Υιοθεσία είναι η πράξη της
εκλογής και της τοποθέτησης ενός παιδιού σε σπίτι. Η αναγέννηση δηλώνει ότι
είμαστε παιδιά του Θεού εξαιτίας μιας νέας, πνευματικής γέννας. Η υιοθεσία
σημαίνει ότι ενηλικιωνόμαστε σαν παιδιά του Θεού και γινόμαστε κληρονόμοι μετά
από συνειδητή εκλογή Του. Η υιοθεσία λοιπόν, αναφέρεται στη θέση μας σαν παιδιά
του Θεού με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτή τη θέση.
Στη Γαλ.δ:1-7 ο απόστολος
Παύλος αντιπαραβάλλει τη ζωή κάτω από το Νόμο, πριν το Χριστό και τη ζωή του
Πνεύματος μετά το Χριστό. Πριν το θάνατο του Χριστού, «υπό τα στοιχεία του κόσμου ήμεθα δεδουλωμένοι». Ο λαός του Θεού
ήταν υποταγμένος στο Νόμο, όπως ένα παιδί που δεν έχει φτάσει στην ηλικία της
ωριμότητας ζει υπό τον έλεγχο οικονόμων και επιτρόπων. Μετά το απολυτρωτικό
έργο του Χριστού, τα παιδιά του Θεού ενηλικιώθηκαν, πήραν το Πνεύμα του Χριστού
και έγιναν δικαιούχοι της κληρονομιάς που ο Θεός είχε από ανέκαθεν σχεδιάσει
γι’ αυτούς. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τη λέξη «υιοθεσία» για να περιγράψει αυτή
την αλλαγή θέσης, εφόσον η υιοθεσία απονέμει σ’ ένα άτομο δικαιώματα και
προνόμια που δεν είχε ποτέ πριν απολαύσει.
Στη Ρωμ.η:14-17 ο Παύλος χρησιμοποιεί
την αναλογία της υιοθεσίας με κάποιο διαφορετικό τρόπο. Εμείς όταν πιστέψαμε
υιοθετηθήκαμε στην οικογένεια του Θεού και γίναμε νεώτεροι αδελφοί και αδελφές
του ανθρώπου Ιησού Χριστού. Σαν υιοθετημένα παιδιά, αποκομίζουμε όλα τα νόμιμα
δικαιώματα και προνόμια του κανονικού παιδιού. Ο Χριστός είναι ο μονογενής του
Πατέρα και ο μόνος δικαιωματικά κληρονόμος, αλλά με την υιοθεσία, γινόμαστε κι
εμείς κληρονόμοι του Πατέρα, και συγκληρονόμοι του Χριστού.
Ακόμα δεν έχουμε κληρονομήσει
όλα τα ευεργετήματα της υιοθεσίας, περιμένουμε ακόμα την πλήρη αποκάλυψη της
θέσης μας σαν παιδιά του Θεού και την απολύτρωση του φυσικού σώματός μας
(Ρωμ.η:23).
Η
υιοθεσία πηγάζει από τη χάρη και την εκλογή του Θεού (Εφες.α:4-5) και
πραγματοποιείται δια πίστεως (Γαλ.γ:26). Οι Γραφές υποδηλώνουν ότι η υιοθεσία
συμβαίνει κατά το βάπτισμα στο νερό και το Άγιο Πνεύμα, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο
μπαίνουμε στην οικογένεια του Θεού: «Διότι
πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού· επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις
Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε»
(Γαλ.γ:26-27). «διότι ημείς πάντες διά του
ενός Πνεύματος εβαπτίσθημεν εις εν σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε
δούλοι είτε ελεύθεροι, και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν» (Α’ Κορ.ιβ:13). «Διότι δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας, διά να
φοβήσθε πάλιν, αλλ' ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, διά του οποίου κράζομεν· Αββά, ο
Πατήρ» (Ρωμ.η:15). Το Πνεύμα είναι το μέσον, αλλά και το πρώτο προνόμιο της
υιοθεσίας.
Η υιοθεσία στην οικογένεια
του Θεού λοιπόν, συμβαίνει ακαριαία με την αναγέννηση. Υπό μία έννοια, είναι γεγονός
του παρελθόντος, εφόσον ήδη ονομαζόμαστε τέκνα Θεού (Α’ Ιωάν.γ:1). Ήδη
απολαμβάνουμε τους πρώτους καρπούς της κληρονομιάς μας, που είναι το Πνεύμα του
Θεού (Ρωμ.η:23, Γαλ.δ:6, Εφες.α:13-14), κι έχουμε τη σιγουριά της μελλοντικής κληρονομιάς μας.
Όμως, από μία άλλη άποψη, η
υιοθεσία είναι ένα μελλοντικό γεγονός: «Διότι η
μεγάλη προσδοκία της κτίσεως προσμένει την φανέρωσιν των υιών του Θεού. Επειδή η
κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά διά τον υποτάξαντα
αυτήν, επ'
ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της δουλείας της φθοράς και
μεταβή εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Επειδή
εξεύρομεν ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νύν· και ουχί
μόνον αυτή, αλλά και αυτοί οίτινες έχομεν την απαρχήν του Πνεύματος, και ημείς
αυτοί στενάζομεν εν εαυτοίς περιμένοντες την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του
σώματος ημών»
(Ρωμ.η:19-23). Και αυτό θα γίνει όταν ο Ιησούς επιστρέψει.