Η χρυσή λυχνία και
η τράπεζα των άρτων της προθέσεως
Η λυχνία ήταν σφυρήλατη από καθαρό χρυσάφι.
Είχε μια κεντρική ράβδο που στηριζόταν σε μια βάση, και έξι κλάδους, τρεις σε
κάθε πλευρά. Στο τέλος κάθε κλάδου καθώς και στο τελείωμα της κεντρικής ράβδου
υπήρχε ένα λουλούδι όπου βρισκόταν εφτά λύχνοι (Έξ.κε:31-37).
Η τράπεζα των άρτων ήταν κι αυτή ξύλινη,
καλυμμένη με χρυσό. Δώδεκα άρτοι ήταν τοποθετημένοι πάνω σ’ αυτό το τραπέζι,
όπου προσφερόταν λιβάνι. Οι άρτοι άλλαζαν κάθε Σάββατο και τους παλιούς τους
έτρωγαν οι ιερείς (‘Εξ.κε:23-30 & Λευιτ.κδ:5-9).
Στη λυχνία, βλέπουμε μια εικόνα του Χριστού
σαν το Φως μας (Ης.μβ:6 Ιωάν.η:12 Α’ Ιωάν.α:5
Ιωάν.α:9 ). Κανείς δεν μπορεί να δει την ακαταστασία ή τη βρωμιά σ’ ένα
σκοτεινό δωμάτιο. Όταν όμως ανάψει το φως, κάθε κουσούρι θα φανεί. Σαν φως, ο
Χριστός, μας αποκαλύπτει την αμαρτωλή κατάστασή μας.
Το φως δεν αποκαλύπτει απλά, αλλά
εξαγνίζει. Το φως του ήλιου σκοτώνει χιλιάδες μικρόβια που έχουν αναπτυχθεί σ’
ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το ίδιο και ο Χριστός, αποκαλύπτει, αλλά και καθαρίζει
από την αμαρτία. Μετά, μας οδηγεί φέγγοντας τα μονοπάτια μας.
Το χρυσάφι έπρεπε να σφυρηλατηθεί, με το
χέρι (Έξ.κε:31). Προκείμένου ο Χριστός να γίνει φως για μας, έπρεπε πρώτα να
χτυπηθεί από το χέρι του Θεού για τις παραβάσεις μας (Ης.νγ:5). Παρόλα αυτά, τα
άνθη φανέρωναν ανάσταση μετά από τα παθήματα. Το ίδιο και οι άγιοι, θ’ ανθίσουν
μετά από τις θλίψεις. Το ζουλιγμένο άνθος δίνει το καλύτερο άρωμα
(Ρωμ.η:18 Β’ Κορ.δ:17 Β’ Τιμ.β:12).
Η λυχνία, είναι ακόμα τύπος της εκκλησίας,
που είναι τώρα το φως του κόσμου (Εφες.ε:8). Στην Αποκ.α:20 ο Ιωάννης μας λέει
ότι οι χρυσές λυχνίες συμβολίζουν τις εκκλησίες και είδε τον Ιησού, με
Αρχιερατική ενδυμασία να περπατά ανάμεσα στις 7 χρυσές λυχνίες. Όπως το λάδι
που έρεε μέσα στους κλάδους πήγαινε στα φυτίλια κι έδινε το φως, έτσι και το
χρίσμα του Αγίου Πνεύματος είναι αυτό που κάνει το λαό του Θεού να λάμπει γι’
Αυτόν (Έξ.κζ:20 με Α’ Κορ.ς:19 και Φιλιπ.α:20).
Όπως το λάδι βγαίνει από τις
συμπιεσμένες ελιές, έτσι κι εμείς πρέπει να έχουμε ένα συντετριμμένο πνεύμα για
να πάρουμε το έλαιο του χρίσματος (Ης.ξς:2 νζ:15).
Στα Άγια δεν υπήρχε κανένα παράθυρο. Το
μοναδικό φως μέσα σ’ αυτό το χώρο ήταν αυτό της εφτάφωτης λυχνίας. Οι ιερείς
έπρεπε να βαδίζουν σ’ αυτό το φως προκειμένου να υπηρετήσουν μέσα στα Άγια.
Κανένας δεν μπορεί να υπηρετήσει το λαό του Θεού με ανθρώπινη σοφία. Χρειάζεται
η άνωθεν σοφία (Ης.β:5 Α’ Ιωάν.α:7 Α’ Κορ.α:19-21).
Οι άρτοι της
προθέσεως
Σ’ αυτούς τους άρτους βλέπουμε σε τύπο τον
Κύριο Ιησού σαν τον άρτο της ζωής. Ο Ιησούς, είπε πολύ καθαρά ότι το σώμα Του
που θυσιάστηκε για μας, ήταν ο αληθινός άρτος που ήρθε από τον ουρανό
(Ιωάν.ς:50-51). Ονόμασε τη σάρκα Του άρτο της ζωής και είπε ότι μόνο όσοι τρώνε
τη σάρκα Του και πίνουν το αίμα Του θα ζήσουν στον αιώνα (ς:54-56).
Σαν άρτος της ζωής, είναι η καθημερινή
τροφή της ψυχής μας. Στους Αριθ,δ:7 ονομάζεται «παντοτινός άρτος». Είναι
προνόμιο για το Χριστιανό να μπορεί να τρώει από το Χριστό κάθε μέρα κι έτσι ν’
αυξάνει στη χάρη. Πράξ.ιζ:11 Η εκκλησία
στη Βέροια «εξέταζε καθ’ ημέραν τας γραφάς». Ψαλμ.ξα:8 ξη:19 Τίποτα δεν πρέπει να παίρνει τη θέση
της καθημερινής οικογενειακής λατρείας. Ο Ιωβ εκτιμούσε τους λόγους του Κυρίου
περισσότερο από την αναγκαία τροφή για το σώμα του (κγ:12).
Η όλη διαδικασία για να γίνει το ψωμί,
είναι ενδεικτική του προσώπου και του έργου του Χριστού. Κατ’ αρχήν, ο σπόρος
πρέπει να φυτευτεί στο χώμα και να πεθάνει πριν μπορέσει να φέρει καρπό. Το
στάρι πρέπει να συνθλιβεί ανάμεσα στις πέτρες του μύλου και μετά η ζύμη πρέπει
να ψηθεί στη φωτιά του φούρνου. Ο Ιησούς, η θυσία μας, προετοιμάστηκε στη φωτιά
μεγάλων δοκιμασιών. Αυτός ήταν ο κόκκος του σταριού που θάφτηκε προκειμένου να
φέρει το θερισμό των αληθινών αγίων.
Οι άρτοι, πριν φαγωθούν από τους ιερείς
προσφερόταν πρώτα στο Θεό. Τα δώδεκα καρβέλια ψωμιού παρέμεναν πάνω στο τραπέζι
7 μέρες πριν φαγωθούν. Ήταν ανάγκη όμως να προσφερθούν πρώτα στο Θεό, του
οποίου ο άγιος νόμος είχε καταπατηθεί. Ο Θεός «είδε την ταλαιπωρία της ψυχής
του και ικανοποιήθηκε». Όταν οι απαιτήσεις του Άγιου Θεού ικανοποιήθηκαν, μετά
μπορούσε να οικειοποιηθεί απ’ τον καθένα που θα Τον πλησίαζε. Τώρα μπορούμε να
«τρώμε αυτό που είναι αγαθό», μέχρι η ψυχή να «ευθρανθή εις το πάχος»
(Ης.νε:2).
Το τραπέζι είναι σύμβολο της εκκλησίας που
σκοπός του δεν ήταν να προβληθεί, αλλά να παρουσιάζει τον άρτο. Η εκκλησία
πρέπει να φανερώνει το Χριστό, τον άρτο της ζωής, στον κόσμο που χάνεται.