Η ιστορία της Heidemarie ξεκίνησε πριν από 22 χρόνια, όταν ήταν καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τότε χώρισε μετά από ένα δύσκολο γάμο, πήρε τα δύο παιδιά της και κινήθηκε προς..την πόλη του Ντόρτμουντ, στην περιοχή του Ρουρ στη Γερμανία.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησε ήταν ο μεγάλος αριθμός των αστέγων, και αυτό την συγκλόνισε τόσο πολύ που αποφάσισε να κάνει πραγματικά κάτι για αυτό. Ετσι άνοιξε ένα κατάστημα που το ονόμασε «Gib und Nimm» (Δούναι και λαβείν).
Η μικρή επιχείρησή της ήταν ένα μέρος όπου μπορούσε κανείς να ανταλλάξει πράγματα και δεξιότητες για άλλα πράγματα, χωρίς να χρησιμοποιούνται χρήματα. Παλιά ρούχα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με συσκευές κουζίνας και υπηρεσίες σχετικές με αυτοκίνητα με υπηρεσίες υδραυλικών, και ούτω καθεξής. Η ιδέα δεν προσέλκυσε πολλούς από τους άστεγους του Ντόρτμουντ, επειδή, όπως κάποιοι από αυτούς της είπαν κατάμουτρα, δεν ένιωθαν ότι, μια μορφωμένη γυναίκα της μεσαίας τάξης, θα μπορούσε να τους καταλάβει.
Το κατάστημα της Heidemarie έγινε τελικά φαινομένο στο Ντόρτμουντ, και αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για τη ζωή που ζούσε. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ζούσε με πολλά πράγματα που δεν είχε πραγματικά ανάγκη και αρχικά αποφάσισε να μην αγοράσει οτιδήποτε άλλο και αποφάσισε να αναλάβει άλλες εργασίες.
Άρχισε να πλένει πιάτα για 10 γερμανικά μάρκα την ώρα, και παρόλο που πολλοί της έλεγαν «πήγες στο πανεπιστήμιο, σπούδασες για να το κάνεις αυτό;», ένιωθε καλά με τον εαυτό της, και δεν αισθανόταν ότι, εξαιτίας των σπουδών της, έπρεπε να έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από κάποιον που εργάζεται σε μια κουζίνα. Μέχρι το 1995, η ζωή της Heidemarie είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν ξόδευε σχεδόν τίποτα, σαν να είχε βρει όλα όσα χρειαζόταν στη ζωή της.
Έτσι, το 1996. πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: Να ζει χωρίς χρήματα. Τα παιδιά της είχαν φύγει έτσι πούλησε το διαμέρισμα στο Ντόρτμουντ και αποφάσισε να ζήσει, νομαδικά ανταλλάσσονταν πράγματα και υπηρεσίες για όλα όσα χρειαζόταν. Ξεκίνησε ως ένα 12μηνο πείραμα, αλλά ανακάλυψε ότι της αρέσει τόσο πολύ που απλά δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. 15 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ζει σύμφωνα με τις αρχές του «Δίνω και Παίρνω», κάνει διάφορες δουλειές για διαμονή σε σπίτια των διαφόρων μελών, και λατρεύει κάθε λεπτό από αυτό.
Έχει γράψει δύο βιβλία σχετικά με την εμπειρία του να ζει χωρίς χρήματα και ζήτησε από τον εκδότη της να δοθούν τα χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ώστε να μπορεί να κάνει πολλούς ανθρώπους ευτυχισμένους και όχι μόνο ένα. Είναι ευτυχισμένη, υγιής και καλύτερα από ποτέ. Eχει, μάλιστα, γράψει και ένα βιβλίο για τον τρόπο ζωής της και κάνει ομιλίες όταν της το ζητούν.
Όλα τα υπάρχοντά της χωράνε σε μια βαλίτσα και ένα σακίδιο, έχει οικονομίες έκτακτης ανάγκης της τάξης των 200 ευρώ και όλα τα υπόλοιπα χρήματα τα δίνει. Η Heidemarie δεν έχει καν ασφάλεια υγείας καθώς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι στηρίζεται στο κράτος..
iefimerida.gr
Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησε ήταν ο μεγάλος αριθμός των αστέγων, και αυτό την συγκλόνισε τόσο πολύ που αποφάσισε να κάνει πραγματικά κάτι για αυτό. Ετσι άνοιξε ένα κατάστημα που το ονόμασε «Gib und Nimm» (Δούναι και λαβείν).
Η μικρή επιχείρησή της ήταν ένα μέρος όπου μπορούσε κανείς να ανταλλάξει πράγματα και δεξιότητες για άλλα πράγματα, χωρίς να χρησιμοποιούνται χρήματα. Παλιά ρούχα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με συσκευές κουζίνας και υπηρεσίες σχετικές με αυτοκίνητα με υπηρεσίες υδραυλικών, και ούτω καθεξής. Η ιδέα δεν προσέλκυσε πολλούς από τους άστεγους του Ντόρτμουντ, επειδή, όπως κάποιοι από αυτούς της είπαν κατάμουτρα, δεν ένιωθαν ότι, μια μορφωμένη γυναίκα της μεσαίας τάξης, θα μπορούσε να τους καταλάβει.
Το κατάστημα της Heidemarie έγινε τελικά φαινομένο στο Ντόρτμουντ, και αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για τη ζωή που ζούσε. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ζούσε με πολλά πράγματα που δεν είχε πραγματικά ανάγκη και αρχικά αποφάσισε να μην αγοράσει οτιδήποτε άλλο και αποφάσισε να αναλάβει άλλες εργασίες.
Άρχισε να πλένει πιάτα για 10 γερμανικά μάρκα την ώρα, και παρόλο που πολλοί της έλεγαν «πήγες στο πανεπιστήμιο, σπούδασες για να το κάνεις αυτό;», ένιωθε καλά με τον εαυτό της, και δεν αισθανόταν ότι, εξαιτίας των σπουδών της, έπρεπε να έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από κάποιον που εργάζεται σε μια κουζίνα. Μέχρι το 1995, η ζωή της Heidemarie είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν ξόδευε σχεδόν τίποτα, σαν να είχε βρει όλα όσα χρειαζόταν στη ζωή της.
Έτσι, το 1996. πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: Να ζει χωρίς χρήματα. Τα παιδιά της είχαν φύγει έτσι πούλησε το διαμέρισμα στο Ντόρτμουντ και αποφάσισε να ζήσει, νομαδικά ανταλλάσσονταν πράγματα και υπηρεσίες για όλα όσα χρειαζόταν. Ξεκίνησε ως ένα 12μηνο πείραμα, αλλά ανακάλυψε ότι της αρέσει τόσο πολύ που απλά δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. 15 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ζει σύμφωνα με τις αρχές του «Δίνω και Παίρνω», κάνει διάφορες δουλειές για διαμονή σε σπίτια των διαφόρων μελών, και λατρεύει κάθε λεπτό από αυτό.
Έχει γράψει δύο βιβλία σχετικά με την εμπειρία του να ζει χωρίς χρήματα και ζήτησε από τον εκδότη της να δοθούν τα χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ώστε να μπορεί να κάνει πολλούς ανθρώπους ευτυχισμένους και όχι μόνο ένα. Είναι ευτυχισμένη, υγιής και καλύτερα από ποτέ. Eχει, μάλιστα, γράψει και ένα βιβλίο για τον τρόπο ζωής της και κάνει ομιλίες όταν της το ζητούν.
Όλα τα υπάρχοντά της χωράνε σε μια βαλίτσα και ένα σακίδιο, έχει οικονομίες έκτακτης ανάγκης της τάξης των 200 ευρώ και όλα τα υπόλοιπα χρήματα τα δίνει. Η Heidemarie δεν έχει καν ασφάλεια υγείας καθώς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι στηρίζεται στο κράτος..
iefimerida.gr