Ματθ.κs:30,
36-46, Μάρκ.ιδ:26, 32-42, Λουκ.κβ:39-46, Ιωάν.ιη:1
Α. ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ.
Δύο χιλιόμετρα, περίπου, ανατολικά απ’ τα
τείχη της Ιερουσαλήμ, στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών, βρισκόταν ο Κήπος
της Γεθσημανής. Ήταν ένας κήπος (περιβόλι) με ελιές, συκιές και ροδιές. Εκεί υπήρχε
ελαιοτριβείο όπου έλιωναν τις ελιές κι έβγαζαν λάδι. Σ’ αυτό το μέρος που
“συνέθλιβαν” τις ελιές ήρθε ο Ιησούς με τους μαθητές Του για να “συντριφτεί”
ώστε η ευλογία και τα χαρίσματα της ζωής Του να αναβλύσουν.
Η σημερινή Γεθσημανή είναι ένας περιφραγμένος
κήπος με οκτώ αρχαίες ελιές. Πιστεύεται ότι αυτές είναι οι ελιές κάτω απ’ τις
οποίες υπέφερε ο Χριστός. Αυτό, όμως, είναι αδύνατο, γιατί οι Ρωμαίοι, μ’ επικεφαλής
τον Τίτο, κατάστρεψαν όλα τα δέντρα που βρίσκονταν κοντά στην πόλη, στην
πολιορκία του 70 μ.Χ. Είναι πολύ πιθανό τα σημερινά δέντρα να τα φύτεψαν,
αργότερα, κάποιοι Χριστιανοί.
Ο Ιησούς πήγαινε συχνά με τους μαθητές Του
στον κήπο για να προσευχηθεί. Όλοι γνώριζαν αυτό το όμορφο μέρος. Μετά την
προσευχή Του στο ανώγειο κι αφού ύμνησαν, ο Ιησούς οδήγησε τους έντεκα μαθητές
έξω απ’ τα τείχη της πόλης και μέσα απ’ ένα φαράγγι στο χείμαρρο των Κέδρων,
όπου πέρασαν πάνω από μία μικρή γέφυρα και κατευθύνθηκαν στη Γεθσημανή.
Β. Η
ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗΣ.
Εβρ.β:18 “Επειδή καθ’ ότι αυτός έπαθε πειρασθείς, δύναται να
βοηθήσει τους πειραζομένους”.
Ο Ιησούς δεν αντιμετώπισε το μεγαλύτερο
πειρασμό στην έρημο, αλλά στη Γεθσημανή. Εκεί, στο μέρος που συντρίβονται οι
ελιές, συντρίφτηκε κι ο ίδιος. Έδωσε την μεγαλύτερη μάχη Του και κέρδισε τη
μεγαλύτερη νίκη. Ο Ιησούς είπε, “Περίλυπος
είναι η ψυχή μου έως θανάτου”. Μπορούμε να φανταστούμε τη σκηνή, καθώς προχώρησε
λίγο πιο πέρα απ’ τους μαθητές Του κι έπεσε, αγωνιώντας, με το πρόσωπο στη γη.
Η αγωνία Του ήταν τόσο μεγάλη που ο ιδρώτας Του έπεφτε στη γη σαν σταγόνες
αίμα.
Μετά τον πειρασμό στην έρημο, Τον
επισκέφτηκαν άγγελοι για να Τον υπηρετήσουν. Πάλι στη μάχη με τον Σατανά, ένας
άγγελος φάνηκε απ’ τον ουρανό για να Τον ενισχύσει. Η νίκη που κέρδισε στη Γεθσημανή
Τον βοήθησε ν’ αντιμετωπίσει τους εχθρούς Του και τον θάνατο πάνω στο σταυρό
νικηφόρα, μ’ ηρεμία κι εμπιστοσύνη.
Γ. ΤΟ
ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙ
Ησ. νγ:4-6 “Αυτός τωόντι τας ασθενείας ημών εβάστασε, και τας θλίψεις
ημών επεφορτίσθη ..... και ο Κύριος
έθεσεν επ’ Αυτόν την ανομίαν πάντων ημών”.
Τρεις φορές ο Ιησούς προσευχήθηκε, “Πάτερ μου, εάν είναι δυνατόν, ας παρέλθη
απ’ εμού το ποτήριον τούτο”. Ποιο ήταν αυτό το πικρό ποτήρι; Δεν ήταν το
φυσικό μαρτύριο του σταυρού, γιατί ο Ιησούς δεν ήταν δειλός. Όπως χιλιάδες
μάρτυρες γεύτηκαν το θάνατο μ’ άγρια και σκληρά βασανιστήρια έτσι κι ο Ιησούς
μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει το θάνατο πάνω στο σταυρό χωρίς να δειλιάσει. Για να
καταλάβουμε ποιο ήταν αυτό το πικρό ποτήρι πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Ιησούς που
ήταν χωρίς αμαρτία έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για εμάς. Αυτός πήρε πάνω Του τις ανομίες όλων μας. “Διότι τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν, έκαμε
υπέρ ημών αμαρτίαν” (Β’ Κορ.ε:21).
Ήταν η φρίκη της αμαρτίας που έκανε την
αγνή κι αναμάρτητη ψυχή του Κυρίου μας να ζητήσει την απομάκρυνση του πικρού
αυτού ποτηριού. Ο Κύριος θα δοκίμαζε την απαίσια αίσθηση του αποχωρισμού απ’
τον Πατέρα, κι αυτό θα συνέβαινε γιατί θα “γινόταν κατάρα για μας”.
Δ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΗΠΩΝ
Θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε μία
σύγκριση με τον κήπο της Εδέμ. Στους δύο αυτούς κήπους, ο Αδάμ και ο Ιησούς
μπήκαν χωρίς αμαρτία, αλλά βγήκαν απ’ εκεί μ’ ένα βαρύ φορτίο αμαρτίας. Ο Αδάμ
κουβαλούσε το φορτίο της αμαρτίας το οποίο πέρασε μετά σε κάθε μέλος της ανθρώπινης
οικογένειας, με μόνη εξαίρεση τον Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς άφησε τον κήπο της
Γεθσημανής φορτωμένος την αμαρτία όλης της ανθρωπότητας, μαζί και του Αδάμ, την
οποία θα έφερνε πάνω στο Γολγοθά. Εκεί θα πληρωνόταν η ποινή αυτής της
αμαρτίας, πλήρως.
Ο Αδάμ κι ο Χριστός βγήκαν απ’ τους
αντίστοιχους κήπους αντιμετωπίζοντας το θάνατο. Ο Αδάμ έπρεπε να πεθάνει
εξαιτίας της αμαρτίας του κι η ποινή του θανάτου θα περνούσε σ’ όλους όσοι θα
γεννιόνταν από κει και μετά, ενώ ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πεθάνει για την
αμαρτία των άλλων σώζοντας έτσι τους ανθρώπους απ’ την ποινή του θανάτου.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Αδάμ και τον
Ιησού φαίνεται στη στάση του καθένα απέναντι στο θέλημα του Θεού. Ο Ιησούς υπάκουσε
στο θέλημα του Θεού, λέγοντας: “Όχι το
δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου ας γίνει, Πατέρα μου”. Ο Αδάμ επαναστάτησε
ενάντια στο θέλημα του Θεού και μ’ αυτή την πράξη της ανυπακοής είπε, “Όχι το δικό
σου το θέλημα, αλλά το δικό μου ας γίνει”. Εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά
ανάμεσα στους προπάτορές μας και το Σωτήρα μας. Με την υποταγή και την υπακοή ο
Ιησούς πήρε την νίκη, με την ανταρσία και την ανυπακοή ο Αδάμ νικήθηκε.
Εξαιτίας του εγωισμού και της ανυπακοής του
Αδάμ στον κήπο της Εδέμ, ο παράδεισος χάθηκε για την ανθρώπινη οικογένεια. Με την υπακοή και την ταπείνωση του Κυρίου
μας στον κήπο της Γεθσημανής, ο παράδεισος κερδήθηκε ξανά για τους λυτρωμένους.
Ε. Η
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ.
Όταν ο Ιησούς έφτασε στη Γεθσημανή, άφησε
οκτώ απ’ τους μαθητές Του έξω από την πύλη με την οδηγία να προσέχουν. Μετά
πήρε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη μαζί Του και προχώρησαν πιο μέσα.
Φαίνεται, ήξερε ότι θα χρειαζόταν ενθάρρυνση και στήριξη κι ήθελε αυτούς τους
τρεις για να Τον βοηθήσουν να προσευχηθεί και να νικήσει.
Μπήκε στον κήπο σε απόσταση “ως λίθου βολήν” απ’ τους μαθητές κι
άρχισε να προσεύχεται μ’ οδύνη και ν’ αγωνιά. Τρεις φορές γύρισε στους μαθητές
Του κι όλες τους βρήκε να κοιμούνται. Ήταν πολύ κουρασμένοι κι εξαντλημένοι και
δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά. Τους πρότρεψε να αγρυπνούν
και τους έλεγξε που είχαν κοιμηθεί.
Ωστόσο, τους δικαιολόγησε, κατά κάποιο τρόπο, όταν είπε, “Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής”.
Μπορεί να βιαστούμε να καταδικάσουμε τους
μαθητές που απέτυχαν να σταθούν σωστά αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή. Ωστόσο, υπάρχουν
δύο πράγματα που πρέπει να θυμόμαστε:
1.
Έπρεπε
να γίνει έτσι. Ο Ιησούς έπρεπε να πάθει μόνος Του. Δεν υπήρχε απολύτως κανείς
που να μπορούσε να Τον βοηθήσει εκείνη την ώρα που υπέφερε κι έδινε τη
μεγαλύτερη μάχη Του. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Θεός επέτρεψε να
μην μείνει κανείς ξύπνιος για να ενθαρρύνει τον Κύριό μας εκείνες τις στιγμές.
2.
Οι
μαθητές δεν είχαν καταλάβει την κρισιμότητα της ώρας εκείνης. Δεν μπορούσαν να
καταλάβουν τη μάχη που δινόταν και κερδιζόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Αν είχαν,
έστω κι ελάχιστα καταλάβει, θα έμεναν ξύπνιοι. Θα ήταν αδύνατο να κοιμηθούν.