Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Σπύρος Λούης: ποτέ δεν βγήκε πρώτος



Ο Μαραθώνιος Δρόμος πρωτοεισήχθηκε το 1896 και είχε αναχθεί σε ύψιστο εθνικό θέμα της εποχής η πρωτιά Έλληνα αθλητή. Ο πραγματικός τελικά νικητής Χαρίλαος Βασιλάκος φέρεται να «είχεν απόφασιν ν’αυτοκτονήση εάν εκέρδιζε ξένος τον Μαραθώνειον». 

Η Ελληνική Οργανωτική Επιτροπή των πρώτων συγχρόνων Oλυμπιακών Αγώνων καθόρισε την ελληνική συμμετοχή στον Μαραθώνιο σε πέντε αθλητές και οργάνωσε την 12 Μαρτίου 1896 πανελλήνιο αγώνα, οι πρώτοι πέντε του οποίου θα αποτελούσαν την Ελληνική συμμετοχή. Επρώτευσαν οι Χαριλ. Βασιλάκος, με δεύτερο τον Σπυρ. Μπελόκα που ήσαν ήδη γνωστοί για τις νίκες τους προ – αλλά και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες – σε δρόμους αντοχής. Μπήκε όμως παράτυπα και ο έκτος και επηκολούθησε καταιγισμός πιέσεων για την οργάνωση συμπληρωματικής προκρίσεως για την πρόκρισι και άλλων τεσσάρων αθλητών πού θα συμπλήρωναν δεκαμελή τελικά ομάδα. 


Ο παράγων και ιστορικός του ΣΕΓΑΣ Π. Μανιτάκης γράφει στο βιβλίο του (1930) ότι άνοιξε η όρεξις για προσθήκη και άλλων αθλητών που επίεζαν «με την υποστήριξη του Τύπου και με … πολιτικά ακόμη μέσα». Έγινε συνεπώς συμπληρωματικός Μαραθώνιος με συμμετοχή Μαρουσιωτών και Χαλανδριωτών. Παρά ταύτα ο παραλογισμός συνεχίσθηκε με το παιχνίδι της «κολοκυθιάς» (γιατί δέκα και όχι ένδεκα) και πήραν 12! Κατόπιν των παρατυπιών μπήκε και ο Σπύρος Λούης, ο ενδέκατος κατ΄ αξίαν των προκριματικών. Που τερμάτισε μάλιστα και κάτω του ορίου που είχε τεθεί, ο χρόνος του ήταν 3:19 ώρες. Στον τελικό βέβαια θα συντρίψει το ατομικό του ρεκόρ! Πρωταγωνιστικό ρόλο στις παρατυπίες έπαιξε ο ταγματάρχης Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου, μέλος της Οργαν. Επιτροπής των Ο.Α. και ειδικός έφορος του Μαραθωνίου δρόμου του 1896. Ο Παπαδιαμαντόπουλος είχε τον Λούη «ορντινάτσα» όταν αυτός έκανε τη θητεία του. 

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ: Ενώ στα λοιπά αγωνίσματα των Αγώνων υπήρχε κάποια, υποτυπώδης έστω, οργάνωσις, στον Ολυμπιακό Μαραθώνιο υπήρχε οργανωτικό χάος ελλείψει κανονισμού, ελεγκτών διαδρομής κλπ. Υπήρχαν μόνο κάποιοι «έφιπποι» στρατιώτες της μονάδος του ταγχ/χη Ι. Παπαδιαμαντόπουλου που έχοντας πλήρη άγνοια περί αθλητικού πνεύματος, υπάκουαν μόνο στον Διοικητή τους με τις τόσες αρμοδιότητες στους Αγώνες. Οι δρομείς έτρεχαν χωρίς τη συνοδεία κριτών ανάμεσα στις ερημικές τότε περιοχές, χωρίς θεατές. Νικητής θα ανηγορεύετο όποιος έφθανε πρώτος στο Παναθηναϊκό Στάδιο, χωρίς να ελέγχεται τι συνέβη κατά τον αγώνα. Κατά τα ολίγα – ελλείψει κριτών ή μέσων επικοινωνίας ή αθλητικογράφων – βάσιμα στοιχεία της εποχής ο Λούης στο δέκατο χιλιόμετρο ήταν μεταξύ των ουραγών, ενώ στο 15ο χιλιόμετρο η διαφορά των προπορευόμενων ξένων από τον πρώτο Έλληνα, που δεν ήταν ο Λούης, ήταν περί τα δύο χιλιόμετρα. 

Οι λίγοι ξένοι που τυχαία εδηλώθηκαν ήσαν δρομείς ημιαντοχής χωρίς καμμία πείρα σε μεγάλες αποστάσεις. Προπορεύθηκαν στο αρχικό επίπεδο τμήμα της διαδρομής, με συνέπεια να εγκαταλείψουν στο ανηφορικό μεσαίο τμήμα. Ο Λούης επανεμφανίζεται, ξεκούραστος, στην αρχή του μεγάλου κατήφορου προς το τέρμα. Ετερμάτισε κάπου ενάμισυ χιλιόμετρο (2.58.50) πριν από τον Βασιλάκο που ακολουθείτο από τον Μπελόκα και τον καταταγέντα τέταρτο Ούγγρο. Επίδοσις Βασιλάκου 3.6.03′ , του Μπελόκα 3.6.30΄ και του Ούγγρου Κέλνερ 3.6.35΄. Ο έτερος των ιστορικών του συγχρόνου Ελληνικού αθλητισμού Ιωαν. Χρυσάφης γράφει στο βιβλίο του (1930) ότι μόνος υπεύθυνος για τον Μαραθώνιο ήταν ο αναφερθείς παντοδύναμος έφορος Ι.Παπαδιαμαντόπουλος «έχων περί αυτόν δια την επιτήρησιν των δρομέων ολόκληρον επιτελείον εφίππων». Ώστε εάν έγινε η φημολογούμενη απαγωγή του Λούη, μετά το δέκατο χιλιόμετρο όταν βεβαιούται ότι ήταν ουραγός, υπεύθυνος της «κατεργαριάς» θα ήτο ο Ι.Παπαδιαμαντόπουλος που μάλιστα δεν θα εφοβείτο -όπως θα συνέβαινε σήμερα- τις αντιδράσεις των αγνοούντων κάθε φίλαθλο πνεύμα ελαχίστων ιπππέων του που συνεργάσθηκαν. 

Όταν ετερμάτισε ο Λούης μέσα στο παραλήρημα των θεατών που είδε τον καταφθάνοντα δρομέα, οι δύο μεγαλύτεροι πρίγκηπες Kωνσταντίνος και Γεώργιος έσπευσαν στο στίβο για να πλαισιώσουν τον Λούη και να τον οδηγήσουν στον πατέρα τους, τον Βασιλέα, που του έδωσε το έπαθλο, χωρίς απόφαση της Αγωνοδίκου Επιτροπής και ενώ το αγώνισμα… συνεχίζετο! Η πραγματικότης εκάλυψε την παρατυπία αφού επειδή δεν υπήρχαν κριτές δεν ήτο δυνατή η κρίσις τί είχε συμβεί κατά την διαδρομή, Είναι γνωστό ότι τόσον ο Βασιλάκος, όσο και ο Μπελόκας και ο καταταγείς τέταρτος Ούγγρος Κέλνερ, εθεώρησαν αυτούς νικητές αφού κανείς τους -όπως εβεβαίωναν- δεν είχε ιδεί τον αρχικά ουραγό να τους προσπερνά! Επέρασε αρκετή ώρα μέχρις ότου, συνέλθουν από τη κόπωση και να ακούσουν, έκπληκτοι, ότι ο άσημος και αόρατος γι΄ αυτούς Λούης είχε νικήσει. Έως ότου συνέλθουν και να ψάξουν για ανύπαρκτους κριτές, να ψάξουν για μάρτυρες κλπ. όλα είχαν τελειώσει. Ώστε όχι μόνο δεν υπήρχαν αρμόδιοι για την εξέταση των βεβαιώσεων των Βασιλάκου, Μπελόκα και Κέλνερ, αλλά και εάν υπήρχε κάποιος, ποιός θα τολμούσε να εξηγήσει στο αλαλάζον πλήθος «λάθος εκάναμε, μας συγχωρείτε» και ποιος θα τολμούσε να μεταβή στα Ανάκτορα χωρίς αποδείξεις ή ενδείξεις (που ανέκυψαν αργότερα) και να ζητήση από τον Βασιλέα να ανακαλέση την απόφασή του. Ο Βασιλάκος ειχε εκμυστηρευτεί: “Όταν μπήκα στο στάδιο και τερμάτισα, γινόταν τέτοιο πανδαιμόνιο που δεν μπορώ να το περιγράψω. Ξαφνικά με πλησίασε κάποιος και με συγχάρηκε για τη δεύτερη θέση που κατέλαβα. Εγώ κεραυνοβολημένος γύρισα και του είπα. Μα πως είναι δυνατόν; Αφού δε με προσπέρασε κανείς “. » 

Όταν μπήκα στα αποδυτήρια πήγα αμέσως και βρήκα τον Λούη. Του είπα ότι αυτό που έκανε ήταν άτιμο. Επειδή όμως δεν θέλω να αμαυρώσω την ημέρα ούτε να χαλάσω τους πανηγυρισμούς που γίνονται έξω, δεν θα κάνω ένσταση. Εσένα ας σε κρίνη ο Θεός». “ Όταν έφτασα στο Χαρβάτι, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας παπάς, τάχα ερχόμενος από την Αθήνα και φώναξε ότι άδικα συνεχίζουμε τον αγώνα γιατί ήδη οι ξένοι τερμάτισαν στο Στάδιο. Οι αφελείς χωρικοί χωρίς να καταλαβαίνουν το βρώμικο ψέμα που είπε ο παπάς, μπήκανε στο δρόμο και με εμπόδιζαν να τρέξω. Αναγκάστηκα να περάσω κάτω από τη κοιλιά ενός αλόγου για να ξεφύγω από το πλήθος. Για έναν αθλητή του Μαραθωνίου δρόμου, οποιαδήποτε στάση κατά τη διαδρομή του αγωνίσματος είναι ολέθρια. Εμείς οι Μαραθωνοδρόμοι είμαστε σαν το πολυγινομένο σύκο. Λίγο να το κουνήσεις πέφτει καταγής “. Ο Λούης, παρά τις πιέσεις και τις προκλήσεις από τους Βασιλάκο – Μπελόκα, ΟΥΔΕΠΟΤΕ έτρεξε πάλι σε αγώνα οιασδήποτε αποστάσεως! Ενώ στον προκριματικό επέτυχε αδιάβλητη επίδοση 3.19 στον τελικό μετά λίγες ημέρες επέτυχε 2.59 ήτοι «εκέρδισε» 20 λεπτά δηλαδή πέντε χιλιόμετρα ταχύτερα! Την προσπάθεια όμως επιβολής της πρώτης νίκης υπέρ του Λούη είχαν καταλάβει και πολλοί ξένοι. Πολύ αργότερα (μεταπολεμικά) ο πρόεδρος της Ε.Ο.Α. Νίκος Μπαλτατζής (μετέπειτα Γ.Γ. Αθλητισμού, υφυπουργό κλπ.) είχε υποστηρίξει σε ιδιωτικη συνομιλία ότι «την μισή διαδρομή την έκανε με άλογο και όχι με κάρο». 

Το 1952 ο ευπρεπής γέρων Χαριλ.Βασιλάκος παρατήρησε: «Αυτά ξεχάστηκαν, ό,τι έγινε έγινε. Πάντως όσο ζω θα υποστηρίζω ότι ο Λούης δεν μας κατέφθασε αλλά παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατος». Έγινε όμως θρύλος. Ο Χαρίλαος Βασιλάκος γεννήθηκε το 1876, σπούδασε Νομική και διορίσθηκε Τελώνης όπου υπηρέτησε σε διάφορες πόλεις και υπηρεσίες, επί 40 σχεδόν έτη. Απεβίωσε το 1963. Έτρεχε και προ αλλά και επί πολλά χρόνια μετά το 1896 σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων όπου σχεδόν πάντοτε ήταν νικητής. Εισήγαγε στην Ελλάδα και το αγώνισμα του «βάδην». Τον Απρίλιο του 1901, ενίκησε στο πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα βάδην επί αποστάσεως 1.000 μέτρων με επίδοση 5 λεπτά 11 δευτ. Τον ίδιο ακριβώς χρόνο 5.11 εσημείωσε μετά διετία σε αγώνες που έγιναν στη Σύρο. Επρώτευσε το 1906 στους αγώνες βάδην που οργάνωσε ο Πανελλήνιος Γ.Σ. Το αστείο του πράγματος είναι ότι για μία περίοδο μόνο νέοι από το Μαρούσι κέρδιζαν αγώνες αντοχής, με προπονητή τον Λούη και περίεργες μεθόδους :). 

ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ 22 Μαίου 1896 ΑΧΑΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ 

“Εξήκοντα πέντε όλοι δρομείς…………………….ανεχώρησαν δια του πρωινού τραίνου εις Αχαίαν, όπου του δρόμου η αφετηρία. Η εκκίνηση έγινε την 6.01 ώρα……………………… Τον δρόμον (20 χιλιόμετρα) διήνυσεν εις 1 ώραν και 22 λεπτά ο μόλις 17 ετών νεανίας Κωνσταντίνος Παλαιός. Τον συνοδεύει ο συμπατριώτης του Λούης, όστις παράφορος υπό χαράς τον περιφέρει επί του στίβου…………………………(ο Λούης μετέβη εκεί προς δεξίωσιν και όχι για να αγωνισθεί). Μετά εξ δευτερόλεπτα καταφθάνει ο δεύτερος, Αμαρουσιώτης και αυτός, Αλιμπουλάς ονόματι, και μετά στιγμής τινάς καταφθάνει και τρίτος, Α. Ντριβέλας και αυτός Αμαρουσιώτης. Ε. Ο Λούης δεν κρατείται πλέον απο τον ενθουσιασμό του. Εναγκαλίζεται και καταφιλεί τους πάντας, τους νεαρούς πατριώτας του και υπερήφανος τρέχει επι του στίβου χαιρετών τους επευφημούντας και χειροκροτούντας αυτόν αδιαλείπτως θεατάς. ……………..Ο Βασιλάκος δια τον οποίον πολλοί ήσαν οι πιστεύοντες ότι θα ήτο ο νικητής, έρχεται όγδοος και παραπονούμενος. Εις τα Ροίτικα του έρριψαν κρασί εις τα μούτρα και είνε ηγανακτισμένος δια την κακοήθειαν αυτήν, αν έφερε τον χαρακτήρα της κακοηθείας, η πράξις της οποίας ακόμη δεν εξηκριβώθη ο λόγος ούτε ο δράστης. Είπεν είς των παρακολουθούντων ποδηλατιστών οτι είδε να βρέχουσι τον Βασιλάκον εις το πρόσωπον. Ή με κρασί ή με νερό και ποίος και δια ποίον λόγον δεν αντελήφθη “. 

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 22 Μαίου 1896 (Για τον ίδιο αγώνα) 

“Ο Βασιλάκος διερχόμενος του χωρίου Ροίτικα δέχεται παρά τινος παράφρονος καταστηματάρχου κατάμουτρα ποτήριον οίνου. Ο Βασιλάκος δεν θέλει να εξακολουθήσει τον αγώνα. Αγωνίζομαι εγώ παρακολουθών δια του ποδηλάτου να τον μεταπείσω, και εξακολουθούμεν τρέχοντες……………………….. Ο Κωνσταντίνος Παλαιός αφίχθη εντός μιάς ώρας και είκοσι λεπτών. Είνε ανεψιός του Λούη “. 

ΕΣΤΙΑ (Για τον ίδιο αγώνα) 

“Ο δρόμος των 20 χιλιομέτρων παρουσίασεν αξιοθρήνητα αποτελέσματα. Τοιούτοι δε δρόμοι είμαι της ιδέας ότι πρέπει να λείψουν από τους ……………………………. αγώνας. Διότι ημείς οι επαρχιώται δεν έχομεν τα μέσα εκείνα της ασφαλείας, άτινα ………………………… εν Αθήναις κατά τον μαραθώνιον. Ούτω δεν εστάθη δυνατόν να εμποδισθή ούτε η προς τον Βασιλάκον γενομένη κακοήθεια ούτε η προς τον Παπαθανασίου (τέταρτος) τον όντως πρώτον …………… δια της βιαίας υπό του Λούη εισαγωγής εις τον στίβον του εξαδέλφου του Παλαιού “. 

Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στο Μαρούσι της Αττικής το 1872 και καμιά σχέση δεν είχε με τον αθλητισμό. Στα 24 του, ζούσε στο Μαρούσι, έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του κι ήταν βαθιά απελπισμένος, καθώς οι γονείς της καλής του και μοιραίας Ελένης έδειχναν να μην τον θέλουν… Καταμεσήμερο, δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης: Τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες κι ο νερουλάς από το Μαρούσι. Ως το Πικέρμι, μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός, πίσω του ο Γάλλος, πιο πίσω ο Ούγγρος, μετά ο Άγγλος κι ακολουθούσαν οι Έλληνες με τον Λούη τελευταίο. Στο Πικέρμι, ήπιε ένα ποτήρι κρασί να καρδαμώσει(!!!). Με τίποτα δεν θα την έχανε την Ελένη. Ξεκίνησε να τους περνά τον ένα μετά τον άλλο (κάποιοι διαφωνούν όμως!!!). Τα νέα μαθεύτηκαν στο στάδιο, όπου 60.000 θεατές κραύγαζαν ρυθμικά «Έλλην, Έλλην». Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο στάδιο νικητής και ακμαίος, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το ρεκόρ των προκριματικών κατά δεκαπέντε λεπτά (!!!). Κανένας όμως δεν ασχολιόταν με το ρεκόρ. Χαμένος στις αγκαλιές παραληρούντων πριγκίπων και απλών Ελλήνων, ζούσε τον θρίαμβό του. Ξενύχτησε διασκεδάζοντας. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Κατάφερε να πάρει μια καινούρια σούστα. Και βέβαια να παντρευτεί τη μοιραία Ελένη. Ποιοι γονείς μπορούσαν ν’ αρνηθούν στον ήρωα; Δεν ξανάτρεξε(κατηγορήθηκε για αυτό!!!). Στους Ολυμπιακούς του 1936, μπήκε σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας στο στάδιο του ναζιστικού Βερολίνου και πρόσφερε κλαδί ελιάς στον Χίτλερ. Στα 1938, ακριβώς 42 χρόνια μετά τον θρίαμβό, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής. Πέθανε στις 27 Μαρτίου 1940. 





Διαβάστε περισσότερα: http://www.kar.org.gr/2016/03/18/spyros-louis-pote-den-vgike-protos/