη
βρώμικη επιχείρηση της διατήρησης των Ιουδαίων και άλλων λαών κάτω από τον
Ρωμαϊκό ζυγό. Και, ακόμη περισσότερο, ο Κορνήλιος ήταν εθνικός. Και ο Πέτρος
είχε διδαχτεί από μικρό παιδί να ευχαριστεί κάθε μέρα τον Θεό που δεν ήταν ένας
απ’ αυτούς. Η αντίληψή του για το ποιοι μπορούσαν να σωθούν δεν πήγαινε
μακρύτερα απ’ τους ομοεθνείς του.
Ο Θεός, όμως, που η εκλογή των
Εβραίων στην Παλαιά Διαθήκη αποσκοπούσε στο να ευλογηθούν τα έθνη (Γέν.ιβ:3),
δεν κάνει φυλετικές διακρίσεις. Θέλει να σώσει ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη. Και
αυτό ήταν το σημείο που κατάλαβε ο Πέτρος και τελικά το εξέφρασε στον Κορνήλιο
με τα λόγια: «Επ' αληθείας γνωρίζω ότι
δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ' εν παντί έθνει, όστις φοβείται αυτόν και
εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν».
Εκείνη την ώρα ο Πέτρος δεν έλεγε
ότι είχε ανακαλύψει ξαφνικά πως άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου θα έρχονταν
στον Θεό με τον δικό του τρόπο ο καθένας, μέσα από την ιδιαίτερή του θρησκεία.
Αν αυτό ήταν το πιστεύω του, δεν θα είχε ξεκινήσει για να κηρύξει το Ευαγγέλιο
στον Κορνήλιο. Όχι, αυτό που έλεγε ήταν ότι άνθρωποι από κάθε έθνος μπορούν να
έρθουν στον Θεό, αν έρθουν απ’ τον σωστό δρόμο. Και, αυτός ο σωστός δρόμος
διατυπώνεται όμορφα στο τέλος του κηρύγματος του Πέτρου, όταν λέει ότι «διά του ονόματος αυτού θέλει λάβει άφεσιν
αμαρτιών πας ο πιστεύων εις αυτόν» (στον Ιησού). Η ανακάλυψη που έκανε ο
Πέτρος ήταν ότι η πίστη στον Ιησού είναι ο παγκόσμιος τρόπος σωτηρίας.
Στην πραγματικότητα, ο Πέτρος το
ήξερε αυτό από πολύ καιρό. Το είχε πει στους θρησκευτικούς άρχοντες του λαού
του, όταν βρισκόταν μπροστά τους για να δικαστεί: (Πράξ.δ:12) Και δεν υπάρχει δι' ουδενός άλλου η σωτηρία·
διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά
του οποίου πρέπει να σωθώμεν.
Ήξερε ότι οι ευσεβείς
θρησκευτικοί άρχοντες του λαού του χρειάζονταν τον Χριστό για να τους σώσει. Η
βαθιά θρησκευτική τους αφιέρωση δεν αρκούσε. Αλλά, παρόλο που τους το δήλωσε σαν
κάτι παγκόσμιο, «ούτε όνομα άλλο είναι
υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων», φαίνεται ότι ίσως δεν το
πίστευε μέσα στην καρδιά του έτσι ακριβώς. Και μόνο όταν κατάλαβε ότι ο Θεός
έστελνε αγγέλους για να προετοιμάσουν αλλοεθνείς να ανταποκριθούν στο
Ευαγγέλιο, τότε μόνο κατάλαβε αυτή την αλήθεια βαθιά στο πετσί του. Τότε μόνο
τον τάραξε τόσο πολύ ώστε έβαλε μπρος να κάνει κάτι γι’ αυτήν!
Άνθρωποι όπως ο Νώε και ο Αβραάμ
δικαιώθηκαν μέσω της πίστης. Το διδάσκει η Παλαιά Διαθήκη και το επιβεβαιώνει η
Καινή. Ο Ιησούς είπε ότι ο Αβραάμ «χάρηκε που είδε την ημέρα μου», αλλά ασφαλώς
δεν τον είχε επισκεφθεί κανένας ιεραπόστολος, όταν ακολουθούσε ακόμη την
ειδωλολατρία στην Ουρ των Χαλδαίων. Σώθηκε χωρίς να έχει ακούσει το Ευαγγέλιο
στην πληρότητά του. Και σώθηκε μέσω του Χριστού.
Το γεγονός όμως είναι ότι τώρα
δεν ζούμε στην προ Χριστού εποχή. Ο Παύλος είπε στους Αθηναίους: «Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο
Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι, διότι
προσδιώρισεν ημέραν εν ή μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά
ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου,
αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ.ιζ:30-31).
Με άλλα λόγια, ό,τι κι αν είπαμε
για την προ Χριστού εποχή, ΤΩΡΑ δεν είναι το ίδιο. Ο απόστολος το δήλωσε
ξεκάθαρα ότι η τωρινή ανάγκη είναι «εις
πάντας τους ανθρώπους πανταχού» να τους παρουσιαστεί η επείγουσα παραγγελία
να μετανοήσουν και να πιστέψουν στον αναστημένο Σωτήρα. Έτσι, δεν είναι
παράξενο ότι στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει ο παραμικρός υπαινιγμός για
οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο να μπορούν να σωθούν οι άνθρωποι χωρίς να θέσουν
προσωπικά ο καθένας την πίστη του στον Ιησού και μόνο.
Ακόμη κι αν συμφωνούσαμε με
τέτοιους ευσεβείς ανθρώπους, δεν θα βρισκόμασταν σε αρκετή ανακούφιση. Όταν ο
Νώε «βρήκε χάρη ενώπιον του Κυρίου»,
μόνο επτά ακόμη άνθρωποι σώθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Ολόκληρη η υπόλοιπη
ανθρωπότητα καταστράφηκε. Όταν διασώθηκε ο Λωτ και οι δύο κόρες του, ολόκληρος
ο πληθυσμός δύο πόλεων καταστράφηκε με μια φοβερή καταδίκη. Με άλλα λόγια, ο
μέσος ειδωλολάτρης δεν είναι κάποιος αναγεννημένος άγιος, χωρίς να το ξέρει. Ο
μέσος ειδωλολάτρης είναι ένας απελπιστικά χαμένος αμαρτωλός.
Βέβαια, η αγωνία του πράγματος
εμφανίζεται όταν το εφαρμόζεις σε πραγματικούς ανθρώπους. Θα ήμασταν στο έπακρο
σκληροί αν δεν είχαμε τον καημό να βρούμε κάποιο τρόπο με τον οποίο να μπορέσουν
να σωθούν.
Ο Βιβλικός όμως τρόπος για να το
πετύχουμε αυτό δεν είναι να ψάχνουμε στην Αγία Γραφή για υπαινιγμούς που θα
υποστηρίζουν την ευχολογία μας. Αντίθετα, είναι με τη φιλία, με αγάπη και
κόστος, και με τον ευαγγελισμό εκ μέρους αφιερωμένων Χριστιανών, που θα
κερδηθούν οι αμαρτωλοί. Μπορούμε να σοφιστούμε απολογίες που να αμβλύνουν τη
συναίσθηση της ευθύνης μας, αλλά ο πραγματικός ρεαλισμός θα ψάξει τρόπους για
να παρουσιάσει τον Χριστό στους ανθρώπους, υιοθετώντας τη φράση του αποστόλου
ότι, με κάθε τρόπο πρέπει να σώσουμε κάποιον.