Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Κόμμα Ιωάννου (Α ́ Ιωάννη 5:7, 8) - Τριαδικές μέθοδοι επιβολής της θεωρίας των τριών προσώπων στη θεότητα! (1)



ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝIΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑΣ


Κόμμα Ιωάννου
(Α ́ Ιωάννη 5:7, 8)

Μελέτη στην παρεμβολή και στην απομάκρυνσή του από το Βιβλικό κείμενο.

Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, ΠΑΥΛΟΣ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Επιβλέπων Καθηγητής: Πέτρος Β. Βασιλειάδης

Συμβουλευτική Επιτροπή: Μ. Κωνσταντίνου & π. Ι. Σκιαδαρέσης
Θεσσαλονίκη, 2013



Πρόλογος

Αποκ.κβ:18-19 Διότι μαρτύρομαι εις πάντα ακούοντα τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου· Εάν τις επιθέση εις ταύτα, ο Θεός θέλει επιθέσει εις αυτόν τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω· και εάν τις αφαιρέση από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, ο Θεός θέλει αφαιρέσει το μέρος αυτού από του βιβλίου της ζωής και από της πόλεως της αγίας και των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω.

Η Αγία Γραφή βρίσκεται στο επίκεντρο του πανανθρώπινου προβληματισμού για 2.000 και πλέον χρόνια. Οι ιδέες της καθόρισαν με τρόπο μοναδικό την εξέλιξη της ανθρώπινης οικογένειας.

Αναντίρρητα πρόκειται για το βιβλίο των βιβλίων, τόσο ως προς την ευρύτητα κυκλοφορίας όσο και ως προς την επίδραση που έχει ασκήσει. Συνεπώς, η μελέτη των πτυχών αυτού του εξέχοντος συγγράμματος αποτελεί αξιόλογο έργο.

Η παρούσα διατριβή εστιάζεται σε ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη μεταβίβαση του βιβλικού κειμένου. Είναι γεγονός ότι η μετάδοση ενός γραπτού έργου επί πολλούς αιώνες, κατά τους οποίους μάλιστα δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα, δεν αποτελεί διόλου εύκολη διαδικασία. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν και κατά πόσο αλλοιώθηκε το κείμενο της Αγίας Γραφής από την εποχή που γράφτηκε αρχικά ως σήμερα. Η βιβλική επιστήμη έχει ως σκοπό τη διερεύνηση τέτοιου είδους θεμάτων με τρόπο συστηματικό και εμπεριστατωμένο.

Το βιβλικό κείμενο δέχτηκε πράγματι ποικίλες επεμβάσεις στο πέρασμα του χρόνου, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας. Η περικοπή που ονομάζεται «Κόμμα Ιωάννου» ή, αλλιώς, «Ιωάννειο κόμμα» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Πρόκειται για ένα τμήμα κειμένου που προστέθηκε στην ιωάννεια επιστολή αιώνες μετά τη συγγραφή της. Σταδιακά παγιώθηκε στις βιβλικές εκδόσεις ως τμήμα του αυθεντικού, πρωτότυπου κειμένου. Παρά τα πορίσματα της βιβλικής έρευνας, η απομάκρυνση αυτής της περικοπής έχει αποδειχτεί εξαιρετικά επίπονη διαδικασία. Μάλιστα, ακόμη και σήμερα επιβιώνει λαθραία σε πολλά αντίτυπα της Αγίας Γραφής. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό—πιστών ή μη πιστών—βρίσκεται κατ’ εξοχήν σε αυτή τη θέση. Να διαβάζει, δηλαδή, το κείμενο της Καινής Διαθήκης που εγνωσμένα περιέχει μη αυθεντικό υλικό. Σήμερα βέβαια υπάρχουν περισσότερες επιλογές για τον ενημερωμένο αναγνώστη. Σε παλιότερες, όμως, εποχές το εν λόγω χωρίο προκάλεσε σημαντικές συγκρούσεις και ήταν αυτό που «ήγειρε τις περισσότερες θεολογικές διενέξεις απ’ ό,τι οποιοδήποτε άλλο τμήμα των Ιερών Γραφών».

Συνεπώς, τίθενται ορισμένα συναφή προς το Κόμμα Ιωάννου ερωτήματα, όπως: Το έγραψε πράγματι ο Ιωάννης; Αν δεν το έγραψε, γιατί υπήρξε αυτή η αλλοίωση του βιβλικού κειμένου; Πώς συνέβη κάτι τέτοιο σε ένα ιερό σύγγραμμα που έτυχε τόσο τεράστιας αποδοχής; Γιατί μπορεί κανείς να αρνείται να το απομακρύνει εφόσον τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι πρόκειται περί παρεμβολής;

Υποβαθμίζει ή επιβεβαιώνει την ακεραιότητα του κειμένου της Αγίας Γραφής αυτή η περίπτωση; Η μελέτη αυτή προσπαθεί να προσεγγίσει τα διαθέσιμα τεκμήρια ώστε ο αναγνώστης να καταλήξει στο δικό του συμπέρασμα.

Η υπόθεση εργασίας γύρω από την οποία «χτίζεται» αυτή η μελέτη είναι ότι το Ιωάννειο κόμμα αποτελεί νοθεία και εμβόλιμη προσθήκη στο κείμενο που έγραψε ο συγγραφέας της επιστολής. Η εξέταση των στοιχείων που παραθέτονται καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να τυπώνεται αυτή η περικοπή στα αντίτυπα των χριστιανικών Γραφών που κυκλοφορούν σήμερα. Όπως θα καταστεί σαφές, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία τεκμηριώνουν τη θέση αυτή.

Η κριτική του κειμένου της Καινής Διαθήκης έχει εξετάσει εξαιρετικά διεξοδικά το πρόβλημα του Κόμματος και έχει αποφανθεί επ’ αυτού προ πολλού.

Η μεθοδολογία αυτής της εργασίας δομείται βάσει του τρόπου έρευνας της κριτικής του κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, αναπτύσσονται οι εξωτερικές και οι εσωτερικές μαρτυρίες. Οι εξωτερικές—οι οποίες καλύπτουν και το μεγαλύτερο μέρος του πονήματος αυτού—αφορούν στη μεταβίβαση του κειμένου αυτού καθαυτό ενώ οι εσωτερικές αφορούν στη διερεύνηση εντός του κειμένου. Οι εξωτερικές μαρτυρίες ενσκήπτουν πρωταρχικά στο κείμενο της Καινής Διαθήκης και δευτερευόντως σε άλλα σχετικά κείμενα που παραθέτουν ή σχολιάζουν την εν λόγω περικοπή.

Η παρούσα εργασία, πέραν της τεκμηριωμένης χρονολογικής αναδρομής που αποπειράται να κάνει στην εξέλιξη του Κόμματος, παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες (ως προς την υπάρχουσα ελληνική αλλά και ξενόγλωσση βιβλιογραφία) όσον αφορά στα λατινικά βιβλικά χειρόγραφα και στα λατινικά έργα ευρύτερα. Παρουσιάζονται τεκμήρια που δημοσιεύονται για πρώτη φορά και αφορούν στην ελληνική γραμματεία των πιο πρόσφατων αιώνων.

Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τους καθηγητές του τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρωτίστως τον επιβλέποντα καθηγητή μου Πέτρο Βασιλειάδη αλλά και τους καθηγητές Ιωάννη Καραβιδόπουλο, Χαράλαμπο Ατματζίδη, π. Ιωάννη Σκιαδαρέση, Μόσχο Γκουτζιούδη, Μιλτιάδη Κωνσταντίνου και Άννα Κόλτσιου-Νικήτα για την πρόθυμη και ουσιαστική βοήθεια που μου παρείχαν με τις πολύτιμες υποδείξεις τους. Ευχαριστώ, όμως, πρωτίστως τους γονείς μου που μου έδειξαν το δρόμο και την Ειρήνη για την πολύτιμη συμπαράστασή της.
ΠΑΥΛΟΣ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Καλαμαριά, Ιούνιος 2013

Εισαγωγή

Η περικοπή που ονομάζεται Κόμμα Ιωάννου ή Ιωάννειο κόμμα (λατ. Comma Johanneum), καθώς επίσης «το περί τριών εν ουρανώ μαρτύρων» ή απλά «το περί τριών μαρτύρων» χωρίο, αποτέλεσε αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων επί αρκετούς αιώνες μεταξύ χριστιανών λογίων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Αναγνώστες που είναι συνηθισμένοι στη χρήση του εκκλησιαστικού κειμένου της Καινής Διαθήκης μένουν έκπληκτοι όταν αντιλαμβάνονται ότι το δεύτερο μέρος του εδ. 7 και το πρώτο μέρος του 8 στο 5ο κεφάλαιο της Επιστολής Α ́ Ιωάννη λείπουν από όλες τις κριτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης.

Οι επίμαχες λέξεις του Κόμματος τονίζονται με έντονη γραφή παρακάτω εντός της συνάφειας των εδ. 5-8, σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το Πατριαρχείο ΚΠόλεως (επιμ. Β. Αντωνιάδη, 1904) έκδοση της ΚΔ:
5 «Τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι' ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ' ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια. 7 Ὃτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι 8 καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ, τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν».

Σύμφωνα με τον E. J. Epp, «έχουμε τόσα πολλά χειρόγραφα της ΚΔ και αυτά τα χειρόγραφα περιέχουν τόσες πολλές γραφές ώστε είναι βέβαιο ότι η πρωτότυπη γραφή σε κάθε περίπτωση βρίσκεται παρούσα κάπου μέσα στην τεράστια δεξαμενή υλικού».

Πώς θα εντοπιστεί η «αυθεντική γραφή» του ιερού κειμένου; Αυτό είναι το αντικείμενο της κριτικής του κειμένου. «Κάθε πράξη ερμηνείας της Καινής Διαθήκης ξεκινά με μία εκδοχή του κειμένου η οποία έχει προκύψει από την προσεκτική και επίπονη εργασία ειδικών στην κριτική του κειμένου, οι οποίοι κοσκίνισαν τις μαρτυρίες, ζύγισαν τη σπουδαιότητά τους και αποφάσισαν αν η παραλλαγή που παραδίδουν θα έπρεπε ή όχι να συμπεριληφθεί στο κύριο σώμα του κειμένου ή εάν θα έπρεπε να σημειωθεί στις υποσημειώσεις».

Είναι μια κρίσιμη και σημαντική επιστημονική διαδικασία, καθώς «οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι ειδικοί στην κριτική κειμένου όσον αφορά αυτά τα ζητήματα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο κείμενο που διαβάζουμε», στο κείμενο που φτάνει στα χέρια των ειδικών ή μη αναγνωστών. Επιπλέον, η “γνώση του αυτούσιου κειμένου” αποτελεί επιτακτικό “ιερό καθήκον” «καθόσον επί των πορισμάτων της κριτικής του κειμένου θα στηρίξει τα συμπεράσματα αυτής η Ερμηνευτική».

Για να προσεγγιστεί συγκεκριμένα το ζήτημα της γνησιότητας του Κόμματος Ιωάννου είναι σημαντικό να εξεταστούν ζητήματα όπως:

(α) Ποιες είναι οι βασικές θεματικές κατευθύνσεις του συγγραφέα στην επιστολή;
(β) Ποιο είναι το θεματικό πλαίσιο στο περικείμενο εντός του οποίου βρίσκεται η εν λόγω περικοπή;
(γ) Εναρμονίζεται το αμφιβαλλόμενο Κόμμα με αυτά;
(δ) Ποια είναι η χειρογραφική μαρτυρία;
(ε) Ποια είναι τα συμπεράσματα της σύγχρονης βιβλικής έρευνας ως προς τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα του Κόμματος;
(ϛ) Πώς έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα οι σύγχρονες εκδόσεις, αποδόσεις και μεταφράσεις της καινοδιαθηκικής περικοπής;

Το γενικότερο θεματικό πλαίσιο της επιστολής Α ́ Ιωάννη

Και οι τρεις ιωάννειες επιστολές απευθύνονται σε μια εκκλησία που αντιμετωπίζει τόσο εξωτερικές όσο και εσωτερικές πιέσεις.

Δυνάμεις εκτός της κοινότητας—ο «κόσμος» και οι «Ιουδαίοι»—αποτελούσαν απειλητικές πηγές διωγμού για τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας, ωθώντας τα έτσι ώστε να εγκαταλείψουν την πίστη. Ενόψει αυτής της εχθρότητας, η ηγεσία της ομάδας διασπάστηκε. Ο ιδρυτής της κοινότητας, ο Ιωάννης, υφίστατο εναντίωση από ορισμένους από τους πρώην μαθητές του. Αυτοί οι εναντιούμενοι, οι οποίοι διατείνονταν ότι είχαν την κατεύθυνση του Πνεύματος, επανερμήνευσαν την περί Ιησού παράδοση της κοινότητας και δημιούργησαν μια νέα χριστολογία, η οποία επικεντρωνόταν στη θεϊκότητα του Χριστού και ταυτόχρονα απέρριπτε την ανθρωπινότητά του. Η επιστολή αυτή αποτελεί μέρος της προσπάθειας να ενθαρρυνθούν οι χριστιανοί να υπομείνουν το διωγμό και να μην υιοθετήσουν τα δόγματα των αντιχρίστων που προσπαθούν να χειραγωγήσουν την κοινότητα. Ο Ιωάννης αποπειράται δυναμικά να επιβεβαιώσει την αυθεντία του ως μάρτυρα της περί Ιησού παράδοσης και επαναδιατυπώνει με έντονες εκφράσεις τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αληθινής χριστιανοσύνης.

Οι θεματικές ενότητες της επιστολής Α ́ Ιωάννη

Στον πρόλογο της επιστολής (1:1-4), ο Ιωάννης θέτει τα όρια μεταξύ της χριστιανικής κοινότητας του συγγραφέα και των εχθρών της. Οι άνθρωποι προσδιορίζονται με βάση το αν αποδέχονται τη διδασκαλία του Ιωάννη, τον Λόγο της Ζωής, τον «ζωοποιό Λόγο». Σε αρμονία με τον χαρακτηριστικό ιωάννειο δυισμό, δεν υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμό: ο αναγνώστης μπορεί να ταχθεί είτε με την πλευρά που προασπίζεται ο Ιωάννης είτε με την πλευρά του κόσμου, και να αποδεχτεί τις συνέπειες της επιλογής του.

Στην πρώτη θεματική ενότητα (1:5-2:17), δίνονται τα κριτήρια—δηλαδή οι τρόποι δοκιμής της ποιότητας—μέσω των οποίων θα μπορούσαν τα μέλη της κοινότητας να κάνουν διάκριση μεταξύ των αληθινών μαθητών και του κόσμου. Επιγραμματικά, αυτά τα κριτήρια είναι τα εξής: (α) αν περπατάει κανείς στο φως (1:5-10)· (β) αν τηρεί τις εντολές του Θεού (2:1-6)· (γ) αν αγαπάει τους αδελφούς του (2:7-11)· και (δ) αν αγαπάει τον κόσμο (2:12-17).

Στη δεύτερη θεματική ενότητα (2:18-5:21), παρέχονται τα κριτήρια μέσω των οποίων θα μπορούσαν τα μέλη της κοινότητας να κάνουν διάκριση μεταξύ των αληθινών μαθητών και των αντιχρίστων. Πιο συγκεκριμένα, μέσω: (α) της αληθινής ομολογίας (2:18-27)· (β) της διαγωγής χωρίς αμαρτία (2:28-3:24)· (γ) του αληθινού Πνεύματος του Θεού (4:1-6)· (δ) της
τέλειας ή πλήρους αγάπης (4:7-21)· (ε) της αληθινής πίστης (5:1-13)· και (ϛ) της αμαρτίας που οδηγεί στο θάνατο (5:14-21).

Η συνάφεια της περικοπής Α ́ Ιωάννη 5:7, 8 και η ερμηνεία της

Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο 5 ο Ιωάννης πραγματεύεται την έννοια της αγάπης προς τον Θεό ως έκφραση της πίστης. Αυτή σημαίνει τήρηση των εντολών του και η τήρηση των εντολών εξασφαλίζει τη νίκη επί των δαιμονικών δυνάμεων του κόσμου. Δύναται να νικήσει τον κόσμο όποιος ασκεί πίστη στον σαρκωθέντα Χριστό. Ο Ιωάννης σε αυτό το σημείο επικεντρώνει την προσοχή στον Χριστό ως αντικείμενο της πίστης. Αυτός που αγαπάει τον Θεό πρέπει να πιστεύει ότι ο Ιησούς (α) είναι ο Χριστός, (β) είναι γεννημένος από τον Θεό και, άρα, (γ) είναι ο Υιός του Θεού.
Στους στ. 5-8 αναλύεται η βάση της πεποίθησης που μπορεί να έχει κανείς ότι ο Χριστός είναι πράγματι «ο Υιός του Θεού». Η μαρτυρία που επιβεβαιώνει την Υιότητα του Χριστού—η οποία βάλλεται από τους αντιχρίστους, τους “ψευδοπροφήτες” (στ.4)— είναι τριπλή και συνεπώς πολύ ισχυρή: (α) το Πνεύμα, (β) το νερό και (γ) το αίμα. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για την ταυτότητα αυτών των «μαρτύρων» υπήρξαν ποικίλες και αμφιλεγόμενες.

Το αργότερο ως τις μέρες του Αμβρόσιου και του Αυγουστίνου (τέλη 4ου - αρχές 5ου αιώνα), κάποιοι ερμηνευτές υποστήριξαν ότι το «νερό» και το «αίμα» είναι συγκαλυμμένες αναφορές στα ιερά μυστήρια του βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας και ότι το Πνεύμα είναι αυτό που διαδραματίζει τον καταλυτικό ρόλο σε αυτά τα μυστήρια.

Με βάση αυτή την άποψη, το «δι'» (διὰ) και το «ἐν» στο εδ. 6 θα πρέπει να μεταφραστούν ως «[μαζί] με το», υποδηλώνοντας έτσι ότι ο Ιησούς ήρθε για να φέρει αυτά τα μυστήρια στην εκκλησία μέσω της ενσάρκωσής του.

Αυτή υπήρξε η κυρίαρχη ερμηνεία μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα αλλά φαίνεται ότι διεθνώς ελάχιστοι πλέον λόγιοι τη βρίσκουν πειστική.

Στην πραγματικότητα, ούτε το «διὰ» ούτε το «ἐν» σημαίνουν κανονικά «[μαζί] με το». Επιπλέον, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί «το νερό και το αίμα» για να επικυρώσει τον τρόπο έλευσης του Ιησού και όχι για να περιγράψει κάτι που προέκυψε ή καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια της διακονίας του.

Επίσης, κατά την παραδοσιακή άποψη, οι αντίχριστοι αποδέχονταν το βάπτισμα («μόνο με το νερό») αλλά όχι το Δείπνο του Κυρίου («με το αίμα»)—μια θέση που φαίνεται να είναι ακατανόητη. Εκτός αυτών, δεν υπάρχει λόγος για να κάνει ο Ιωάννης ξαφνικά μια συγκαλυμμένη αναφορά στα μυστήρια στο μέσο μιας εξέτασης της αληθινής χριστολογίας.

Άλλοι ερμηνευτές προτείνουν ότι το «νερό» μαζί με το «αίμα» αποτελούν μια ενιαία οντότητα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Ιωάννης τονίζει την υλική ενσάρκωση του Ιησού έτσι ώστε «το νερό και το αίμα» να καθίστανται συνώνυμα με τη «σάρκα».

Από την άλλη πλευρά, κάποιοι θεωρούν ότι «το νερό και το αίμα» αναφέρονται πιο συγκεκριμένα στο θάνατο του Ιησού, διότι το εδ. Ιωάννης 19:34 μαρτυρεί ότι αυτά τα υγρά έτρεξαν από το σώμα του σταυρωμένου Ιησού. Οι υπέρμαχοι και των δύο μορφών αυτή της άποψης υποστηρίζουν ότι οι αντίχριστοι αρνούνταν την υλικότητα της ύπαρξης του Ιησού, πιθανώς επιμένοντας ότι το ανθρώπινο σώμα του δεν ήταν παρά μια οπτασία (πρβλ. με το δοκητισμό).

Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερμηνευτές επιλύουν το πρόβλημα αυτό υπογραμμίζοντας τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο νερό, το αίμα και την «έλευση» του Ιησού όπως αναφέρεται στην αρχή του στίχου. Η ταυτοποίηση του Χριστού με τη φράση ότι «αυτός είναι που ήρθε» υπονοεί ότι το «νερό» και το «αίμα» αναφέρονται σε σημαντικά γεγονότα της ζωής του ιστορικού Ιησού. Από αυτή την έποψη, το «νερό» αναφέρεται στο βάπτισμα του Ιησού, τη στιγμή που για πρώτη φορά αποκαλύφθηκε στον κόσμο ως «ο αμνός του Θεού» και το «αίμα» αναφέρεται στο θυσιαστικό θάνατο του Ιησού. Αυτό σημαίνει ότι οι αντίχριστοι έδιναν έμφαση κυρίως στο βάπτισμα σε σχέση με το θάνατο του Ιησού («μόνο με το νερό») και ένα πλήθος υποθέσεων έχει διατυπωθεί για το πώς θα μπορούσε αυτή η αντίληψη να ταιριάζει στη θεολογία τους.

Δεδομένης της χρήσης του όρου αίμα από τον Ιωάννη σε άλλα σημεία αποκλειστικά για να αναφερθεί στην υλική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης και—στις περιπτώσεις που αναφέρεται στον Ιησού—σε σχέση με την ανθρώπινη υλικότητα του ένσαρκου Χριστού, φαίνεται ότι το «αίμα» χρησιμοποιείται στο εδ. Α ́ Ιωάννη 5:6 για να τονίσει την υλική φύση του Ιησού, πιθανώς υπογραμμίζοντας το θυσιαστικό του θάνατο, σε αρμονία με την αναφορά στον “ἱλασμό περὶ τῶν ἁμαρτιῶν” και στην παύλεια έννοια του αιματηρού “αντιλύτρου”.

Κατά την άποψη του Ιωάννη, οποιαδήποτε ομολογία περί του Ιησού ως «Χριστού» η οποία δεν αντιλαμβάνεται το θάνατό του με αυτό τον τρόπο είναι ανεπαρκής. Η άρνηση εκ μέρους των αντιχρίστων αυτής της θεμελιώδους αρχής («μόνο με το νερό») πιθανόν να αντανακλά την άποψή τους ότι ο θάνατος του Ιησού ήταν ελάχιστης σημασίας, επειδή η σωτηρία επιτυγχάνεται μέσω κάποια άλλης πτυχής της διακονίας του. Όσον αφορά στο «νερό», οι περισσότεροι σχολιαστές σήμερα υποστηρίζουν την άποψη ότι το εδ. Α ́ Ιωάννη 5:6 χρησιμοποιεί αυτό τον όρο για να αναφερθεί στο βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη.
Σε εκείνη την περίσταση, ο Πατέρας εκφράστηκε δημόσια υπέρ του Υιού του.

Στην ίδια περίπτωση, το άγιο Πνεύμα πιστοποίησε την Υιότητα του Ιησού με τρόπο καταφανή, ως ένα θεϊκό σημείο επιδοκιμασίας. Σύμφωνα με άλλους σχολιαστές, η χρήση του ενεστώτα χρόνου («τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ μαρτυροῦν») υποδηλώνει ότι το Πνεύμα παρέχει πιστοποίηση σε παρόντα χρόνο στους χριστιανούς της κοινότητας είτε εσωτερικά στις καρδιές τους είτε μέσω του κηρύγματος του Λόγου. Επίσης, θα μπορούσε να δίνει μαρτυρία το άγιο Πνεύμα καθώς συνεχίζει στην παρούσα ζωή της εκκλησίας να παρέχει εμπνευσμένες ή προφητικές εκφράσεις μέσω των οποίων η κοινότητα διακηρύττει και επιβεβαιώνει την αλήθεια του Ευαγγελίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Πνεύμα μαρτυρεί υπέρ της Υιότητας του Ιησού μέσω της διατήρησης των παραδόσεων της εκκλησίας σχετικά με τη ζωή και το βάπτισμά του. Κατ’ άλλους, η “μαρτυρία” του Πνεύματος συνίσταται από την παράδοση της κοινότητας σχετικά με τον θάνατο του Ιησού, επιβεβαιώνοντας έτσι και αυτό το άγιο Πνεύμα τη θέση του Ιωάννη στη διαμάχη που προέκυψε σχετικά «με το νερό και με το αίμα».

Υπήρξαν και πιο ελευθέριες προσεγγίσεις, μακριά από τις προθέσεις του συγγραφέα της Επιστολής, όπως συμβαίνει σε έργο του Κλήμη του Αλεξανδρέα όπου το Πνεύμα ταυτίζεται με τη ζωή, το νερό με την αναγέννηση και την πίστη και το αίμα με τη γνώση.

Το Ιωάννειο κόμμα εντός των συμφραζομένων του

Με βάση τα προηγούμενα, ο Ιωάννης αντλεί την επιχειρηματολογία του από την εμπειρία της κοινότητας σχετικά με τον ιστορικό Ιησού, μια εμπειρία που αποτελεί πλέον πολύτιμη παράδοση την οποία καλείται ο Ιωάννης να προασπίσει σθεναρά. Οι «μάρτυρες» τους οποίους επικαλείται αφορούν τη δημόσια εμπειρία της δράσης του Πατέρα, του Υιού και του αγίου Πνεύματος κατά την ένσαρκη επίγεια διακονία του Ιησού. Εδώ χρησιμοποιείται στην ιωάννεια επιχειρηματολογία η μωσαϊκής προέλευσης απαίτηση για την ύπαρξη δύο ή τριών μαρτύρων για την επιβεβαίωση ενός γεγονότος.

Σε παρόμοια συμφραζόμενα, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο Ιησούς αναφέρεται στη διπλή μαρτυρία που τον πιστοποιεί ως τον Μεσσία, τον Προφήτη που στάλθηκε από τον Θεό.

Η μαρτυρία των λόγων και των έργων του ίδιου του Ιησού μαζί με τη δημόσια υποστήριξη που λάβαινε από τον Πατέρα του για να επιτελεί θαυμαστά έργα μέσω του αγίου Πνεύματος αποτελούσαν επαρκείς ενδείξεις για την προέλευση και την ταυτότητά του. Τους ίδιους “μάρτυρες” επικαλείται και ο Ιωάννης στην επιχειρηματολογία του έναντι των αντίχριστων αντιλήψεων που ταλάνιζαν την κοινότητα.

Εντούτοις, με την παρουσία του Κόμματος εντός του κειμένου παρεμβάλλεται μια ιδέα που δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με την επιχειρηματολογία του Ιωάννη. Η μαρτυρία στον ουρανό από τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα δεν θα μπορούσε να αποτελεί πειστικό επιχείρημα μέσα στα πλαίσια της συλλογιστικής που ακολουθεί ο συγγραφέας της επιστολής. Επιπρόσθετα, η αναφορά στην ενότητα των “τριών μαρτύρων στον ουρανό” δεν έχει καμία σύνδεση με το προηγούμενο και το επόμενο περικείμενο—εκτός φυσικά από την τριαδολογικά δελεαστική φράση «τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ... καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν».

Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί το πρώτο μέρος της εν λόγω φράσης («ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα») ως ερμηνευτική προσέγγιση της ταυτότητας των τριών μαρτύρων στη γη με κάποια τριαδολογική χροιά: «το Πνεύμα» είναι ο Πατέρας· «το αίμα» είναι ο Υιός· «το νερό» είναι το Πνεύμα.

Εντούτοις, αυτή «η τριαδική ερμηνεία αντανακλά ένα δόγμα που είναι πέρα από τη θεολογική κατανόηση του πρώτου αιώνα». Όπως έχει σημειωθεί σχετικά με το δεύτερο μέρος της φράσης αναφορικά με την ενότητα των προσώπων της τριαδικής Θεότητας («οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι»), «η παρουσία μιας τόσο σαφούς τριαδικής μαρτυρίας εντός της Καινής Διαθήκης θα ήταν εξίσου εντυπωσιακή και σημαντική», καθώς δεν θα είχε το όμοιό της. Επιπλέον, η αναφορά στο Πνεύμα το οποίο “δίνει μαρτυρία” δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αυτό αποτελεί πρόσωπο—ούτε το αίμα ούτε το νερό είναι πρόσωπα αλλά δίνουν μαρτυρία, όπως συνηθίζεται στην ιουδαϊκή γραμματεία να αναφέρεται και για άψυχα πράγματα.

Το ότι το ελληνικό αριθμητικό «τρεῖς» είναι αρσενικού γένους μολονότι και οι τρεις πηγές μαρτυρίας στις οποίες αναφέρεται και τις οποίες απαριθμεί είναι ουδετέρου γένους έχει ερμηνευθεί από ορισμένους ότι υποδηλώνει «την προσωπικότητα του Πνεύματος» αλλά αυτό είναι υπερβολικό καθώς παρόμοια προσδιορίζεται αυτομάτως και η προσωπικότητα του νερού και του αίματος.
Μάλλον ο προσωπικός χαρακτήρας της μαρτυρίας είναι αυτό που υπογραμμίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς επίσης και από τη μετοχή ενεστώτα («οἱ μαρτυροῦντες» αντί «οἱ μάρτυρες»).

Τα ζητήματα αυτά που προκύπτουν άπτονται του σοβαρού θέματος τής γνησιότητας και της αυθεντικότητας του Κόμματος

Γνησιότητα και αυθεντικότητα: Εξωτερικές μαρτυρίες

Ως εξωτερικές μαρτυρίες θεωρούνται εκείνες που δεν προέρχονται από το ιωάννειο κείμενο καθαυτό αλλά από άλλες πηγές, όπως η χειρογραφική παράδοση της ΚΔ στην οποία περιέχεται αυτή η επιστολή του Ιωάννη και τα έργα άλλων συγγραφέων που παραθέτουν ή υπομνηματίζουν την εν λόγω περικοπή.

Η μαρτυρία των ελληνικών χειρογράφων της ΚΔ

Το Κόμμα περιέχεται σε οχτώ μόνο από τα περισσότερα από 5.600 γνωστά ελληνικά βιβλικά χειρόγραφα και εκλογάδια (λεξιονάρια). Κανένα από αυτά τα οχτώ χειρόγραφα δεν χρονολογείται πριν το 1400. Στα τέσσερα από τα οχτώ χειρόγραφα το Κόμμα βρίσκεται εντός του κειμένου, ενώ στα άλλα τέσσερα αποτελεί περιθωριακή προσθήκη που δηλώνει εναλλακτική ή διαφορετική γραφή. Τα δύο παλιότερα από τα τέσσερα χειρόγραφα που το περιέχουν στο κυρίως κείμενο το ενσωματώνουν είτε ως αναθεώρηση του ελληνικού κειμένου με βάση τη Βουλγάτα (αρ. 629/ Οτοβονιανός Κώδικας [Ottobonianus], 14ος -15ος αιώνας) είτε σε μορφή λατινο-ελληνικού διγλώττου με κείμενο βάσης το λατινικό (αρ. 61/ Μοντφορτιανός Κώδικας [Montfortianus, ή Britannicus κατά τον Έρασμο], 16ος  αιώνας). Επιπλέον, στην ελληνική χειρογραφική παράδοση το Κόμμα δεν σώζεται σε μία ενιαία, ομοιόμορφη διατύπωση.

Τα  παραπάνω  στοιχεία  καθιστούν  σαφές  ότι  το  Κόμμα,  το  οποίο  βρίσκεται  σε  μορφή  που   φανερώνει   ότι   μεταφράστηκε προφανώς   από   τα   Λατινικά, ενσωματώθηκε   πολύ μεταγενέστερα   σε   λίγα   ελληνικά   χειρόγραφα —τα   οποία   ως   εκ   τούτου   έχουν   μηδαμινή   αξία —από  γραφείς  που  επηρεάστηκαν  από  την  παρουσία  του  στα  λατινικά  χειρόγραφα. 
Όπως αναφέρει ο Β. Ιωαννίδης, «ουδέν ελληνικόν προ του 15ου αιώνος περιείχε τούτο».

Η μαρτυρία των λατινικών χειρογράφων της ΚΔ

Το Κόμμα, σημειωμένο  με  έντονη  γραφή,  στα  λατινικά  χειρόγραφα  μαρτυρείται ως εξής: 
“Quis est qui vincit mundum, nisi qui credit quoniam Iesus est Filius Dei? Hic est qui venit per aquam et sanguinem, Iesus Christus; non  in  aqua  solum,  sed  in  aqua  et  in  sanguine.  Et  Spiritus  est,  qui testificatur,  quoniam  Spiritus  [ή,  Christus]  est  veritas. 

Quia  [ή, Quoniam] tres sunt qui testificantur: [ή, testimonium dant [ή, icunt]] in caelo: Pater, [et] Verbum et Spiritus [sanctus]; et [hi] tres unum sunt [in Christo Iesu]. Et tres sunt, qui testimonium dant in terra: Spiritus [et] aqua et sanguis et [hi] tres unum sunt”

Οι δύο κύριες παραδόσεις του βιβλικού κειμένου στα Λατινικά είναι η Παλαιά Λατινική (Vetus Latina) και η Βουλγάτα (Vulgata) του Ιερώνυμου. Πριν την εμφάνιση του Κόμματος και οι δύο απέδιδαν το ελληνικό κείμενο της ιωάννειας περικοπής σχεδόν κατά λέξη—μια απόδοση που έχουν αποκαταστήσει πλέον και οι σύγχρονες εκδόσεις του κειμένου της Βουλγάτας. Κατά τη μετάφραση της δυσερμήνευτης φράσης «εἰς τὸ ἕν εἰσιν» η απόδοση «είναι ένα» (“unum sunt”) —παραλείποντας δηλαδή την απόδοση της φράσης «εἰς το» — αποτέλεσε το πρώτο βήμα για να δοθούν στην περικοπή τριαδιστικές προεκτάσεις. Στην πορεία της μεταβίβασης του λατινικού κειμένου—ανεξάρτητα από το Κόμμα καθαυτό — εμφανίζονται ποικίλες γραφές, οι οποίες φανερώνουν ότι το κείμενο δέχθηκε επεξεργασίες και «διορθώσεις» από τους αντιγραφείς. Για παράδειγμα, ο Βορειοαφρικανός επίσκοπος Ερμιανής Φακούνδος, στα μέσα του 6ου αιώνα, παραθέτει δύο φορές το εδ. Α ́ Ιωάννη 5:7 χωρίς το Κόμμα (με μοναδική προσθήκη τη φράση «στη γη», “in terra”) και προσδίδει σε αυτό τριαδιστική ερμηνεία. Αν αυτή η παρεμβολή αποτελούσε προϋπάρχουσα παράδοση, μπορεί να άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία του Κόμματος με τους αντίστοιχους μάρτυρες στον ουρανό.

Όσον αφορά στο Κόμμα καθαυτό, δεν περιέχεται σε κανένα από τα διαθέσιμα χειρόγραφα ούτε της Παλαιάς Λατινικής μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα (αρ. 67/it, αρ. 64/it) ούτε της Βουλγάτας μέχρι το τελευταίο μισό του 8ου αιώνα. Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, η οποία χρησιμοποιεί και παραπέμπει στο σχολιολόγιο του Brown (ο οποίος υποστηρίζει την παραπάνω χειρογραφική χρονολόγηση), μετατοπίζει ακόμη πιο μεταγενέστερα το χρόνο εμφάνισης του παλαιότερου λατινικού χειρόγραφου της ΚΔ στον οποίο εμφανίζεται το Κόμμα, στον 9ο αιώνα. Αποτελεί γεγονός ότι σε αυτά τα χειρόγραφα αντανακλάται μια προϋπάρχουσα ερμηνευτική παράδοση. Εντούτοις, η εμφάνιση του Κόμματος είναι γεωγραφικά περιορισμένη, διότι ως τα τέλη σχεδόν της πρώτης χιλιετίας υφίσταται μόνο σε ορισμένα λατινικά χειρόγραφα της ΚΔ που έχουν ισπανική προέλευση ή επίδραση. Δεν μαρτυρείται πριν από τον 10ο αιώνα σε κανένα λατινικό βιβλικό χειρόγραφο που έχει καθαρά ιταλική, γαλλική ή βρετανική προέλευση.

Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία που να διασαφηνίζουν το αν περιλήφθηκε το Κόμμα στην έκδοση της Βουλγάτας που αναθεώρησε ο Περεγρίνος στην Ισπανία στα μέσα του 5ου αιώνα. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται πως το Κόμμα, αφού για κάποιο διάστημα γραφόταν στα περιθώρια («ἐν τῇ ᾤα», λατ.marginalis lectio) των χειρογράφων της ΚΔ, εισήλθε στο λατινικό κείμενο της επιστολής πριν ή κατά την εποχή του Ισιδώρου Σεβίλης στις αρχές του 7ου αιώνα. Την περίοδο που ο Ισπανός Θεόδουλφος (απεβ. 821) ήταν επίσκοπος στην Ορλεάνη (Γαλλία), το Κόμμα εισήχθη από την Ισπανία και κατά την καρολιγγιανή περίοδο περιλήφθηκε σε ορισμένα αντίγραφα της Βουλγάτας. Παρ’ όλα αυτά, μεταξύ των γαλλικών χειρογράφων της Βουλγάτας που χρονολογούνται πριν το 12ο αιώνα είναι περισσότερα εκείνα που δεν εμπεριέχουν το Κόμμα.

Αναφορικά με τη δομή του, το Κόμμα σχηματίστηκε εντός του λατινικού κειμένου από το συνδυασμό τριών φράσεων: (α) την τριαδική (η οποία ερμηνεύθηκε αργότερα τριαδιστικά) φράση του εδ. 1Ιω 5:8 κατά το Πλειονοτικό Κείμενο (Majority Text), (β) την επανάληψη του προαναφερθέντος εδαφίου αντικαθιστάμενα το Πνεύμα, το νερό και το αίμα με τα πρόσωπα της Τριάδας, των οποίων θεωρούνταν τύποι, και (γ) τη φράση “unum sunt in Christo Iesu” (η οποία απαντάται στο εδ. Γα 3:28). Αυτές οι τρεις φράσεις εμφανίζονται σε ποικίλους συνδυασμούς γύρω από τη σταθερή φράση “unum sunt”.

Η μαρτυρία των χειρογράφων άλλων αρχαίων μεταφράσεων της ΚΔ

Εκτός από τα Λατινικά, καμία αρχαία μετάφραση της ΚΔ δεν περιλαμβάνει το Κόμμα. Όλα τα χειρόγραφα των συριακών, κοπτικών, αρμενικών, αιθιοπικών, αραβικών και σλαβονικών μεταφράσεων της ΚΔ που χρονολογούνται πριν από το 1500 δεν εμπεριέχουν το Κόμμα. Αυτό αποτελεί μια «απίστευτη κατάσταση αν ήταν [ενν. το Κόμμα] μέρος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου της Α ́ Ιωάννη».

Για τους συγγραφείς των Προχαλκηδόνιων Ανατολικών Εκκλησιών δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι γνώριζαν το Κόμμα πριν από τον 13ο αιώνα. Η αραμαϊκή/συριακή παράδοση είχε μια ιδιαιτερότητα: δεν περιλαμβάνονταν καμία από τις Καθολικές Επιστολές στην παλαιστινιακή της έκδοση. Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα τρεις από τις εφτά Καθολικές Επιστολές (Α ́ Πέτρου, Ιακώβου, Α ́ Ιωάννη) άρχισαν να γίνονται δεκτές από τις συρόφωνες εκκλησίες. Εντούτοις, όλα τα παλιά αντίγραφα της συριακής μετάφρασης της Α ́ Ιωάννη στην Πεσίτα (αρχές 5ου αιώνα) και στην Ηρακλειανή (Χάρκλεια, αρχές 7ου αιώνα) μετάφραση δεν περιέχουν το Κόμμα. Όταν εμφανίστηκε αργότερα σε μεταγενέστερες συριακές εκδόσεις της ΚΔ, το Κόμμα περιλήφθηκε εμβόλιμα ως μετάφραση από τη λατινική Βουλγάτα, χωρίς καμία χειρογραφική βάση.

Σε συριακή έκδοση των τελών του 17ου αιώνα ενσωματώθηκε το Κόμμα στο κυρίως κείμενο με τη δηλωμένη υπόθεση ότι το επίμαχο απόσπασμα ανήκε αρχικά στο πρωτότυπο αλλά αφαιρέθηκε αργότερα από τους Αρειανούς.

Παρόμοια ήταν η πορεία της εν λόγω περικοπής για τις αρμενικές και τις σλαβονικές μεταφράσεις, καθώς και για άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η μαρτυρία των Ελλήνων συγγραφέων

Αποτελεί ευτυχές γεγονός ότι το Κόμμα είχε περιορισμένη εξάπλωση μέχρι την εποχή που εμφανίστηκε η τυπογραφία. Αν η επίμαχη περικοπή είχε γίνει γνωστή στη χριστιανική Ανατολή κατά τον 6ο ή τον 7ο αιώνα, θα είχε βρει πιθανότατα ευρύτατη αποδοχή (όπως συνέβη μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας) και τα τεκμήρια θα περιπλέκονταν κατά πολύ, μολονότι θα παρέμεναν αναλλοίωτα.

Εντός τής μη επιμολυσμένης ελληνικής χειρογραφικής παράδοσης το Κόμμα δεν παρατίθεται ποτέ από Έλληνα συγγραφέα κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία.

Όπως γίνεται φανερό στη συνέχεια, κανένας εκκλησιαστικός πατέρας ή εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν το αναφέρει μέχρι το 15ο αιώνα.

Αυτή η απόλυτη σιγή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παραβλεφθεί ως τυχαία. Κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνα, στην περίοδο της έξαρσης των τριαδολογικών διενέξεων, δεν γίνεται καμία αναφορά στο Κόμμα από τριαδιστές ελληνόφωνους συγγραφείς και εκκλησιαστικούς συγγραφείς—μια αναφορά που θα ήταν καταλυτικής σημασίας για την επιχειρηματολογία τους. Για παράδειγμα, στις αρχές του 5ου αιώνα, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας παραθέτει τρεις φορές τη σχετική περικοπή από την Επιστολή του Ιωάννη χωρίς να περιλαμβάνεται το Κόμμα.

Στα πρακτικά της οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνας του 451 γίνεται αναφορά στην ιωάννεια περικοπή χωρίς τη συμπερίληψη του Κόμματος.

Ο Μ. Σιώτης παραθέτει μια σειρά εκκλησιαστικών συγγραφέων οι οποίοι χρησιμοποιούν τα χωρία Α ́ Ιωάννη 5:6-8 χωρίς να υπάρχει στα παραθέματά τους το Κόμμα: ο Ειρηναίος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Επιφάνιος Σαλαμίνος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο Δίδυμος ο Τυφλός.

Για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας και τους Καππαδόκες πατέρες, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του τριαδικού δόγματος, το Κόμμα “ήταν άγνωστο” και «δεν υφίστατο στα δικά τους αντίγραφα της Επιστολής».

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος έδρασε στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα, παραθέτει την ιωάννεια περικοπή χωρίς το Κόμμα.

Την ίδια εποχή, ο πατριάρχης Κ/Πόλεως Γερμανός Α ́ επίσης δεν γνωρίζει και δεν μνημονεύει το Κόμμα.

Στα μέσα του 9ου αιώνα, το κείμενο της ΚΔ του επισκόπου Σμύρνης Μητροφάνη δεν εμπεριέχει το Κόμμα και κατά συνέπεια δεν το υπομνηματίζει.

Ο Οικουμένιος Τρίκκης, στα μέσα του 10ου αιώνα, δεν περιλαμβάνει το Κόμμα Ιωάννου στο κείμενο της Επιστολής που παραθέτει και κατά συνέπεια δεν το υπομνηματίζει.
Στις αρχές του 12ου αιώνα, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Θεοφύλακτος δεν έχει το Κόμμα στο κείμενο της ΚΔ που υπομνηματίζει.

Την ίδια εποχή, ο μητροπολίτης Κορίνθου Γρηγόριος ο Πάρδος παραθέτει την περικοπή χωρίς να περιλαμβάνει το Κόμμα.

Η επίμαχη φράση δεν εμφανίζεται επίσης σε μια παράθεση της ιωάννειας περικοπής σε έργο του αγιορείτη μοναχού Μακάριου Μακρή που έγραψε στις αρχές του 15ου αιώνα.

Πράγματι, αυτές οι λέξεις «δεν σημειώνονται ποτέ από κανέναν από τους Έλληνες πατέρες, ούτε από τους πιο πρόσφατους αλλά ούτε και από εκείνους που ποτέ δεν θα παράβλεπαν ακόμη και τα πιο πιεσμένα και παρατραβηγμένα αποδεικτικά σημεία υπέρ του δόγματος της Τριάδας».

Η παρείσφρηση του Κόμματος στα Ελληνικά έγινε υπό λατινική επίδραση. Η πρώτη αναφορά του Κόμματος στα Ελληνικά γίνεται στη μετάφραση από τα Λατινικά του δεύτερου κεφαλαίου των πρακτικών της Δ ́ Λατερανής Συνόδου (1215).

Εντούτοις, ακόμη και στο λατινικό πρωτότυπο γίνεται σαφές ότι πρόκειται για μια αμφίβολη μαρτυρία καθώς αναφέρεται σχετικά με την επαυξημένη περικοπή αμέσως μετά την παράθεσή της, «καθώς ἔν τισι κώδηξιν βρίσκεται» (λατ. “sicut in codicibus quibusdam invenitur”). Είναι αξιοσημείωτο ότι αναφορά στο νεοφανές Κόμμα μέσα στο κείμενο της αρμενικής ΚΔ γίνεται παρόμοια εκείνη την εποχή στη σύνοδο της Αρμενικής Εκκλησίας του 1262.

Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, ο λόγιος Κ/Πολίτης Μανουήλ Καλέκας, μαθητής του Δημήτριου Κυδώνη και μεταστραφείς στον Ρωμαιοκαθολικισμό Δομινικανός μοναχός, μετέφρασε με αξιοσημείωτη λιτότητα το Κόμμα από τη Βουλγάτα στα Ελληνικά στο έργο του Περί πίστεως και περί των αρχών της Καθολικής πίστεως.

Στις αρχές του 15ου αιώνα, ο μοναχός και θεολόγος Ιωσήφ Βρυέννιος (απεβ. περ. 1431) χρησιμοποίησε το Κόμμα στην επιχειρηματολογία του εναντίον της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος και από τον Υιό—αν και η γνησιότητα αυτής της μαρτυρίας τελεί υπό αίρεση.

Ο ανθενωτικός πατριάρχης ΚΠόλεως Γεννάδιος Β ́ Σχολάριος, στα μέσα του 15ου αιώνα, παραθέτει μεταφράζοντας από λατινικό έργο του Θωμά Ακινάτη και αναφέρει: «Καὶ ἐν τῇ Ἰωάννου πρώτῃ· “Τρεῖς εἰσὶν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ· ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον”».

Μάλιστα ο Έρασμος έκανε την υπόθεση ότι η τυχόν παρουσία του Κόμματος σε ελληνικά χειρόγραφα ήταν αποτέλεσμα προσθήκης στο ελληνικό κείμενο της ΚΔ με βάση το λατινικό κατόπιν μυστικής συμφωνίας μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).

Η περίπτωση της παράθεσης της περικοπής Α ́ Ιωάννη 5:6β-9α από τον μοναχό Ευθύμιο Ζιγαβηνό (Ζιγαδηνό) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της διάδοσης του Κόμματος μέσω χειρογραφικής επιμόλυνσης κατά τη μεταβίβαση του έργου του. Στο περίφημο έργο του Πανοπλία Δογματική, που το έγραψε περίπου το 1110, στην έκδοση της Patrologia Graeca περιλαμβάνεται το Κόμμα (και στα Ελληνικά και στα Λατινικά), παραδόξως όμως σε μορφή πλήρως ανεπτυγμένη και βελτιωμένη συγκρινόμενη με τη χειρογραφική εξέλιξη που παρουσιάζει το Κόμμα στην ελληνική γραμματεία.

Η έκδοση αυτή στηρίχθηκε, όπως αναφέρεται στον Πρόλογό της, στην έκδοση της Μητρόπολης Ουγγροβλαχίας του 1710, στην οποία ως αναμενόμενο περιέχεται επίσης το Κόμμα.

Εντούτοις, τουλάχιστον δύο λατινικές εκδόσεις του έργου των αρχών του 16ου αιώνα δεν περιλαμβάνουν στην ιωάννεια περικοπή το Κόμμα.

Πράγματι, όπως επιβεβαιώνεται από το αυτόγραφο (ή άμεσο απόγραφό του) που φυλάσσεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, ο Ζιγαβηνός παρέθεσε την εν λόγω περικοπή από την Α ́ Ιωάννη χωρίς να περιλάβει το Κόμμα.

Ο Matthaei «είχεν ανά χείρας τέσσαρα της Πανοπλίας χειρόγραφα»—τα δύο από τη Μόσχα και τα άλλα δύο από το Άγιο Όρος—«εν οις το εδάφιον ουχ υπήρχε».

Είναι φανερό ότι μεταγενέστερα, με βεβαιότητα μετά τον 18ο αιώνα, τροποποιήθηκε το κείμενο στο έργο του Ζιγαβηνού και στις δύο γλώσσες ώστε να περιέχει το Κόμμα που κυκλοφορούσε πλέον ευρέως μέσα στις έντυπες εκδόσεις της ελληνικής ΚΔ. Το γεγονός αυτό το είχε παρατηρήσει ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, ο T. Turton, ο οποίος υπήρξε εμβριθής μελετητής των πηγών της προέλευσης του Ιωάννειου Κόμματος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ