«υποφέροντες
αλλήλους εν αγάπη» (Εφες.δ:2, Κολ.γ:13)
Και τούτη η προτροπή, είναι ένας
τομέας του «συνοικοδομείσθε». Η προηγούμενη, φαινομενικά μοιάζει ταυτόσημη με
τούτη. Όμως, υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσά τους. Το Γαλ.ς:2, με προσκάλεσε
να «βαστάξω» το βάρος του αδελφού. Το Εφες.δ:2 και Κολ.γ:13, με καλεί να
βαστάξω - «ανεχόμενος» - τον ίδιο τον αδελφό. Και είναι αναμφίβολα τούτο το
δεύτερο, κάτι πιο πολύ και πιο προσωπικό από το πρώτο. Άλλο το όποιο βάρος μου
(ασθένεια, διωγμός, φτώχεια κλπ.) κι άλλο όταν το βάρος είναι ο ίδιος μου ο
εαυτός. Στην πρώτη περίπτωση ο αδελφός μου θα «βαστάξει» κάτι, στη δεύτερη θα
«ανεχθεί» κάποιον.
Και εδώ, ο δρόμος που δείχνεται είναι
διπλής κατεύθυνσης και όχι μονόδρομος. Τον προσδιορίζει τέτοιον ξανά το
«αλλήλων» ή «αλλήλοις». Υπάρχει παντού. Γιατί χρειάζεται σε κάθε μορφή
ανθρώπινων σχέσεων. Είναι το αντίστοιχο του «όρου της αμοιβαιότητας» στα
νομικά. Στο χώρο του «αλλήλων» γίνεσαι και δότης και λήπτης. Το πρώτο
στοιχειοθετεί το χριστιανικό σου προνόμιο. Το δεύτερο θεμελιώνει την πνευματική
σου ανάγκη και αδελφική εξάρτηση.
Μπαίνοντας ειδικότερα στο θέμα, θα
πρέπει αρχικά να μιλήσουμε για κάτι που θα το ονομάζαμε:
1. Η ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ
Συχνά, όσοι μπαίνοντας στην Εκκλησία περιμένουν
να τη δούνε στην ιδεαλιστική της μορφή, αποθαρρύνονται. Εξωστρεφείς πνευματικά,
ζητούν το ύψος της τελειότητας από όλους τους άλλους, εκτός από τον εαυτό τους.
Και σαν βλέπουν κάτι το Βιβλικά απαράδεκτο και ανεξήγητο κατά την αντίληψή
τους, αποτραβιούνται ή και απεντάσσονται.
Όμως αν τέτοια ήταν η Βιβλική άποψη,
τότε γιατί τα «νουθετείν», τα «βαστάζετε» και ιδιαίτερα τα «ανεχόμενοι»; Αν η
Εκκλησία ήταν μια βιτρίνα αγίων, θα 'φτάνε ο θαυμασμός και το
αλληλοχειροκρότημα. Όμως επειδή είναι όχι βιτρίνα αλλά εργαστήρι αγίων,
συνυπάρχει το πολύ και το λίγο κατεργασμένο, ο προχωρημένος χτεσινός και ο
πληγωμένος ή οπισθοδρομημένος προπέρσινος, ο ώριμος και ο νήπιος, ο πνευματικός
και ο σαρκικός. Μα, θα πεις, εγώ θα ψάξω να ενωθώ με μια τέλεια εκκλησία. Κάμε
το, αδελφέ μου, γνωρίζοντας όμως ότι από τη στιγμή που θα το κάμεις, η εκκλησία
αυτή... θα πάψει να 'ναι τέλεια.
Προτροπή: Ξαναμπές στον εκκλησιαστικό
σου χώρο, εφοδιασμένος σαν με «προ- μετωπίδιο» (Δευτ.ς:8) το «υποφέροντες».
Προμετωπίδιο, για διπλή χρήση. Να το
'χεις προ οφθαλμών και να μη ξαφνιάζεσαι όταν θα χρειαστεί να ανεχτείς τον
αδελφό σου. Κι ακόμη να το βλέπουν οι άλλοι και να θυμούνται ότι και συ έχεις
ανάγκη της ανοχής τους. Αυτό, είπαμε, θα πει «αλλήλων».
Το «υποφέροντες» λοιπόν προϋποθέτει (δεν λέμε δικαιολογεί) μια
επιμέρους εκκλησία, στην οποία υπάρχουν μέλη -ίσως και συ ανάμεσά τους - που
έχουν ανάγκη «ανοχής». Δηλαδή που δεν είναι τέλειοι. Που δεν έχουν αρχαγγελικά
φτερά. Που δεν είναι άψογοι ή δεν είναι πάντοτε και σ' όλα τέτοιοι.
2. ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΣΟΥ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Οι παραπάνω είναι οι εξωτερικές ή
αντικειμενικές προϋποθέσεις. Αυτές που υπάρχουν και -δυστυχώς- υπάρχουν
άφθονες. Οι αδελφοί που 'χουν ανάγκη «ανοχής». Όμως οι εσωτερικές και
υποκειμενικές!.. Εσύ που θα ασκήσεις και θα προσφέρεις την «ανοχή»!.. Ποιες οι προϋποθέσεις
και τα εφόδιά σου; Είναι συνοπτικά, τουλάχιστον τρεις. Το «υποφέροντες» πρέπει να γίνεται:
α) «μετά πάσης πραότητος» (Εφες.δ:2). Η έννοια του «υποφέροντες» είναι ακριβώς αυτή, αντιμετωπίζω με πραότητα τον αδύνατο ή
πεσμένο αδελφό. Αυτό ο Παύλος μπορούσε να το κάνει συνειδητά και με φυσικότητα,
γιατί κάθε στιγμή συνειδητοποιούσε ότι αυτός ο ίδιος υπήρξε το πρόσωπο στο
οποίο ο Χριστός έδειξε «την πάσαν
μακροθυμίαν» Του (Α’ Τιμ.α:15-17). Όταν λοιπόν νιώσεις τον πειρασμό να
δείξεις ανυπομονησία και να εκραγείς, θυμήσου πόσο ο Κύριος σε ανέχθηκε. Και
ακόμα κάτι. Τούτο το «μετά πάσης πραότητος»,
με «πάσαν μακροθυμία», εκτός του
εκκλησιαστικού και στον οικογενειακό χώρο, πρέπει να εκδηλώνεται. Το ατόπημά
μας είναι ότι στους οικείους μας δείχνουμε λιγότερη «πραότητα» και τους
«ανεχόμαστε» δυσκολότερα, απ' ό,τι ο σύζυγος την κυρία στο δρόμο ή η σύζυγος
τον υπάλληλο του γειτονικού καταστήματος. Ότι ζητάμε περσότερα από τους
οικείους μας, από ό,τι από τους εαυτούς μας και τους άλλους γύρω.
β) «υποφέροντες»,
σημαίνει να 'χουμε πνεύμα συγχωρητικό. Το 'καμε σαφές τούτο ο Παύλος στους
Κολοσσαείς (γ:13). «υποφέροντες» και «συγχωρούντες». Να η σύζευξη. «συγχωρούντες»
και πάλι όπως «και ο Χριστός συνεχώρησεν εις εσάς». Να το μέτρο. Και όταν το «υποφέροντες» οδηγεί
στο «συγχωρούντες», τούτο προϋποθέτει
σφάλμα, ολίσθημα, πτώση, απρεπή διαγωγή και χίλια - δυο όμοια. Μάλιστα στο Ματθ.ιη:21-35,
ο Κύριος απάντησε με μια θαυμάσια παραβολή στον Πέτρο, για το «ποσάκις αν αμαρτήση εις εμέ ο αδελφός μου
και θέλω συγχωρήσει αυτόν; έως επτάκις;». Τού 'πε· «μη νομίζεις ότι γίνεσαι
γενναιόδωρος με το' επτάκις. Θα τον συγχωρήσεις (την ημέρα) εβδομήντα φορές
εφτά». Ξέρεις, από πολλαπλασιασμό!..
γ) Με στόχο σου το «σπουδάζοντες να διατηρήτε την ενότητα του
Πνεύματος διά του συνδέσμου της ειρήνης.» (Εφες.δ:3). Για να μη σπάσει η
ενότητα του Σώματος. Για να μη γκρεμιστεί κάτι - έστω μικρό - από το
«συνοικοδομείσθε». Για να μη χαρεί ο εχθρός της ενότητας των τέκνων του Θεού.
3. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ
α) Ανοχή στο διωγμό (Α’ Κορ.δ:12).
Είναι πολυδιάστατης μορφής τούτη η ανοχή. Είναι πνευματική συμπεριφορά και
στάση, απέναντι στο διωγμό που θα βαστάξεις, στον διώκοντα που θα ανεχτείς,
στον ενδεχόμενα συνδιωκόμενο που θα του συμπαρασταθείς και θα σηκώσεις κάτι από
το αβάσταχτο για τους αδύναμους πνευματικούς του ώμους φορτίο.
β) Ανοχή στη θλίψη (Β’ Θες.α:4). Ο
διωγμός είναι μια εξωτερική πίεση, η θλίψη μπορεί να 'ναι και εσωτερική
σύνθλιψη, που συχνά ο θλιβόμενος διστάζει να εξομολογηθεί και να συμμεριστεί με
τον άλλο. «Συνοικοδομείσθε» στην αντιμετώπιση της θλίψης, σημαίνει· α) να μπορείς
να συμμεριστείς τη θλίψη σου με κάποιον πνευματικό αδελφό, ταυτόχρονα δε να
'σαι πρόθυμος με κατανόηση κι αγάπη, να σηκώσεις από το φορτίο θλίψης του
αδελφού σου.
γ) Ανοχή... στο λόγο του Θεού (Β’ Τιμ.δ:3,
Εβρ.ιγ:22). Το πρώτο εδάφιο, μας προλέγει έναν καιρό, ο οποίος έφτασε κατά την
εκτίμησή μας, που οι άνθρωποι «δεν θ' ανέχονται πια την υγιαίνουσα διδασκαλία».
Ασφαλώς, ούτε αυτούς που θα επιμένουν να την προσφέρουν. Ο έλεγχος της
αμαρτίας, θα τους είναι ανυπόφορος. Θα ζητούν κηρύγματα που «θα τους
γαργαλίζουν τ' αυτιά» (Β’ Τιμ.δ:3) και θα τους αφήνουν ανέγγιχτη την καρδιά.
Όμως σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ας «συνοικοδομούμεθα», παρακαλούντες και
προτρέποντας αλλήλους ν' «ανεχόμεθα το λόγο της παρακλήσεως».
Συμπερασματικά, ενθυμούμενοι «τον πλούτον της υπομονής και μακροθυμίας του
Θεού» (Ρωμ.β:4), ας επιδεικνύουμε κι εμείς κάθε ανοχή στις αδελφικές μας
σχέσεις, «ανεχόμενοι αλλήλους εν αγάπη» (Εφες.δ:2, Κολ.γ:13).