Ο κατακλυσμός του Νώε, ο
κατακλυσμός της Γένεσης και πάλι επίκαιρος. Νέες θεωρίες, νέα ευρήματα, νέες
ερμηνείες ξαναφέρνουν στην επιφάνεια μια παλιά ιστορία χαραγμένη βαθιά στη
μνήμη της ανθρωπότητας.
Η λέξη, φέρνει πάντα στο νου μας
μια μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από νερά (βροχής, ποταμών ή θαλασσίων
υδάτων). Και σίγουρα, αυτό που εμφυσήθηκε στη διάνοιά μας από τα παιδικά μας
χρόνια: Ο κατακλυσμός της Γένεσης, ο κατακλυσμός του Νώε, που για τους περισσότερους
ενήλικες είναι ένα εντυπωσιακό απλό παραμύθι, που φτιάχτηκε για να εξηγήσει μια
φυσική καταστροφή.
Πολλές είναι οι αντιρρήσεις, οι
ενστάσεις οι εύλογες και μη αμφιβολίες, για να δεχθεί κανείς αυτά που λέει η
Γένεση στα κεφ.6-9. Ότι δηλαδή ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου και του
ανθρώπου, εξαιτίας της μεγάλης βίας, αμαρτίας και ανομίας του ανθρώπου,
εξαπέλυσε έναν τεραστίων διαστάσεων κατακλυσμό υδάτων (επί 40 ημέρες και νύχτες
έβρεχε κατά την αφήγηση) και κατέστρεψε κάθε ζώσα ύπαρξη (ανθρώπους και ζώα)
πλην του Νώε και της οικογένειάς του. Ο τελευταίος, βρήκε χάρη από τον Θεό,
λόγω της ευσέβειας του. Διαφυλάχτηκε σε μια θεόρατη κιβωτό μαζί με επιλεκτικούς
αντιπροσώπους του ζωικού βασιλείου.
Τα ερωτήματα που εγείρονται
σχετικά με το θέμα συνήθως είναι ηθικά, θεολογικά, θρησκειολογικά αλλά και
ακραιφνώς επιστημονικά. Πως μπορεί π.χ. να πιστέψει κανείς σε μια τέτοια
ιστορία, όταν δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία γι’ αυτήν; Πότε συνέβη μια
τέτοια μεγάλη καταστροφή; Θα το πάρουμε κατά γράμμα ότι η κιβωτός μπορούσε να
χωρέσει τόσες χιλιάδες είδη ζώων; Πως μπορούσαν να συνυπάρξουν για ένα περίπου
έτος μέσα στην κιβωτό σαρκοβόρα και φυτοφάγα ζώα, μερικά μάλιστα από τα οποία
ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές (πολική αρκούδα, καγκουρό). Πως συνάχθηκαν εκεί
στη Μεσοποταμία; Και τελικά που βρέθηκαν τόσα πολλά νερά βροχής ώστε να μπορούν
να υπερκαλύψουν και την πιο ψηλή κορυφή των βουνών (Γεν. 7:19, 20) τη στιγμή
που όπως υπολογίστηκε, αν όλοι οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας πέφταν ταυτόχρονα
σαν βροχή, δεν θα κάλυπταν την επιφάνεια της γης παρά μόνον λιγότερο από πέντε
περίπου εκατοστά;
Ύστερα, υπάρχουν και άλλες
παραδόσεις και μύθοι γύρω από έναν κατακλυσμό, σπουδαιότεροι από τους οποίους
είναι οι μεσοποταμιακοί (έπος του Ατράχασις-Γιλγαμές), και γι’ αυτό πολλοί
αρχαιολόγοι και βιβλικοί κριτικοί πιστεύουν ότι η βιβλική παράδοση προήλθε από
τις αρχαιότερες μεσοποταμιακές.
Εδραιωμένη είναι άλλωστε η
πεποίθηση στους παλαιοδιαθηκικούς κύκλους, ότι η βιβλική αφήγηση περί
κατακλυσμού στη Γένεση είναι προϊόν συγχώνευσης δύο αφηγήσεων, της J (από το
όνομα του Θεού Γιάχβε) που χρονολογείται από τον 9ο π.Χ. αιώνα και της Ρ
(priestly=ιερατική) που χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Σύμφωνα με την κριτική σχολή ο
συμπιλητής ή εκδότης της Γένεσης, συνδύασε τις δύο αφηγήσεις χωρίς να αποφύγει
κάποιες διαφοροποιήσεις ή μικροαντιθέσεις.
Η γνωστή θεολόγος Karen Armstrong
στο πρόσφατο βιβλίο της Εν αρχή, παρουσιάζει μίαν άλλη παράλληλη εκδοχή της
βιβλικής διήγησης. Την βλέπει σαν ποιητική γραφή, σαν συμβολισμό μάλλον, παρά
σαν ιστορικό γεγονός. Έχοντας υπόψη τις διάφορες ερμηνείες ή προσεγγίσεις του
θέματος μπορούμε να πούμε ότι πολλά ερωτήματα γύρω από τον βιβλικό κατακλυσμό
έχουν λάβει κάποια απάντηση ενώ μερικά άλλα παραμένουν. Μπορεί να απαντηθούν
ανάλογα με το ποια θέση ή απάντηση δίνει ο καθένας σε μερικά προκαταρκτικά
ερωτήματα. Για έναν που πιστεύει στη Βίβλο και στο Θεό της Βίβλου, δεν υπάρχει
ουσιαστική δυσκολία να δεχθεί τα όσα αναγράφονται εκεί σαν ιστορικά γεγονότα,
αφού σαν γεγονότα τα είδαν και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς της Βίβλου (Ησ.54:9,
Ιεζ. 14:14, 20) και ιδιαίτερα οι απόστολοι (Α΄ Πετρ.3:20, Εβρ. 11:7, Β΄ Πετρ.2:5)
και ο ίδιος ο Ιησούς. Ο Χριστός μάλιστα, παραλληλίζει τις ημέρες τις προ του
κατακλυσμού με τις ημέρες της παρουσίας του (Ματθ.24:37-39, Λουκ.17:26, 27). Τα
λόγια του δείχνουν ότι παραδεχόταν τον κατακλυσμό του Νώε σαν αληθινό γεγονός
και όχι σαν μύθο ή αλληγορία.
Ασφαλώς, είναι θέμα ορθής
ερμηνείας μερικών δεδομένων για να δοθεί ικανοποιητική απάντηση και σε ένα άλλο
πλήθος αποριών που προκύπτουν. Έτσι, παίρνοντας σαν δεδομένο ότι ο κατακλυσμός
της Γένεσης δεν είναι απλός μύθος αλλά ένα ιστορικό συμβάν, για λόγους που θα
αναφερθούν και εδώ και παρακάτω, μένει να προσδιορίσουμε κατ’ αρχάς αν ήταν
τοπικός ή παγγήινος και πότε έγινε.
Σύμφωνα με τους Πατέρες της
Εκκλησίας και τους αρχαιότερους βιβλικούς ερμηνευτές, ο κατακλυσμός της Γένεσης
ήταν παγκόσμιος, είχε καλύψει δηλαδή όλο τον πλανήτη Γη. Αυτό αφήνει να
υπονοηθεί η γλώσσα και η ορολογία της Γένεσης. Υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα αναφορές
στα κεφάλαια 6-9 (π.χ. Γεν.6:17, 7:4, 11, 19, 20 – 23, 9:11) που δύσκολα θα
μπορούσαν να αναφερθούν σε έναν τοπικό μεσοποταμιακό κατακλυσμό. Όταν
διαβάζουμε λόγου χάριν «και εσκεπάσθησαν πάντα τα όρη τα υψηλά τα υποκάτω
παντός του ουρανού. Και απέθανε πάσα σαρξ, κινουμένη επί της γης» (7:19, 21),
πως θα εννοήσουμε τέτοιες εκφράσεις, αν όχι ότι αναφέρονται σε έναν παγκόσμιο
κατακλυσμό;
Ωστόσο, το ερώτημα που θα πρέπει
να μας απασχολήσει είναι τι είχε υπόψη του ο βιβλικός συντάκτης, λέγοντας
«υποκάτω παντός του ουρανού, πάσα σαρξ επί της γης και, πάντα τα όρη». Γνώριζε
π.χ. όλη τη γη όπως τη γνωρίζουμε εμείς σήμερα; Ή όπως τη γνώριζε αυτός,
δηλαδή, σαν μια μεγάλη έκταση και περιοχή όπου κατοικούνταν από ανθρώπους και
ζώα; Επιπλέον θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι η εβραϊκή λέξη erets δεν
σημαίνει πάντοτε ολόκληρο το πλανήτη γη, αλλά μπορεί να σημαίνει μόνο τη ξηρά
επιφάνεια και ορισμένες χώρες (Γεν. 1:10, 2:11, 13, 10:10). Η έκφραση «πάσα η
γη», όχι σπάνια, σ’ άλλα γραφικά χωρία σημαίνει μια γνωστή περιοχή (ή
κατοικημένη γη). Ή ακόμη με την έκφραση εννοούνται οι κάτοικοι οι σχετιζόμενοι
με ορισμένα γεγονότα (πρβλ. π.χ. Αριθμ. 22:5, 11, Α΄ Βασ. 4:34, Δευτ. 2:25,
Λουκ. 2:1).
Επισημαίνοντας αυτό το γεγονός, νεότεροι
ερμηνευτές της Βίβλου και αρχαιολόγοι, υποστηρίζουν ότι ο περιγραφόμενος
κατακλυσμός της Γένεσης ερμηνεύεται πιο σωστά, όταν γίνει αποδεκτό ότι ήταν μεν
μεγάλων διαστάσεων, πολύ μεγαλύτερος από μια τοπική πλημμύρα του Τίγρη και
Ευφράτη, αφού επί 150 ημέρες τα νερά «εκραταιούντο» πάνω στη γη, και διήρκησε
ένα χρόνο περίπου, δοθέντος ότι η κιβωτός 5 μήνες επέπλεε και 7 μήνες ήταν στην
οροσειρά Αραράτ, αλλά όχι κατ’ ανάγκην παγκόσμιος από γεωγραφική άποψη. Ήταν
παγκόσμιος μόνο από ανθρωπολογική άποψη.
Αν δε λάβει κανείς υπόψη του ότι
δεν είχαν μεσολαβήσει εκατομμύρια χρόνια μεταξύ της εμφανίσεως του ανθρώπου και
κατακλυσμού, αλλά μερικές μόνο χιλιετίες, μπορεί με μια ορθή προσέγγιση και
ερμηνεία των γενεαλογικών καταλόγων της Γένεσης (κεφ. 5ο) να προσδιορίσει τον
κατακλυσμό χρονικά στη 3η π.χ. χιλιετηρίδα. Υπενθυμίζω εδώ, απλά στους
αναγνώστες, ότι αφενός μεν δεν συμφωνούν απόλυτα το μασοριτικό κείμενο με τη
μετάφραση των Ο΄ και τη σαμαρειτική Πεντάτευχο σχετικά με το μήκος ζωής των
προκατακλυσμιαίων και συνεπώς για τη χρονολογία του κατακλυσμού, αφετέρου δε,
δεν συμφωνούν οι επιστήμονες για χρονολογίες πριν από το 2000 π.Χ. Θα πρέπει να
θυμηθούμε επίσης ότι, για τον πρώτο Φαραώ της Αιγύπτου Μένη, δίνονται
χρονολογίες που κυμαίνονται μεταξύ του 4800 π.Χ. έως 2800 π.Χ., ενώ οι γνωστές
μέθοδοι του άνθρακα (C-14) και καλίου-αργού δεν είναι κατά γενική ομολογία
ακριβείς και αξιόπιστες για χρονολογίες πέραν του 3000 π.Χ. (βλ. W. F. Libby, Η
χρονολόγηση τον ραδιάνθρακα, περιοδικό Science, 3/3/1961, σελ. 624 και Spattle
Post Intelligence, 18/1/1976 σελ. 8).
Τα βιβλικά δεδομένα, οι ιστορικές
παραδόσεις, και ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της Μεσοποταμίας, μας βοηθούν να
προσδιορίσουμε τον κατακλυσμό κάπου πριν από την έναρξη των μεγάλων πολιτισμών
της Βαβυλωνίας, Αιγύπτου, Ινδίας κ.λπ. και αμέσως μετά από τη λεγόμενη
μεσολιθική εποχή, ίσως γύρω στο 3500 π.Χ. (έτσι υποστηρίζουν οι ειδικοί F. A.
Filby, M. F. Unger, B. L. Ramm και άλλοι επιστήμονες) παρά γύρω στο 8000 π.Χ.
που θεωρείται το τέλος της εποχής των παγετώνων, χρονολογία, που δίνουν μερικοί
οι οποίοι συσχετίζουν τον κατακλυσμό της Γένεσης με την εποχή των παγετώνων.
Με βάση λοιπόν τους δύο αυτούς
άξονας, της τοπικότητας και του χρόνου, μπορούμε στη συνέχεια να μιλήσουμε πιο
εύκολα για την ιστορικότητα του βιβλικού κατακλυσμού. Αυτός εμφανίζεται εν
μέρει σαν φυσικό γεγονός αλλά και εν μέρει σαν θαυματουργική επέμβαση του Θεού
στη ζωή των ανθρώπων.
Αφήνοντας κατά μέρος στην παρούσα
συζήτηση, ηθικά ερωτήματα (όπως π.χ. γιατί ένας Θεός δημιουργός αγάπης θα
κατέστρεφε ανθρώπους και ζώντα πλάσματα) και εξετάζοντας αυτή καθ’ εαυτή τη
βιβλική διήγηση και συσχετίζοντάς την και με άλλες ιστορικές παραδόσεις,
μπορούμε να πούμε ότι πολλά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ο κατακλυσμός δεν είναι
απλός μύθος ή φαντασία των πρωτόγονων ανθρώπων, αλλά ιστορικό γεγονός.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί
ότι, η παλιά πλατιά διαδεδομένη άποψη της ιστορικο-φιλολογικής κριτικής, ότι η
βιβλική αφήγηση γράφτηκε τελικά τον 5ο π.Χ. αιώνα στηριζόμενη σε αρχαιότερους
βαβυλωνιακούς μύθους, που οι συγγραφείς της την αποκαθάρισαν από τον πολυθεϊσμό
και τους «βάφτισαν μέσα στη βιβλική μονοθεΐα», δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή. Γι’
αυτό και εγκαταλείφθηκε από σύγχρονους ερευνητές όπως K. A. Kitchen, M. F.
Unger, P. J. Wiseman, J. C. Whitcomb, W. F. Albright κ.α. Όπως επεσήμανε ο
αρχαιολόγος K. A. Kitchen, η διήγηση της Γένεσης με κανένα τρόπο δεν είναι πιο
«εξελιγμένη» και άρα μεταγενέστερη από τις αντίστοιχες βαβυλωνιακές, αλλά η πιο
απλή. «Οι εξήντα στίχοι της Γένεσης» (6:9–8:22) εμπεριέχουν την πιο απλή και
πιο σύντομη απ’ όλες τις αρχαίες παραλλαγές έχοντας μάλλον την αφετηρία της το
ίδιο νωρίς όπως και αυτές, και σίγουρα δεν ήταν δευτερεύουσα επεξεργασία τους.
Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή—σημειώνει ο ίδιος—δεν συναντάμε παραδείγματα
ιστορικοποιήσεως των μύθων, αλλά το αντίθετο. Οι απλές παραδόσεις μπορούν με
επαυξήσεις και τροποποιήσεις να δημιουργήσουν θρύλους και μύθους» (Kitchen,
1986, σσ. 48, 49).
Ο παγκοσμίου φήμης αρχαιολόγος
και βιβλικός λόγιος W. F. Albright επεσήμανε ότι στην βιβλική αφήγηση υπάρχουν
πολλά αρχαϊκά στοιχεία, πράγμα που υποδηλώνει ότι είναι αρχαιότατη και
ανεξάρτητη από τις μεσοποταμιακές παραδόσεις και μύθους (Albright, 1968, σ.
86).
Η ίδια η εβραϊκή λέξη για τον
κατακλυσμό, είναι μια σπανιότατη λέξη που συναντιέται μόνο μια ακόμη φορά στην
Παλαιά Διαθήκη. Είναι η λέξη μαββούλ (mabbul, מַבּוּל), που κατά τους
λεξικογράφους σημαίνει «ωκεανός υδάτων», ή «ουράνιος ωκεανός». Τη λέξη την
ξανασυναντάμε στους Ψαλμούς 29:10, όπου εκεί γίνεται και πάλι μνεία του
κατακλυσμού. Δύο ακόμη εσωτερικά στοιχεία ενισχύουν την αξιοπιστία της Γένεσης
σαν ιστορικό ντοκουμέντο σχετικά με το κατακλυσμό. Το ένα είναι η χρήση
ημερολογίου από κάποιο αυτόπτη μάρτυρα. Το άλλο, οι διαστάσεις και η αναλογία
της κιβωτού.
Για τον προσεκτικό παρατηρητή,
στα τρία κεφάλαια της Γένεσης (6–8) υπάρχει όχι μόνο προσδιορισμός πότε αρχίζει
ο κατακλυσμός (το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, το δεύτερο μήνα, την 17η
ημέρα, σα να λέμε δηλαδή, 600-2-17), αλλά και πόση ήταν η διάρκειά του. Έβρεχε
40 μέρες (7:12), τα νερά εκρατούντο πάνω στη γη 150 ημέρες (7:24, 8:3). Η
κιβωτός κάθισε τη 17η ημέρα του 7ου μηνός, δηλαδή μετά από πέντε μήνες (8:4), ο
Νώε βγήκε από την κιβωτό την 27η ημέρα του 2ου μηνός. Έτσι απ’ αυτά, όχι μόνο
φαίνεται η διάρκεια του κατακλυσμού (ένας χρόνος και 10 ημέρες), αλλά ότι ο
συντάκτης των γραμμών είχε υπόψη του ένα στοιχειώδες ημερολόγιο 360 ημερών με
12 μήνες×30 ή 291/2 μέρες. Αυτό μαρτυρεί, ότι ο συντάκτης της Γένεσης βασίζεται
όχι σε μύθους αλλά σε ιστορικές πηγές. Ότι αυτοί που παρέδωσαν τις εν λόγω
παραδόσεις σε γραπτή ή προφορική μορφή, είχαν βαθιά συνείδηση της ιστορίας της
χρονολογίας και της διαδοχής των γεγονότων: Όπως παρατηρεί ο F. Filby κατά πάσα
πιθανότητα έχουμε να κάνουμε εδώ με κάποιον αυτόπτη μάρτυρα του γεγονότος (Νώε;
Γιοί του Νώε;) που εν είδει «ημερολογίου καταστρώματος» σημείωνε τα γεγονότα
και όσα έβλεπε.
Εξ’ άλλου, οι διαστάσεις και η
αναλογία της κιβωτού (tebah, תֵּבָה = κιβώτιο) είναι αξιοσημείωτες. Ενώ σύμφωνα
με τις βαβυλωνιακές παραδόσεις του έπους του Γιλγαμές και του Βηρωσσού, η
κιβωτός ήταν ένας κύβος με πλευρά 120 πήχεων, με επτά πατώματα και εκτόπισμα
228.500 τόννων, ένα κατασκεύασμα δηλαδή που ήταν αδύνατον να επιπλεύσει, η Βίβλος
μας δίνει τις εξής διαστάσεις:300 πήχεις μήκος × 50 βάθος × 30 ύψος. Αν
υπολογίσουμε ότι ο πήχυς ισοδυναμεί με 18 ίντσες, η κιβωτός θα είχε 150m μήκος
× 30 × 15, ή έστω με βάση το μικρότερο αριθμό, 135m × 22,5m × 13,5m, με πρώτο
δεύτερο και τρίτο πάτωμα χωρισμένα σε μικρά διαμερίσματα και κελιά για να μη
μετακινείται το φορτίο, μια τεχνική που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα στα
πετρελαιοφόρα πλοία.
Οι αναλογίες αυτές δίνουν
ικανότητα πλευστότητας στη κιβωτό, διότι δίνουν την αναλογία 6 προς 1, η οποία
αναγνωρίζεται ως ορθολογική. Το Μεγάλη Βρετανία π.χ., που κατασκευάστηκε το
1844, είχε διαστάσεις (σε πόδια) 322 × 51 × 32,5, με μια παρόμοια αναλογία. Το
17ο αιώνα μ.Χ. ο Ολλανδός Πήτερ Γιάνσερ κατασκεύασε ένα μοντέλο της κιβωτού
σύμφωνα με τις αναλογίες της και διαπίστωσε την πλευστότητά της αλλά και μη
ανατρεψιμότητά της. Ο Τζ. Φ. Ράιτ και F. Filby παρατηρούν ότι είναι πολύ
απίθανο τέτοιες λογικές διαστάσεις να τις είχε κάποιος φαντασθεί για την
κιβωτό, εκτός και αν επρόκειτο για κατασκευαστικό γεγονός.
Ακόμα, η κιβωτός ήταν
κατασκευασμένη από ξύλο γόφερ, δηλαδή όπως είναι γενικά αποδεκτό από κυπαρίσσι.
Και είναι γνωστό ότι το κυπαρίσσι είναι ξύλο μεγάλης αντοχής, αφού οι Φοίνικες
και ο Μ. Αλέξανδρος είχαν πλοία κατασκευασμένα από κυπαρίσσι. Πόρτες και στύλοι
απ’ αυτό το δέντρο αναφέρεται ότι άντεξαν επί 1.100 χρόνια (Ramm, 1971, σ.
156). Όλα αυτά συνηγορούν για την ιστορικότητα της βιβλικής αφήγησης.
Οι παραδόσεις των αρχαίων λαών
Αν συνέβηκε ένας τεραστίων
διαστάσεων κατακλυσμός, στο απώτερο παρελθόν, φυσικό είναι να παρέμεινε στη
διάνοια των επιζησάντων και στους μεταγενέστερους απογόνους τους,
μεταβιβαζόμενες σαν παράδοση από στόμα σε στόμα ή γραπτώς, σαν μια ανάμνηση
βαθιά χαραγμένη στη μνήμη τους.
Θα ήταν φυσικό επίσης, να
υπάρχουν κοινά μεταξύ τους στοιχεία και λεπτομέρειες ακόμα, που να συμπίπτουν
μεταξύ τους, αν πηγάζουν από ένα κοινό μακρινό γεγονός. Αυτό ακριβώς συμβαίνει
και είναι αξιοσημείωτο. Έχουν αποκαλυφθεί παγκοσμίως δεκάδες παραδόσεις, μύθοι,
θρύλοι και ιστορίες για έναν μεγάλο κατακλυσμό. Η αρχική παράδοση δεν
διαβιβάστηκε ολόκληρη, αλλά προσέλαβε διάφορες μυθικές μορφές και υιοθέτησε
διάφορες παραλλαγές προσαρμοσμένες σε κάθε έθνος. Αλλά η ουσία της ίδιας
παράδοσης παρέμεινε παντού σημειώνει ο εθνολόγος Χένρυ Λύκεν.
Οι ιστορικοί, οι εθνολόγοι, οι
ανθρωπολόγοι και οι μυθολόγοι έχουν ανακαλύψει, ταξινομήσει και καταμετρήσει
κατά περιόδους, διάφορους μύθους περί κατακλυσμού. Έτσι ο H. Peake (O
κατακλυσμός, 1930, σελ. 124 επ.) υπολογίζει 68 κατακλυσμιαίες παραδόσεις. Γύρω
στις 90 τις ανέβαζε ο γερμανός Δρ. Ρίτσαρντ Αντρέ στο περασμένο αιώνα. Νεώτεροι
ερευνητές τις ανεβάζουν σε 250 (Ι. Φρέηζερ) μέχρι και 300 (κατά τον Γιοχάνες
Ρίεμ). Οι παραδόσεις αυτές βρίσκονται ανάμεσα σχεδόν σ’ όλους τους λαούς και
τις φυλές της ανθρωπότητας. Οι περισσότερες συμφωνούν σε τρία κοινά σημεία.
Ομιλούν α) για μια μεγάλη καταστροφή από ύδατα, β) για μια κιβωτό ή ένα τόπο
καταφυγίου καθ’ υπόδειξη Θεού, γ) για μια διαφύλαξη λίγων επιζώντων.
Βέβαια, είναι σαφές ότι μερικές
από τις παραδόσεις περί κατακλυσμού δεν αναφέρονται στο ίδιο συμβάν. Μπορεί να
αναφέρονται σε τοπικούς κατακλυσμούς. Αλλά οι περισσότερες αναφέρονται στο ίδιο
γεγονός του μεγάλου κατακλυσμού. Οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Έλληνες, οι
Ινδοί, οι Κινέζοι, οι Δριύδες, οι κάτοικοι της Πολυνησίας, οι Εσκιμώοι, οι
Αφρικανοί και οι Ινδιάνοι της Αμερικής, Περουβιανοί, Μεξικανοί, Αζτέκοι και
άγριες φυλές της Πολυνησίας (Μαορί), των νήσων του Ειρηνικού Ωκεανού, έχουν
αναμνήσεις αυτής της τρομακτικής καταστροφής που συνέβη την παιδική ηλικία της
ανθρωπότητας. Επίσης οι Κασινάβα της Βραζιλίας, οι Μακούζι της Γουιάνας, οι
Καρίμπ της Κεντρικής Αμερικής και οι Όνα και οι Γιάγκαν της Γης του Πυρός,
είναι μερικές από τις φυλές που έχουν θρύλους για τον κατακλυσμό.
Αυτές οι ανεξάρτητες μεταξύ τους
παραδόσεις δεν αποδεικνύουν ότι ο κατακλυσμός αυτός επαναλήφθηκε σε διάφορους
τόπους και σε διάφορες εποχές, ούτε ότι ορισμένοι λαοί τις παρέλαβαν από τους
άλλους. Μάλλον αποδεικνύουν ότι όλες αυτές έχουν μια κοινή αρχική πηγή. Την
ανάμνηση ενός μεγάλου καταστρεπτικού γεγονότος που έγινε όταν οι αρχικοί
προπάτορες των φυλών αυτών, ήταν προφανώς σε κάποιο κέντρο και διασκορπίστηκαν
παντού αργότερα μεταφέροντας τις αναμνήσεις τους στους επιγόνους από γενιά σε
γενιά (F. A. Filby, Χ. Βος, Τζ. Ράιτ).
Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές,
ένα ακόμα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι πρωτόγονοι λαοί στην Αυστραλία,
Φίτζι, Περού, Μεξικό κ.λπ. έχουν διαφυλάξει ένα πιθανό λείψανο αυτής της
ιστορικής παράδοσης για τον κατακλυσμό, με την τήρηση της «εορτής των προγόνων»
ή της «μνήμης των νεκρών», στις αρχές του Νοέμβρη. Οι αρχαίοι Ινδοί είχαν αυτή
τη γιορτή τη 17η ημέρα του Νοέμβρη, οι Αιγύπτιοι την 17η μέρα του μηνός Athyr
(= Νοέμβρη), δηλαδή την ίδια ημέρα που σύμφωνα με τη Βίβλο άρχισε ο κατακλυσμός.
Από τις αρχαίες παραδόσεις περί
κατακλυσμού, οι πιο ενδιαφέρουσες εκτός των μεσοποταμιακών που θα εξετάσουμε
παρακάτω, είναι η ελληνική, η ινδική και η κινέζικη.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία
κατακλυσμοί έγιναν επί βασιλείας Ωγύγη και Δαρβάνου της Αρκαδίας. Αλλά αυτοί
δεν φαίνεται να έχουν σχέση με τον μεγάλο κατακλυσμό της Γένεσης.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η παράδοση
που μνημονεύει ο Απολλόδωρος (I, 7, 2 επ.) το 2ο π.Χ. αιώνα, ο Πίνδαρος, ο
Παυσανίας (2ο μ.Χ. αιώνα) και ο Λουκιανός. Ο Δευκαλίωνας και η γυναίκα του η
Πύρρα, διαφυλάχτηκαν από έναν κατακλυσμό που επέφερε ο Ζευς για να τιμωρήσει
τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Διαφυλάχτηκαν μέσα σε ένα πλοίο (λάναρκα
= κιβωτός) που στάθηκε στον Παρνασσό. Ο Πλούταρχος μάλιστα (στο Πότερα των ζώων
φρονιμότερα, τα χερσαία ή τα ένυδρα) μνημονεύει ότι διαφυλάχτηκε ο Δευκαλίων
και η οικογένειά του και από ένα ζεύγος των ζώων. Ένα περιστέρι εξαπολύθηκε δύο
φορές και ανήγγειλε την απομάκρυνση των υδάτων. Την ίδια παράδοση διαφύλαξε και
ο Λατίνος Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Ο Jupiter (Δίας) αποφάσισε εξαιτίας
της ανομίας των ανθρώπων να τους καταστρέφει. Γίνεται συμβούλιο των θεών και
αποφασίζεται η καταστροφή, από την οποία όπως και στον ελληνικό μύθο,
διαφυλάσσονται ο Δευκαλίων και η Πύρρα. Η ελληνική και η ρωμαϊκή παράδοση έχουν
τα πιο κοντινά παράλληλα με τη βιβλική αφήγηση περί κατακλυσμού, μετά τη
βαβυλωνιακή.
Σύμφωνα με αρχαία κινέζικη
παράδοση, ο Φα-χε, θεμελιωτής του κινέζικού πολιτισμού, γλύτωσε από έναν
κατακλυσμό, που στάλθηκε γιατί ο άνθρωπος είχε επαναστατήσει κατά του ουρανού,
μαζί με τη γυναίκα του, τους τρεις γιους και τα τρία κορίτσια του.
Στα αρχαία ινδικά κείμενα
(Μαχαβαράτα) υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παράδοση περί κατακλυσμού. Ο κατακλυσμός
ονομάζεται Τζαλαπραλάγια (= καταστροφή από νερό). Ο Μονού ο οποίος καλείται και
Satya (= δίκαιος όπως και ο Νώε) είναι ο μεγάλος πρόγονος της φυλής. Μαζί με
άλλους επτά σοφούς (Ρίσι), δηλαδή συνολικά οκτώ άτομα σώθηκε μέσα σ’ ένα πλοίο.
Αφού το πλοίο κάθισε σ’ ένα βουνό, ο Μονού ο πρώτος νομοθέτης, βγήκε να κάνει
θυσία στο Θεό.
Παρουσιάζει ακόμη ενδιαφέρον το
πότε εμφανίζουν αυτές οι παραδόσεις ότι συνέβη αυτός ο κατακλυσμός. Οι Έλληνες
τον υπολογίζουν γύρω στα 2300 π.Χ., οι Αιγύπτιοι το 2600 π.Χ., οι Φοίνικες στα
2700 π.Χ., οι Ινδιάνοι το 3100 π.Χ., οι Κινέζοι 2999 π.Χ. Δίνουν δηλαδή
χρονολογίες, που προσδιορίζουν τον κατακλυσμό σε μια καθαρά ιστορική εποχή και
έρχονται πολύ κοντά στη βιβλική χρονολογία.
Ο Γερμανός ερευνητής Γιοχάνες
Ρίεμ παρατηρεί ότι ανάμεσα σε όλες τις αρχαίες παραδόσεις καμιά δεν είναι τόσο
γενική ή τόσο διαδεδομένη παγκοσμίως, όσο αυτή η παράδοση του κατακλυσμού. Τα
ίδια μας λέγει ο σύγχρονος μελετητής F. A. Filby: «Δεν υπάρχει καμμία άλλη
ιστορία ενός αρχαίου συμβάντος σ’ όλο τον κόσμο τόσο πλατιά διαδεδομένη». Κατά
το Filby, η συσσωρευμένη βαρύτητα της μαρτυρίας συγκλίνει να καταδείξει ότι «η
παρούσα ανθρώπινη φυλή (homo sapiens) έχει διασκορπιστεί από ένα κέντρο και από
μια αρχική οικογένεια» (Filby, 1970, σ. 52).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τη
μελέτη αυτών των μύθων και των παραδόσεων, είναι ότι αυτές εξηγούνται μόνο με
την παραδοχή ότι ένας τέτοιος κατακλυσμός συνέβη πράγματι. Μια τέτοια καθολική
πεποίθηση πρέπει να στηρίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός όχι σε φαντασία ή
επινόηση.
Ο κατακλυσμός στις
μεσοποταμιακές παραδόσεις
Μια και ο κατακλυσμός της Γένεσης
έχει επίκεντρό της τη Μεσοποταμία (εκεί ζούσε ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας ο
Νώε με τη φαμίλια του, και στα όρη Αραράτ επικάθησε η Κιβωτός), δεν είναι
απορίας άξιον ότι οι ερευνητές στράφηκαν περισσότερο σε αρχαία κείμενα αυτής
της περιοχής για την αναζήτηση μαρτυριών ή πληροφοριών. Ο κόπος τους δεν πήγε
χαμένος. Από τον περασμένο αιώνα που άρχισαν να διενεργούνται συστηματικές
ανασκαφές στις χώρες της αρχαίας Βαβυλωνίας, Ασσυρίας, Περσίας κ.λπ.,
ανακαλύφτηκαν χιλιάδες επιγραφές, πινακίδες πήλινες με φιλολογικά και
επιστημονικά έργα. Ανάμεσά τους ανακαλύφτηκαν και πινακίδες που μιλούν για τον
κατακλυσμό, μ’ έναν τρόπο που θυμίζει πολύ τη βιβλική παράδοση.
Για τον κατακλυσμό βέβαια, μίλησε
και ο αρχαίος βαβυλώνιος ιερέας του Μαρδούκ Βηρωσσός, που έγραψε γύρω στο 275
π.Χ. Αποσπάσματα από το έργο του διαφυλάχτηκαν σε παραθέματα άλλων συγγραφέων.
Στηριζόμενος σε αρχαία κείμενα, ο Βηρωσσός μιλάει για κάποιον Ξίσουθρο, που
καθ’ υπόδειξη ενός θεού διαφυλάχτηκε από έναν κατακλυσμό αυτός και οι φίλοι του
μαζί με όλα τα είδη ζώων, μέσα σε μια κιβωτό που κατασκεύασε ο ίδιος.
Από τις ανασκαφές βρέθηκε στην
αρχαία Νιππούρ μια πινακίδα που χρονολογείται γύρω στο 1700 π.Χ. Περιέχει
ακριβώς αυτήν την ιστορία του Βηρωσσού και αναγνωρίζεται ότι αποτελεί την
σουμεριακή εκδοχή του κατακλυσμού. Ο ήρωας εδώ αποκαλείται Ziusudra και δεν
είναι άλλος από τον Ξίσουθρο του Βηρωσσού. Ο επιζήσας διαφυλάχτηκε από τον
κατακλυσμό που διήρκεσε 7 μέρες και νύχτες μέσα σε μια κιβωτό. Μετά βγήκε και
προσέφερε θυσίες στους θεούς που του χάρισαν την αθανασία.
Όμως η πιο γνωστή ιστορία περί
κατακλυσμού μετά τη βιβλική, είναι αυτή που αναφέρεται στο περίφημο έπος του
Γιλγαμές. Το έτος αυτό διαφυλάχτηκε σε 12 πινακίδες [η ιστορία για τον
κατακλυσμό βρέθηκε και σε πινακίδα στην βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ (7ος π.Χ.
αιώνας)]. Στα 1872 μ.Χ. ο ασσυριολόγος George Smith αναγνώρισε και ανάγνωσε την
εκδοχή του βαβυλώνιου αυτού κατακλυσμού]. Το έπος χρονολογείται από το 2000
π.Χ. αλλά η ιστορία για τον κατακλυσμό στην 11η πινακίδα είναι παρέμβλητη στο
έπος και μεταγενέστερη. Πρέπει να προστέθηκε γύρω στα 1300 π.Χ. από άλλο
φιλολογικό έργο, το έπος του Ατράχασι (πανσόφου) που περιέχει την πραγματική
εκδοχή των Βαβυλωνίων (Ακκαδίων) για τον κατακλυσμό. Αυτό το έπος χρονολογείται
γύρω στα 1700 π.Χ. Σύμφωνα με το κείμενο, ο Ατράχασις οδηγήθηκε από το θεό Ενκί
να κατασκευάσει μια κιβωτό για να αποφύγει την οργή του βασιλιά των θεών Ενλίλ.
Ο τελευταίος αποφάσισε να στείλει κατακλυσμό και να θανατώσει τους ανθρώπους
επειδή θορυβούσαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί! Έξι μέρες και επτά νύχτες
λυσσομανούσε ο κατακλυσμός.
«Ο κατακλυσμός μούγκριζε σα βόδι,
ο αέρας σφύριζε σαν αετός που κρώζει διαπεραστικά, το σκοτάδι ήταν βαθύ, δεν
υπήρχε ήλιος», λέει η αφήγηση με δραματικό τόνο. Αργότερα το νερό ηρέμησε, ο
Ατράχασις έστειλε ένα περιστέρι μετά ένα χελιδόνι, μετά ένα κόρακα. Αυτός
ράμφισε, έκρωξε και δε ξαναγύρισε. Ο ήρωας κατάλαβε ότι μπορούσε να βγει έξω,
προσέφερε θυσία στους θεούς που νηστικοί από καιρό όπως ήταν, «μαζεύτηκαν σαν
μύγες τριγύρω από τη θυσία…»
Τις ίδιες περίπου λεπτομέρειες
περιέχει και η 11η πινακίδα του έπους του Γιλγαμές. Ο ήρωας εδώ αποκαλείται
Ουτ-Ναπιστίμ και το σωτήριο πλοίο κιβωτός στάθηκε στο όρος Νισίρ, κάπου στην
Περσία. Ο διαφυλαχθείς προσέφερε θυσία και οι θεοί του χάρισαν την αθανασία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των μεσοποταμιακών παραδόσεων και της
βιβλικής. Αυτό το γεγονός ήταν που οδήγησε πολλούς στην εκδοχή ότι οι Εβραίοι
παρέλαβαν αυτούς τους μύθους και τους ωραιοποίησαν αφού οι βαβυλωνιακές
παραδόσεις θεωρούνται αρχαιότερες από την εβραϊκή.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές
διαφορές στις θεολογικές, ηθικές και φιλοσοφικές τους αντιλήψεις. Στη Βίβλο,
όχι μόνο δεν υπάρχει χονδροειδής μυθολογία, πολυθεϊσμός και σύγκρουση θεοτήτων
όπως στις μεσοποταμιακές παραδόσεις, αλλά ο κατακλυσμός παρουσιάζεται με
σοβαρότητα, πλήρη συνέπεια και περισσότερες λεπτομέρειες. Οι βαβυλωνιακές
παραδόσεις έχουν φανταστικά και εξωπραγματικά στοιχεία, και πανθεϊστικό χρώμα.
Ο αρχαιολόγος Φ. Βος κατέδειξε ότι υπάρχουν εκτός από τις θεμελιώδεις διαφορές
και άλλες εννιά μικρότερες, όπως οι φυσικές και ηθικές αιτίες του κατακλυσμού,
η διάρκειά του, το μέγεθος της κιβωτού και άλλες [Vos, 1963 (1985 rep.), σσ. 41, 42].
Ο σπεσιαλίστας στο είδος του,
Alexander Heidel στο περισπούδαστο έργο
του The Gilgamesh Epic and Old Testament Parallels (Το έπος του Γιλγαμές και τα
παλαιοδιαθηκικά παράλληλα) σημειώνει: «Η
διαθέσιμη μαρτυρία δεν αποδείχνει τίποτε που να μαρτυρεί ότι υπάρχει μια «σχέση
καταγωγής» ανάμεσα στη Γένεση και στις βαβυλωνιακές αφηγήσεις. Ο σκελετός είναι
ο ίδιος και στις δύο περιπτώσεις, αλλά η σάρκα και το αίμα και πάνω από όλα το
ζωογόνο πνεύμα είναι διαφορετικά» (Heidel, 1949, σ. 268). Για το φαινόμενο των
ομοιοτήτων αυτών και άλλων σε παραδόσεις αρχαίων λαών οι Sellers, Carlson και
Price ορθά επισημαίνουν: «Μια αρχαία θρησκεία δεν δανείζεται αυτές τις
παγκόσμιες παραδόσεις από κάποια άλλη, αλλά η κάθε μια διαφύλαξε αρχικά αυτές
τις παραδόσεις στην πρώτη μορφή τους. Η αφήγηση της Γένεσης είναι η αγνότερη, η
λιγότερο χρωματισμένη από υπερβολή και πλησιέστερη σ’ εκείνο που πρέπει να
φανταστούμε ότι υπήρξε η αρχική μορφή των παραδόσεων αυτών» (Sellers, Carlson,
& Price, 1958, σ. 157). Έτσι, αντί η βιβλική ιστορία να θεωρείται κακέκτυπο
της βαβυλωνιακής, θα ήταν καλύτερα να θεωρείται ότι προέρχεται από την πολύ
παλιότερη και ανεξάρτητη από τη βαβυλωνιακή ιστορία αφήγηση, και είναι η
σημαντικότερη από ένα πλήθος ιστοριών του κατακλυσμού…» (Κ. Σάνταρς).
Είναι φανερό, ότι όλες αυτές οι
αρχαιότερες παραδόσεις ανάγονται σε μια κοινή πηγή. Πίσω από αυτή, υπάρχει το
ίδιο αξιομνημόνευτο γεγονός: Ο γιγαντιαίος κατακλυσμός που σάρωσε τα πάντα στο
διάβα του και άφησε από τότε νωπά τα σημάδια του στην ανθρώπινη μνήμη. Όπως
σημείωσε ο επιφανής βιβλικός αρχαιολόγος των Η.Π.Α. John Bright, «πρέπει να τον
εκλάβουμε σαν μια καταστροφή που έγινε πολύ παλιά στην λίθινη εποχή».
Ιστορικά και αρχαιολογικά
τεκμήρια;
Αφού ο κατακλυσμός έγινε και
κάλυψε μια μεγάλη έκταση της γης καταστρέφοντας την «πονηρή ανθρωπότητα», ποιες
είναι οι αποδείξεις για ένα τέτοιο τρομαχτικό γεγονός εκτός από τους θρύλους,
τους μύθους και τις αναμνήσεις των αρχαίων λαών;
Οι αρχαιολόγοι έστρεψαν με ζήλο
το ερευνητικό τους βλέμμα στα στρώματα καθαρού αργίλου που ανακαλύφθηκαν στην
αρχαία Ουρ, Ερέχ, Κις, Ουρούκ, Φαρά, Νινευή—αρχαίες μεσοποταμιακές πόλεις. Σ’
αυτές ανακαλύφθηκαν στρώματα πάχους που κυμαίνονται από 0,80 έως 3,5m και
μεγάλης έκτασης.
Ο γνωστός αρχαιολόγος σερ Leonard Wooley στο βιβλίο του Excavations At
Ur ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε
ότι τα στρώματα που ανακάλυψε το 1929 στην Ουρ, πρέπει να ήταν απομεινάρια του
κατακλυσμού της Γένεσης. Η άποψη αυτή έγινε πλατιά αποδεκτή για ένα μεγάλο
διάστημα. Ωστόσο, μεταγενέστερες έρευνες απεκάλυψαν ότι τα στρώματα αυτά στις
παραπάνω πόλεις, δεν μπορούν να αναχθούν χρονολογικά στην ίδια εποχή (π.χ. τα
στρώματα της Ουρ και Νινευή χρονολογούνται ανάμεσα στο 3000–4000 π.Χ., ενώ της
Κις και Ερέχ γύρω στο 2800 π.Χ.). Ακόμα φάνηκε ότι κι αυτός ο κατακλυσμός της
Ουρ, δεν την είχε καλύψει ολόκληρη. Επίσης δεν ανακαλύφθηκαν παρόμοια στρώματα
λάσπης στην Οβείδ, 4 μίλια μακριά από την Ουρ, ούτε στη Συρία, Παλαιστίνη και
Αίγυπτο.
Έτσι το επόμενο συμπέρασμα ήταν,
ότι αυτά τα στρώματα δημιουργήθηκαν από διάφορους τοπικούς μικρούς
κατακλυσμούς. Προφανώς κάποιος από αυτούς θα δημιουργήθηκε από κάποια πλημμύρα
των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη και ήταν μίας σημαντικής καταστρεπτικής έκτασης.
Δεν φαίνεται όμως να έχουν σχέση αυτοί οι τοπικοί κατακλυσμοί με τον μεγάλο
βιβλικό, και η γιγαντιαία κιβωτός σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν άχρηστη.
Ωστόσο ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα
φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τον μεγάλο κατακλυσμό της Γένεσης. Ένα
πρίσμα από πηλό που ανακαλύφθηκε στα 1922 στη Λάρσα από τους Weld και Blundell
είναι γνωστόν πλέον με το όνομά τους (WB 444) και περισσότερο ως «Κατάλογος των
Σουμερίων Βασιλιάδων» (Sumerian King List). Φυλάσσεται εδώ και χρόνια σε
μουσείο της Οξφόρδης. Σ’ αυτό το πρίσμα, που χρονολογείται γύρω στο 2000 π.Χ.
και υπογράφεται από κάποιον Νουρ Νινσουβούρ, υπάρχει ένας πλήρης κατάλογος 10
προκατακλυσμιαίων βασιλέων από την αρχή της ανθρωπότητας, που είχαν μεγάλο
μήκος ζωής. Στο τέλος σημειώνεται: «Τότε ο κατακλυσμός ανέτρεψε τη γη».
Για πολλούς αρχαιολόγους, αυτό το
ντοκουμέντο είναι ένα ιστορικό τεκμήριο που αφ’ ενός μεν συμφωνεί με το 5ο
κεφάλαιο της Γένεσης το οποίο μιλάει για προκατακλυσμιαίους μακρόβιους
γενάρχες, αφ’ ετέρου δε μόνο του, είναι μια πηγή που μαρτυρεί το γεγονός του
κατακλυσμού.
Είναι ενδιαφέρον μάλιστα, ότι
αυτούς τους προκατακλυσμιαίους βασιλείς τους μνημονεύει και ο Βαβυλώνιος
ιστορικός ιερέας Βηρωσσός. Ο τελευταίος βασιλιάς γενάρχης ήταν κατά το πρίσμα ο
Ζινσουδδού, κατά τον Βηρωσσό ο Ξίσουθρος. Δηλαδή ο ήρωας, που διαφυλάχτηκε από
τον κατακλυσμό. «Τον καιρό του Ξίσουθρου», λέει ο Βηρωσσός, «έγινε ο μεγάλος
κατακλυσμός».
Οι φυσικές και γεωλογικές
ερμηνείες του κατακλυσμού
Τρεις είναι οι πιο σπουδαίες
γεωολογικο-φυσικές ερμηνείες που δόθηκαν για την ερμηνεία του κατακλυσμού. Η
μια είναι, ότι ο κατακλυσμός που τόσο επίμονα εμφανίζεται στους θρύλους και
στις παραδόσεις των λαών σχετίζεται με την τελευταία εποχή των τελευταίων
παγετώνων 10000–8000 π.Χ. οι οποίοι άρχισαν σαν γεωλογικό φαινόμενο πριν από
εκατομμύρια χρόνια (Πλειστόκαινο εποχή).
Ωστόσο, δύσκολα μπορεί να
εναρμονισθεί το γεγονός του περιγραφόμενου στις παραδόσεις κατακλυσμού με ένα
τέτοιο γεωλογικό φαινόμενο. Ούτε αυτά τα γεγονότα μπορούν χρονικά να συμπέσουν
με τον εξεταζόμενο κατακλυσμό στους γνωστούς ιστορικούς χρόνους, ούτε βέβαια
μπορεί να γίνει λόγος για διαφύλαξη λίγων ανθρώπων σε κιβωτό σε αυτή την
περίπτωση.
Η ανακάλυψη εκατομμυρίων
κατεψυγμένων μαμούθ μέσα σε πάγους που διατηρήθηκαν ανέπαφα, και πολλά μάλιστα
με χλωρό χορτάρι στο στομάχι και στο στόμα τους στην Αλάσκα και Σιβηρία, ζώα
που δεν ζουν φυσιολογικά σ’ εκείνες τις περιοχές, μαζί με αλλά όπως βίσονες,
πρόβατα, άλογα, τίγρεις και ρινόκερους και κοντά σε οπωροφόρα δένδρα με τα
φύλλα και τους καρπούς τους, μαρτυρεί μια δραστική αλλαγή του κλίματος και την
αιφνίδια θανάτωση των ζώων αυτών. Αυτό σύμφωνα με τους θιασώτες της θεωρίας του
θερμομονωτικού καλύμματος (υδρατμών άνωθεν του στερεώματος—κάτι ανάλογο με τους
δακτυλίους του Κρόνου) εξηγείται με την διάρρηξη του δακτυλίου και την έκχυση
δεκάδων τόννων νερού στη γη. Οι θιασώτες της άπψης αυτής υποστηρίζουν ότι
ταυτόχρονα έγινε και κάτι άλλο· οι κάποτε ήπιες πολικές περιοχές βυθίστηκαν
απότομα σε συνθήκες μεγάλης ψύξης και έτσι θανατώθηκαν όλως αιφνιδίως τα ζώα
που ζούσαν εκεί αμέριμνα.
Τη θεωρία αυτή με κάποιες
παραλλαγές και προσαρμογές στα πρόσφατα χρόνια υποστηρίζουν οι φοναμενταλιστές
John Whitcomb και Henry Morris στο ογκώδες βιβλίο τους The Genesis Flood: The
Biblical record and its scientific implications, ένα ενδιαφέρον ομολογουμένως
βιβλίο, που δίνει απαντήσεις σε πολλές απορίες γύρω από τον κατακλυσμό, αλλά
δημιουργεί και αρκετές άλλες, γι’ αυτούς που τα ψάχνουν τα πράγματα.
Παλιότερα είχε υποστηριχθεί
παρόμοια άποψη και από το γεωλόγο Henry B. Woodward ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ένας
μεγάλος κατακλυσμός κατέκλυσε ένα μεγάλο μέρος της γήινης επιφάνειας αλλάζοντας
το κλίμα στη Σιβηρία και Αλάσκα.
Ο Donald
W. Patten στα 1966 στο βιβλίο του The
Biblical Flood and the Ice Epoch: A Study in Scientific History, υπαινίχθηκε μια
άλλη ερμηνεία. Μια μεγάλη παλίρροια κάλυψε
μια μεγάλη περιοχή της γης κατά τον Patten και, δημιούργησε αυτό που έμεινε
στην ιστορία ως κατακλυσμός. Τι όμως προκάλεσε αυτήν την παλίρροια; Κατά τον
Patten και τους θιασώτες της άποψης αυτής δύο αιτίες μπορούσαν να την
προκαλέσουν. Μια ελαφρά μετακίνηση στον άξονα της γης από οποιαδήποτε αιτία
ήταν ικανή να δημιουργήσει ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα από τους ωκεανούς. Μιας
και κανένας όμως αστρονόμος δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει σοβαρά αυτή τη
θεωρία χωρίς στοιχεία, προτάθηκε μια άλλη, περισσότερο ευλογοφανής. Ένας μικρός
πλανήτης του κινήθηκε ελλειπτικά κοντά στη γη (όπως π.χ. ο Έρως που κινείται
μεταξύ 30 εκατ. μιλίων και 14 εκατ. μιλίων) ή ένας μεγάλος κομήτης ή
ενδεχομένως κάποιος μετεωρίτης γιγαντιαίων διαστάσεων και εκατομμυρίων τόννων,
θα μπορούσε πέφτοντας στον ωκεανό να προκαλέσει μια τέτοια γιγαντιαία παλίρροια
με καταστρεπτικές συνέπειες. Στο σημείο αυτό βέβαια ο Patten μας θυμίζει πολύ
τον I. Velikovsky, ο οποίος όπως ξέρουμε παρουσιάζει παρόμοιες απόψεις στα
βιβλία του και ιδιαίτερα στο πολυσυζητημένο Η γη σε αναταραχή. (Κάκτος, 1979).
Οι θεωρίες όμως εναλλάσσονται με τις εικονολογικές χωρίς κάποιο αποδεικτικό
στοιχείο. Όλα τα σενάρια είναι πιθανά για τους φυσικούς και τους γεωλόγους από
την στιγμή που ψάχνει να βρει κανείς τα αίτια του κατακλυσμού. Ακόμα να
εννοήσει τι σημαίνει η βιβλική έκφραση «και εσχίθησαν πάσαι αι πηγαί της
μεγάλης αβύσσου»… Μήπως υπόγεια θαλάσσια ρεύματα προήλθαν από κάποιο βάθος και
ενώθηκαν με νερά της βροχής; Μήπως έγινε μια μεγάλη πλημμύρα από τα νερά του
Περσικού Κόλπου; Ή μήπως μια πλημμύρα των νερών της Μεσογείου μέσω των στενών
του Βοσπόρου δημιούργησαν τη σημερινή κατάσταση της Μαύρης Θάλασσας και αυτό
έμεινε σαν ανάμνηση του κατακλυσμού;
Έτσι νομίζουν και έτσι
υποστηρίζουν οι Pitman και Ryan στο βιβλίο τους Noah’s Flood. Υποστηρίζουν
δηλαδή ότι η Μαύρη Θάλασσα κατακλύσθηκε από τα νερά της Μεσογείου. Σύμφωνα με
τις έρευνες και τα ευρήματα των δύο αυτών επιστημόνων, που το καλοκαίρι του
1993 με την συνεργασία ρωσικής ομάδας από το Ωκεανολογικό Ινστιτούτο Σίρσοφ,
διενήργησαν χαρτογράφηση του πυθμένα της θάλασσας, (η οποία είχε γλυκό νερό
αρχικά), πλημμύρισε από τα νερά της Μεσογείου που πέρασαν από το Βόσπορο.
Οι Pitman και Ryan πιστεύουν ότι
βρήκαν τις αποδείξεις της πλημμύρας στα λείψανα παλιών μαλακίων αλμυρού νερού
στο βυθό της θάλασσας που φαίνεται να είχαν την ίδια ηλικία και στα ιζήματα από
το βυθό. Οι χρονολογικές μετρήσεις έδειξαν ότι οι θαλάσσιοι οργανισμοί που
εξετάστηκαν όλοι είχαν πεθάνει ταυτόχρονα στο 5600 π.Χ. Έτσι, φαίνεται, ότι
τότε έγινε η μεγάλη πλημμύρα, τότε ξεχείλισε η Μεσόγειος, το θαλάσσιο νερό
ξεχύθηκε στη Μαύρη Θάλασσα που τότε ήταν τα 2/3 από ότι σήμερα και στη Μ. Ασία
με τόση δύναμη, όση 200 καταρράχτες του Νιαγάρα, κάνοντας τα χωριά να
εξαφανίζονται σε μερικές εβδομάδες. Για μέρες το νερό χυνόταν με ταχύτητα 80
μίλια την ώρα. Οι κάτοικοι της περιοχής έντρομοι σκόρπισαν άλλοι δυτικά στην
Ευρώπη και άλλοι στη Μεσοποταμία.
Αυτή είναι η θεωρία των δύο
γεωλόγων που προσέλκυσε αμέσως την προσοχή του επιστημονικού κοινού και οι
συζητήσεις άναψαν με τα υπέρ και τα κατά. Αλλά κατά πόσο σχετίζεται στην
πραγματικότητα η πλημμύρα της Μαύρης Θάλασσας με την ιστορία του κατακλυσμού
της Γένεσης, του έπους του Γιλγαμές και των άλλων ιστορικών παραδόσεων; Αυτό
είναι το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο από ότι φαίνεται οι παραπάνω επιστήμονες
αποφεύγουν να απαντήσουν ευθέως και κατηγορηματικά. Δέχονται αυτή την πλημμύρα
σαν μια πιθανή εξήγηση των ιστοριών του κατακλυσμού, αλλά τα ιστορικά και
αρχαιολογικά στοιχεία που προαναφέραμε δεν φαίνεται να την ευνοούν και πολύ.
Συμπεράσματα
Αν κρίνουμε από τις συνδυασμένες
μαρτυρίες της Βίβλου, των παραδόσεων και των χρονικών αρχαίων λαών και από τα
αρχαιολογικά και γεωλογικά στοιχεία, δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε το
συμπέρασμα, ότι ένας γιγαντιαίων διαστάσεων κατακλυσμός πριν από 5.000 χρόνια συνέβη πραγματικά. Στις γεωλογικές
ενδείξεις θα πρέπει να προστεθούν και φαινόμενα όπως θαλασσίων οστράκων και
οστών ψαριών σε βουνά, όπως αυτά που βρέθηκαν στο Αραράτ σε ύψος 10.000 ποδών,
σκελετοί φαλαινών στα Ιμαλάια, και σπασμένα οστά ζώων πολλών ειδών σε μεγάλους
σωρούς σε βάραθρα και σπηλιές σε διάφορα μέρη. Είναι κι αυτή μια πειστική
απόδειξη για τον κατακλυσμό και την καταστροφή που άλλαξε τη γη κατά τον
Charles Berlitz.
Είναι αξιοσημείωτο από την άλλη
πλευρά ότι οι παραδόσεις και οι θρύλοι μιλούν επιμόνως για καταστροφή όχι από
ηφαιστειακή έκρηξη, χιονοθύελλες, ξηρασίες κ.λπ. αλλά για καταστροφή από νερό. Κι αν μια
τέτοια καταστροφή έλαβε χώρα, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι πολλά της
εξελικτικής γεωλογίας πρέπει να αναθεωρηθούν.
Παρά την αυξημένη γνώση μας δεν
μπορούμε να απαντήσουμε ικανοποιητικά στο ερώτημα πόση έκταση γης κατέλαβε ο
κατακλυσμός (αν και ένας μεγάλος κατακλυσμός στη Μεσοποταμία κατ’ ανάγκην θα
κάλυπτε σχεδόν όλη τη γη), που πήγαν τα κατακλυσμιαία ύδατα (το πιθανότερο
είναι ότι άλλαξε η τοπογραφία της γης και ότι ένα μεγάλο μέρος των νερών βάθυνε
και αύξησε τους ωκεανούς, και
δημιούργησε λίμνες, έτσι ώστε να φτάσουν να καλύπτουν το 70% της γης, ενώ,
προφανώς, προ του κατακλυσμού θα κάλυπταν μικρότερη επιφάνεια), ούτε σε
δευτερεύουσας φύσεως λεπτομέρειες. Αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα το αρχικό
συμπέρασμα.
Ο λόγιος Franz Delitzsch,
σχολιάζοντας το ζήτημα, έγραψε ότι όσο μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ιστορία
του Μεγάλου Αλέξανδρου είναι μύθος, άλλο τόσο μπορούμε να πούμε ότι ήταν προϊόν
φαντασίας και ο κατακλυσμός.
Αλλά ήταν αυτός ο κατακλυσμός
αποτέλεσμα τυφλών ανεξέλεγκτων φυσικών δυνάμεων (νερό βροχής ή θάλασσας) ή μια
φυσική υπερφυσική καταστροφή που επιτέλεσε μια ανώτερη δύναμη όπως επιμένει η
Βίβλος και η αρχαία παράδοση; Αυτό είναι κάτι που όσα χρόνια κι αν περάσουν
καμία επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να απαντήσει. Γιατί ξεφεύγει από τα όρια
της.
Βιβλιογραφία
Albright, William Foxwell. Yahweh and the gods of Canaan; a
historical analysis of two contrasting faiths. Garden City, N.Y.:
Doubleday, 1968.
Berlitz, Charles. Η χαμένη κιβωτός του Νώε: Αναζητώντας το πλοίο του Νώε
στις κορυφές του Αραράτ. Αθήνα:
Κονιδάρης, 1988.
Delitzsch, Franz, and Sophia Taylor. A new commentary on Genesis.
Edinburgh: T. & T. Clark, 1888.
Filby, Frederick Arthur. The flood reconsidered: a review of the
evidences of geology, archaeology, ancient literature, and the Bible. Grand
Rapids: Zondervan Pub. House, 1970.
Heidel, Alexander. The Gilgamesh epic and Old Testament parallels.
Chicago: University of Chicago Press, 1949.
Kitchen, Kenneth Anderson. Η
Βίβλος κι ο
αρχαίος κόσμος. Αθήνα: Πέργαμος, 1986.
Montgomery, John Warwick. The quest for Noah's ark: a treasury of
documented accounts from ancient times to the present day of sightings of the
ark & explorations of Mount Ararat with a narration of the author's
successful ascent to the summit of Noah's mountain. Minneapolis: Bethany
Fellowship, 1972.
Parrot, André. Déluge et arche de Noé. Neuchâtel: Delachaux &
Niestlé, 1952.
Pitman, Walter C., and William B. F. Ryan. Noah's flood: the new
scientific discoveries about the event that changed history. New York: Simon
& Schuster, 1998.
Ramm,
Bernard L. Christian View of Science and Scripture. Grand Rapids: W.B. Eerdmans
Pub. Co., 1971.
Rehwinkel, Alfred M. The Flood in the light of the Bible, geology and
archaeology. Saint Louis: Concordia Pub. House, 1951.
Sellers, Ovid R., Leslie E. Carlson, και Ira M. Price. The monuments and the Old
Testament: light from the Near East on the Scriptures. Philadelphia: Judson
Press, 1958.
Unger, Merrill F. Archaeology and the Old Testament: a companion volume
to Archaeology and the New Testament. Grand Rapids. Zondervan Pub. House, 1954.
Vos,
Howard Frederic. Genesis and archaeology. Grand Rapids: Academic Books, 1985.
Whitcomb, John Clement, and Henry M. Morris. The Genesis Flood: The
Biblical record and its scientific implications. Philadelphia: Presbyterian and
Reformed Pub. Co., 1961.
Woolley, Leonard, and E. A. Speiser. Excavations At Ur. Philadelphia:
University Museum, 1933.
Συγγραφέας: Δημήτρης
Τσινικόπουλος