«διά
της αγάπης δουλεύετε αλλήλους» (Γαλ.ε:13)
Εισαγωγή στο θέμα του
«συνοικοδομείσθε» με το να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο, κάνει ο Παύλος με μια
πολύ όμορφη αναφορά του στην ελευθερία που καθένας έχει εν Χριστώ. Είναι βασικά
μια πνευματική απελευθέρωση από τη δουλεία της αμαρτίας (Ρωμ.ς:20), αλλά και
από την ανθρώπινη δουλοπρέπεια.
Τούτη είναι μια αλήθεια που θα 'πρεπε
συχνά να τονίζεται και να υπενθυμίζεται στην εκκλησία. Χριστιανός, σημαίνει
άνθρωπος απελευθερωμένος από του Σατανά τη δουλεία, αλλά και από κάθε είδους
ανθρώπινη δουλοπρέπεια.
Τούτη η ελευθερία - όπως και κάθε
άλλη πολιτική κλπ. - υποφέρει συχνά από
δυο ακρότητες: Η μια είναι η έλλειψη εκτίμησης και συνειδητοποίησής της από τον
άνθρωπο , που μπορεί έτσι να γίνει απρόσωπος όχλος, ή να «περιφέρεται με πάντα άνεμον της διδασκαλίας» (Εφες.δ:14). Για την
αποφυγή αυτής της ακρότητας, βροντοφωνάζει ο Παύλος το «μένετε σταθεροί» (Γαλ.ε:1). Μάλιστα μέσα σ' αυτό το «σταθεροί» χωράει και η προτροπή, ο
χριστιανός ποτέ να μη πάψει να 'ναι μια ταπεινή μεν αλλά και ταυτόχρονα
ανεξάρτητη προσωπικότητα. Να σκέφτεται, να μετέχει, να προβληματίζεται, να μη
παίζει τον παθητικό ρόλο του άβουλου ποιμνίου. Ακόμη δε και ο άμβωνας, και στη
διδασκαλία και στην πράξη, να δίνει τις προς τούτο ευκαιρίες.
Η άλλη ακρότητα, είναι να εκλάβει
κάποιος την εν Χριστώ ελευθερία, σαν αφαίρεση κάθε χαλινού και μέτρου ζωής και
συμπεριφοράς, κάνοντας την ελευθερία πρόσχημα αυθαιρεσίας και βαναυσότητας.
Κινώντας άσκεφτα το χέρι του κάποιος χτύπησε στη μύτη το διπλανό του και στη
διαμαρτυρία του χτυπημένου είπε· «μα τι, δεν είμαι ελεύθερος ν' απλώσω το χέρι
μου;». «Είσαι, ήταν η απάντηση, μα η ελευθερία σου σταματάει εκεί π' αρχίζει η
μύτη μου». Για την αποφυγή μιας τέτοιας εκτροπής, ο Παύλος συνιστά το «μη μεταχειρίζεσθε την ελευθερίαν εις αφορμήν
της σαρκός» (Γαλ.ε:13).
Στα λίγα τούτα εδάφια στα οποία
θίγεται το θέμα της χριστιανικής ελευθερίας (ε:1, 13-26), πέντε φορές ο Παύλος
χρησιμοποιεί το «αλλήλους». Η χριστιανική
ελευθερία δηλαδή δεν απορρυθμίζει αλλά αντίθετα εμπνέει, οικοδομεί και ρυθμίζει
τις ανθρώπινες σχέσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι μια φορά το «αλλήλους» είναι προτρεπτικό «δουλεύετε» και τέσσερις αποτρεπτικό «μη κατατρώγητε...
μη αφανισθήτε... μη προκαλείτε... μη φθονείτε» (15, 26).
Η μελέτη μας, στην προτροπή
εντοπίζεται. Στο «δουλεύετε αλλήλοις», δηλαδή υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Τούτη
η συνοικοδόμηση δια της υπηρεσίας:
1. Είναι
δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Όταν προτρέπεται ο χριστιανός να υπηρετεί, «σεις χρεωστείτε να νίπτητε τους πόδας
αλλήλων» (Ιωάν.ιγ:14), τούτο δεν καθορίζει δυο τάξεις ανθρώπων τους
υπηρέτες και τους υπηρετούμενους. Όχι, όσο κι αν δυστυχώς η δομή μερικών
εκκλησιών, ευνοεί ίσως τον διαχωρισμό τούτο· ποιμήν - ποίμνιο, εργάτης - μέλη,
άμβωνας - εκκλησία κλπ. Το «αλλήλοις» κι εδώ, αποσαφηνίζει ότι το προνόμιο μου
να υπηρετηθώ σε κάτι, στοιχειοθετεί για μένα και την ευθύνη κι εγώ σε κάτι άλλο
να υπηρετήσω.
Κι ενώ κανένας δεν είναι στη ζωή τόσο δυνατός και αυτάρκης, που να μη έχει ανάγκη να υπηρετηθεί, από την άλλη και κανένας δεν είναι τόσο καθολικά φτωχός κι ατάλαντος, που να μη μπορεί σε κάτι να υπηρετήσει τον συνάνθρωπο του. Το «αλλήλων νίπτειν» του Χριστού, προσδιορίζει την υπηρεσία σαν δρόμο διπλής κατεύθυνσης.
2. Της
υπηρεσίας πρέπει να προηγηθεί η ταπείνωση. Η δομή της κοινωνίας μας από πολύ
ενωρίς υπήρξε τέτοια, που οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να ζούνε μαζί, να
συναλλάσσονται, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ο ένας στον άλλο, ν'
ανταλλάσσουν τ' αγαθά τους. Όμως, όλο τούτο γίνεται με κίνητρα· α) την ανάγκη,
β) το συμφέρον και γ) τον εγωισμό.
Ο άνθρωπος από τη φύση του (την ξεπεσμένη), είναι εγωπαθής. Απορρίπτοντας τον Θεό έχει δουλωθεί στον εαυτό του. Επιπλέον γίνηκε θύμα του εγωισμού των άλλων κι άλλοι υπήρξαν θύματα του δικού του εγωισμού. Τούτο ακριβώς μόλυνε κι έκαμε αναγκαστική και συμφεροντολογική την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Γι' αυτό έξω από τον Χριστό και το «συνεσταυρώθην· ζω δε ουχί πλέον εγώ» (Γαλ.β:20), δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «δουλεύετε αλλήλοις», αλλά μάλλον για «δάκνητε και κατατρώγητε, κενόδοξοι, αλλήλους ερεθίζοντες, αλλήλους φθονούντες» (ε:15, 26).
3. Η υπηρεσία
πρέπει να είναι «δια της αγάπης». Σωστά στο σκεπτικό του Παύλου, προτάσσεται το
«δουλεύετε αλλήλοις», του «δια της αγάπης». Την ίδια διάταξη έχουμε
στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου. Προτάσσεται το «αγαπήσας …. μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς» και ακολουθεί το «ήρχισε να νίπτη» (Ιωάν.ιγ:1, 5). «ήρχισε να νίπτη», επειδή... «….
μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς». Ισχύει δηλαδή κι εδώ το λόγιο, ότι «όταν
προσφέρεις τούτο δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι αγαπάς, ενώ όταν αγαπάς
απαραιτήτως προσφέρεις». Θα λέγαμε και... προσφέρεσαι. Στη χριστιανική λοιπόν
υπηρεσία «εν αρχή ην η αγάπη». Χωρίς αυτή, άψυχη είναι - όπου υπάρξει - η
υπηρεσία, δίχως έμπνευση και δύναμη.
Όταν τούτη η κορυφαία της χριστιανικής
ζωής υπάρχει:
α) η υπηρεσία γίνεται χαρούμενη,
αυθόρμητη και λιγότερο κουραστική.
Δεν χρειάζεται υπόμνηση και επίβλεψη.
Δεν κοιτάζει διαρκώς το ρολόι και το ημερολόγιο. Δεν λέει - «εικοσιτέσσερις οι εργάσιμες
μέρες άδειας και τρεις οι Κυριακές εικοσιεπτά». Θυμηθείτε λ.χ. τον Ιακώβ και το
βαρύ τίμημα που 'πρεπε να καταβάλει για την καλή του. Εφτά χρόνια υπηρεσίας
και... άλλα εφτά. Όμως «εφάνησαν εις
αυτόν ως ημέραι ολίγαι, δια... την προς αυτήν αγάπη του» (Γέν.κθ:20). Η
αγάπη κάνει εύκολη την υπηρεσία. Μικραίνει τις αποστάσεις. Αφαιρεί τον ψυχικό
κάματο.
β) Η αγάπη κάνει την υπηρεσία
ευπρόσδεκτη.
Γνωστό το λόγιο «ο λόγος σου μ'
εχόρτασε και το ψωμί σου φάτο». Διηγούνται για έναν κύριο που είδε ένα βράδυ
ένα φτωχό παιδάκι, κουλου- ριασμένο σε μια γωνιά του σιδηροδρομικού σταθμού. Το
πλησίασε μ' αγάπη, το χάιδεψε στο κεφάλι και το ρώτησε. «Κρυώνεις, παιδί μου;»
«Όχι, απάντησε το παιδί. Κρύωνα, ως τη στιγμή που μου μιλήσατε». Εξάλλου το «Καλήτερον ξενισμός λαχάνων μετά αγάπης»
(Παρ.ιε:17), αυτό τονίζει.
γ) Η αγάπη εμπνέει στην υπηρεσία το
δεύτερο μίλι.
Γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι κι άλλοι,
όταν κάμουν το ένα μίλι που η επαγγελματική τους δεοντολογία τους υποχρεώνει
(αγγαρεύει), λένε συνήθως· «λυπούμαι, μέχρις εδώ ήταν το καθήκον μου». Όμως η
αγάπη προχωρεί στο δεύτερο μίλι. Σε κείνο που δεν της ζητήθηκε. Που δεν είναι
υποχρεωμένη (Ματθ.ε:41). Η αγάπη, υπηρετεί «εις
τέλος» (Ιωάν.ιγ:1).