Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Παρακαλώ, υπογράψτε το λάθος!

Σου λέει ο άλλος:

Πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το άγιο.
Κάνε «Like» και γράψε: «Πιστεύω».


Εγώ, τέτοια απαίτηση δεν βλέπω πουθενά μέσα στο λόγο του Θεού. Η πίστη κατευθύνεται σε ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, μέσα στον Οποίο κατοικεί ο Πατέρας, ο Οποίος είναι πνεύμα και φυσικά Άγιο Πνεύμα!

Ο απόστολος Παύλος αποφάσισε να μη εξεύρει άλλο τι ειμή Ιησούν Χριστόν… ήταν λάθος;


Κολ.β:3,10

Υπάρχει μια πολύ μεγάλη σύγχυση ανάμεσα σε όσους αυτοαποκαλούνται χριστιανοί αναφορικά με το τι είναι ο χριστιανισμός και τι προσφέρει.

Κάποιοι θα πουν πως ο χριστιανισμός προσφέρει ευλογίες στη ζωή μου, κι αυτές οι ευλογίες είναι απτές: μια καλή δουλειά, οικογένεια, υγεία, πλούτος, επιτυχία, μια καλύτερη δουλειά, την εκπλήρωση των ονείρων μου, ειρήνη του μυαλού.

Αυτά βέβαια ανάλογα με τη θεολογική προέλευση του κάθε ανθρώπου, ποικίλουν ως προς την ένταση, την έμφαση ή τη φύση τους.

Η γενική αίσθηση που μπορεί να εισπράξει κάποιος είναι πως ο χριστιανισμός τελικά σου προσφέρει ότι θέλεις, φτάνει να είσαι εντάξει με το Θεό. Οτιδήποτε σε ικανοποιεί, ή εκπληρώνει τις φιλοδοξίες, τα όνειρα τις επιθυμίες, ο χριστιανισμός στο δίνει.

Αυτό το μήνυμα πράγματι προκαλεί σύγχυση και βεβαίως είναι αντιβιβλικό. Επιπλέον, δίνει μια πολύ περίπλοκη απάντηση ενώ η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Με μια φράση, ο χριστιανισμός προσφέρει τον Ιησού Χριστό. Αυτό δίνει. Αυτή είναι η απλή, ευθεία άμεση απάντησε σε ένα πολύπλοκο θέμα. Το ευαγγέλιο προσφέρει το Χριστό, και η Εκκλησία πιστή στο ευαγγέλιο προσφέρει μόνο το Χριστό.

Το μεγάλο θέμα της Αγίας Γραφής είναι ο Ιησούς. Αν κάποιος δεν έχει το Χριστό δεν έχει τίποτα. Κι αν κάποιος έχει το Χριστό έχει τα πάντα.

Α΄ Ιωάν.ε:11-12: «Και αύτη είναι μαρτυρία, ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν εις ημάς ο Θεός, και αύτη η ζωή είναι εν τω Υιώ αυτού. Όστις έχει τον Υιόν έχει την ζωήν· όστις δεν έχει τον Υιόν του Θεού, την ζωήν δεν έχει».

Ο χριστιανισμός στην πραγματικότητα είναι απλός, αγνός, είναι να έχει ο άνθρωπος το Χριστό. Είναι να μπορέσουμε όλοι να πούμε από καρδιάς: «Διότι εις εμέ το ζην είναι ο Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ.α:21). «μάλιστα δε και νομίζω τα πάντα ότι είναι ζημία διά το έξοχον της γνώσεως του Ιησού Χριστού του Κυρίου μου, διά τον οποίον εζημιώθην τα πάντα, και λογίζομαι ότι είναι σκύβαλα διά να κερδήσω τον Χριστόν» (Φιλιπ.γ:8).

Και θα ρωτήσει ο ανόητος: Μόνο το Χριστό; Ή όπως το λένε στα αγγλικά: Only Jesus? Και θα του απαντήσει ο λόγος του Θεού: ναι μόνο το Χριστό, είναι αρκετός, «διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ.β:9).

Ο Παύλος γράφει στους χριστιανούς στην Κόρινθο «Αλλά σεις είσθε εξ αυτού εν Χριστώ Ιησού, όστις εγενήθη εις ημάς σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α΄ Κορ.α:30β). Όλη η σοφία και τα οφέλη της, όλη η δικαιοσύνη, ο αγιασμός (δηλαδή η βασική μας επιδίωξη) η απολύτρωση της ψυχής μας (η τελική μας σωτηρία), όλα υπάρχουν στο Χριστό.

Δεν είναι περίεργο που αμέσως σχεδόν μετά γράφει, Σκοπός μου δεν ήταν να σας κάνω να γνωρίσετε κάτι άλλο, «Διότι απεφάσισα να μη εξεύρω μεταξύ σας άλλο τι ειμή Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον» (Α΄ Κορ.β:2).

Έτσι λοιπόν, ο χριστιανισμός προσφέρει το Χριστό, επειδή ο Ιησούς είναι το μόνο που έχουμε ανάγκη. Κηρύττουμε σύμφωνα με το ευαγγέλιο πως κάθε αμαρτωλός άνθρωπος μπορεί να έχει προσωπική σχέση με το Χριστό, αν μετανοήσει, και μέσα από αυτή τη σχέση, η ψυχή να χορτάσει και να ξεδιψάσει.

Όμως, στο όνομα του Χριστιανισμού, για χάρη του ευαγγελισμού, κάποιοι «χριστιανοί» λένε, ό,τι μπορείς να φανταστείς, υποσχόμενοι ότι βάλει ο νους, πουλάνε ότι τους έρθει, και κάπου στο μέσον υπάρχει, αν είναι αναγνωρίσιμος πια, ο Χριστός. Ένας μειωμένος Χριστός, ένας Χριστός κομμένος και ραμμένος για μας. Ένα «άλλο» ευαγγέλιο, ψεύτικο. Γι' αυτό και ο Παύλος αγωνιούσε: «φοβούμαι όμως μήπως, καθώς ο όφις εξηπάτησε την Εύαν διά της πανουργίας αυτού, διαφθαρή ούτως ο νούς σας, εκπεσών από της απλότητος της εις τον Χριστόν» (Β΄Κορ.ια:3).

Για να κατανοήσει κάποιος πόσο κεντρική θέση έχει ο Ιησούς μπορεί να πάει σε οποιαδήποτε επιστολή της Καινής Διαθήκης. Ιδιαίτερα στην προς Κολοσσαείς επιστολή. Γράφεται αυτή η επιστολή επειδή οι άνθρωποι στις Κολοσσές πολιορκούνταν από δοξασίες και διδασκαλίες που είχαν όλες ένα κοινό παρανομαστή: Ο Χριστός δεν είναι αρκετός και χρειάζεται ο άνθρωπος κάτι επιπλέον. Όλη η επιστολή προς Κολοσσαείς λοιπόν διδάσκει την πλήρη επάρκεια του Ιησού Χριστού (Κολ.α:14-20 & β:2-3, 9,10 & γ:3,4)

Για να γράφεται λοιπόν, ένα τέτοιο γράμμα, με τέτοια έμφαση στο Χριστό και με αυτά τα συγκεκριμένα που επιλέγει ο Παύλος να αναφέρει, συμπεραίνουμε πως προσπαθεί να τους φυλάξει από κάτι.

Αγωνίζεται: «Διότι θέλω να εξεύρητε οποίον μέγαν αγώνα έχω διά σας και τους εν Λαοδικεία και τους όσοι δεν είδον το πρόσωπόν μου σωματικώς» (Κολ.β:1). Ποιος ήταν ο αγώνας; Οι άνθρωποι αυτοί άκουγαν (όπως κι εμείς σήμερα) ένα σωρό σειρήνες που τραγουδούσαν πως ο Ιησούς δεν φτάνει.

Το επιπλέον, μπορεί να είναι διάφορα πράγματα: η φιλοσοφία, η ανθρώπινη σοφία. Μπορεί να πλαισιωθεί ακόμη από τη θρησκεία, συγκεκριμένα από τον νομικισμό, τις τελετές. Ή ακόμη μπορεί αυτό που λείπει να καλυφθεί από τον μυστικισμό (την κρυμμένη γνώση που έχουν λίγοι κι εκλεκτοί) ή τον ασκητισμό.

Σε κάθε γενιά έρχονται οι ίδιες σειρήνες τραγουδάνε το ίδιο τραγούδι, αλλάζοντας το περίβλημα. Και πάντα η κατάληξη είναι πως ο Χριστός μόνο, δεν είναι αρκετός.

Για όλα αυτά, το ένα μετά το άλλο, μιλάει η προς Κολοσσαείς:  «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν» (Κολ.β:8). Το πρόβλημα είναι η εξαπάτηση.

Μπορεί κάποιος να πάρει όλες τις φιλοσοφίες που ο κόσμος γνώρισε στα αρχαία χρόνια, στα σύγχρονα χρόνια, όλους τους συγγραφείς, όλους τους ψυχολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους θρησκευτικούς ηγέτες με όλη την ευγλωττία τους για το τι είναι αλήθεια, ζωή και ηθική, και όλες τις λύσεις που προτείνουν στα διλήμματα και τα προβλήματα των ανθρώπων, και όλοι αυτοί μαζί δεν προσθέτουν τίποτα που να μην υπάρχει ήδη στο Χριστό.

Η φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπινου μυαλού χωρίς το Θεό, να βρει την αλήθεια, την πραγματικότητα, το σκοπό της ζωής.

Στην Α΄ Κορινθίους γράφει ο Παύλος ένα κομμάτι από τον Ησαΐα: Ο Θεός διακηρύττει στη Γραφή: «Θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών. Που ο σοφός; που ο γραμματεύς; που ο συζητητής του αιώνος τούτου; δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου; Διότι επειδή εν τη σοφία του Θεού ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Θεόν διά της σοφίας, ηυδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος να σώση τους πιστεύοντας» (Α' Κορ.α:19-21).

Να το σχόλιο του Θεού για τη ματαιότητα της ανθρώπινης φιλοσοφίας, τη χρεωκοπία της να βρει την αλήθεια που αφορά την ψυχή και την αιώνια ζωή και τον προορισμό, χωρίς το Χριστό.

Στις Κολοσσαίς είχαν πολλούς τέτοιους. Και η Εκκλησία ήταν νεαρή ακόμη, και είχε γύρω της μια θάλασσα από τέτοιες απόψεις που θα μπορούσαν να την πνίξουν στο δικό τους ωκεανό. Για αυτό γράφει: «εν τω οποίω (Ιησού) είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» (β:3). Και αυτό τι σημαίνει; Να είστε «ερριζωμένοι και εποικοδομούμενοι εν αυτώ» (β:7). Και στο επόμενο εδάφιο: «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν» (β:8).

Συνεχώς πρέπει να είμαι σε εγρήγορση, γιατί εύκολα μπορεί να νομίσω πως αυτό που όλοι θεωρούν φυσιολογικό και σωστό, είναι κιόλας. Το να προσπαθώ να εξηγήσω τη ζωή και το σκοπό της χωρίς το Θεό είναι μια «εξαπάτηση». Είναι μια παραίσθηση. Κι αυτό κάνει η ανθρώπινη φιλοσοφία.

Βέβαια, οι φιλόσοφοι, οι πολιτικοί, οι σοφοί του κόσμου θεωρούν τους χριστιανούς απλοϊκούς, κατώτερους, παιδαριώδεις. Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη, επειδή στο Χριστό βρίσκονται κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως (Κολ.β:3).

Σε όλα τα εδάφια που διαβάσαμε το κέντρο είναι ο Χριστός

β:9: μόνο στο Χριστό κατοικεί σωματικά όλη η θεότητα
β:10: Μόνο αυτός μπορεί να μας δώσει την πληρότητα της ζωής
β:11: Πιστεύοντας σ' αυτόν λάβατε την πραγματική περιτομή, αυτή που δε γίνεται με ανθρώπινα χέρια, αλλά την κάνει ο Χριστός.
β:12: θαφτήκατε μαζί με το Χριστό, αλλά κι αναστηθήκατε μαζί του
β:13: ο Θεός σας ζωοποίησε μαζί με το Χριστό
γ:1: αναστηθήκατε μαζί με το Χριστό
γ:3: η ζωή σας είναι κρυμμένη μαζί με το Χριστό στο Θεό
Κι ένα ακόμη, εκπληκτικό!
γ:4: «όταν ο Χριστός, η ζωή ημών, φανερωθή, τότε και σεις μετ' αυτού θέλετε φανερωθή εν δόξη» Ο Χριστός είναι η ζωή μας!

Όλα αφορούν το Χριστό. Αυτός έκανε τα πάντα, Αυτός είναι τα πάντα. Αυτός νίκησε το διάβολο. Αυτός δίνει άφεση αμαρτιών. Αυτός θεραπεύει. Αυτός δίνει καινούργια ζωή, νέο ξεκίνημα. Αυτός μας ανασταίνει. Αυτός μεσιτεύει για μας. Αυτός είναι η ζωή μας.

Η άλλη επίθεση έρχεται από τη θρησκεία. Από το νομικισμό. Κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο από το πρώτο. Θα δούμε γιατί: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς διά φαγητόν ή διά ποτόν ή διά λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού» (β:16-17).

Ο Παύλος ήταν ο ίδιος μεγάλος νομικιστής. Ζούσε και ήταν ζηλωτής, όπως γράφει, των πατρικών παραδόσεων περισσότερο από τους συνομήλικους του. Γράφει χαρακτηριστικά: «αν και εγώ έχω πεποίθησιν και εν τη σαρκί. Εάν τις άλλος νομίζη ότι έχει πεποίθησιν εν τη σαρκί, εγώ περισσότερον· περιτετμημένος την ογδόην ημέραν, εκ γένους Ισραήλ, εκ φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας, κατά την δικαιοσύνην την διά του νόμου διατελέσας άμεμπτος» (Φιλιπ.γ:3β-6). Αυτά όλα γράφει εγώ τα θεωρούσα «κέρδη». Μέχρις ότου κατάλαβα πως ήταν ζημιά.

Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη θρησκεία επικίνδυνη. Μερικές φορές πιο επικίνδυνη κι από την αθεΐα. Επειδή δίνει την ψευδαίσθηση πως στα μάτια του Θεού είμαστε καλύτεροι από του άλλους. Ζούμε μια πιο ισορροπημένη ζωή. Δεν κάνει ο θρήσκος αξιόμεμπτες από την κοινωνία πράξεις. Είναι αξιοπρεπής. Πιστεύει πως αν τηρεί τις γιορτές, τις νεομηνίες, τις προκαθορισμένες νηστείες, αν δίνει προσφορές, έχει εκπληρώσει αυτό που θέλει ο Θεός. Και κάνει δύο λάθη.

Πρώτο, ξεχνάει μέσα στην προσπάθεια αυτή, πως ο Θεός βλέπει την καρδιά. Και δεύτερο, συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους. Και πάντα τον βγάζει καλύτερο. Και καταλήγει να λέει: «Ευχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις της εβδομάδος, αποδεκατίζω πάντα όσα έχω» (Λουκ.ιη:11-12). Το επικίνδυνο είναι πως κάθε θρήσκος πιστεύει πως έχει δίκιο. Ειλικρινά πιστεύει πως είναι καλός και πως ο Θεός θα δει όσα κάνει και θα τον δεχθεί.

Οι θρήσκοι έχουν την ίδια νοοτροπία παντού. Και στις δικές μας Εκκλησίες το ίδιο συμβαίνει. Αν πηγαίνω στο Κυριακό, στα συνέδρια νέων, αν μαθαίνω τα εδάφια, αν σαν έφηβος είμαι λίγο μαζεμένος, αν αργότερα είμαι τυπικός στον εκκλησιασμό, είμαι εντάξει. Γι' αυτό και μέσα στην Εκκλησία και μέσα στις οικογένειές μας, χρειάζεται τόσος ευαγγελισμός, όσος κι έξω.

Γράφει ο Παύλος στη Ρωμαίους: «Αδελφοί, η επιθυμία της καρδίας μου και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ είναι διά την σωτηρίαν αυτών· διότι μαρτυρώ περί αυτών ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ' ουχί κατ' επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού» (Ρωμ.ι:1-3). Το ίδιο συμβαίνει σε όλους τους αιώνες και στους χριστιανούς.

Όποιος άνθρωπος μπει σ' αυτή τη διαδικασία και θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, παγιδεύεται. Γίνεται δούλος ανθρώπινων παραδόσεων κι όχι του Χριστού. «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς διά φαγητόν ή διά ποτόν ή διά λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού» (β:16-17).

Η άγια ζωή βεβαίως, είναι το λογικό επακόλουθο, τα καλά έργα αν δεν υπάρξουν, δεν υπήρξε ποτέ πίστη. Δεν είναι όμως προϋπόθεση.

Η τρίτη απειλή ενάντια στην επάρκεια του Χριστού είναι ο μυστικισμός. Γνωρίζουμε και κηρύττουμε για τη διακονία του Αγίου Πνεύματος, αυτά που η Αγία Γραφή διδάσκει για την πνευματική ζωή. Όμως, πολλές φορές κατηγορούμαστε πως σβήνουμε το Πνεύμα του Θεού, ότι δεν είμαστε ανοικτοί σε «άλλες εμπειρίες», υποτίθεται του Πνεύματος. Δεν ακούμε τον «φρέσκο» όπως αποκαλείται λόγο του Θεού, μέσα από τους προφήτες του, οι οποίοι ακριβώς επειδή διεκδικούν μια κατευθείαν ανοικτή γραμμή με το Θεό, θέλουν να έχουν την ίδια εξουσία μέσα στην Εκκλησία μαζί με το γραπτό λόγο του Θεού.

Όλα αυτά οδηγούν στην εκζήτηση όχι του Χριστού, αλλά των εμπειριών. Εμπειριών μετά από τις οποίες η Γραφή είναι στοιχειώδης και δεν χρειάζεται, γιατί υπάρχει ανοιχτός δίαυλος. Και τι να την κάνεις τη Γραφή όταν κατευθείαν ο Θεός σου μιλάει; Όταν ενώνεσαι με τον υπέρτατο Θεό και σου λέει πράγματα και του λες κι εσύ.

Υπάρχουν άλλοι που θα σου πουν για εμπειρίες με αγγέλους και συζητήσεις κατευθείαν με ουράνιες υπάρξεις και το Χριστό τον ίδιο. Και μετά ρωτάνε εάν εσύ είχες τέτοιες αποκαλύψεις. Η απάντηση είναι πως ο Θεός μου μιλάει κάθε μέρα. Μου μιλάει από τη Γραφή. Μεταμορφώνει τη ζωή μου. Και σίγουρα δεν έχω εξαντλήσει το Χριστό για να πάω σε κάτι άλλο.

Προσέξτε την προειδοποίηση: «Ας μη σας στερήση μηδείς του βραβείου με προσποίησιν ταπεινοφροσύνης και με θρησκείαν των αγγέλων, εμβατεύων εις πράγματα τα οποία δεν είδε, ματαίως φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού» (β:18). Τα οράματα αυτά δείτε πως τα ισοπεδώνει η Γραφή. Ασχολούνται με πράγματα που δεν είδαν. Φουσκώνουν το μυαλό τους. Και σας στερούν το βραβείο. 

Σας κλέβουν.

Υπάρχει και μια τέταρτη απειλή στην επάρκεια του Χριστού: ο ασκητισμός.

Ο ασκητισμός είναι η αυταπάρνηση. Στην ακραία της μορφή οδηγεί στον αυτοβασανισμό, στην υποτίμηση του σώματος και την άρνηση της φροντίδας του.

Γράφει στην Κολοσσαείς: «Εάν λοιπόν απεθάνετε μετά του Χριστού από των στοιχείων του κόσμου, διά τι ως ζώντες εν τω κόσμω υπόκεισθε εις διατάγματα, Μη πιάσης, μη γευθής, μη εγγίσης» (β:20-21).

Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να κερδίσουν τον ουρανό, κάνοντας πράγματα που ο Χριστός δεν έκανε. Προσέξτε, ο Χριστός απομονώνονταν από τον κόσμο, για να επιστρέψει σ' αυτόν. Δεν ήταν η απομόνωση αυτοσκοπός. Δεν πάλεψε με την αμαρτία μόνο στην έρημο. Ούτε τιμώρησε το σώμα του χωρίς λόγο για να γίνει αγιότερος.

Νήστεψε, χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Δεν δίδαξε πως όποιος στερεί τον εαυτό του από τα νόμιμα δώρα του Θεού, γίνεται πιο αποδεκτός από το Θεό. Αντίθετα είπε στην προσευχή του: «Δεν παρακαλώ να σηκώσης αυτούς εκ του κόσμου, αλλά να φυλάξης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιωάν.ιζ:15).

Δεν ζήτησε ποτέ να τρώω μόνο ρύζι και να πίνω μόνο νερό. Δεν ζήτησε να μην παντρεύονται οι άνθρωποι επειδή καθένας που δεν είναι έγγαμος είναι πιο αφιερωμένος. Δεν ζήτησε να μην κάνω μπάνιο για να μη βλέπω το σώμα μου. Δεν ζήτησε να αυτομαστιγώνομαι, ή να περπατώ στα γόνατα, ή να κάνω τάματα, για να μου κάνει χάρες. Όλα αυτά είναι άχρηστα. Ακούστε τι λέει ο λόγος του Θεού: «τα οποία πάντα φθείρονται διά της χρήσεως, κατά τα εντάλματα και τας διδασκαλίας των ανθρώπων; τα οποία έχουσι φαινόμενον μόνον σοφίας εις εθελοθρησκείαν και ταπεινοφροσύνην και σκληραγωγίαν του σώματος, εις ουδεμίαν τιμήν έχοντα την ευχαρίστησιν της σαρκός» (Κολ.β:22-23).

Πετυχαίνουν το ακριβώς αντίθετο. Φαίνεται σαν να έχουν σοφία, αλλά δεν είναι πάρα ανθρώπινες σκέψεις. Χώρια που ικανοποιούν τον εγωισμό γιατί δίνουν την ψευδαίσθηση πως αυτός που τα κάνει, είναι καλύτερος από τους άλλους. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στα χριστιανικά δόγματα που έχουν ακριβώς αυτή τη νοοτροπία.

Ο λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος. Η φιλοσοφία, η θρησκεία, η μυστική γνώση με τα οράματα και τις αποκαλύψεις, ο ασκητισμός δεν προσθέτουν τίποτα στο τέλειο έργο που ο Χριστός έχει κάνει.

Ο Ιησούς πρόσφερε για τις αμαρτίες μία θυσία για πάντα, κι έπειτα κάθισε στα δεξιά του Θεού (Εβρ.ι:12).

Η θυσία του Χριστού έγινε «άπαξ». Δεν ξαναγίνεται κάθε Πάσχα. Ούτε θυσιάζεται διαρκώς. Έγινε! Και τώρα που έγινε, Με μία μόνο προσφορά οδήγησε στην τελειότητα για πάντα αυτούς που εξαγνίστηκαν με το αίμα του (Εβρ.ι:14).
«Κατά δε την τελευταίαν ημέραν την μεγάλην της εορτής ίστατο ο Ιησούς και έκραξε λέγων· Εάν τις διψά, ας έρχηται προς εμέ και ας πίνη» (Ιωάν.ζ:37).