ε:5-7
Από τα εδάφια αυτά μαθαίνουμε ότι ο Θεός ζητά την ομολογία και την επανόρθωση
όταν γίνει μια παράβαση. Η ειλικρίνεια της ομολογίας θα αποδεικνυόταν από την
επανόρθωση. Δεν ήταν αρκετό για ένα Ιουδαίο που είχε αδικήσει τον αδελφό του να
πάει και να του πει: «Λυπάμαι για ότι έγινε». Αν αδίκησε κάποιον σε κάτι π.χ.
στο χωράφι ή στο ζύγι, έπρεπε να επιστρέψει αυτό συν κάτι ακόμα (1/5) και
αυτό ήταν το τίμημα της αμαρτίας.
Αν και δεν είμαστε κάτω από το Νόμο, μπορούμε όμως να πάρουμε πολύτιμες
οδηγίες απ’ αυτές τις διατάξεις. Αν λοιπόν αδικήσουμε κάποιον δεν αρκεί να
ομολογήσουμε την αμαρτία μας στο Θεό και τον αδελφό, οφείλουμε και να
επανορθώσουμε. Να δώσουμε μια πρακτική απόδειξη ότι κατακρίναμε τον εαυτό μας
για την αδικία που κάναμε.
Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, ακολουθείται ο εύκολος, ο επιπόλαιος,
ο απερίσκεπτος τρόπος. Αρκούμαστε σε μια λεκτική ομολογία, χωρίς να έχουμε το
βαθύ αίσθημα του κακού της αμαρτίας όπως το βλέπει ο Θεός. Το αποτέλεσμα είναι
η καρδιά να σκληραίνει και η συνείδηση να χάνει την ευαισθησία της κι αυτό
είναι πολύ σοβαρό. Δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από μια ευαίσθητη συνείδηση.
Δεν εννοούμε μια «υπερβολική
συνείδηση» που αφήνεται και κυβερνάται από τις δικές της παράλογες
ιδέες. Ούτε μια «ασθενή συνείδηση»
που επηρεάζεται από τους φόβους της. Εννοούμε μια «ευαίσθητη συνείδηση»που κυβερνάται αποκλειστικά από το λόγο του
Θεού και καταφεύγει πάντοτε στην εξουσία του.
«Εις τούτο δέ εγώ σπουδάζω, εις τό νά έχω άπταιστον συνείδησιν πρός
τόν Θεόν καί πρός τούς ανθρώπους διαπαντός»
(Πράξ.κδ:16).
Ένα πολύ όμορφο παράδειγμα αποκατάστασης βρίσκουμε στις Πράξ.κγ:2-5
όπου ο απόστολος Παύλος αποκηρύττει τα θυμωμένα λόγια: «Ο Θεός μέλλει νά σέ
κτυπήση, τοίχε ασβεστωμένε» και τα αντικαθιστά με το λόγο του Θεού: «Δέν
ήξευρον, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς· διότι είναι γεγραμμένον. Άρχοντα τού λαού σου δέν θέλεις κακολογήσει».
Ο Παύλος δεν θα μπορούσε να πάει να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ έχοντας
μια άμεμπτη συνείδηση, αν δεν είχε αποδοκιμάσει τα λόγια του.
Χρωστάμε να διατηρούμε μια αγνή συνείδηση αν θέλουμε να περπατάμε με
το Θεό. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτα περισσότερο όσο την ηθική αναισθησία που
μπορεί να αφήνει το κάθε τι να περνά ακατάκριτο. Τότε, μπορεί κανείς να
αμαρτάνει και να λέει ψυχρά: «Μα τι έκανα» ;
Δυστυχώς υπάρχει επιπολαιότητα και αδιαφορία στην Εκκλησία. Με διάφορους
τρόπους στερούμε το Θεό αυτών που Του οφείλουμε. Σκεπτόμαστε, μιλάμε, ενεργούμε
όπως μας αρέσει. Μια τέτοια πορεία όμως μοιραία θα εμποδίσει την πνευματική μας
πρόοδο. Από διάφορα μέρη της Γραφής ξέρουμε πόσο ο Θεός εκτιμά το ευαίσθητο
πνεύμα και την ταπεινή καρδιά. «εις τίνα λοιπόν θέλω επιβλέψει; εις τόν
πτωχόν καί συντετριμμένον τό πνεύμα καί τρέμοντα τόν λόγον μου» (Ης.ξς:2).
ε:6-10
Όταν λέγανε ότι κάτι το πήγαιναν στον Κύριο, εννοούσαν αυτούς που ασχολιόντουσαν
με τα πράγματα του Κυρίου, δηλαδή το πήγαιναν στους Λευίτες.
ε:11-15
Όταν εδώ λέει ο Θεός «να πάει στον ιερέα» δεν εννοεί τους σημερινούς
ιερείς. Αυτοί ήταν από τη φυλή του Λευί, και μάλιστα οι ιερείς ήταν από τη γενιά
του Ααρών. Αργότερα ο Χριστός κατάργησε όλο το Λευιτικό ιερατείο και έγινε
Εκείνος Αρχιερέας.
ε:16-31
Γυναίκα με υποψία μοιχείας δοκιμάζεται από τον ιερέα. Βέβαια το ίδιο
βδελύτεται ο Θεός και όταν ο άνδρας μοιχεύει.
Πίνει το νερό (λόγος του Θεού) με χώμα (αμαρτία-σαρκικότητα) και ο
Θεός υπερφυσικά κάνει αυτή την αντίδραση μέσα της αν είναι ένοχη, διαφορετικά
αν είναι εντάξει, τίποτα δεν συμβαίνει.
Η κοιλιά (εσωτερικός άνθρωπος) πρήζεται, η αμαρτία φανερώνεται και
σαπίζει ο μηρός, το βάδισμα γίνεται χωλό.