Πραξ.κ:32-35 «Μακάριον εστίν μάλλον
διδόναι ή λαμβάνειν»
ΙΣΩΣ δεν είναι η καταλληλότερη εποχή για να κάνει κανείς ένα τέτοιο κήρυγμα.
Τις ημέρες αυτές ο τύπος βουίζει, όπως μήνες τώρα, για την οικονομία. Στις
εφημερίδες και στα μπλοκ κυριαρχούν τίτλοι όπως: «Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα
κατά των κυβερνητικών μέτρων», «Ύφεση 3% και αύξηση της ανεργίας προβλέπει ο
Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος», «Σκαρφαλώνει η μέση τιμή της αμόλυβδης
βενζίνης», «Σε νέα ιστορικά ύψη εκτοξεύτηκαν τα σπρεντ των ομολόγων»,
«Μεγαλύτερη του επίσημου δείκτη είναι η ανεργία», «Έρχονται περικοπές: μειώσεις
των επικουρικών συντάξεων έως 6%». Άντε τώρα εσύ να πεις ότι αυτός που δίνει
(δηλαδή συνήθως ο φορολογούμενος πολίτης) είναι μακάριος, παρά εκείνος που τα
παίρνει!!
Από την άλλη μεριά τι είδους μακαριότητα είναι αυτή, όταν όλος ο κόσμος ξέρει
πως ο τυχερός, ο μακάριος είναι εκείνος που εισπράττει, εκείνος που κάνει
αναλήψεις, εκείνος που κρύβει χρήματα, εκείνος έχει σύνθημά του τη φράση του
Ντάριο Φο που έγινε και της μόδας και συγκεκριμένη μαχητική οργάνωση, «Δεν
πληρώνω, δεν πληρώνω».
Φαντάζεται κανείς τους πιστούς στις εκκλησίες όλη αυτή την περίοδο της οικονομικής
κρίσης, μήνες τώρα, όταν περνάει από μπροστά τους το καλάθι της προσφοράς και
καλούνται να ρίξουν τον οβολό τους, να ψάχνουν στο πορτοφόλι τους να βρουν το
ευρω-χαρτονόμισμα με τη μικρότερη αξία, αν δεν καταφεύγουν στα κέρματα… Και
μέσα τους να δικαιολογούνται ότι «με τέτοια κρίση, δεν μπορώ να δώσω
περισσότερα…»
Όμως, ο λόγος του Θεού βλέπει τα πράγματα με άλλο μάτι.
Κάποτε η εκκλησία των Ιεροσολύμων, στην εποχή των ιεραποστολικών ταξιδιών του
Παύλου, περνούσε μεγάλη φτώχεια και πείνα. Έτσι, ο Παύλος ανέλαβε να
διοργανώσει μια συνεισφορά από τις εκκλησίες της Μακεδονίας και της Αχαΐας, για
να ενισχύσει τους χριστιανούς των Ιεροσολύμων. Προσπαθώντας, λοιπόν, να παρακινήσει
και να φιλοτιμήσει τους χριστιανούς της Κορίνθου, που φαίνεται πως «είχαν τον
τρόπο τους» με τόσο εμπόριο στην πόλη τους, τους φέρνει παράδειγμα τις
εκκλησίες της Μακεδονίας και τους λέει ότι «εκείνοι με όλη τους τη φτώχεια, με
θερμοπαρακαλούσαν να δεχτώ την πρόθυμη συνεισφορά τους για τους αδελφούς των
Ιεροσολύμων» (Β΄ Κορ.η:1-4). Και παρακάτω τους λέει κάτι καταπληκτικό, που θα
πρέπει να μιλήσει και σ’ εμάς σήμερα: «Καθώς
λοιπόν περισσεύετε εν παντί, εν πίστει και λόγω και γνώσει και πάση σπουδή και
της προς ημάς αγάπης σας, ούτω σπουδάσατε να περισσεύσητε και εν ταύτη τη
χάριτι» (Β΄ Κορ.η:7).
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι ο απόστολος βάζει στην ίδια μοίρα τα άλλα
πνευματικά ενδιαφέροντα των πιστών με το έμπρακτο ενδιαφέρον τους για τη
χρηματοδότηση των αναγκών μιας άλλης, μακρινής εκκλησίας. Καταπληκτικό!
Ο απλός πιστός της Κορίνθου που ζούσε κάπως καλά με τη δουλειά του και
τον κόπο του, έπρεπε να σκεφτεί έναν άγνωστο πιστό κάπου στην Παλαιστίνη, την
εποχή που δεν μπορούσες να μπεις στο Google και να βρεις πού πέφτει η
Ιερουσαλήμ, ή να μπεις στο Face Book και να βρεις κάποιους αδελφούς στη
νοτιοανατολική γωνιά της Μεσογείου. Και όμως, το έκαναν διά πίστεως, και το
έκαναν με χαρά.
Το δεύτερο που κάνει εντύπωση είναι ότι ο απόστολος ανάγει μια απλή οικονομική
ενίσχυση σε «έργο προσφοράς». Ίσως εμείς ρίχνουμε ένα κέρμα στο καλάθι για να
καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας, γιατί μας παρακολουθούν οι γύρω μας ή γιατί ο
διάκονος περιμένει και πρέπει να …ξεμπερδεύουμε.
Όμως ο Παύλος υπογραμμίζει πως η ταπεινή αυτή συνεισφορά μας είναι «έργο
προσφοράς», στο οποίο πρέπει να υπερέχουμε, όπως υπερέχουμε σε όλες τις άλλες
πιο «πνευματικές» δραστηριότητες! Και σαν επιστέγασμα της επιχειρηματολογίας
του επικαλείται τα λόγια του ίδιου του Κυρίου που είπε: «Καλύτερο είναι να
δίνεις, παρά να παίρνεις». Βέβαια, στα Ευαγγέλια δεν υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά
για να το λέει ο Παύλος κάτι θα ήξερε!
Παράδειγμα ανθρώπου που συνεισφέρει στο έργο του Θεού η Βίβλος προβάλλει
τον βασιλιά Δαβίδ, όταν αποφάσισε να χτίσει ναό στον Κύριο. Ο Δαβίδ είχε από
παλιά αυτό το όνειρο: να χτίσει ναό στο Θεό. Βέβαια ο Κύριος δεν ήθελε το Δαβίδ
να κάνει αυτό το έργο, γιατί είχε βάψει τα χέρια του στο αίμα των πολέμων κι
ετοίμαζε γι’ αυτό το έργο το γιο του το Σολομώντα. Όμως ο Δαβίδ έκανε όλη την
προεργασία, τα σχέδια του ναού, την οργάνωση της λατρείας και την εξεύρεση των
υλικών και των χρηματικών πόρων.
Η όλη ιστορία αναφέρεται στο Α΄ Χρον.κη & κθ, απ’ όπου και παίρνουμε
τα κυριότερα σημεία. Σ’ αυτή την περικοπή υπάρχουν επτά μαθήματα που μας
δείχνουν τον δρόμο προς την περίεργη αυτή μακαριότητα του να δίνει κανείς
μάλλον παρά να παίρνει.
1. Δίνε πέρα από τον εαυτό σου
«Τώρα λοιπόν, ενώπιον
παντός του Ισραήλ της συναγωγής του Κυρίου και εις επήκοον του Θεού ημών, προς
εσάς λέγω, Φυλάττετε και ζητείτε πάσας τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας· διά να
κυριεύητε την γην ταύτην την αγαθήν, και να αφήσητε αυτήν ύστερον από σας
κληρονομίαν εις τους υιούς σας διά παντός» (Α΄ Χρ.κη:8).
Όταν ο Δαβίδ αποφάσισε να χτίσει ένα ναό για τον Κύριο, δεν είχε στο νου
του μόνο τη δική του γενιά. Ο οραματισμός του θα ολοκληρωνόταν τουλάχιστον από
την επόμενη γενιά. Και γι’ αυτό ζήτησε από το γιο του, που ήταν η επόμενη
γενιά, να φυλάξουν τις εντολές του Κυρίου και να τις μεταβιβάσουν και στη δική
τους επόμενη γενιά.
2. Δίνε για τη δόξα του Θεού
«διότι δεν είναι διά άνθρωπον η
οικοδομή, αλλά διά Κύριον τον Θεόν» (Α΄
Χρ.κθ:1).
Η συναίσθηση με την οποία πρέπει να συνεισφέρουμε στον Κύριο είναι αυτή
της δόξας του Θεού. Κάποτε ένας πέρασε έξω από μια οικοδομή, και στάθηκε
περίεργος και ρώτησε έναν εργάτη: «Τι κάνεις εσύ εδώ;» «Δουλεύω, για να ζήσω
την οικογένειά μου», του απάντησε εκείνος. Παραπέρα ρώτησε έναν ηλικιωμένο
εργάτη το ίδιο ερώτημα. «Είμαι χτίστης», του απάντησε εκείνος, «και δουλεύω ακόμα
για να συμπληρώσω τα ένσημά μου να βγω στη σύνταξη». Ρώτησε κι έναν τρίτο: «Τι
κάνεις εσύ εδώ;» Κι εκείνος με καμάρι τού απάντησε: «Χτίζω μια εκκλησία!»
Συνεισφέρεις από συνήθεια; Συνεισφέρεις από καθήκον; Συνεισφέρεις για την
υστεροφημία σου; Ή συνεισφέρεις με συναίσθηση ότι δίνεις για τη δόξα του Θεού
και την εξάπλωση της βασιλείας του; Ο Δαβίδ είχε επίγνωση αυτού του τελευταίου
όταν έλεγε: «η οικοδομή δεν προορίζεται για κάποιον άνθρωπο, αλλά για τον Κύριο,
το Θεό». Δεν έχτιζε για την υστεροφημία του αλλά για τη δόξα του Θεού.
3. Δίνε αφειδώλευτα
Για να πάρουμε μια ιδέα τού τι πρόσφερε ο Δαβίδ για το ναό, αρκεί να σκεφτούμε
ότι πέρα απ’ ό,τι είχε ήδη προσφέρει προφανώς από τα ταμεία του κράτους («χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο και ξύλα, για
να κατασκευαστούν όλα τα αντικείμενα του ναού, εκλεκτές πέτρες, πέτρες για
επένδυση και άλλους πολύτιμους λίθους με διάφορα χρώματα, και μάρμαρο πολύ»),
πρόσθεσε κι από δικά του: 110 τόνους χρυσάφι της Οφείρ και 260 τόνους ασήμι.
Και μόνο τότε μπόρεσε να συμπαρασύρει και το λαό να συνεισφέρει. Ο Δαβίδ
πρόσφερε χωρίς να λυπηθεί την περιουσία του, κι έτσι έγινε παράδειγμα για το
λαό.
Αν δίνουμε το δέκατο μας με πιστότητα, το έργο του Θεού και της εκκλησίας
μας θα είχε αυτάρκεια. Δεν έχει όμως, και όλες οι χριστιανικές δραστηριότητες
κλείνουν με ελλείμματα. Και λέει ο προφήτης ότι «τα σπίτια σας τα φροντίζετε
και τα συντηρείτε, και κάνετε το καλύτερο γι’ αυτά, ενώ τον ναό του Κυρίου τον
αφήνετε να ρημάζει» (Αγγαίος α:4).
Μη σκεφτείς «καλά όλα αυτά αλλά εγώ είμαι φτωχός, δεν έχω. Μόλις με απέλυσαν
από τη δουλειά μου, χρωστάω, πρέπει να κάνω δύο δουλειές για να συμπληρώσω τον
προϋπολογισμό στο σπίτι». Σκέψου τη χήρα που πρόσφερε μόνον ένα δίλεπτο και ο
Κύριος την επαίνεσε, γιατί αυτό το δίλεπτο (που σε σημερινές αντιστοιχίες είναι
κάτι λιγότερο από 3 λεπτά του ευρώ!) ήταν όλη κι όλη η περιουσία εκείνης της
γυναίκας.
4.
Δίνε σε χέρια αξιόπιστα
Η διήγηση
του Α΄ Χρονικών συνεχίζει με μια λεπτομέρεια: τα χρήματα και τους θησαυρούς για
το ναό οι Ισραηλίτες τα εμπιστεύονταν «εις
το θησαυροφυλάκιον του οίκου του Κυρίου διά χειρός Ιεχιήλ του Γηρσωνίτου» (κθ:8).
Ο Εχιήλ ήταν
γνωστό πρόσωπο ανάμεσα στους Λευίτες που φρόντιζαν το ναό. Ο λαός ήξερε πού
εμπιστευόταν τους θησαυρούς του. Κάτι ανάλογο γράφει και ο Παύλος που ήθελε να
είναι σωστός στη διαχείριση των χρημάτων του Κυρίου, τόσο απέναντι στον Θεό όσο
και στους ανθρώπους.
Αντιλήψεις που και σήμερα ακούγονται ότι «εμείς δεν δίνουμε απολογισμό
της διαχείρισής μας και ξέρει ο Κύριος τη διαχείριση που κάνουμε», είναι
λανθασμένες και αντιβιβλικές.
Πρέπει να ξέρει και η εκκλησία, και να εμπιστεύεται τους υπευθύνους της
όχι «καλή τη πίστει» αλλά επειδή εκείνοι με τα σημερινά μέσα που διαθέτουν
(λογιστικά συστήματα, κομπιούτερ κλπ.) δίνουν ακριβή εικόνα της διαχείρισής
τους.
Να «φροντίζουμε οι (διαχειριστικές) αποφάσεις μας να είναι σωστές και απέναντι
στον Κύριο αλλά και απέναντι στους ανθρώπους», λέει ο Παύλος (Α΄ Κορ.η:21). Κι
έτσι η εκκλησία θα παραδίδει τα χρήματα σε αξιόπιστα χέρια.
5.
Δίνε μόνον αν το θέλεις –με την καρδιά σου
Ο Χρονικογράφος στη συνέχεια κάνει μια σημαντική επεξήγηση:
όλα αυτά βασιλιάς και λαός «με πλήρη καρδίαν
προσέφεραν αυτοπροαιρέτως εις τον Κύριον» (κθ:9). Δεν έκλαιγαν τα λεφτά
τους, γιατί δεν ήξεραν πού τα έδιναν, αλλά πίστευαν σ’ αυτό που έκαναν. Κι ο
Παύλος στην Καινή Διαθήκη λέει το γνωστό: «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει μ’
ευχαρίστηση» (Β΄ Κορ.θ:7).
Έχω ακούσει πιστούς να σχολιάζουν ειρωνικά ότι στην εκκλησία κάθε Κυριακή
«σου ζητάνε τα λεφτά σου». Άστο, φίλε μου! Αν δεν το κάνεις με την καρδιά σου,
μην το κάνεις καθόλου. Τα όποια χρήματά σου δεν έχουν αξία μπροστά στο Θεό, κι
ούτε τα έχει ανάγκη ο Θεός. Καλό δικό σου κάνεις όταν συνεισφέρεις, και
ευλογείσαι με αυτή σου την κίνηση. Κάνε το όμως μόνο όταν το θέλεις ειλικρινά.
6.
Δίνε σαν διαχειριστής, όχι σαν «χορηγός»
Το δίδειν είναι μέρος της διαθηκικής σχέσης μας με το Θεό, που είναι αυτή
του διαχειριστή, του φροντιστή. Η αρχική εντολή του Θεού στον άνθρωπο ήταν να
πολλαπλασιαστεί στη γη και να κυριαρχήσει σ’ αυτήν. Η έννοια είναι να
διαχειριστεί τους πόρους της, κάτι ανάλογο με την εντολή που του έδωσε να
«φυλάει» τον παράδεισο. Είμαστε διαχειριστές της φύσης – κακοί, όπως
αποδείχτηκε αφού την καταστρέψαμε ανά τους αιώνες! Αλλά σαν χριστιανοί είμαστε
και διαχειριστές της βασιλείας του Θεού πνευματικά και υλικά. Ο Δαβίδ έδωσε τα
πάντα από υλική άποψη αλλά δεν έπαψε να έχει λατρευτική στάση απέναντι στον
Κύριο και ν’ αναγνωρίζει την κυριαρχία του Θεού στο σύμπαν (Α΄ Χρ.κθ:10-13).
Πολλοί που συνεισφέρουν στο έργο του Θεού συμπεριφέρονται σαν «χορηγοί»
και έχουν απαιτήσεις για κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση στην εκκλησία κλπ.
Ο Θεός θέλει να δίνουμε και να συμβάλλουμε υλικά σαν κάποιοι που τους έχει
ανατεθεί η φροντίδα της εκκλησίας του – σαν υπεύθυνοι διαχειριστές. Και μόνο
τότε θα εξακολουθούμε να παραμένουμε ταπεινοί δούλοι του.
7.
Δίνε σαν μέρος της λατρείας σου
Το σπουδαιότερο το αφήσαμε τελευταίο. Η χρηματική μας συνεισφορά είναι
μέρος της λατρείας μας. Προσφέρουμε στον Κύριο αυτά που είναι δικά Του απ’ αυτά
που είναι δικά Του, επειδή τον αναγνωρίζουμε σαν Κύριό μας. Δεν του κάνουμε
χάρη του Θεού όταν συνεισφέρουμε! Μόλις τελείωσε η διαδικασία των προσφορών, ο
Δαβίδ παρακίνησε το λαό να προσκυνήσει τον Κύριο. «Και όλη η σύναξη ευλόγησε
τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους· γονάτισαν και προσκύνησαν τον Κύριο και το
βασιλιά». Πρώτα έδωσαν με την καρδιά τους, με ταπείνωση, χωρίς φειδώ, και μετά
προσκύνησαν τον Κύριο.
Δες ακόμα:
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/blog-post_4455.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/2_18.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/3_18.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/4.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/5.html
Δες ακόμα:
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/blog-post_4455.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/2_18.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/3_18.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/4.html
http://epistoligr.blogspot.gr/2011/06/5.html