Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Αγιασμός



Όμως ο Θεός πάντα έδινε εντολές στο λαό Του, να είναι άγιος. Ο αγιασμός είναι βασική αρχή του Βιβλικού Χριστιανισμού.

Οι ειλικρινείς Χριστιανοί δίνουν έμφαση στον παραδοσιακό αγιασμό και απορρίπτουν διάφορες πτυχές της κοσμικής ζωής. Τα τελευταία χρόνια όμως, πολλές Χριστιανικές ομάδες έχουν απορρίψει αρκετά πράγματα από αυτή τη διδασκαλία.


Η Βίβλος καλεί τους πιστούς του Ιησού Χριστού σε μία ζωή αγιασμού δίνοντας μεγάλη έμφαση στη σπουδαιότητά του. “Ζητείτε ειρήνην μετά πάντων, και τον αγιασμόν, χωρίς  του οποίου ουδείς θέλει ιδεί τον Κύριον” (Εβρ.ιβ:14).

Η αναγέννηση είναι η αρχική εμπειρία της σωτηρίας, αλλά το έργο της σωτηρίας δεν τελειώνει εκεί. Υπάρχει ένα συνεχές έργο αγιασμού, και μία εξελικτική πορεία για να μοιάσουμε προοδευτικά περισσότερο με το Χριστό, πράγμα το οποίο αρχίζει με την αναγέννηση και συνεχίζεται σ’ ολόκληρη τη χριστιανική ζωή.

Αυτό συμβαίνει, καθώς υποτασσόμαστε καθημερινά στην οδηγία και τον έλεγχο του Αγίου Πνεύματος (Β’ Θεσ.β:13). Ακριβώς όπως πρέπει ν’ αναγεννηθούμε για να δούμε τη βασιλεία του Θεού (Ιωάν.γ:3-5), έτσι πρέπει να επιδιώκουμε τον αγιασμό και την αφιέρωση, για να μπορέσουμε να δούμε τον Κύριο (Εβρ.ιβ:14).

Ο αγιασμός δεν είναι προαιρετικός. Είναι εντολή που πρέπει να εφαρμόζουμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας. “... αλλά καθώς είναι άγιος, εκείνος όστις σας εκάλεσεν, ούτω κι εσείς γίνεσθε άγιοι εν πάση διαγωγή. Διότι είναι γεγραμμένον, Άγιοι γίνεσθε, διότι εγώ είμαι άγιος” (Α’ Πέτρ.α:15-16).

Για τον άνθρωπο, αγιασμός σημαίνει συμμόρφωση με το χαρακτήρα και το θέλημα του Θεού. Σημαίνει να σκεπτόμαστε όπως ο Θεός σκέπτεται, να αγαπάμε όπως ο Θεός αγαπά, να μισούμε ότι Αυτός μισεί, να ενεργούμε όπως ο Χριστός θα ενεργούσε. Σημαίνει να έχουμε νου Χριστού και το ίδιο φρόνημα μ’ Αυτόν (Α’ Κορ.β:16  Φιλιπ.β:5).

Ο Θεός έδωσε εντολή στο λαό Του, να είναι άγιος (Λευιτ.ια:44, ιθ:2, κ:7), αποχωρισμένος από όλους τους άλλους λαούς και αφιερωμένος στη λατρεία του ενός αληθινού Θεού. Ο Λευιτικός νόμος έκανε τους Ισραηλίτες να ξεχωρίζουν από όλα τα άλλα έθνη ως προς τη διατροφή τους, την ενδυμασία, την καλλιέργεια των αγρών, την τήρηση του Σαββάτου, την υγιεινή και τους κανόνες ηθικής. Οι νόμοι και οι διατάξεις αυτές δίδασκαν σαφή διαχωρισμό μεταξύ καθαρού, άγιου και βέβηλου (Λευιτ.ια:47, Iεζεκ.κβ:26).

Ο τελετουργικός νόμος σκιαγραφούσε μεγαλύτερες πνευματικές αλήθειες, διδάσκοντας πνευματικές αρχές με φυσικούς τύπους (Γαλάτ.γ:24,25, Eβρ.ι:1). Η Καινή Διαθήκη κατάργησε τους τελετουργικούς τύπους, ενώ διατήρησε τον ηθικό νόμο και τον πνευματικό αγιασμό (Κολ.β:16-17).
Οικοδομημένη πάνω στην αντίληψη περί αγιασμού της Παλαιάς Διαθήκης, η Καινή Διαθήκη διδάσκει ένα αντίστοιχο δίπτυχο ορισμό ηθικής αγιότητας για το λαό του Θεού:

1.  Αποχωρισμός από την αμαρτία και το σύστημα του κόσμου
2.  Αφιέρωση στο Θεό και το θέλημά Του.

Ακριβώς όπως ένα άτομο απαρνείται κάθε άλλη ρομαντική σχέση (πραγματική ή πιθανή), για να απολαύσει την ολοκληρωτική αφοσίωση μιας έγγαμης σχέσης, έτσι και εμείς πρέπει να αρνηθούμε την κοσμική ζωή και να απολαύσουμε ότι είναι μέρος της νέας μας ζωής εν Χριστώ.

Ρωμ.ιβ:1-2: “Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, διά των οικτιρμών του Θεού, να παραστήσετε τα σώματά σας θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον εις τον Θεόν, ήτις είναι η λογική σας λατρεία, και μην συμμορφώνεσθε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφώνεσθε διά της ανακαινίσεως του νοός σας, ώστε να δοκιμάζετε τι είναι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον”

Β’Κορ.ζ:1  “Έχοντες λοιπόν, αγαπητοί, ταύτας τας επαγγελίας, ας καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού”.

Εφεσ.δ:22-24:  “Να απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον, τον κατά την προτέραν διαγωγή, τον φθειρόμενον κατά τας απατηλάς επιθυμίας, και ανανεόνεσθε εις το πνεύμα του νοός και ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας”.

Περιληπτικά, αγιασμός σημαίνει να μιμηθούμε το Χριστό, να γίνουμε όμοιοι μ’ Αυτόν. Ο άγιος άνθρωπος δεν θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες της αμαρτωλής φύσης, αλλά θα ενδυθεί την προσωπικότητα και το φρόνημα του Χριστού, και θα αφήσει να μορφωθεί ο Χριστός μέσα του (Ρωμ.13:14, Γαλάτ.4:19).

Θα κρίνει κάθε απόφασή του και κάθε πράξη του με την ερώτηση, «Τι θα έκανε ο Ιησούς;». Όλα τα λόγια του και οι πράξεις του θα γίνονται στο όνομα του Ιησού Χριστού (Κολ.γ:17). Σε κάθε τι που λέει και κάνει θα μπορεί να ζητά τη βοήθεια του Χριστού και την παρουσία Του.

Αγιασμός σημαίνει ότι δεν αγαπάμε πλέον τον τρόπο ζωής του κόσμου που είναι ασεβής, δεν γινόμαστε ένα με τα πράγματα του κόσμου, ούτε συμμετέχουμε σε αμαρτωλές διασκεδάσεις και δραστηριότητες.

(Ιάκ.δ:4) «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήσει να είναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται».

Μία σημαντική όψη της «καθαρής και αμίαντης θρησκείας είναι να φυλάττουμε τους εαυτούς μας αμόλυντους από τον κόσμο» (Ιακ.α:27). Ειδικότερα χρειάζεται να αποφύγουμε τρεις σπουδαίες περιοχές πειρασμού και αμαρτίας:

1.  Επιθυμία της σαρκός,
2.  Επιθυμία των οφθαλμών, και
3.  Αλαζονεία του βίου, δηλαδή υπερηφάνεια.

Α’ Ιωάν.β:15-16: “Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω. Εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ. Διότι παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός, και η επιθυμία των οφθαλμών, και η αλαζονεία του βίου, δεν είναι εκ του Πατρός, αλλά είναι εκ του κόσμου”.

Σαν Χριστιανοί πρέπει ν’ απέχουμε “από παντός είδους κακού” (Α’ Θεσ.ε:22). Πρέπει να φεύγουμε μακριά από κάθε τι κακό με οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται και να απαρνιόμαστε να συμμετάσχουμε σε οτιδήποτε, το οποίο θα μας συνέδεε με το κακό στα μάτια των άλλων. Όταν αμφιβάλλουμε για κάτι, πρέπει να αποφεύγουμε να το κάνουμε (Ρωμ.ιδ:23).

Ο αγιασμός περιλαμβάνει και τον εσωτερικό και τον εξωτερικό άνθρωπο (Α’ Κορ.ς:19,20 , Α’ Θεσ.ε:23).

Πρέπει να επιζητούμε τον τέλειο αγιασμό στη ζωή μας, καθαρίζοντας τους εαυτούς μας “από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος” (Β’ Κορ.ζ:1).

Για παράδειγμα, σκέψεις αμαρτωλών επιθυμιών καθώς και οι πράξεις μοιχείας είναι αμαρτία (Ματθ.5:27,28), και τόσο το μίσος όσο και ο φόνος είναι αμαρτία ενώπιον του Θεού (Α’ Ιωάν.γ:15).

Συνεπώς ο αγιασμός περιλαμβάνει τη στάση και συμπεριφορά μας, τις σκέψεις μας και την πνευματική μας τροφή από τη μία μεριά, και τις πράξεις μας, εμφάνιση και τη φυσική μας τροφή από την άλλη. Και τα δύο είναι αναγκαία.

Με τον καιρό και τη σωστή διδασκαλία, ένα άτομο που έχει αληθινό πνεύμα αγιασμού, θα εκδηλώσει τον αγιασμό εξωτερικά, αλλά η εξωτερική εμφάνιση αγιασμού έχει μικρή αξία χωρίς τον εσωτερικό αγιασμό. Για παράδειγμα, ένα ταπεινό πνεύμα θα φορέσει σεμνό ένδυμα, αλλά το σεμνό ένδυμα έχει μικρή αξία, εάν υποκρύπτει μία αμαρτωλή καρδιά.

Η ζωή του αγιασμού είναι ένας συνεχής αγώνας για την τελειοποίηση (Ματθ.5:48,  Β’ Κορ.7:1,  Φιλιπ.3:12-16). Κανείς δεν είναι απολύτως τέλειος, αλλά ο καθένας μας μπορεί να είναι σχετικά τέλειος, ή ώριμος.

Είμαστε άγιοι εάν έχουμε θέσει την πίστη μας στο Χριστό, ζούμε μια ζωή με καρπούς άξιους της μετάνοιάς μας, σύμφωνα με το λόγο του Θεού και ζητούμε να αυξάνουμε προοδευτικά σε αγιασμό, ώστε να μοιάσουμε πιο πολύ του Ιησού Χριστού με τη δύναμη του Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας (Εφεσ.4:13).

O Θεός περιμένει από μας συνεχή αύξηση σε χάρη και σε γνώση, καθώς και να φέρουμε καρπό πολύ (Ιωάν.ιε:1-8, Β’ Πέτρ.γ:18).

Ο αγιασμός είναι ένα καθημερινό περπάτημα με στόχο κάθε μέρα να υπερνικούμε την αμαρτία (Ιωάν.5:14, 8:11).

Σαν χριστιανοί δεν πρέπει να αμαρτάνουμε. Αλλά εάν τυχόν αμαρτήσουμε, μπορούμε να λάβουμε συγχώρηση με ειλικρινή μετάνοια  και εξομολόγηση της αμαρτίας μας (Α’ Ιωάν.α:9, β:1).

Ο Θεός αξιολογεί κάθε άτομο με βάση την πνευματικότητά του, τι ο Θεός του έχει δώσει, και ποιες είναι οι δυνατότητες του (Ματθ.ιγ:23, κε:14-30).

Ο σκοπός του αγιασμού

Ο πρώτος λόγος για τον αγιασμό είναι να ευαρεστήσουμε το Θεό. Ανήκουμε στο Θεό με διπλή έννοια:

·     ΠΡΩΤΑ:  γιατί μας δημιούργησε και
·     ΜΕΤΑ: γιατί μας λύτρωσε.

Συνεπώς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ζούμε αντίθετα με το θέλημα Του.

Α’ Κορ.ς:19-20 “Η δεν εξεύρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος του εν υμίν, το οποίον έχετε από Θεού, και δεν είσθε κύριοι εαυτών; Διότι ηγοράσθητε διά τιμής. Δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν διά του σώματός σας, και διά του πνεύματός σας, τα οποία είναι του Θεού”.

B’ Kορ.ε:15 “Και απέθανεν υπέρ πάντων, διά να μη ζώσι πλέον δι’ εαυτούς οι ζώντες, αλλά διά τον αποθανόντα και αναστάντα υπέρ αυτών”. (Επίσης διάβασε Α’ Πέτρου α:18-19).

Ο Θεός μας δημιούργησε για τη δόξα Του (Ης.μγ:7), και ο σκοπός Του ήταν να Τον αγαπάμε, να Τον λατρεύουμε και να συνομιλούμε μαζί Του. Η αμαρτία μας απομάκρυνε από τον Άγιο Θεό, όμως, μέσω του Σταυρού, ο Θεός μας προμήθευσε ένα μέσο λύτρωσης και συμφιλίωσης, ώστε να μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας μαζί Του. Εάν όμως επιμένουμε να ζούμε μέσα στην αμαρτία, θα συνεχίσουμε να είμαστε αποχωρισμένοι από την παρουσία Του. Μόνο αν ζούμε “εν αγιασμώ και τιμή”, εκπληρώνουμε το σκοπό Του για μας, όταν μας δημιούργησε και όταν μας λύτρωσε.

Α’ Πέτρ.β:9 “Σεις όμως είσθε “γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον”, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, διά να εξαγγείλει τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φώς”.

Ο δεύτερος λόγος για τον αγιασμό είναι να μεταδώσουμε το Χριστό στους άλλους. Οι άνθρωποι θα ελκυστούν στο Χριστό μόνο όταν δουν το Χριστό να ζει μέσα μας. Θα πιστέψουν τη διακήρυξη ότι ο Ιησούς σώζει από την αμαρτία, μόνο εάν μπορούν να δουν τη σώζουσα δύναμη του Ευαγγελίου στη ζωή μας.

Μία άγια εκκλησία θα μπορέσει να οδηγήσει τους αμαρτωλούς στο να λατρεύουν το Θεό.

Ματθ.ε:16  “Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων διά να ίδωσι τα καλά σας έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς”.

Α’ Πέτρ.β:11-12Αγαπητοί, σας παρακαλώ ως ξένους και παρεπίδημους, να απέχητε από των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής. Να έχητε καλήν την διαγωγήν σας μεταξύ των εθνών, ίνα ενώ σας καταλαλούσιν ως κακοποιούς, εκ των καλών έργων, όταν ίδωσι αυτά, δοξάσωσι τον Θεόν εν τη ημέρα της επισκέψεως”.

Β’ Κορ.γ:2-3 “Σεις είσθε η επιστολή ημών, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων. Και φανερόνεσθε ότι είσθε επιστολή Χριστού, γενομένη διά της διακονίας ημών, εγγεγραμένη ουχί με μελάνην, αλλά με το Πνεύμα του Θεού του ζώντος ουχί εις πλάκας λιθίνας, αλλ’ εις πλάκας σαρκίνας της καρδιάς”.

Ο τρίτος λόγος για τον αγιασμό είναι να κάνουμε καλό στον εαυτό μας, και τώρα, και για ολόκληρη την αιωνιότητα. Από πνευματική άποψη, η ζωή με το Θεό είναι το λογικό, δίκαιο και αναμενόμενο πράγμα που πρέπει να κάνουμε (Ρωμ.ιβ:1). Η ζωή του αγιασμού έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλα ευεργετήματα σ’ αυτή τη ζωή (φυσικά, διανοητικά και πνευματικά) και οδηγεί στην αιώνια ζωή. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να ζει σύμφωνα με τις αρχές του αγιασμού, και όταν αυτές οι αρχές του αγιασμού παραβιάζονται, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλη φυσική και ηθική ζημία. Για παράδειγμα, η ηθική ακράτεια, η σεξουαλική ανηθικότητα, η οργή, η πικρία, μπορούν πραγματικά να προξενήσουν φυσικές ασθένειες.

Αυτοί που ζουν ευσεβώς απολαμβάνουν θεία αγάπη, ειρήνη, χαρά και ελπίδα. Έχουν πραγματικά μία άφθονη ζωή εν Χριστώ, τώρα και για όλη την αιωνιότητα.

Η Πηγή της Διδασκαλίας περί Αγιασμού.

Η σπουδαιότερη πηγή για τη διδασκαλία του αγιασμού είναι η ίδια η Βίβλος, ο θεόπνευστος λόγος του Θεού. Περιέχει κάθε τι που έχουμε ανάγκη και πρέπει να γνωρίζουμε σχετικά με τη Σωτηρία και την άγια ζωή “Tαύτα μελέτα, εις αυτά μένε, διά να είναι φανερά εις πάντας η προκοπή σου. Πρόσεχε εις σεαυτόν και εις την διδασκαλίαν, επίμενε εις αυτά. Διότι τούτο πράττων, και σεαυτόν θέλεις σώσει και του ακούοντάς σε” (Α’ Τιμ.δ:15-17).

Η Βίβλος δεν είναι απλά μία συλλογή κανόνων. Δεν προσπαθεί να δώσει ειδικές απαντήσεις στις αμέτρητες καταστάσεις που αντιμετωπίζει ένα άτομο. Περιέχει μάλλον βασικές οδηγίες, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους όλων των πολιτισμών, εποχών, και καταστάσεων.

Ο Θεός για να βοηθήσει το λαό Του να καταλάβει και να ζήσει με πνευματικές αρχές, έχει δώσει στην εκκλησία πνευματικούς ηγέτες. Καθήκον τους είναι να εργαστούν “προς την τελειοποίηση των αγίων, διά το έργο της διακονίας, διά την οικοδομήν του σώματος του Χριστού”, μέχρις ότου όλοι οι άγιοι “καταντήσουν εις άνδρα τέλειον” και να μην είναι πλέον νήπια αλλά ώριμοι πνευματικά, και να αυξάνουν εν αγάπη (Εφεσ.δ:11-16).

Τελευταία, το Πνεύμα το Άγιο μας διδάσκει απ’ ευθείας μέσω εσωτερικών υποκινήσεων. Το Πνεύμα δόθηκε για να μας διδάσκει και να μας οδηγεί (Ιωάν.ιδ:26-ις:13). Το Πνεύμα γράφει το νόμο του Θεού πάνω στις καρδιές μας (Ιερεμ.λα:33).

Έχουμε χρίσμα-ένα θεμελιώδες στοιχείο αγιασμού και αλήθειας που κατοικεί μέσα μας (Α’ Ιωάν.β:27). Σε καιρούς που πρέπει να πάρουμε κάποια απόφαση, αγώνων, κρίσης, ή αβεβαιότητας, πρέπει να είμαστε ευαίσθητοι στη σταθερή και ήσυχη φωνή του Αγίου Πνεύματος.

Μαζί με την πίστη στο Θεό, έχουμε ανάγκη από αγάπη για το Θεό, το λόγο Του και να ζούμε μία ζωή αγιασμού. Χωρίς αγάπη όλες μας οι προσπάθειες να ζήσουμε για το Θεό είναι μάταιες (Α’ Κορ.ιγ:1-13, Αποκ.β:1-7).

Αν αγαπάμε το Θεό, θα υπακούμε στις εντολές Του και θα θέλουμε να βάλουμε σε εφαρμογή τον αγιασμό στη ζωή μας (Ιωάν.ιδ:15,23  Α’ Ιωάν.β:3-6). Όταν πραγματικά αγαπάμε το Θεό, θα μισούμε ενεργά το κακό (Ψαλμός 97:10) και θα επιζητούμε να γίνουμε όπως ο Άγιος Θεός μας. Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη μας για το Θεό, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η επιθυμία μας και ο ζήλος μας για αγιασμό.

Η αγάπη είναι πιο αυστηρή και πιο απαιτητική από το νόμο, γιατί η αγάπη προχωρά μακρύτερα απ’ ότι το καθήκον. Η αγάπη για το Θεό θα κάνει κάποιον να ελκυστεί πιο κοντά σ’ Αυτόν παρά το τι λέει ο νόμος, όσο αφορά στη στάση και συμπεριφορά του και στο να ζει μια πειθαρχημένη ζωή. Η αγάπη θα κάνει τον καθένα να αποφεύγει κάθε τι που δυσαρεστεί το Θεό ή εμποδίζει μία στενότερη σχέση και επικοινωνία μαζί Του.

Η αγάπη απορρίπτει κάθε τι που δεν συμβιβάζεται με την ευσέβεια, ή δεν συμβάλλει σε μια άγια κατά Χριστό ζωή, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες που να κατονομάζουν αυτά τα πράγματα σαν αμαρτία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αρχή της αγάπης οδηγεί σε μεγαλύτερο αγιασμό από το νόμο του Μωυσή ή ένα κώδικα κανόνων.

Η αγάπη διέπει όλες τις πράξεις και σχέσεις. Όλος ο νόμος συμπεριλαμβάνεται στην αγάπη. Πρέπει να αγαπάμε το Θεό με όλο μας το είναι και να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας όπως αγαπάμε τον εαυτό μας (Ματθ.κβ:36-40, Ρωμ.ιγ:9-10).

Αντί το νόμο του Μωυσή, τώρα έχουμε “τον τέλειο νόμο της ελευθερίας”, που είναι ο “βασιλικός νόμος” της αγάπης (Ιάκ.α:25, β:8, β:12).

Εφόσον η αγιότητα είναι η ίδια η φύση του Θεού, όταν λαμβάνουμε το Άγιο Πνεύμα, λαμβάνουμε αυτήν την άγια φύση. Δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος μπορούμε να υπερνικούμε την αμαρτία και να ζούμε με δικαιοσύνη (Ρωμ.η:2-4, Γαλ.ε:16, A’ Θεσσ.δ:7-8). Έχουμε την ελευθερία από την κυριαρχία της αμαρτίας, έχουμε τη δύναμη να εκλέξουμε να μην αμαρτάνουμε (Ιωάν.η:34-36, Ρωμ.ς:1-25).

Ζώντας για το Θεό δεν ακολουθούμε απλά μία εξωτερική λίστα κανόνων, αλλά ακολουθούμε τη φύση του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Ζούμε άγια γιατί άγιος είναι και θέλει να είναι ο καινούριος άνθρωπος μέσα μας. Απέχουμε από την αμαρτία και την κοσμική ζωή, γιατί αυτό αποτελεί ανάθεμα για τη νέα μας φύση.

Συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε κατά των επιθυμιών μας και της σαρκικότητας της παλιάς φύσης μας, αλλά είναι ένας εσωτερικός αγώνας (κανένας δικτάτορας δεν μας επιβάλλει κανόνες). Εμείς επιβάλλουμε απαγορεύσεις στην αμαρτωλή μας φύση, γιατί δεν θέλουμε πλέον να ακολουθούμε τη σάρκα αλλά το Πνεύμα.

Η Βίβλος μας παραγγέλλει να φρονούμε τους εαυτούς μας νεκρούς ως προς την αμαρτία, αλλά ζώντας στο Θεό, να παραστήσουμε τα μέλη του σώματός μας δούλα στο Θεό προς αγιασμό και όχι στην αμαρτία, να αντισταθούμε στο διάβολο, να ελκυστούμε πιο κοντά στο Θεό, να υποτάξουμε την αμαρτωλή φύση μας, να πειθαρχήσουμε τη σάρκα μας, να θανατώσουμε τις πράξεις του σώματός μας, να αγιάσουμε τους εαυτούς μας, να εργαστούμε πνευματικά για να εισέλθουμε στην ανάπαυση, να απορρίψουμε κάθε βάρος και κάθε αμαρτία και να τρέχουμε με υπομονή στον προκείμενο αγώνα.

Β’Πέτρ.γ:14 “Διά τούτο, αγαπητοί, ταύτα προσμένοντες, σπουδάσατε να ευρεθείτε άσπιλοι κι αμώμητοι ενώπιον αυτού εν ειρήνη”.

Φιλιπ.β:12-13 “Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπακούσατε ουχί ως εν τη παρουσία μου μόνον, αλλά τώρα πολύ περισσότερον εν τη απουσία μου, μετά φόβου και τρόμου εργάζεσθε την εαυτών σωτηρίαν, διότι ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν, κατά την ευδοκίαν αυτού”.

Ο Θεός στην πραγματικότητα εκτελεί το έργο της σωτηρίας, βάζοντας την επιθυμία και δίνοντας τη δύναμη να ζήσουμε δίκαια, αλλά πρέπει να θέσουμε σε εφαρμογή τον αγιασμό στη ζωή μας με σεβασμό και προσοχή.

Ένας αγρότης εξαρτάται ολοκληρωτικά από το Θεό για ήλιο, βροχή και για το θαύμα της ζωής που συντελείται στο σπόρο. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν θα έχει συγκομιδή εάν δεν καλλιεργήσει, φυτέψει, περιποιηθεί και θερίσει. Εν συντομία, δεν μπορούμε να κάνουμε εκείνο που ο Θεός πρέπει να κάνει, αλλά ο Θεός δεν θα κάνει εκείνο που μπορούμε εμείς να κάνουμε.

Συνεχίζεται