Δυο γαϊδουράκια βρέθηκαν κάποτε, λέει η ιστορία, σε έναν έρημο
τόπο, που ο ήλιος πάνω τους ήταν ζεματιστός και τα έκανε κυριολεκτικά να υποφέρουν.
Το μόνο που είχαν στη διάθεσή τους ήταν ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο μικρό
υπόστεγο, που μπορούσε να φιλοξενήσει στη σκιά του με δυσκολία τα δυο τους
κεφάλια. Έτσι και έγινε. Τα δυο γαϊδουράκια ήσυχα πήγαν και στάθηκαν με το
κεφάλι τους στη σκιά του, αφού δεν υπήρχε τίποτ' άλλο γύρω να τα ανακουφίσει.
Μόλις όμως ένιωσαν λίγο καλύτερα, το ένα έσπρωξε το άλλο, για να
μπει λίγο πιο μέσα στο υπόστεγο να δροσίσει και το σβέρκο του. Το άλλο όμως πληγώθηκε,
αντέδρασε, πικράθηκε: «Γιατί αυτός και όχι εγώ», σκέφτηκε... «γιατί όχι
εμένα... γιατί όχι για μένα... κι εγώ τι είμαι;....»





































